Αγανάκτηση για τον τρόπο λειτουργίας του Facebook και άλλων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης
Έχουμε τη μεταφορά της σφαίρας της λογοκρισίας και του ελέγχου του δημόσιου λόγου από το κράτος στα μεγάλα διαδικτυακά μονοπώλια, αλλά και του προληπτικού ελεγκτή της νομιμότητας και της ορθότητας όσων συμμετέχουν στη δημόσια σφαίρα.
ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗ*
Μετά από μια δεκαετία και πλέον συμμετοχής στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Δικτύωσης, αποφάσισα φέτος να περιορίσω δραστικά τη σχέση μου με αυτές.
Πρώτα έκλεισα τους προσωπικούς μου λογαριασμούς: αρχικά στο Τwitter, και μετά στο Facebook. Μετά άρχισα να ψάχνω διάφορα εναλλακτικά Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και επανήλθα σε μια λιγότερο διαμεσολαβημένη σχέση με το διαδίκτυο.
Η αφορμή, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για μένα στο διαφημιστικό εργοστάσιο του Zuckerberg, ήταν ο εμπαιγμός της «απόκρισης» του Facebook στο GDPR, στην Οδηγία δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η ερμηνεία που έδωσε το Facebook στην οδηγία αυτή με έβαλε μπροστά στο δίλημμα είτε να αποδεχθώ εκπεφρασμένα το ίδιο ακριβώς μοντέλο (κατά)χρήσης των προσωπικών μου δεδομένων στην Υπηρεσία (συν μερικές επιπλέον ψευδοεπιλογές) είτε να μην έχω πρόσβαση στον λογαριασμό μου.
Η τελική επιλογή μου ήταν κατάληξη μιας μακράς αλυσίδας γκρίνιας και αυξανόμενης καθημερινά αγανάκτησης για τον τρόπο που λειτουργούσε το fb – και γενικά για το πώς λειτούργησαν όλα τα μεγάλα μαγαζιά των ΜΚΔ.
- Για το γεγονός ότι ήμουν για την Υπηρεσία πηγή δεδομένων, αλλά όχι πελάτης, παγιδευμένος μάλιστα στο πλαίσιο ενός σκληρού ψηφιακού μονοπωλίου, με μικρή πρακτικά δυνατότητα μεταφοράς, διαμοιρασμού και χρήσης όλων όσων είχα γράψει επί έτη πολλά στην πλατφόρμα, εκτός της Υπηρεσίας.
- Για το γεγονός ότι ήταν πρακτικά αδύνατο να επικοινωνήσεις και να συνεννοηθείς με την Υπηρεσία, περνώντας μέσα από τον λαβύρινθο των «αλγορίθμων υποδοχής» των αιτημάτων ή ερωτημάτων σου
- Για τη συσσωρευόμενη οργή για όλα τα τερατώδη που έβγαιναν στη φόρα σχετικά με την κατάχρηση των προσωπικών δεδομένωνi των χρηστών των Υπηρεσιών, τις σχέσεις τους με την NSA,ii την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων κρατικών συμφερόντων, την επιλεκτική λογοκρισία που ασκεί το Facebook, την προώθηση και την παγκοσμιοποίηση, μέσω των όρων χρήσης του, του πιο επαρχιώτικου αμερικανικού πουριτανισμού
- Για την κάθε τόσο ad hoc αλλαγή των κανόνων και των αλγορίθμων του που συνεχώς μου υπενθύμιζε πως η Υπηρεσία διατηρεί βαρύνοντα ρόλο για το τι θα περνούσε από τη χρονογραμμή μου.
- Για την όλη αρχιτεκτονική της Υπηρεσίας, που τροφοδοτεί και ανταμείβει τη θεατρική ακρότητα, την αγένεια και τον ψευτοτσαμπουκά, και πλουτίζει με τη διάχυση της κάθε ιοειδούς ανοησίας, είτε πρόκειται για πλαστές ειδήσεις, είτε όχι.
- Για τη μακάρια απάθεια του Twitter ειδικά, αλλά όχι μόνο, σε περιπτώσεις διαδικτυακών λυντσαρισμάτων, κακόβουλων στοχοποιήσεων και συντονισμένων δυσφημίσεων, συχνά οργανωμένων από κρατικά και παρακρατικά κέντρα ή από οικονομικά συμφέροντα και μυστικές υπηρεσίες, και για την ευκολία με την οποία αυτοματοποιημένες αγέλες από «ρομποτικούς» λογαριασμούς, μπορούν να καταστείλουν όποιον μπαίνει στο στόχαστρό τους.
- Για την ευκολία με την οποία αυτός ο φάρος ο φωτεινός της ελευθερίας της έκφρασης «έδωσε» τον Γέροντα Παστίτσιο στις αρχές της χώρας μας για να δικαστεί (ακολουθώντας προφανώς έναν νομικό τυφλοσούρτη για τέτοια θέματα), αλλά φιλοξενεί ανεμπόδιστα τον πιο βίαιο, απειλητικό και απάνθρωπο ακροδεξιό λόγο, χωρίς καμία απολύτως συνέπεια, παρά τις καταγγελίες (για τις οποίες δεν έχει, προφανώς πάλι, κάποιον ανάλογο νομικό τυφλοσούρτη).
Πράγματα εν ολίγοις που εξ αρχής με ενοχλούσαν, αλλά η κοινωνική και επαγγελματική πρoαπαίτηση πλέον της χρήσης του fb και των ΜΚΔ και ο σχετικός εθισμός με απέτρεπαν από το να κάνω το βήμα τού, έστω και μερικού, αποχωρισμού.
Έχω γράψει επανειλημμένως για την παθολογία των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και της Google, τις εξαρτήσεις και τις καταχρήσεις τους, δεν έχει λοιπόν νόημα να ανατρέξω τώρα στις αποκαλύψεις του Snowden για τη διασύνδεση με τις αμερικανικές κρατικές αρχές και μυστικές υπηρεσίες, ούτε για την «οικονομία της επιτήρησης» της οποίας είναι οι πρωταγωνιστές, ούτε για το επιχειρηματικό μοντέλο τους και να εξηγήσω το μέγεθος του προβλήματος που συνεπάγεται για τον δημόσιο λόγο. Θα εστιάσω σε δύο σχετικά πρόσφατες εξελίξεις που συνέβησαν από την εποχή που άρχισα να σκέφτομαι την έξοδο από το Facebook και το Twitter και μετά: Τη συγκεκριμένη πλέον εκχώρηση του ελέγχου του δημόσιου λόγου και της δημόσιας προβολής στο διαδίκτυο (δηλαδή σχεδόν κάθε πτυχής του δημόσιου λόγου στον κόσμο) σε ανεξέλεγκτα μονοπώλια και τους υπεργολάβους τους και στη ρητή αποσαφήνιση από πλευράς Facebook πως, στο επιχειρηματικό του μοντέλο, η οικονομική αυτοτέλεια των ΜΜΕ δεν έχει θέση.
Ο μέγας λογοκριτής
Έγραφα τον Μάρτιο του 2017 σε αυτό το περιοδικό: «η ιδέα να δοθεί στην Google και την Facebook η ευθύνη να “ ελέγχει“ και να “λογοκρίνει” την “ψευδοειδησεογραφία“ κινείται προς λάθος κατεύθυνση: δίνει ακόμα περισσότερη εξουσία και αρμοδιότητα επί του τι λέγεται δημοσίως στο διαδίκτυο στις δύο αυτές εταιρείες, οι οποίες για λόγους νομικής προστασίας τους και μόνο θα έχουν κάθε κίνητρο να λογοκρίνουν το διαδίκτυο σε βαθμό που θα κάνει την Κίνα να μοιάζει με όαση πολυφωνίας. Έτσι, παρότι η ρύθμιση της ροής και της έντασης της διακινούμενης πληροφορίας θα βρεθεί και πάλι σε “ συστημικά“ χέρια, θα βρεθεί με όρους αγοράς που θα έχουν την τάση να καταπνίγουν κάθε αποκλίνουσα φωνή. Δεν υπάρχει άλλωστε πιο αυστηρή λογοκρισία από τη λογοκρισία της αγοράς…»“
Υπήρξα αισιόδοξος. Στην πραγματικότητα τα ΜΚΔ αναλάμβαναν ήδη από τότε, και αναλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο – υπό πολιτική πίεση –, τον ρόλο του καθολικού αρχισυντάκτη του πλανήτη, με βάση όχι μόνο τις πιέσεις της αγοράς, αλλά και τα γεωπολιτικά συμφέροντα της μείζονος ηγεμονικής δύναμης. Η γεωπολιτική στράτευση μάλιστα των παγκόσμιων ΜΚΔ (αμερικανικών σε ό,τι αφορά τη Δύση), έχει περάσει σε νέο, αναβαθμισμένο και ανοικτά ομολογημένο επίπεδο, ενώ οι μηχανισμοί ελέγχου του δημόσιου λόγου στις Υπηρεσίες αυτές, αρχίζουν να εκχωρούνται υπεργολαβικά σε αμφιλεγόμενους ιδιώτες «ελεγκτές». Οι εξελίξεις είναι πυκνές και ταχείς, και δημιουργούν εύλογες ανησυχίες.
Για παράδειγμα, η Google το Facebook και το Twitterv ανακοίνωσαν στα τέλη Αυγούστου πως αφαίρεσαν εκατοντάδες λογαριασμούς από τις υπηρεσίες τους λόγω «της σύνδεσής τους με επιχείρηση προπαγάνδας της ιρανικής κυβέρνησης» με στόχο χρήστες στις ΗΠΑ, τη Λατινική Αμερική, τη Μέση Ανατολή και τη Βρετανία. Οι κατηγορίες αφορούσαν τη διάδοση φιλοϊρανικής, αντι-Ισραηλινής, αντι-σαουδικής και φιλοπαλαιστινιακής προπαγάνδας, κατά τα λεγόμενα του εκπροσώπου της FireEye, εταιρείας με διασυνδέσεις με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, η οποία ήταν επικεφαλής της επιχείρησης αυτής εντοπισμού «κρατικά χορηγούμενων λογαριασμών». Υπήρξαν αμέσως αντιδράσεις: στο Twitter Ιρανοί χρήστες εμφανίστηκαν διαμαρτυρόμενοι πως οι αφαιρεθέντες λογαριασμοί αντιστοιχούν σε απλούς φοιτητέςvi και όχι κρατικούς υπαλλήλους. Προβληματική είναι βέβαια η ίδια η λογική κατά την οποία κάποια κράτη δικαιούνται να διατηρούν λογαριασμούς στα ΜΚΔ, μέσω των οποίων κάνουν «προπαγάνδα» (ή εξηγούν την θέση τους), και άλλα όχι.
Όλα αυτά έρχονται σε συνέχεια της ομολογημένης και ανακοινωθείσας συμμόρφωσης του Facebook με κάθε αίτημα για κατάργηση παλαιστινιακού ή αραβικού λογαριασμού που προέρχεται από την αμερικανική και την ισραηλινή κυβέρνηση. Αντίθετα ισραηλινοί και αμερικάνικοι λογαριασμοί που προπαγανδίζουν την εξόντωση των Παλαιστινίωνviii ή τη δολοφονία «εχθρών» της αμερικανικής κυβέρνησης, φυσικά, δεν «κατεβαίνουν» από το Facebook.
Ο πόλεμος για την αποτροπή κρατικής επιρροής και προπαγάνδας που έχουν ξεκινήσει οι εταιρείες των ΜΚΔ είναι μάλλον μονομερής. Πολλά περιστατικά που έχουν αναφερθεί πρόσφατα δείχνουν πως για το Facebook, την Google και το Twitter δεν είναι όλες οι προπαγάνδες και οι επιχειρήσεις σοσιαλμηντιακής επιρροής εξίσου προβληματικές.
Προ ετών είχαμε μάθει πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε ζητήσει από το Twitterix να μη διακόψει τη λειτουργία του προσωρινά για τεχνική συντήρηση, προκειμένου να μπορέσουν να το χρησιμοποιήσουν αντικυβερνητικοί διαδηλωτές στο Ιράν το 2009. Φέτος μάθαμε, από επίσημες πηγές, πως το αμερικανικό κράτος σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει «τοπικούς» και αδιαφανείς κουβανέζικους λογαριασμούς στο Facebook, και όποια άλλη Υπηρεσία Κοινωνικής Δικτύωσης χρειαστεί, χωρίς να ενημερώσει του χρήστες του Facebook στην Κούβα για την ταυτότητά τους.
Τον Σεπτέμβριο του 2018 το YouTube, δηλαδή η Google, «κατέβασε» όλους τους λογαριασμούς της κυβέρνησης της Συρίας στην υπηρεσία του: τον λογαριασμό του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων της Συρίας, του Υπουργείου Αμύνης της χώρας και της Προεδρίας της χώρας.
Πριν από αυτό, το καλοκαίρι, το Facebook είχε κατεβάσει για λίγες μέρες χωρίς αιτιολόγηση τους λογαριασμούς δύο σημαντικών πολιτικών μηντιακών οργανισμών: της αγγλόφωνης κοινότητας του Telesur TV και του Venezuelanalysis, ενός μηντιακού οργανισμού που ενημερώνει στα αγγλικά από φιλομπολιβαριανή σκοπιά για τα όσα συμβαίνουν στην χώρα.
Η υπεργολαβία του πραγματολογικού ελέγχου
Στην προσπάθειά του να διαχειριστεί τις νέες «αρχισυντακτικές» του ευθύνες, το Facebook είχε βάλει μπροστά από τα τέλη του 2016,xi ένα πρόγραμμα συνεργασίας με δημοσιογραφικούς οργανισμούςxii που θα παίζουν τον ρόλο εξωτερικών «ελεγκτών» της βασιμότητας / «πλαστότητας» των θεμάτων που κυκλοφορούν. Σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησε συνεργασία με το Atlantic Councilxiii τον Μάιο του 2018, έναν οργανισμό/δεξαμενή ιδεών, εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ (και με μέλη στο ΔΣ του τον Henry Kissinger και πλειάδα άλλων πρώην επικεφαλής και αξιωματούχων της CIA), προκειμένου να προστατεύσει, όπως λέει, τις εκλογές (στις ΗΠΑ αλλά και σε όλον τον κόσμο) από την παραπληροφόρηση και την παρέμβαση ξένων δυνάμεων. Τα πρώτα αποτελέσματα της συνεργασίας αυτής ήταν ενδεικτικά της κατεύθυνσης στην οποία θα κινηθεί το Atlantic Council: το Facebook «κατέβασε» μια σειρά από μικρής εμβέλειας σελίδες από την υπηρεσία του, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν σχέση με αριστερό ακτιβισμό (και σαφώς μη αμφιλεγόμενο περιεχόμενο), επειδή «επεδίωκαν να εξάψουν τις πολιτικές εντάσεις στις ΗΠΑ και η δραστηριότητά τους ήταν παρόμοια – και σε κάποιες περιπτώσεις συνδεόταν – με εκείνη ρωσικών λογαριασμών κατά τη διάρκεια των Προεδρικών Εκλογών του 2016», όπως ανέφερε το Facebook. Η λέξη–κλειδί εδώ είναι το «παρόμοια», γιατί μέχρι και σήμερα το Facebook δεν έχει παρουσιάσει κανένα απολύτως τεκμήριο για την εικαζόμενη σύνδεση των σελίδων αυτών με τη Ρωσία (η οποία αποτελεί πλέον τον νέο δαιμονικό, έξωθεν κίνδυνο, για μεγάλο τμήμα των αμερικανικών ΜΜΕ και της κοινής γνώμης που επηρεάζουν). Ενδεικτικά, μεταξύ των σελίδων που κατέβασε το Facebook ήταν και μία που οργάνωνε αντιδιαδήλωση στην νεοφασιστική συγκέντρωση του Unite the Right στη Ουάσινγκτον, για την κατάργηση της οποίας υπήρξαν έντονες διαμαρτυρίες από τους διαχειριστές της. Όλα αυτά χωρίς να εξηγηθεί ποτέ η μεθοδολογία με την οποία οι «επιτηρητές» των αναρτήσεων στο Facebook από το Atlantic Council αποφάνθηκαν για την «επικινδυνότητά» τους.
Είναι προφανές πως το Facebook, μετά τον θόρυβο για τα “fake news”, επιχειρεί να μεταφέρει ένα τμήμα των καθηκόντων που θεωρεί πως έχει να διαχειριστεί, σε τρίτους, ανεξάρτητους από το ίδιο κριτές, οι οποίοι διαθέτουν εργαλεία που το ίδιο δεν διαθέτει. Η ίδια η διαδικασία επιλογής όμως των εταίρων του Facebook στην πάταξη των πλαστών ειδήσεων και των “χοάκων“, είναι εκ των προτέρων ναρκοθετημένη. Αν μπορεί να προσάψει κανείς μια φορά πολιτική καθοδήγηση στο Facebook, οι εταίροι του είναι ακόμα πιο ευάλωτοι στις σχετικές κατηγορίες. Στη Βραζιλία π.χ. δύο εκ των σχετικών εταίρων του Facebook έχουν καταγγελθεί από την ακροδεξιά για λογοκρισία, με μαζική διαδικτυακή κινητοποίηση που έφτασε μέχρι και σε απειλές κατά τις ζωής των δημοσιογράφων που εργάζονταν στις δύο εταιρείες Lupa και Aos Fatos. Και μπορεί μεν η συνεργασία με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, την Monde και τη Liberation στη Γαλλία, ή το Associated Press στην Αμερική να μοιάζουν να προσφέρουν μια εγγύηση επαγγελματισμού, αλλά η Weekly Standardxv δεν προσφέρει τίποτα παρόμοιο, μια και ήταν φερέφωνο της πιο επιθετικής αμερικανικής πολιτικής στον πόλεμο του Ιράκ, και θεωρείται ως σταθερή πηγή αν όχι «πλαστών ειδήσεων», πάντως συστηματικών ανακριβειών. Η αγωνία των μεγάλων διαδικτυακών κολοσσών να μη χαρακτηριστούν πολιτικά (καθώς δέχονται επιθέσεις από την κυβέρνηση Trump και την αμερικανική ακροδεξιά, για την υποτιθέμενη και εν πολλοίς επινοημένη, «αντι-συντηρητική» τους κλίση) οδηγεί σε διάχυση των μηχανισμών ελέγχου σε κάθε είδους χέρια (που αρκεί να έχουν υπογράψει έναν κώδικα αρχών που έχει εκδώσει το Ινστιτούτο Poynter για να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως ελεγκτέςxvi).
Πίσω από τα ζητήματα της διαχείρισης της λεγόμενης κρίσης των fake news (θέματος που ανέκυψε σαν μείζον και επείγον επειδή απειλούσε το μονοπώλιο στις Πλαστές Ειδήσεις, και στη συναφή προπαγανδιστικά στοχευμένη ψευδολογία και αποσιώπηση, των κυρίαρχων ΜΜΕ και των κυβερνήσεων), βρίσκονται τα ουσιώδη: όλα αυτά που συναποτελούν τον κεντρικό πυρήνα του θέματος, και παραμένουν περιφερειακά στη συζήτηση που διεξάγεται: η απουσία εκπαίδευσης για την πλοήγηση στον πληροφοριακό ορυμαγδό, το σταδιακά φθίνον, εδώ και είκοσι και πλέον, χρόνια κύρος των ΜΜΕ, η κυριαρχία στα ΜΜΕ όλον αυτόν τον καιρό του λόγου διαφόρων «πλαστών» (αλλά πιστοποιημένων ακαδημαϊκά και καταξιωμένων επαγγελματικά) εμπειρογνωμόνων, το παρομοίως διαβληθέν κύρος και η αξιοπιστία της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης, τα διαδικτυακά μονοπώλια και τα διαδικτυακά επιχειρηματικά τους μοντέλα, η κεντρικότητα των ΗΠΑ στην πολιτική οικονομία της σχετικής τεχνολογίας, κ.ο.κ.
Τα ΜΜΕ σαν εργαλεία του Facebook
To 2014, για πρώτη φορά, οι παραπομπές σε ενημερωτικές σελίδες μέσω συνδέσμων από το Facebook έφτασαν και σε λίγο καιρό ξεπέρασαν τις παραπομπές από την Google.xvii Τρία χρόνια μετά, η κατάσταση είχε αντιστραφεί και πάλι. Οι αλλαγές στον αλγόριθμο εμφάνισης αναρτήσεων στις χρονογραμμές του Facebook, που αφορούσε όλα τα είδη σελίδων στην Υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων και των σελίδων των ΜΜΕ, μείωσαν δραματικά τις παραπομπές από το Facebook σε εξωτερικές ιστοσελίδες. Όπως αναφέρει το περιοδικό Wired: «Δεδομένα από το Parse.ly, που καταγράφει τις επισκέψεις πάνω από 2.500 ιστοχώρων εκδοτών, δείχνουν πως πριν τις προεδρικές εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ πάνω από το 40% των επισκεπτών των ιστοχώρων αυτών είχαν παραπεμφθεί σε αυτούς από το Facebook. Στα τέλη πλέον του 2017, το Facebook παρέπεμπε κάτω από το 26% των επισκεπτών τους. [Σημ: Όπου και παραμένει περίπου σήμερα]».
Αυτή η αδιαφορία του Facebook για τη συμβιωτική σχέση που ανέπτυξαν σχεδόν όλα τα ενημερωτικά σάιτ στον κόσμο με την Υπηρεσία του και η υποβάθμιση της σημασίας της συνεργασίας με αυτά δεν ήταν ένα τυχαίο παρεπόμενο μιας αλλαγής του αλγορίθμου (που είναι πάντα εσωτερική υπόθεση της εταιρείας και δεν επιδέχεται, φυσικά, ενστάσεις), αλλά κομμάτι της στρατηγικής του οργανισμού.
Σε μια συνάντηση το καλοκαίρι του 2018 μεταξύ της επικεφαλής των ειδησεογραφικών συνεργασιών του Facebook, Campbell Brown, και στελεχών των ΜΜΕ της Αυστραλίας, η Brown φέρεται να έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Δεν μας ενδιαφέρει πια να συζητήσουμε μαζί σας για την επισκεψιμότητά σας και τις παραπομπές. Αυτός είναι ο παλιός κόσμος και δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε αυτόν».
Αλλά και απείλησε πως, αν δεν συνεργαστούν με το Facebook για να βρουν κοινά επιχειρηματικά μοντέλα: «Σε λίγα χρόνια… θα σας κρατάω το χεράκι μαζί με την επιχείρησή σας που θα πεθαίνει, σε κάποιου είδους οίκος ευγηρίας».
Παρότι στη συνέχεια η δεύτερη διαρροή διαψεύστηκε (αλλά όχι η πρώτη), όλα τα δεδομένα συνηγορούν στο ότι το Facebook μπορεί και θέλει να πειθαναγκάσει τις επιχειρήσεις ΜΜΕ να παίξουν ένα συμπληρωματικό ρόλο στο δικό του επιχειρηματικό μοντέλο. Πρόκειται για ευθεία απειλή στην ανεξαρτησία του Τύπου και θα έπρεπε να έχει οδηγήσει τις μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις των ΜΜΕ, αλλά και τους δημόσιους οργανισμούς ενημέρωσης και πληροφόρησης σε όλο τον κόσμο, να ψάχνουν επειγόντως για εναλλακτικές λύσεις.
Έχουμε λοιπόν τη μεταφορά της σφαίρας της λογοκρισίας και του ελέγχου του δημόσιου λόγου από το κράτος στα μεγάλα διαδικτυακά μονοπώλια, τα οποία βρίσκονται υπό συνεχή κρατική πίεση (στις ΗΠΑ, αλλά όχι μόνο) να παίξουν τον ρόλο όχι απλά του «λογοκριτή», αλλά και του προληπτικού ελεγκτή της νομιμότητας και της ορθότητας όσων συμμετέχουν στη δημόσια σφαίρα, η οποία πλέον συνέχεται σήμερα μέσα από τον Παγκόσμιο Ιστό, που κι αυτός έχει κυριαρχηθεί πια από τα ΜΚΔ. Αυτή η λογοκρισία που δεν είναι κρατική, αλλά κατευθύνεται, ενθαρρύνεται, κινητροδοτείται και επιβάλλεται μέσα από κρατικούς μηχανισμούς, ώστε να πραγματοποιηθεί από ανεξέλεγκτα ιδιωτικά διαδικτυακά μονοπώλια και υπό την ευθύνη τους, είναι μια εξαιρετικά ανησυχητική μεταφορά της ρυθμιστικής δυνατότητας των κρατών σε τρίτους, μια κίνηση ακόμα προς κάποιου είδους ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας. Παράλληλα η επιδιωκόμενη «μετατροπή» των οργανισμών του Τύπου και της δημοσιογραφικής παραγωγής σε απλούς παρόχους υπηρεσιών περιεχομένου του Facebook και της Google, σε ίση βάση με τους φωτογράφους γατών και τους συντάκτες κουίζ προσωπικότητας, μας οδηγούν σε ένα σημείο, όπου η προσωπική άποψη περιστέλλεται ή διατυπώνεται παρουσία δικηγόρου, η δημοσιογραφία καταλήγει είτε να μην είναι προσβάσιμη, ή στο ισοδύναμο χαμογελαστών εταιρικών δελτίων τύπου, γραμμένων κάτω από τίτλους clickbait.
Διότι κάθε επιχειρηματικό μοντέλο στον Τύπο, παράγει και το περιεχόμενο εκείνο που του ταιριάζει. Όπως άλλωστε και κάθε μοντέλο ελέγχου του λόγου.
*Αναλυτής διαδικτύου και δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου