Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

ΓΡΑΜΜΟΣ : Αντάρτισσα και Χωροφύλακας μας διδάσκουν από τη χαράδρα του Χάρου

ΓΡΑΜΜΟΣ : Αντάρτισσα και Χωροφύλακας μας διδάσκουν από τη χαράδρα του Χάρου

1206

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΖΙΜΑ*
Μου τηλεφώνησε μετά τον Δεκαπενταύγουστο του 2009. “Ξέρεις τι είναι σε λίγες μέρες;”, με ρώτησε.
Της απάντησα πως δεν μου έρχεται στο νου κάτι σημαντικό.
“Είναι τα εξήντα χρόνια από την ήττα στο Γράμμο και θέλω να με πας να δω για τελευταία φορά προτού πεθάνω τα μέρη που πολέμησα…”, μου είπε διστακτικά.
Πως μπορούσα να της αρνηθώ; Την κυρα Ντίνα (Κωνσταντινια Καρυοφίλη) τη γνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του 80.

Εργαζόμουν στα ΝΕΑ τότε και εκείνη ήταν θυρωρός στην επί της Αγίας Σοφίας 10 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, οικοδομή, όπου στεγαζόταν τα γραφεία του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη.
Την είχε φέρει ως θυρωρό ο ιδιοκτήτης της πολυκατοικίας Βίκτορας Παπαδόπουλος, ένας αριστερός εργολάβος, που βοηθούσε επαναπατρισμένους πολιτικούς πρόσφυγες να ορθοποδήσουν.
Λεβεντο-γυναίκα παρά το προχωρημένο της ηλικίας της. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της σε ό, τι είχε να κάνει με την τάξη και την…πειθαρχία στην οικοδομή.
“Μια μέρα θέλω να σου πω την ιστορία μου και μην την γράφεις αν δεν την βρεις ενδιαφέρουσα”, μου είπε ένα πρωί που ήρθε κλεφτά στο γραφείο, εκμεταλλευόμενη την απουσία του Δημητρη Γουσίδη, του διευθυντή, τον οποίο έτρεμε.
“Ευχαρίστως κυρα Ντινα” της είπα, “να μου τα πεις κάποια στιγμή που θα βρούμε χρόνο”.
Η αλήθεια είναι πως δεν “καιγόμουν” για ένα τέτοιο ρεπορτάζ, πιστεύοντας ότι θα είναι και αυτή μια ιστορία περίπου ίδια μ εκείνη χιλιάδων που πολέμησαν και ταλαιπωρήθηκαν στον εμφύλιο.
Αμ δεν ήταν.
Καθώς ταξιδεύαμε για τον Γράμμο- Αύγουστος του 2009- για λογαριασμό της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ πλέον,παρέα με τον φωτορεπόρτερ Αλέξανδρο Αβραμίδη, μου εξήγησε πως θέλει να πάει ακριβώς στο…Χάρο.
“Βιάζεσαι πολύ κυρα Ντινα ν ανταμώσεις τον χάρο, έχεις ακόμα χρόνια”, σχολίασα.
Δεν αντέδρασε. Ίσως και να μην άκουσε τι της είπα μια και η σκέψη της ταξίδευε ήδη με το που ξεκινήσαμε απο την Θεσσαλονίκη, πίσω, μέσω της μηχανής του χρόνου.
Δεκαοχτάχρονη κοπέλα, αρραβωνιασμένη μ έναν αριστερό που είχε βγει ήδη με τους αντάρτες του ΔΣΕ στο βουνό το 1947, ζούσε με την μάνα της στο Χιλιόδεντρο Καστοριάς όταν μια νύχτα χωροφύλακες χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού τους.
Μάζεψαν την Κωνσταντινιά, την μετέφεραν στη πολη της Καστοριάς όπου αφού την βασάνισαν και την κούρεψαν γουλί, την άφησαν μερικές μέρες μετά.
Ο δρόμος πλέον για εκείνη, μια γυναίκα κουρεμένη γουλί, οδηγούσε μόνο στον ανήφορο, το βουνό και από εκεί όπως αποδείχθηκε, στην “κόλαση”. .
Νταρντάνα και όμορφη γυναίκα, πανέξυπνη και δεινή πολεμίστρια , δεν άργησε να ανέβει στην ιεραρχία του στρατού των ανταρτών και να φτάσει να γίνει επικεφαλής ομάδας των πιο επίλεκτων καταδρομέων στον Γράμμο.
“Επειδή λόγω της θέσης μου γνωρίζω απόρρητα πράγματα, η ηγεσία είχε βάλει στην ομάδα μου έναν ελεύθερο σκοπευτή, που είχε εντολή με το που θα με συλλάβουν, να με εκτελέσει κατ ευθείαν”.
Το αυτοκίνητο διέσχιζε ΄τον δύσκολο αυτοκινητόδρομο της Δυτικής Μακεδονίας, καταπίνοντας χιλιόμετρα με προορισμό το Νεστόριο της Καστοριάς και από εκεί μέσω της Κοτύλης στον Χάρο. Την φοβερή χαράδρα του Γράμμου που κατάπιε χιλιάδες κορμιά, από τη μια και από την άλλη πλευρά.
Κάποια στιγμή την ρώτησα αν θα είχε αντίρρηση περνώντας από το Νεστόριο να πάρουμε μαζί μας έναν ογδονταπενταχρονο ντόπιο που στον εμφύλιο είχε πολεμήσει ως χωροφύλακας εναντίον του ΔΣΕ, στον Χαρο.
Τον είχα γνωρίσει σε μια άλλη δημοσιογραφική αποστολή στην περιοχή, αλλά δεν ήξερα καν εάν ζούσε.
“Ας έρθει”, απάντησε και συνέχισε την αφήγησή της. Πολύ πριν τον περίφημο “ελιγμό”, το πέρασμα δηλαδή μέσα σε μια νύχτα ολόκληρου του στρατού των ανταρτών, από τον Γράμμο στο Βίτσι, κάτω από τη “μύτη” των δυνάμεων του Εθνικού Στρατού, η ηγεσία του ΔΣΕ ανέθεσε σε ισχυρή δύναμη κομάντος με επικεφαλής την Κωσταντινιά, την φύλαξη του Χάρου, με εντολή να κρατήσουν πάση θυσία την αυχένα, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η διαφυγή στο Βίτσι.
“Είκοσι μέρες πριν, μας μετέφεραν σ ένα μέρος στο Γράμμο για προετοιμασία και ξεκούραση, δίχως να ξέρουμε ακριβώς τι θα κάναμε. Πρωτοφανές για μας, το συσσίτιο είχε κάθε μέρα κρέας, φρούτα, γλυκά και ελάχιστη εκπαίδευση…”.
Εκεί, στο “θέρετρο”, θα εξελιχθεί μια ιστορία συγκλονιστική.
“Μια μέρα ο φρουρός με ειδοποίησε ότι ένα μικρο παιδί είχε έρθει στην είσοδο του καταυλισμού και έλεγε πως αναζητεί την αδερφή του. Οι αντάρτες του είπαν να εξαφανιστεί αλλά εκείνο επέμενε. Τι είχε γίνει; το παιδί καταγόταν από ένα χωριό της Ηπείρου, ήταν δώδεκα χρονών, και οι γονείς του είχαν σκοτωθεί στο αντάρτικο, στο βουνό και από την οικογένεια είχαν απομείνει ο μικρός και η δεκαοχτάχρονη αδερφή του. Όταν όμως οι εφεδρείες στο Γραμμο στέρεψαν και άρχισαν οι υποχρεωτικές στρατολογίες μια μέρα οι αντάρτες πήραν και την αδερφή του.
Αυτό θέλησε να την ακολουθήσει αισθανόμενο ότι μένει μόνο, αλλά δεν το άφησαν οι αντάρτες και έκτοτε άρχισε να περιπλανιέται στο Γράμμο και να την αναζητεί. Φαίνεται ότι κάπου έμαθε ότι ήταν στο στρατόπεδο μας και ήρθε. Όταν το είδε η αδερφή του κλαίγοντας το παρακάλεσε να φύγει ώστε να σωθεί κάποιος από την οικογένεια. Εκείνο όμως ήταν ανένδοτο. Και που να πήγαινε χωρίς κανέναν στον κόσμο; πήρα την απόφαση και του είπα να μείνει μαζί μου και να μου κρατάει τις δεσμίδες στην τουρτούρα (μυδράλιο)”.
Ώσπου μια νύχτα πήραν εντολή να αναπτυχθούν στο χείλος της χαράδρας του Γράμμου.
“Ανοίξαμε ορύγματα και πήραμε θέσεις. Το πρωϊ μας εντόπισαν και άρχισαν οι μάχες. Τι μάχες, μακελειό….”.
Το αυτοκίνητο πέρασε την Κοτύλη, μπήκαμε σ έναν χωματόδρομο, και πλησιάσαμε την “πλακαριά” της Χαράδρας.
Μαζί μας και ο υπέργηρος χωροφύλακας, ο θανάσιμος εχθρός της την εποχή εκείνη.
Αντρέα Ρέβα τον έλεγαν και καταγόταν από το χωριό Κυψέλη Καστοριάς.
Με το που μπήκαμε στο κατάφυτο και γαλήνιο τώρα “βουνό του μίσους”, σταμάτησε την αφήγηση. Ο νους της ταξίδευε αλλού. Δεν μου ήταν δύσκολο να φανταστώ που ακριβώς και δεν την ενόχλησα.
Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, ο Αλέξανδρος έστησε στην κατάλληλη θέση τον τρίποδα και συνεχίσαμε πεζή προς τον τόπο της θυσίας.
Έσερναν ασθμαίνοντας τα βήματά τους. Η διαδρομή προς τον…Χάρο είναι ανηφορική και τους ώμους τους βάραιναν ογδόντα τέσσερα χρόνια.
Η ομίχλη που τύλιγε το βουνό έκανε το εγχείρημα επικίνδυνο.
Ενα στραβοπάτημα στο δύσβατο μονοπάτι μπορούσε να τους γκρεμίσει στο βάθος της αιματωβαμένης χαράδρας, που “καταβρόχθισε” στον εμ΄φυλιο εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες ανθρώπινες ζωές.
Οι στιγμές ήταν δύσκολες και για τους δυο. Καθώς η κλεψύδρα της ζωής τους άδειαζε εκπλήρωναν μια επιθυμία τους: Να περπατήσουν για ύστατη φορά στα μονοπάτια όπου εξήντα χρόνια πριν “ο ένας τον άλλον έψαχναν για ν αλληλοσφαγούνε” και να αποτίσουν φόρο τιμής σ αυτούς που άφησαν μαζί με τα νεανικά τους κορμιά, τις ελπίδες και τα όνειρά τους σε μια πλαγιά, σε κάποια ρεματιά της ρημαγμένης τότε ορεινής Ελλάδας.
Πάρα τα χρόνια οι μνήμες ήταν ζωντανές και για τους δυο. Πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, άλλωστε, με τα όσα βίωσαν;
Ποιος ήξερε; ισως και να βρέθηκαν καποια στιγμη σε απόσταση βολής ο ένας με τον άλλο ή και να αλληλοπυροβολήθηκαν.
Αφηγήθηκαν ιστορίες απο τις μάχες, έδειξαν ο ένας στον άλλο τα τραύματά του. Όταν όμως η κουβέντα έφτασε στο ποιος είχε το δίκιο και ποιός το άδικο, οι δυο τους έπιασαν τα “χαρακώματα”.
“Ο αγώνας μας ήταν ιερός, πολεμούσαμε για ιδανικά, εσείς για ποιο σκοπό το κάνατε; ”, είπε σε έντονο ύφος κάποια στιγμή στον “αντίπαλο” η παλιά αντάρτισα και η απάντησή του: “καλά που δεν μας κερδίσατε γιατί θάμασταν χαμένοι τώρα…”. Μπηκα στη “μεση” αλλάζοντας κουβένα.
Οι δυό τους περπάτησαν, υποβασταζόμενος μερικές φορές ο ένας απο τον άλλο, στο χείλος του γκρεμού του Χάρου, μιας στρατηγικής σημασίας κορυφής, σε υψόμετρο 1.700 μέτρων για την κατάληψη της οποίας απο τον Εθνικό Στρατό χρειάστηκαν μάχες εβδομήντα ημερών στις οποίες χάθηκαν χιλιάδες ζωές και απο τις δυο πλευρές και έπεσαν οι πρώτες, παγκοσμίως, βόμβες ναπάλμ.
Η Κωνσταντινία μονολογεί: “Εδώ έγινε μακελειό. Οι στρατιώτες έκαναν εφόδους και τους θερίζαμε σαν στάχυα.Στα χαρακώματά μας οι συμπολεμιστές μου σκοτώνονταν σαν σπουργίτια. Πολεμούσα μέρα νύχτα βουτηγμένη σε λάσπη απο χώμα και αίμα των νεκρών συναγωνιστών μου. Ο Χάρος έφαγε πολλά παλικάρια,”.
“Πως να σας βγάλουμε απο αυτούς τους γκρεμούς και τις σπηλιές όπου ήσασταν τρυπωμένοι και πολεμούσατε;” είπε ο χωροφύλακας στην αντάρτισα και εκείνη σχολίασε: “εμείς δεν νικηθήκαμε, προδοθήκαμε απο την ηγεσία μας..”.
Ρώτησα και τους δυο αν σκότωσαν ανθρώπους. Δεν απάντησαν, έδειξαν όμως να μην αισθάνονται άνετα.
Η Κωνσταντινιά συνέχισε να ξεδιπλώνει μνήμες από την χαράδρα του θανάτου. Ήθελε να τα βγάλει από μέσα της.
“Ένα πρωί, με το χάραμα, βγήκα περιπολία στην χαράδρα με άλλους δυο συναγωνιστές. Κάποια στιγμή σ ένα πέρασμα πάτησα πάνω σε κάτι κλαδιά όπου όμως λούφαζε ένας στρατιώτης του εχθρού που είχε στήσει ενέδρα. Άκουσα ένα μεταλλικό κλικ και είδα από κάτω τον στρατιώτη να τραβάει την ξιφολόγχη για να με χτυπήσει. Ενστικτωδώς πάτησα την σκανδάλη του αυτομάτου και τον γάζωσα. Πεθαίνοντας εκείνος με δάγκωσε στο πόδι και η δαγκωματιά δεν έφυγε ποτέ…”,. Μου δείχνει την ουλή. Ανατρίχιασα.
Την ρωτώ για το παιδάκι. Μου λέει πως περνούσε τις ταινίες στην “τουρτούρα” μέσα στον χαλασμό στο όρυγμα και έκλαιγε.
“Οταν εγκαταλείψαμε τον Χάρο, ο μικρός επέζησε αλλά μετά φεύγοντας για τις “λαίκες δημοκρατίες” τον έχασα, δεν ξέρω τι απέγινε.
Περπάτησαν στον αυχένα του Χάρου όπου σήμερα έχει τοποθετηθεί (απο το ΚΚΕ) μια επιτύμβια στήλη στη μνήμη τεσσάρων νεαρών πολεμιστών του ΔΣΕ οι οποίοι ενώπιον του κινδύνου να συλληφθούν απο τον ανίπαλο βούτηξαν στον γκρεμό και αυτοκτόνησαν.
Η αντάρτισα κατευθύνθηκε βουρκωμένη στο μνημείο.
“Αχ Χάρε, έγινες πραγματικός χάρος, μας έφαγες τα καλύτερα παιδιά και τις πιο όμορφες κοπέλες” αναφώνησε.
Ο στρατιώτης δεν πλησίασε.Το ίδιο και εκείνη όταν αμέσως μετά κατευθυνθήκαμε λίγο παρακάτω στο σημείο όπου μια μαρμάρινη στήλη θυμίζει την σφαγή οχτώ χωροφυλάκων απο ένοπλες κομμουνιστικές ομάδες το 1946.
Δεν κατέβηκε καν απο το αυτοκίνητο.
“ Προσεξτε που πατάτε, περπατάμε πάνω σε πτώματα, δεν υπάρχει κομμάτι γης σ αυτή την περιοχή που να μην έχει απο κάτω της ένα παλικάρι και απο τις δυο πλευρές”, ήταν η ανατριχιαστική παρατήρηση της Καρυοφύλη.
Ο ήλιος είχε σταθεί ψηλά, πλησίαζε το δειλινό και τα μολυβένια σύννεφα απο το Ιόνιο και την Αδριατική άρχισαν να συσωρεύονται στο “βουνό του αίματος” .
Στο Γράμμο ο καιρός αλλάζει απο στιγμή σε στιγμή και ήταν ώρα να φύγουμε.
Πως αισθάνεστε; τους ρώτησα καθώς κατεβαίναμε αμίλητοι το μονοπάτι.
“Ήταν άσχημα χρόνια, να μην ξανάρθουν ποτέ.Δεν θέλω να τα βλέπω ούτε στην τηλεόραση”, απάντησε ψύχραιμα ο στρατιώτης.
Η αντάρτισα κοντοστάθηκε.Κοίταξε ανέκφραστη για τελευταία φορά προς το Χάρο , κάθισε στο έδαφος και ξεκίνησε το μοιρολοϊ.
“Θέλω να κλάψω αλλά δεν έχω δάκρυα. Θέλω να βγω και να φωνάξω σηκωθείτε παλικάρια αλλά η φωνή μου δεν θ ακουστεί στις γεμάτες νεκρούς χαράδρες. Αφησα τα νειάτα μου σ αυτό το βουνό και γεύτηκα την προδοσία. Δεν πρέπει ποτε πια να φτάσουμε σε τέτοες καταστάσεις. Μας έσυραν στο βουνό σε μια προδομένη υπόθεση.Το κρίμα στο λαιμό του Ζαχαριαδη, του Μαρκού, του Γουσια και του Βλαντα.”.
Στο καφενείο της Νεας Κοτύλης, ανταρτόπληκτου χωριού του Γράμμου, οι πρωην μισητοί αντίπαλοι απόλαυσαν το τσίπουρο της “συμφιλίωσης” και αποχωρίστηκαν.
Δεν συναντηθηκαν ποτέ πια., Ακολούθησαν ο κάθε ένας την μοίρα της τραγικής εκείνης γενιάς που φεύγει σιγά-σιγά παίρνοντας μαζί της μίση και πάθη της ταραγμένης εποχής της.
“Τώρα ησύχασε η ψυχή μου”, μου είπε η αντάρτισσα καθώς επιβιβαζόταν στο αυτοκίνητ και βυθίστηκε σ ένα βουβό κλάμα.
Τα βάσανα αυτής της “προδομένης αντάρτισσας” όμως δεν τέλειωσαν με το που βγήκε ζωντανή από τον Χάρο. Κάπου στο Γράμμο γνώρισε έναν αξιωματικό του ΔΣΕ, τον καπεταν Σταθη, έμεινε έγκυος, και γέννησε μια κόρη στην Αλβανία, την οποία ‘όμως έχασε, όταν ο στρατός του Ζαχαριαδη συνετρίβη, και τα υπολείμματα έφυγαν με προορισμό τις “λαϊκες δημοκρατίες”.
Η Κωνστανιά με σοβιετικό πλοίο μέσα σε αμπάρια με πίσσα, θα φτάσει μαζί με άλλους συντρόφους της στην Τασκένδη, όπου θα τοποθετηθεί από τους Ρώσους σε μια από τις “κρυφές” πόλεις, όπου φτιάχνονταν πύραυλοι και αεροπλάνα. Ηταν από εκείνες που αποκαλύφθηκαν μετα την καταρρευση της ΕΣΣΔ και μέχρι τότε δεν υπήρχαν ούτε στους χάρτες, ενω οι πολίτες απαγορευόταν να μετακινηθούν.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, θα εντοπίσει την κόρη της μέσω του Ερυθρού Σταυρού στην Ουγγαρία και θα την φέρει κοντά της.
Αλλά και εκεί στην “μεγάλη σοσιαλιστική πατρίδα”, θα γευθεί την κομματική προδοσία. ΄Τον έναν από τους δυο μισθούς που έπαιρνε, λόγω του ότι εργαζόταν σε τομέα “υψηλής ευθύνης”, αποφάσισε να τον στέλνει στην Ελλάδα, στην “κολεκτίβα της Μακρονήσου”, όπου ήταν ο εξόριστος πατέρας της.
Ο μισθός αυτός δεν έφτανε ποτέ. Τον κατακρατούσε το κόμμα στην Τασκενδη.
Έτσι μια μέρα, πήγε στην κομματική της οργάνωση τους πέταξε κατάμουτρα το κομματικό βιβλιάριο και έφυγε.
Με τον επαναπατρισμό της τάχθηκε φανατικά υπέρ του ΠΑΣΟΚ και έσταζε δηλητήριο εναντίον της ηγεσίας του ΚΚΕ στην οποία έριχνε την ευθύνη για το “ελληνικό αίμα” που χύθηκε αλλά και για και το μίσος που ακολούθησε και δίχασε τους Έλληνες.
Με την κυρα Ντίνα δεν χαθήκαμε μετά τον Γράμμο. Μου τηλεφωνούσε συχνά για να με ευχαριστήσει γιατί την βοήθησα να να εκπληρώσει την τελευταία της επιθυμία, το “προσκύνημα” στο Γραμμο, δηλαδή, αλλά και να επαινέσει την “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, που φιλοξένησε τότε μέρος της συγκλονιστικής ιστορίας της.
Μια μέρα μείναμε τρεις ολόκληρες ώρες μαζί μα τον καλό φιλο Γιώργο Γουσια στο σπίτι της και μας αφηγήθηκε στην κάμερα την περιπέτειά της.
Μου είπε τότε ότι θα γράψει και η ίδια ένα βιβλίο και την ενθάρρυνα γι αυτό. Το σάκχαρο όμως τής είχε κάνει ήδη ζημιά. Της τηλεφώνησα μέσα στο καλοκαίρι για να μιλήσουμε γύρω από το βιβλίο της και αν χρειαζόταν κάποια βοήθεια. Δεν απαντούσε κανείς στο σπίτι, ούτε η κόρη της. Πήγαμε με τον Γιώργο στην πολυκατοικία στην οδό Αριανού στην Καλαμαριά, αλλά το διαμέρισμα ήταν ερμητικά κλειστό. Μια γειτόνισά μας είπε ότι πέθανε τέτοιες μέρες πέρυσι.
Της είχαν κόψει και το άλλο πόδι και δεν το άντεξε. Βυθίστηκε σε βαριά κατάθλιψη και εκεί ο μπαγασας χάρος, τον οποίο αγνόησε περιφρονητικά στο Γράμμο, τη βρήκε αδύναμη, σωματικά και ψυχικά και πήρε την ρεβάνς.
Στη μνήμη αυτής της γυναίκας που βίωσε με τον πιο τραγικό τρόπο την διάψευση της ελπίδας και την προδοσία, γράφτηκαν, ως κατευόδιο, οι παραπάνω γραμμές. Ήταν, εξάλλου, για μένα μια συναρπαστική δημοσιογραφική εμπειρία.
*Ο Σταύρος Τζίμας είναι δημοσιογράφος και το υπέροχο αυτό κείμενο  δημοσιεύτηκε χθες στο Χρονολόγιό του, στο Facebook, απ’ όπου το δανειστήκαμε για να το μοιραστούμε μαζί σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου