Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

ΑΝΘΡΑΚΕΣ Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣΜόλις 70.000 θα δουν «χειροπιαστές» αυξήσεις στις κύριες συντάξεις

Μόλις 70.000 θα δουν «χειροπιαστές» αυξήσεις στις κύριες συντάξεις
EUROKINISSI / ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μόλις 70.000 θα δουν «χειροπιαστές» αυξήσεις στις κύριες συντάξεις


Παρά την αλλαγή της στόχευσης προς τις υψηλότερες συντάξεις, το σχέδιο νόμου του Γιάννη Βρούτση όχι μόνο επιβεβαιώνει τη νομοθεσία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχτεί ότι αποτελεί και... εφαρμοστικό του νόμο, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι πολλές υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι επισπεύδονται ● Η ασφαλιστική «κανονικότητα» που επαγγέλλεται το σχέδιο νόμου προβλέπει μέσες αυξήσεις σε ολιγάριθμη κατηγορία, εντοπισμένες σε συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλισμένων με ασφαλιστικό βίο πάνω από 30 χρόνια που συνταξιοδοτήθηκαν μετά το 2016.
Χωρίς πραγματικές αυξήσεις στις κύριες συντάξεις θα μείνουν όσοι συνταξιοδοτήθηκαν πριν από τον Μάιο του 2016. Πάνω από 2 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα διαπιστώσουν ότι οι αυξήσεις τους είναι μόνο ονομαστικές και θα προέλθουν από τον επανυπολογισμό της σύνταξης μέχρι και την εξάλειψη της προσωπικής διαφοράς.
Οσο για τις επικουρικές, που λόγω αποφάσεων ΣτΕ πρέπει να βελτιωθούν εφόσον υπέστησαν περικοπές επειδή το άθροισμά τους με τις κύριες ήταν πάνω από 1.300 ευρώ, κι εδώ ο αριθμός των ωφελουμένων είναι κατά 40% μικρότερος από τις αρχικές διακηρύξεις. Ο πραγματικός αριθμός αυτών που θα δουν βελτίωση στις επικουρικές, με μέση αύξηση 99,5 ευρώ, δεν υπερβαίνει τους 250.000 συνταξιούχους.
Οι αυξήσεις που προβλέπει το σχέδιο Βρούτση στο ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων (από 0,77 της ποσοστιαίας μονάδας για 30ετία έως 7,98 ποσοστιαίες μονάδες για 40ετία) αφορούν ένα μικρό -σίγουρα όχι το πιο φτωχό- τμήμα των συνταξιούχων. Αφορούν περίπου 70.000 συνταξιούχους που συνταξιοδοτήθηκαν μετά τον Μάιο του 2016 καθώς κι ένα μικρό τμήμα από τους παλαιούς συνταξιούχους.
Μεγάλοι χαμένοι οι χαμηλοσυνταξιούχοι οι οποίοι τον περασμένο Ιούνιο έλαβαν με τη μορφή της 13ης σύνταξης το 100% του ποσού, εφόσον η σύνταξή τους δεν υπερέβαινε τα 500 ευρώ. Η κατάργηση αυτού του βοηθήματος καθώς και άλλων χαμηλότερων που έλαβαν αναλογικά συνταξιούχοι με υψηλότερες συντάξεις βοηθά το υπουργείο να ανακατανέμει τα προϋπολογισθέντα ποσά σε όφελος αυτών που έχουν περισσότερα έτη ασφάλισης και υψηλότερες συντάξεις.
Επομένως η ασφαλιστική «κανονικότητα» που επαγγέλλεται το σχέδιο νόμου, το οποίο αναρτήθηκε την περασμένη Παρασκευή σε δημόσια διαβούλευση και θα παραμείνει έως και τις 7 Φεβρουαρίου, προβλέπει μέσες αυξήσεις σε ολιγάριθμη κατηγορία, εντοπισμένες σε συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλισμένων που συνταξιοδοτήθηκαν μετά το 2016. Οι αυξήσεις αφορούν κυρίως συνταξιούχους με ασφαλιστικό βίο πάνω από 30 χρόνια.
Για την πλειοψηφία των αυταπασχολουμένων που έχουν χαμηλότερα εισοδήματα το σχέδιο νόμου δημιουργεί νέες επιβαρύνσεις οι οποίες, αν δεν διορθωθούν στη φάση της διαβούλευσης και της συζήτησης στη Βουλή, θα μετατραπούν σε ευνοϊκές ρυθμίσεις αποκλειστικά για τα μέσα και υψηλότερα εισοδήματα.
Οι διατάξεις Βρούτση προβάλλονται ως ένα νέο ασφαλιστικό, μια νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση που επιφέρει καίριες αλλαγές στο ισχύον συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο εμφανίζεται ότι «καταστράφηκε» από την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ. Ομως μια προσεκτική ανάγνωση επιβεβαιώνει ότι το σχέδιο νόμου του Γ. Βρούτση όχι μόνο επιβεβαιώνει τη νομοθεσία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχτεί ότι αποτελεί και... εφαρμοστικό του νόμο, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι πολλές υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι επισπεύδονται με αυτό.

Η μεσαία τάξη

Μια σημαντική διαφοροποίηση από τον νόμο Κατρούγκαλου, η οποία αποτελεί και το επικοινωνιακό όχημα περί «αποκατάστασης» των αδικιών που υπέστησαν επί ΣΥΡΙΖΑ ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι είναι η κατάργηση της εισφοροδότησης βάσει εισοδήματος.
Σωστή η αποσύνδεση, αλλά γιατί αυτό έπρεπε να γίνει με την επιστροφή των κλάσεων καταργώντας την αρχή της αναλογικότητας κατά των πιο αδύναμων; Διότι το υπουργείο επέλεξε τις κλάσεις επιφέροντας ουσιαστική επιβάρυνση για το 90% των μη μισθωτών, οι οποίοι θα επιβαρυνθούν με αύξηση της εισφοράς στην πρώτη κλάση (ήταν 185 ευρώ και ανεβαίνει στα 220 ευρώ) κατά 35 ευρώ τον μήνα.
Ποιοι ευνοούνται; Οι μη μισθωτοί με υψηλά εισοδήματα και οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Διότι με το νέο σύστημα οι πιο εύρωστοι οικονομικά θα μπορούν χωρίς ενδοιασμό να πληρώνουν την κατώτατη εισφορά και ταυτοχρόνως να χτίζουν το ιδιωτικό ασφαλιστικό τους πρόγραμμα καταργώντας κάθε έννοια αναλογικότητας. Κανείς δεν υποχρεώνει πλέον τους μισθωτούς με υψηλότερα εισοδήματα να καταβάλουν υψηλότερες εισφορές είτε για την ασφάλιση, είτε για την υγεία και έτσι εδώ διαμορφώνεται μια μεγάλη αδικία έναντι του κόστους που καταβάλλουν οι μισθωτοί.
Επίσης οι αλλαγές στην εισφοροδότηση των μη μισθωτών συμπαρασύρει και την αλλαγή αυτής των μισθωτών που έχουν και μη μισθωτή εργασία. Σε αυτήν την κατηγορία η ασφαλιστική εισφορά, αθροιστικά και για τις δύο απασχολήσεις, θα εξαντλείται στο ποσό της 2ης ασφαλιστικής κλάσης, ύψους 262 ευρώ σε μισθό 930 ευρώ.

Απασχόληση συνταξιούχων

Με τις νέες διατάξεις σημειώνονται οι εξής μεταβολές:
α. Οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα που επιθυμούν να εργαστούν θα έχουν, μετά την ψήφιση του νόμου, μείωση 30% στη σύνταξη τους. Σήμερα η μείωση είναι 60% και τις περισσότερες φορές, λόγω του μεγάλου ύψους της περικοπής, συνοδεύεται με αδήλωτη εργασία οδηγώντας σε απώλεια πόρων από τα ασφαλιστικά ταμεία και τα δημόσια έσοδα. Επομένως η μείωση της «ποινής» από το 60% στο 30% θα επιτρέψει τη νομιμοποίηση της εργασίας των απασχολούμενων συνταξιούχων, επιφέροντας ταυτοχρόνως αύξηση του φορολογητέου εισοδήματος αφού ο συνταξιούχος πρέπει τώρα να εμφανίζει και το εισόδημα από μισθωτή εργασία. Ο αντίλογος σε αυτή τη ρύθμιση εστιάζει την προσοχή στην υψηλή ανεργία των νέων και στην κάλυψη των ενδεχομένως ελεύθερων θέσεων εργασίας από ήδη συνταξιούχους.
β. Καταργείται και για τους συνταξιούχους εργαζόμενους σε φορείς της Γενική κυβέρνησης η ποινή της μείωσης του 60% και εισάγεται η μείωση του 30% στη σύνταξή τους, εφόσον είναι άνω των 62 ετών. Για τους κάτω των 62 ετών ισχύει η ρύθμιση των προηγούμενων νόμων Κουτρουμάνη και Κατρούγκαλου (Ν3863/10 και Ν4387/16) που αφορούσε την αποτροπή απασχόλησής τους, αφού προβλέπει την αναστολή της σύνταξής τους. Ωστόσο ο νόμος 4387/16 εξαιρούσε από την αναστολή της σύνταξης για εργασία όλους όσοι μέχρι την έναρξή του ήταν ήδη εργαζόμενοι και συνταξιούχοι. Αρα αυτή η κατηγορία για πρώτη φορά θα υποστεί τη συγκεκριμένη μείωση του 30%. Ταυτοχρόνως δίνεται η δυνατότητα επαναπρόσληψης στο Δημόσιο και σε θέσεις μετακλητών της κυβέρνησης μιας στρατιάς προσώπων, που περιμένουν να τοποθετηθούν ή να αμειφθούν νομίμως για τις υπηρεσίες τις οποίες ήδη παρέχουν ως συνεργάτες δικηγορικών ή άλλων γραφείων συμβούλων από τα υπουργεία. Σε αυτές τις θέσεις η κυβέρνηση επιζητεί έμπειρα και δοκιμασμένα για τις υπηρεσίες τους στελέχη του δημόσιου τομέα που, ενώ βγήκαν σε σύνταξη και πήραν το εφάπαξ, συνεχίζουν να προσφέρουν εργασία ατύπως. Μια ματιά στα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στις διατάξεις του ασφαλιστικού, όπως είναι πρωτοκλασάτο στέλεχος της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Ασφάλισης, εξηγεί πόσο αναγκαία είναι η ρύθμιση για το υπουργείο Εργασίας.
γ. Στις εξαιρέσεις από την περικοπή του 30% διατηρούνται οι διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου, τις οποίες επαναδιατυπώνει το σχέδιο Βρούτση. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εξαίρεση των αγροτών και των ασφαλισμένων του ΟΓΑ προέβλεπε μέχρι το έτος 2025 εγκύκλιος Κατρούγκαλου, σύμφωνα με την οποία «οι ρυθμίσεις του άρθρου 20 του ν. 4387/2016, για την απασχόληση συνταξιούχων έχουν εφαρμογή για όσους συνταξιοδοτούνται από 1-1-2025, καθώς από το έτος αυτό και μετά η συμμετοχή εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης στο συνολικό ποσό της σύνταξης προσεγγίζει και εν συνεχεία υπερβαίνει το 60%, το ποσοστό δηλαδή περικοπής της σύνταξης που ορίζεται στο άρθρο 20 του ν. 4387/2016».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου