Άγγελος Παπαλεξόπουλος
1 ώρα
Ο Στρατηγός που ζητιάνευε στον Πειραιά για να ζήσει.
Συνεχίζοντας το οδοιπορικό μου προς την εθνική επέτειο σήμερα θέλω να αναφερθώ στην μορφή του Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά). Του Στρατηγού που φτωχός και χρεωμένος εκλιπαρούσε την βοήθεια και υποστήριξη από τους κατέχοντες θώκους που εκείνος τους εξασφάλισε με τους αγώνες του.
Ύστερα από τη μάχη στα Δερβενάκια, ο Νικηταράς, ενώ όλοι οι αγωνιστές καμάρωναν τα όπλα που είχαν πέσει στα χέρια τους από τους Τούρκους αυτός καθόταν χωρίς να έχει πάρει τίποτα.Τότε τα παλληκάρια του το δώρισαν μια πανάκριβη τούρκικη πιστόλα την οποία και αυτήν την πούλησε για να φάει ο ίδιος και το σπιτικό του.
Μετά την Απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια κι έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Κυβερνήτη και πήρε μέρος στα γεγονότα του Πόρου του 1831. Δούλεψε αρχικά σαν έμπορος χαρτοποιός.
Το 1839 συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συνομωσίας σαν μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν εναντίον του Όθωνα. Τον εμφάνισαν μάλιστα σαν στρατιωτικό αρχηγό της οργάνωσης αυτής, που είχε σαν στόχους την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και την στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι, και στη συνέχεια δικάστηκε, στις 11 Ιουλίου 1840, αλλά λόγω έλλειψης στοιχείων αθωώθηκε.
Όμως η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης η οποία με την προσυπογραφή του Όθωνα τον φυλάκισε στην Αίγινα. Από τότε άρχισε το μαρτύριό του. Κάθε μέρα οι Βαυαροί τον έβγαζαν στο δρόμο και τον χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωα τους.
Ανάμεσα στους θεατές ήταν και η δεύτερη κόρη του η οποία δεν άντεξε να βλέπει τον πατέρα της σε αυτή την κατάσταση και τρελάθηκε, ενώ αυτός αρρώστησε με ζάχαρο το οποίο του κατέστρεψε τα μάτια.
Λόγω των ταλαιπωριών και φυλακίσεων η υγεία του είχε κλονισθεί σοβαρά. Σε μια δίκη του είχε προσαχθεί καθιστός από αδυναμία.
Τελικά στις 18 Σεπτεμβρίου 1841, δια προσωπικής απειλητικής επέμβασης του στρατηγού Μακρυγιάννη, αμνηστεύτηκε και αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός.
Ασθενής και ταλαιπωρημένος έφτασε στο Άργος, στο σπίτι του.
Ο Νικηταράς δεν είχε πόρους δικούς του. Για να αποξηράνει, να εμπλουτίσει και να καλλιεργήσει την γη του χρειάστηκε να δανειστεί. Δανείστηκε για να φτιάξει το σπίτι του. Είχε δανιστεί όμως και για συντηρήσει τους στρατιώτες του τον καιρό του αγώνα. Οι τόκοι τον έπνιγαν.
Σε αναφορά του στην Γερουσία και την Βουλή, με το δίκιο να τον πνίγει ο λόγος του ήταν πύρινος.Απάντηση ΔΕΝ ΠΗΡΕ ΠΟΤΕ.
Αλλά ακόμη και τώρα, ο Νικηταράς πειθαρχεί. Ο Έλληνας πατριώτης, που μπορούσε να βγει από τον αγώνα πάμπλουτος, τώρα φτωχός και χρεωμένος εκλιπαρεί την βοήθεια και υποστήριξη από τους κατέχοντες θώκους που εκείνος τους εξασφάλισε. Παρά τις προσπάθειες του και τις εντολές της Κυβέρνησης για αναστολή των διώξεων λόγω χρεών, το κτήμα στο Σερεμέτι τελικά δεν σώθηκε, βγήκε στον πλειστηριασμό.
Υστερα από αυτά πήρε την οικογένειά του και ήρθε στον Πειραιά, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στα χρόνια αυτά ευτύχησε να τύχει κάποιας αναγνώρισης... Μετά την Επανάσταση του 1843 ονομάστηκε υποστράτηγος, ενώ μετά την συνταγματική εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1847 διορίστηκε γερουσιαστής, διορίστηκε μέλος της Γερουσίας θέση που του επέφερε μια πενιχρή σύνταξη το μοναδικό πόρο της ζωής του. Τότε υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στους Τερστέτη και Σούτσο.
Ο Σταματελόπουλος ή πιο γνωστός Νικηταράς, ήρωας από τους λίγους της Επαναστάσεως του 1821, πέθανε στην «ψάθα» ζητιανεύοντας στα σοκάκια του Πειραιά.
Η αρμόδια αρχή που χορηγούσε τις θέσεις στους επαίτες, είχε ορίσει για τον ήρωα - επαίτη μια θέση κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε να επαιτεί κάθε Παρασκευή!
Τότε δεν υπήρχε ούτε η εκκλησία,(χτίστηκε το 1892), ούτε το Γηροκομείο (χτίστηκε το 1891), και είναι απορίας άξιο ποιοι περνούσαν από εκεί, από τους οποίους ζητιάνευε, αφού ο Πειραιάς δεν είχε τόσο αναπτυχθεί.