Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Η «ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ» ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Ο ΑΝΕΦΙΚΤΟΣ (;) ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

Η «ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ» ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Ο ΑΝΕΦΙΚΤΟΣ (;) ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ…

 
 
 
 
 
 
 
Rate This

«Ό, τι σήμερα προσφέρεται ως νέα πυξίδα προσανατολισμού της πολιτικής δράσης και ως πανάκεια — προ παντός ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιω­μάτων— κατά πάσα πιθανότητα θα μεταβληθεί σε ένα νέο πεδίο μάχης, όπου η πάλη των ερμηνειών θα συνδέεται με ακόμα πιο χειροπιαστές μορφές πάλης. Στη διελκυστίνδα ανάμεσα σ’ έναν ανέφικτο οικουμενισμό και σε μια υπεράσπιση συλλογικών συμφερόντων αναπόδραστα οργανωμένη πάνω σε στενότερη τοπική και πληθυσμιακή βάση, το κρατικά οργανωμένο έθνος δεν διαλύεται, όπως περίμεναν πολλοί, μέσα σε υπερεθνικά μορφώματα, παρά αναλαμβάνει έναν νέο ιστορικό ρόλο, λίγο ή πολύ διαφορετικό από εκείνον πού έπαιξαν στο απώτερο παρελθόν το αστικό έθνος και στο πιο πρόσφατο οι αποκρυσταλλώσεις του κομμουνιστικού εθνικισμού. Πρωταρχικό του μέλημα είναι η εξασφάλιση μιας θέσης μέσα σε μια πυκνή και έντονα ανταγωνιστική παγκόσμια κοινωνία — όμως το μέλημα αυτό θα συναιρείται όλο και περισσότερο σ’ ένα αίτημα στοιχειώδους επιβίωσης στον βαθμό πού θα στενεύουν τα περιθώρια κινήσεων μέσα στους κόλπους της παγκόσμιας κοινωνίας. Η εξ αντικειμένου νέα αυτή λειτουργία του εθνικισμού παραμένει καθοριστική ανεξάρτητα από τις συνήθως αυτάρεσκες μυθολογίες μέσω των οποίων κατανοεί ο ίδιος τον εαυτό του, αντλώντας από το πραγματικό ή φανταστικό, κοντινό ή μακρινό παρελθόν». Απόσπασμα κειμένου, που αποτελεί Επίμετρο στο βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο» (1992)
%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%85%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82
Η ιδεολογική μηχανή του λεγόμενου δυτικού ελεύθερου κόσμου συνεχίζει να αναπαράγει, έστω και ψυχορραγώντας, με μονότονο τρόπο και πάντως χωρίς καμία πειθώ, το γνωστό σχήμα, που εδράζεται στο δίπολο από την μια της «δημοκρατίας», της «ελευθερίας», της «χειραφέτησης», και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», που οδηγούν δήθεν δίχως άλλο στην «ανάπτυξη» και στην «πρόοδο», και από την άλλη στον «δεσποτισμό» και την «ανελευθερία» των καθεστώτων, που ευθύνονται για την «καθυστέρηση» οικονομική, κοινωνική και πολιτική.

Η συνειδητή αυτή παραποίηση γίνεται ολοένα και πιο φανερή τα τελευταία χρόνια, ακριβώς εξαιτίας της λειτουργικής αντίθεσης που χαρακτηρίζει την σχέση ανάμεσα στους θιασώτες των δημοκρατικών αξιών και τον λεγόμενο πολιτικό εξτρεμισμό, που εκφράζεται από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κόμματα (βλ. Διαδρομή Ελευθερίας, Φλεβάρης 2016, Κόμματα Παρίες και καθιερωμένο πολιτικό σύστημα: σχέσεις στοργής και «μίσους»…).
Ένας πολιτικός εξτρεμισμός, που αποδεικνύεται, ότι όχι μόνο δεν αποτελεί «ξένο σώμα», αλλά τουλάχιστον συνιστά μια σημαντική κινητήριο δύναμη στη στασιμότητα, που επιδεικνύουν οι συμβατικές ή παραδοσιακές ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις και κόμματα. Και είναι ακριβώς ο εθνικισμός αυτών των κομμάτων, που έχουν χαρακτηρισθεί παρίες του πολιτικού συστήματος, που έρχεται να επέμβει για να μετριάσει εν μέρει ή γενικότερα τον (ανέφικτο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες) οικουμενισμό, έναν οικουμενισμό, που αδυνατεί να ρυθμίσει πειστικά, εκτός των άλλων, το ζήτημα της παγκόσμιας κατανομής πόρων.
Ο ιστορικός Παναγιώτης Κονδύλης με οξυμένη διορατικότητα ήδη από το 1992 είχε διαβλέψει την επερχόμενη ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και την όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, η οποία πίστευε ότι θα ενισχύσει τις κεντρόφυγες δυνάμεις από την ΕΕ. Όπερ και εγένετο. Ο Κονδύλης, όχι μόνο δεν θαμπώθηκε από την επικείμενη τότε διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αλλά αφουγκράστηκε τους τριγμούς στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς παρατηρούσε, από τότε, στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων να καταπίπτει ταυτόχρονα με την άνοδο των νέων κομμάτων.
Διέκρινε, επίσης, από τότε την διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και την συνεπόμενη στενότητα των πόρων εξ αιτίας των οικολογικών και πληθυσμιακών αναταραχών. Εκτιμούσε δε εκείνη την χρονική στιγμή ότι στην περίπτωση αυτή στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα συγκροτηθεί ένας συνασπισμός των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους, παρά την «αδελφική» διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης πίστευε ότι οι ειρηνιστές και οικουμενιστές ή «ευρωπαϊστές» έχουν τον δικό τους τρόπο για να παρακάμπτουν τις οδυνηρές πραγματικότητες και ακόμη ότι φαντάζονται ότι είναι πιο ρεαλιστές, αφού ξεπέρασαν τους «εθνικούς αταβισμούς» και συμπορεύονται με τη νέα παγκόσμια κατάσταση, όπου τάχα το εμπόριο και ο διάλογος θα αντικαταστήσουν τον πόλεμο. Παρατηρούσε, επίσης, ότι οι θέσεις τους αυτές δεν είναι διόλου ρεαλιστικότερες από τις πομφόλυγες του εθνικισμού, αλλά συνιστούν, απλώς, την αντίστροφη ιδεολογία, και μάλιστα μιαν ιδεολογία διόλου πρωτότυπη, αφού δεν περιέχει παρά κοινοτοπίες του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού διατυπωμένες πριν από 300 χρόνια και διαψευδόμενες επανειλημμένα έκτοτε.
Σύμφωνα με τον Robert Gilpin συγγραφέα του βιβλίου H πρόκληση του παγκόσµιου καπιταλισµού – H παγκόσµια οικονοµία τον 21ο αιώνα, παρά την δημιουργία της ΕΕ και την πολυδιαφημισμένη νέα «ευρωπαϊκή» νοοτροπία, η πολιτική συνείδηση στην Ευρώπη παραμένει, κυρίως εθνική – γερμανική, γαλλική και ούτω καθεξής. Ο Gilpin τονίζει, ακόμη, ότι «η ωμή πολιτική πραγματικότητα των ξεχωριστών εθνικών ταυτοτήτων εξακολουθεί να έρχεται σε σύγκρουση με τις σύντομες προσπάθειες που καταβάλλει η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ για να εφαρμόσει την εξαιρετικά φιλόδοξη συνθήκη του Μάαστριχτ».
Έτσι, η παραδοχή περί «δημοκρατικού ελλείμματος» παρ’ ότι προηγείται καταφανώς χρονικά από την εμφάνιση του πολιτικού εξτρεμισμού, που έρχεται να αλώσει από τα μέσα τους δημοκρατικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς, με έναν ταχυδακτυλουργικό τρόπο αποσυνδέεται από το «καινούργιο πρόβλημα».
Το 1942 ο Λουτσόλλι, διπλωμάτης της φασιστικής Ιταλίας, έγραφε μεταξύ άλλων:
«Η μέχρι θανάτου υπεράσπιση όσων μεγάλων και σπουδαίων έχουν ως τώρα κατακτηθεί, η αξιοποίηση τους, η οργάνωση της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Ευρώπης… όλα αυτά εκ πρώτης όψεως θα ήταν ικανά να αποτελέσουν έναν σαφή και συγκεκριμένο στόχο, ένα πρόγραμμα που θα συσπείρωνε γύρω του οπαδούς και θα δημιουργούσε συναίνεση, αν δεν συνέβαινε σε αυτήν ακριβώς την πολιτική αποστολή η Γερμανία να αποδεικνύεται τόσο αποφασιστικά και αμετακίνητα κατώτερη από το έργο που έχει να επιτελέσει.
Η εμφατική απόφαση των Γερμανών να οργανώσουν την Ευρώπη ιεραρχικά, σαν μια πυραμίδα με τη Γερμανία στην κορυφή, είναι γνωστή σε όλους… Σε όλες τις χώρες, ακόμη και σ’ αυτές που έως χτες κρατούσαν μια μάλλον σαφή αντιγερμανική στάση, δεν έλειπαν οι πολιτικές προσωπικότητες και τα ρεύματα που ήταν έτοιμα να παραδεχτούν… ότι τα εθνικά κράτη έπρεπε να δώσουν τη θέση τους σε πολύ μεγαλύτερες πολιτικές οντότητες… Έτσι η έννοια της ιεραρχικής οργάνωσης της Ευρώπης δεν ήταν από μόνη της απαράδεκτη.
Όμως, αυτό που εντυπωσιάζει όποιον έρθει σε επαφή με τους Γερμανούς είναι καθαρά η μηχανική και υλιστική τους αντίληψη για την ευρωπαϊκή τάξη. Γι’ αυτούς, οργάνωση της Ευρώπης σημαίνει να αποφασίζουν πόσο απ’ αυτό ή από εκείνο το ορυκτό πρέπει να παραχθεί και πόσοι εργάτες πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Δεν τους περνά από το μυαλό ότι καμιά οικονομική τάξη πραγμάτων δεν μπορεί να ισχύσει αν δεν βασίζεται σε μια πολιτική τάξη και ότι, για να κάνεις τον Βέλγο ή τον Βοημό εργάτη να δουλέψει, δεν αρκεί να του υποσχεθείς έναν ορισμένο μισθό…».
Ο Philippe de Schoutheete (βέλγος διπλωμάτης) πολλά χρόνια αργότερα υπογραμμίζει εμφατικά ότι «αν και οι αρχές δημοκρατικής λειτουργίας είναι παρούσες στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όπως συμβαίνει στα εθνικά συστήματα, οι αρχές αυτές δεν γίνονται αντιληπτές ως ένα θεμελιώδες συστατικό αλλά ένα επιφαινόμενο της δομής [της ΕΕ]… Οι θεσμοί της Κοινότητας και της Ένωσης, η νομιμότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, δε διαθέτουν επαρκή δημοκρατική νομιμότητα στα μάτια της κοινής γνώμης, γεγονός που συνιστά ένα διαζύγιο ανάμεσα στην νομιμότητα και τη νομιμοποίηση».
Αναφέραμε προηγουμένως την λειτουργική αντίθεση μεταξύ της «δημοκρατίας» και των «παρείσακτων εισβολέων», ενώ έχουμε περιγράψει τους δημοκρατικούς προβληματισμούς για το ρίσκο να παραχωρηθεί χώρος στα λεγόμενα μισαλλόδοξα κόμματα. Παρ’ όλα αυτά και τα παραδείγματα δεν είναι λίγα, όχι μόνο παραχωρήθηκε χώρος, και βέβαια πολιτική αναγνώριση, αλλά και θέση σε κυβερνητικούς συνασπισμούς και μάλιστα σε κράτη, όπως η Ελβετία, όπου το «φαινόμενο» δεν μπορούσε να εξηγηθεί είτε εξ αιτίας κάποιας οικονομικής είτε προσφυγικής «κρίσης».
Η «απειλή», λοιπόν, σ’ αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις αντιμετωπίσθηκε με την στρατηγική της «εποικοδομητικής εμπλοκής» του καθιερωμένου πολιτικού συστήματος με τους «μισαλλόδοξους» αμφισβητίες των δημοκρατικών αξιών και ελευθεριών. Οι δικαιολογίες, όπως έχουμε καταγράψει, περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από την πεποίθηση ότι ο εξοστρακισμός, η δαιμονοποίηση, ή η απαγόρευση φέρνει ή υποτίθεται ότι θα φέρει περισσότερη κοινωνική αίγλη και συσπείρωση παρά την κατάρρευση των «ακραίων».
Τα επιχειρήματα αυτά αποδεικνύονται σαθρά, αλλά και εκτός ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας σε περιπτώσεις, όπως αυτή της Σλοβακίας, λόγου χάρη, όπου μετά την διαίρεση της Τσεχοσλοβακίας ο εθνικισμός στόχευσε τις μειονότητες των Ούγγρων ή των Ρομά, αναβιώνοντας τον σλοβάκικο φασισμό του 20ου αιώνα.
Επομένως, δικαιούται κάποιος να αποφανθεί ότι οι «κρίσεις» στην ΕΕ συνιστούν προκλήσεις και ευκαιρίες, καθώς επιβάλλουν θεσμικές μεταβολές προκειμένου να αντιμετωπιστούν οργανωτικές και συγκυριακές «ανεπάρκειες» της Ένωσης; Αναμφίβολα η ενοποιητική διαδικασία δεν εξοστράκισε ούτε καν εννοιολογικά τους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς, αλλά τους κατέστησε και συνεχίζει να τους καθιστά σε μια εξελισσόμενη διαδικασία ασφαλιστικές δικλείδες, προκειμένου οι εθνικές ιδιαιτερότητες να ληφθούν υπ’ όψιν και να επανενταχθούν αυτή τη φορά σε επίπεδο θεσμών μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Οι τεκτονικές μεταβολές, που επιφέρουν στους παγκόσμιους κυριαρχικούς συσχετισμούς οι γιγάντιοι αντα­γωνισμοί, αλλά και η αλληλεξάρτηση ορισμένων εκ των ισχυροτέρων κρατών, όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, αλλά και οι συνεχείς άξονες περιφερειακοί ή κεντρικοί, που συνεχώς μεταβάλλονται, δεν έχουν ακόμη μορφοποιήσει την νέα παγκόσμια τάξη, με τον τρόπο που γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Είναι πολύ πιθανό να μην γίνει καν κάτι τέτοιο.
Η πολυμερής παγκόσμια διακυβέρνηση είναι το νέο αφήγημα των κυρίαρχων, που πραγματώνεται μέσα από συνεχώς μεταβαλλόμενες συμμαχίες, όχι τόσο εκείνων των δυνάμεων που συνδέονται με ίδια ή παρεμφερή συμφέροντα, αλλά εκείνων με αντίθετα συμφέροντα.
Κλείνοντας θα θυμηθούμε ένα πράγματι εμπνευσμένο απόσπασμα από το βιβλίο του Hedley Bull, Η Άναρχη Κοινωνία, Μελέτη της Τάξης στη Παγκόσμια Πολιτική που γράφτηκε μόλις το 1977.
«Αν ψάχνουμε για αποδείξεις πού να στηρίζουν την άποψη ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επιφέρει μια ποιοτική αλλαγή στο σύστημα κρατών, είναι πιο χρήσιμο να μη στηριχτούμε στο ζητούμενο τελικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος, το οποίο είναι απλώς ένα διευρυμένο εθνικό κράτος, αλλά σε μια ενδιάμεση φάση αυτής της πορείας προς την ολοκλήρωση. Είναι πιθανόν η πορεία της ολοκλήρωσης να φτάσει σε ένα στάδιο, στο οποίο, ενώ κανένας δεν θα μπορούσε να μιλά για ένα ευρωπαϊκό κράτος, να υπάρχουν πραγματικές αμφιβολίες τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη για το εάν η κυριαρχία βρίσκεται στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων ή των οργάνων της «κοινότητας». Ένα αποφασιστικό κριτήριο θα μπορούσε ίσως να είναι το ερώτημα αν οι εθνικές κυβερνήσεις στο εσωτερικό της «κοινότητας» είχαν το δικαίωμα καθώς και την ικανότητα, όσον αφορά τη δύναμη και την αφοσίωση πού διέθεταν, να αποχωρήσουν από την «κοινότητα». Η απόσταση μπορεί ίσως να είναι πολύ μικρή ανάμεσα σε μια κατάσταση παρατεταμένης αβεβαιότητας σχετικά με το που έγκειται η κυριαρχία και σε μια κατάσταση ενός «νέου μεσαιωνισμού», στην οποία η έννοια της κυριαρχίας θεωρείται άνευ σημασίας. Ωστόσο μια τέτοια κατάσταση, αν υπήρχε στην Ευρώπη, δεν θα σήμαινε ότι θα είχε εξαφανιστεί το παγκόσμιο σύστημα κρατών, παρά μόνο ότι σε αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή (όπως στους πρώτους αιώνες του συστήματος κρατών στη Γερμανία) θα υπήρχε μια υβριδική οντότητα, η οποία δεν θα ήταν συμβατή με τις ισχύουσες νόρμες».
Και η παρατεταμένη αβεβαιότητα, όπως και η διογκούμενη σύγχυση που διασπείρονται σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα που παγκόσμιου πληθυσμού αποδεικνύονται η καταλληλότερη προϋπόθεση για τους κυριαρχικούς σχεδιασμούς…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου