Κυριακή 6 Μαΐου 2018

ΑΠΟΨΕΙΣ Τότε που είχαμε δίκιο

Τότε που είχαμε δίκιο

Συγκεκριμένα στοιχεία και ποσοτικές μετρήσεις δεν είμαι σε θέση να επικαλεστώ, αλλά έχω την εντύπωση ότι από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ εκπόρθησε το μέγαρο Μαξίμου, οι αναφορές στο ένδοξο και μαρτυρικό παρελθόν της Αριστεράς σε έντυπα και χώρους όπου η παρουσία της είναι αισθητή ήρθαν για άλλη μια φορά στο προσκήνιο, διεκδικώντας φωναχτά την προσοχή μας. 
Υπενθυμίζω ότι κάτι ανάλογο έχει ξανασυμβεί, σε μια εντελώς διαφορετική συγκυρία όμως. Tο ’74 με την πτώση της χούντας, ένας χείμαρρος από βιβλία, περιοδικά, κάθε λογής δημοσιεύματα, τραγούδια, κινηματογραφικές ταινίες ήρθαν όλα μαζί, σαν μια δυνατή βοή, να σπάσουν την απόλυτη σιωπή δεκαετιών που είχε επιβάλει η εθνικοφροσύνη της μετεμφυλιακής Δεξιάς. Τα θύματά της μπόρεσαν για πρώτη φορά να προβάλουν την δική τους εκδοχή. Ηταν φυσιολογικό και αναμενόμενο.
Υπενθυμίζω επίσης ότι μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα η Αριστερά κατάφερε να αποκτήσει το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα» που τόσο συζητιέται τελευταία.
Δεν θέλω να αμφισβητήσω την ανάγκη να αναλύουμε, ο καθένας από τη σκοπιά του, την πρόσφατη ιστορία και να επεξεργαζόμαστε πρόσθετες αναγνώσεις της.
Μερικές φορές όμως διαβλέπω μια τάση, έστω υποσυνείδητη, να επιστρέψουν οι αριστεροί στο «τότε που είχαμε δίκιο» για να αποφύγουν κάποιες μάλλον άβολες σκέψεις για το «τι κάνουμε σήμερα». 
Για παράδειγμα, η ταινία «Το τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη, που τόσα πολλά έχει δώσει στον ελληνικό κινηματογράφο, μπορεί να ήταν άλλο ένα δείγμα της μαστοριάς του, το θέμα που επέλεξε όμως, δηλαδή η εκτέλεση των διακοσίων κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του ’44, μάλλον λειτούργησε ως απλή επιβεβαίωση του γενικά αποδεκτού, παρά ως έναυσμα κάποιου προβληματισμού.
Επιπλέον, και εδώ μπορούμε να διακρίνουμε την ιδιοτελή χρήση της ιστορίας - το συγκλονιστικό αυτό γεγονός έγινε αντικείμενο επικοινωνιακής εκμετάλλευσης. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αν θυμάμαι καλά, σχολιάζοντας ένα τρέχον πρόβλημα, μας κάλεσε να διαλέξουμε με ποιον είμαστε, με τους εκτελεσμένους ή με τα πολυβόλα. 
Γενικά μιλώντας, η ανάμνηση δεν είναι μια πράξη αυτόματη και συνεπώς ουδέτερη. Οχι μόνο το «πώς» αλλά και το «τι» θυμόμαστε είναι ένα από τα πιο σημαντικά πεδία ιδεολογικής αντιδικίας.
Ιδίως στις μέρες μας, όταν οι λεγόμενοι «πόλεμοι της μνήμης» κρίνονται στην ελεύθερη αγορά των ηλεκτρονικών μέσων δικτύωσης.
Κι επειδή στην πολιτική η κυριολεκτική αποσιώπηση μάλλον σπανίζει, η δουλειά μας γίνεται προτείνοντας κάτι άλλο, πιο σημαντικό από εκείνο που δεν μας συμφέρει να συζητηθεί.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα προτιμούσε να ασχολούμαστε με το μαρτυρικό παρελθόν της Αριστεράς και όχι με πράγματα όπως η «αναπροσαρμογή» των συντάξεων ή ο διορισμός στον Ελληνικό Διαστημικό Οργανισμό από τον Νίκο Παππά του Χριστόδουλου Πρωτοπαππά –εδώ παπάς, εκεί παπάς–, ο οποίος πιστεύει ότι ο Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης συμπύκνωσε τον χρόνο, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία κάποιων μοναχών... 
Στην αντίπερα πολιτική όχθη, υπάρχει κι εκεί πρόβλημα. Διαφορετικό όμως.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία έδωσε το σύνθημα στους δεξιούς ή άλλους μη αριστερούς να αποτινάξουν τον ζυγό της «ηθικής ηγεμονίας» που άσκησε επί δεκαετίες η Αριστερά. Ενα αντίστροφο ’74 δηλαδή. Και αυτή ήταν μια αντίδραση φυσιολογική και αναμενόμενη.
Η ένταση όμως, ο συχνά υστερικός τόνος και κυρίως η ποιότητά της δεν προδικάζουν τίποτα καλό, γιατί μας γυρίζουν πίσω στις παλιές καλές μέρες όταν η επιβολή τού ορθώς σκέπτεσθαι είχε ανατεθεί στην Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή.
Η κόντρα με την κυβέρνηση, στάση απολύτως θεμιτή σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, γίνεται μανιχαϊσμός και δαιμονοποίηση –ο ΣΥΡΙΖΑ ως το απόλυτο κακό– επιστρατεύοντας την επιλεκτική μνήμη. Για παράδειγμα, η Ν.Δ. μιλάει συνεχώς για τα δισεκατομμύρια που κόστισαν οι ταρζανιές του Βαρουφάκη, αλλά δεν μας λέει τίποτα για το πόσο κόστισε η υπονόμευση της κυβέρνησης Παπανδρέου από τα απανωτά Ζάππεια.
Κι ενώ ορθώς λοιδορεί τη διαβόητη κωλοτούμπα του Τσίπρα, η μεταστροφή του Σαμαρά εν μια νυκτί και μόνη από ανεύθυνο ψηφοθήρα σε «υπεύθυνο» πολιτικό έγινε δεκτή μετά βαΐων και κλάδων, στη συνέχεια δε, ξεχάστηκε.
Οσο για το γενικότερο ιδεολογικό στίγμα της ανερχόμενης Δεξιάς, είναι ένα μείγμα άγνοιας και ρεβανσισμού, με χαρακτηριστικό κρούσμα την (επιεικώς) εξωφρενική άποψη ότι η Ρωσική Επανάσταση, το γεγονός που σημάδεψε, είτε για καλό είτε για κακό, ολόκληρο τον 20ό αιώνα, ήταν ένα απλό πραξικόπημα, το οποίο προφανώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. 
Κλείνοντας επιγραμματικά και μάλλον ουτοπικά, η δημοκρατία είναι σαν το μενού του εστιατορίου: εμείς διαλέγουμε, όμως το τι διατίθεται το καθορίζουν άλλοι. Κι επειδή το εστιατόριο είναι ένα και μοναδικό, μήπως θα έπρεπε να στείλουμε μήνυμα να αλλάξει το μενού;  ΕΦ. ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου