Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

«Στο ΔΝΤ να κάνει συστάσεις ο Σόιμπλε, όχι στο Μαξίμου»

«Στο ΔΝΤ να κάνει συστάσεις ο Σόιμπλε, όχι στο Μαξίμου»

tzanakopoulos-630.jpg

Δημήτρης ΤζανακόπουλοςΙΝΤΙΜΕ NEWS
Τη θέση του Μεγάρου Μαξίμου ότι δεν πρόκειται να δεχτεί τη νομοθέτηση νέων μέτρων επανέλαβε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος σε χθεσινοβραδινή συνέντευξή του («Kontra Channel»), κατά την οποία έθεσε πρώτο στόχο το κλείσιμο της αξιολόγησης και την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) εντός του πρώτου τριμήνου του 2017.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος αναφέρθηκε στις ημερομηνίες σύγκλησης του Eurogroup στις 26 Ιανουαρίου και στις 20 Φεβρουαρίου και εκτίμησε ότι ο στόχος θα επιτευχθεί, προσθέτοντας ότι «αν από την άλλη πλευρά δεν υπάρξει διάθεση για συζήτηση και εποικοδομητική στάση, τότε θα ξανασυζητήσουμε με βάση τα νέα δεδομένα«.
Για όσα δήλωσε χθες σε συνέντευξή του ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, σχολίασε ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν είπε τίποτα διαφορετικό από την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ επισήμανε ότι τα περί ενδεχόμενης αποχώρησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα συνιστούν μια «προσεκτική πολιτική αλλαγή» του κ. Σόιμπλε.
Πρόσθεσε ότι αν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών επιθυμεί να κάνει συστάσεις σε κάποιον, αυτός πρέπει να είναι το ΔΝΤ και όχι η ελληνική κυβέρνηση, καθώς «εμείς δεν είπαμε να φύγει το ΔΝΤ, εμείς είπαμε να μη ζητά παράλογα πράγματα και να ξεκαθαρίσει τη στάση του» (σ.σ. αν θα παραμείνει ή αν θα φύγει από το πρόγραμμα).
Ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι η ελληνική κυβέρνηση τηρεί στο ακέραιο τα συμφωνηθέντα το 2015 και αυτό οφείλουν να πράξουν όλες οι πλευρές.
Τόνισε, επίσης, ότι «τα 4,5 δισ. που ζητά το ΔΝΤ δεν υπάρχει περίπτωση να γίνουν αποδεκτά» και επισήμανε ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε σημείο της διαπραγμάτευσης που είναι κομβικό, αναφερόμενος στην ασυμφωνία μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ για το πώς θα συνεχίσουμε από εδώ και πέρα.
Το Ταμείο επιμένει σε παράλογες απαιτήσεις για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, είπε και σημείωσε ότι αυτό δεν είναι ζήτημα που λύνεται σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, αλλά η συζήτηση πρέπει να εμπλέξει την κορυφή των εμπλεκόμενων μερών.
«Αυτό που επιδιώκουμε», σχολίασε, «είναι στο Eurogroup της 26ης Γενάρη να ληφθεί μια απόφαση που θα ανοίγει τον δρόμο για να κλείσει η αξιολόγηση όσο το δυνατόν συντομότερα, με κομβική ημερομηνία την συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΕΚΤ στις 9 Μαρτίου».
Στο ερώτημα εάν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών έχει εγκαταλείψει το σενάριο για Grexit, απάντησε ότι «γι' αυτό το ζήτημα πρέπει να ρωτήσετε τον κ. Σόιμπλε».
«Εγώ θεωρώ», συνέχισε, ότι «όλοι δουλεύουν έτσι ώστε να αποφευχθεί μια αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης, με δεδομένο μάλιστα ότι η ελληνική οικονομία αυτή τη στιγμή δεν έχει λόγο να μπει σε μια περίοδο τέτοιας κρίσης, καθώς τα μεγέθη είναι τέτοια που επιτρέπουν την με επιτυχία λήξη του προγράμματος. Από εκεί και πέρα όλα αυτά μένει να αποδειχθούν και από την πολιτική στάση του καθενός θα κριθούν».
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, αυτή τη στιγμή η πολιτική αντίληψη που υπηρετεί η γερμανική κυβέρνηση έχει αρχίσει να αμφισβητείται από τους σοσιαλδημοκράτες τελευταία, «δειλά μεν αλλά εμπράκτως έχουν αρχίσει να το συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι να πορεύεται», ενώ αντίθετα -είπε- οι συντηρητικοί της Ευρώπης αδυνατούν ακόμα να το συνειδητοποιήσουν.
Σημείωσε, παράλληλα, ότι είναι ανοιχτή η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, τα οποία εφόσον παρθούν, θα συμπαρασύρουν προς τα κάτω και τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Όπως υπογράμμισε, προκύπτει και από τη συμφωνία του Αυγούστου 2015 και από τα συμφωνηθέντα στο Eurogroup ότι η Γερμανία αργά ή γρήγορα θα πρέπει να συμφωνήσει στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Μπορεί αυτή τη στιγμή για πολιτικούς λόγους να δυσκολεύεται ή να δημιουργεί μια κατάσταση ολιγωρίας σε ό,τι αφορά τη λήψη της απόφασης, «αλλά αυτή η απόφαση είναι μια απόφαση που σχεδόν έχει ληφθεί».
Κάλεσε τη Ν.Δ., που ζητά επίσπευση της αξιολόγησης, να πάρει πρώτα θέση και να πει στον ελληνικό λαό τι προτείνει: «Να αποδεχτούμε τις παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ; Να αφήσουμε στην άκρη τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για μετά το πρόγραμμα; Αν αυτή είναι η θέση της θα πρέπει να βγει να την πει στον ελληνικό λαό.»
Σε περίπτωση που γίνουν εκλογές και κερδίσει η Ν.Δ., είπε ότι αυτό που θα περιμένει τον λαό θα είναι κυριολεκτικά σοκ και δέος. Η Ν.Δ. δεν μπορεί να βρει τα περίφημα ισοδύναμα για τα οποία μιλά και πως τα ισοδύναμά της είναι μειώσεις μισθών, συντάξεων και απολύσεις.
Έκανε λόγο για «φαντασιοπληξία του success story» της Ν.Δ., τονίζοντας πως οι ρυθμοί ανάπτυξης που ευαγγελίζονταν δεν μπορούν να επιτευχθούν με τα τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που είχαν συμφωνήσει.
Χαρακτήρισε, παράλληλα, «προαναγγελθείσα εξέλιξη» την κινητικότητα στον χώρο της Κεντροαριστεράς, σημειώνοντας ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αναστοχάζεται το παρελθόν της, χωρίς το ίδιο να συμβαίνει και με την ελληνική Κεντροαριστερά, ιδιαίτερα στα ζητήματα της διακυβέρνησης της χώρας στο διάστημα 2009-2014 και στη συγκυβέρνηση με την Νέα Δημοκρατία, αλλά και στα ζητήματα του PSI (τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αγορά ομολόγων της χώρας) και των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Υπογράμμισε ότι δεν είναι ζήτημα προσώπων, αλλά πολιτικών, και πρόσθεσε ότι αν και το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει ότι διεξάγει διμέτωπο αγώνα -κατά της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖ - στην πράξη έχει μέτωπο κατά του ΣΥΡΙΖΑ.
«Καινούργιο ξεκίνημα με τα πρόσωπα που έφεραν ώς εδώ τη χώρα, δεν υπάρχει», σημείωσε και εξήγησε ότι ενώ το ΠΑΣΟΚ είχε την ευκαιρία να διαδραματίσει ρόλο στην πολιτική ζωή ψηφίζοντας την απλή αναλογική, επέλεξε να λειτουργήσει ως δεκανίκι της Ν.Δ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου