ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ «ΕΦ.ΣΥΝ.»
Η «ιδεοληψία» στην υπηρεσία των αδιεξόδων του ύστερου καπιταλισμού
Βασική αναζήτηση σε αυτό το άρθρο δεν είναι τα μέτρα που λαμβάνονται σε επίπεδο λοιμώξεων, αλλά η χρήση ενός ψυχιατρικού/ψυχαναλυτικού λόγου ως απάντηση από την κυβέρνηση για τις ελλείψεις που παρουσιάζονται στη δημόσια υγεία. Δείγμα ενός τέτοιου λόγου ήταν η αντιπρόταση του υφυπουργού υγείας κ. Βασίλη Κοτζαμάνη στα μέτρα της κυβέρνησης να προβεί σε προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, σε ένα σύστημα που μετρά μόλις 400 γιατρούς.
Ο υφυπουργός κατέληξε ότι ένα τέτοιο επιχείρημα ανήκε στα όρια της «ιδεοληψίας», υπονοώντας σαφέστατα την επανάληψη μιας εμμονής, που ξέφευγε της πραγματικότητας. όπως διαβάζουμε στo John’s Hopkins Medicine Guide, η ιδεοληψία παραπέμπει στην ακούσια επιβολή στη συνείδηση επίμονων ιδεών/συναισθημάτων που είναι δύσκολες να διαλυθούν και συνήθως οδηγούν σε άγχος. Στην ουσία όμως παραπέμπει σε ένα καθεστώς που επιβάλλεται μετατρέποντας το υποκείμενο σε έρμαιο των εμμονών του. Είναι ευνόητο ότι μια τέτοια χρήση βιοιατρικού λόγου κατασκευάζει μια ερμηνεία που δεν εξυπηρετεί τη διασφάλιση της δημοκρατίας και του διαλόγου, αφού στην ουσία αποδοκιμάζει τον όποιο αντίλογο, απαξιώνοντάς τον ως παράγωγο ιδεοληψίας.
Περαιτέρω, ενώ η «ιδεοληψία» ως όρος φαντάζει αποσπασματικός, στην παρούσα συνθήκη η χρήση του κάθε άλλο παρά αποσπασματική είναι· σε μια ρητορική κοινωνιοβιολογίας που ξανακερδίζει συνεχώς έδαφος, στην προσπάθεια μιας αυταρχικής νεοφιλελεύθερης εξουσίας ν’ ανταπεξέλθει στην πανδημία, διαστρεβλώνοντας όρους και εξυπηρετώντας στην ουσία την πολιτική αβουλία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και της ελληνικής ν’ αντιμετωπίσει την πανδημία, μη αναγνωρίζοντας τις απώλειες που τις τελευταίες δεκαετίες η λιτότητα στη δημόσια υγεία επέφερε, με την ανθρώπινη ζωή να τη βιώνει με το χειρότερο νόμισμα.
Έτσι, ιδιαίτερα όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, η ενημέρωση εμπλουτίζεται συνεχώς με την υποχρέωση του πληθυσμού να υπακούσει στις ενδείξεις των υπευθύνων, τιμωρώντας την(υποτιθέμενη) ανώριμη συμπεριφορά ανυπακοής και αναγκάζοντας το κράτος να παίρνει όλο και πιο αυστηρά μέτρα αστυνόμευσης του ανυπάκουου πολίτη.Σε αυτή την συνθήκη η χρήση του όρου ιδεοληψία από την εξουσία γίνεται καταχρηστική.
Ο όρος ιδεοληψίαχρησιμοποιήθηκε αρχικά στον Μεσαίωναπροκειμένου η εξουσία να ξεπεράσει τα αδιέξοδα της εποχής. Ο όρος αποδιδόταν στο άτομο/πληθυσμό/αίρεση/ομάδα που διακρίνονταν από εμμονές σατανικής επέμβασης. Από την άλλη, οι αιρέσεις, θα μάς θυμίσει η Σίλβια Φεντερίτσι, ήταν το κρισιμότερο ιδεολογικό σημείο της σύγκρουσης ανάμεσα σε ένα ηγεμονικό καθεστώς εξουσίας και τα λαϊκά στρώματα, με κύριο αίτημα την «αναζήτηση από το μεσαιωνικό προλεταριάτο μιας εφικτής εναλλακτικής πρότασης απέναντι στις φεουδαρχικές σχέσεις, καθώς και την αντίστασή του σε μια ολοένα αναπτυσσόμενη εκχρηματισμένη οικονομία».
Με αυτήν τη συνθήκη, στα τέλη του 16ου αιώνα, όπως έχει αναδείξει στο έργο του ο Μισέλ Φουκώ, η ανθρώπινη ανυπακοή θα στιγματιστεί ως εγκληματική «ιδεοληψία» και θα οδηγήσει στη δημιουργία του Γενικού Νοσοκομείου, ακινητοποιώντας έτσι τα κατώτερα στρώματα, σε συνθήκες εγκλεισμού, εκμετάλλευσης και θανατοπολιτικής.
Η γένεση της ψυχιατρικής, της εγκληματολογίας, της ιατροδικαστικής, της ανθρωπολογίας, της βιολογίας, από την άλλη, στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως και της σεξολογίας, της ψυχανάλυσης στις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα από την μελέτη αυτού του πληθυσμού, δεν είναι μια φαινομενική κίνηση μιας αντικειμενικής μελέτης, αλλά μια κίνηση που στην ουσία συμβαδίζει με τους κανόνες της διακυβέρνησης των υποκειμένων στη νεωτερικότητα της ακινητοποίησης της ανυπακοής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αναπαράγοντας μια φαντασιακή θεωρία περί της εξέλιξης του ανθρώπου από τον πρωτογονισμό στο πολιτισμένο Υπερεγώ.
Το κίνημα της ευγονικής γεννήθηκε μέσα από τη συνάντηση της πολιτικής με το καθεστώς αλήθειας της βιολογίας, της ψυχιατρικής αλλά και της ψυχανάλυσης, καταλήγοντας ακριβώς στην ιδιοτυπία ερμηνείας της ζωής στο γεγονός ότι τα φαινόμενα ψυχικής «ανωμαλίας», όπως της ιδεοληψίας, εξηγούνται από τη μερική καθήλωση της λίμπιντο σε προ-οιδιπόδεια/πρωτόγονη φάση λόγω προβληματικής ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης, ιδιαίτερα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Έτσι, οποιοδήποτε κοινωνικό φαινόμενο, βία, φτώχεια, ασθένεια, αυτοκτονία, άμβλωση, βιασμός, πόλεμος, θάνατος, ευαγγελίζονταν την εγγενή εγκληματική λιμπιντινική/πρωτόγονη ανθρώπινη φύση, οδηγώντας ως εκ τούτου στην υιοθέτησης μια σειρά αυταρχικών μέτρων ψυχικής και σωματικής ευγονικής, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, στο όνομα της υγείας, με την άθλια κατάληξη των εγκλημάτων των ναζί, ενώ οι επαναστάσεις και οι πολιτικές/εργατικές απεργίες στιγματίζονταν ως πρακτικές των ψυχικά εκφυλισμένων, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η επιστήμη και η εξουσίασυνέχισαν να στηρίζονται σε αυτό το αστικό καθεστώς αλήθειας μιας φαντασιακής εξέλιξης που μοίραζε τον πληθυσμό σε ψυχικά υγιή και σε ψυχικά μη-υγιή, θέτοντας ως σκοπό να αποδώσουν ασφάλεια στον «ψυχικά υγιή άνθρωπο» ενάντια μιας φαντασιακής λιμπιντινικής ανθρώπινης/ζωώδους/εκθηλυμένης φύσης, που έχει παραμείνει στο στάδιο ενός φαντασιακού πρωτογονισμού, ενώ το υποκείμενο καλείται να απαιτεί από τον εαυτό του και τα υπόλοιπα μέλη «μετρημένη, πειθαρχημένη συμπεριφορά».
Με δυο λόγια, η ιδεοληψία, είναι ένα υποθετικά ισχύον μέγεθος που στην πραγματικότητα ανταποκρίνεται περισσότερο στους κανόνες της διακυβέρνησης της ανυπακοής των υποκειμένων, ιδιαιτέρως των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, στη νεωτερικότητα και στην ύστερη νεωτερικότητα, όπως ισχυριζόμαστε στο παρόν κείμενο, παρά σε μια αντικειμενική πραγματικότητα.
Στις μέρες μας, η χρήση ψυχιατρικών και ψυχαναλυτικών όρων, εν μέσω της πανδημίας, επαναλαμβάνει έναν αυταρχικό λόγο,σύμφωνα με τον οποίο η διαχείριση της νόσου επικεντρώνεται στην απειλή ενός φαντασιακού πληθυσμού που έχει συνείδηση αλλά δεν έχει τη βούληση να υπακούσει και έτσι καταφεύγει στην ιδεοληψίανα κατακρίνει επανειλημμένα την εξουσία και να ζητά δημόσια υγεία.
Έτσι, ενώ η εξουσία έχει τεράστια ευθύνη στον τρόπο διαχείρισης αυτής της πανδημίας, ο υφυπουργός ανακαλύπτει στον όρο της ιδεοληψίας ξανά αυτό τον «φαντασιακό λιμπιντινικό άλλο», με μια κυβέρνηση που εκδίδει υγειονομικές διατάξειςμε αναγκαστικές εφαρμογές που θέτουν ως επίκεντρο όχι τη θωράκιση της δημόσιας υγείας, αλλά πρωταρχικά τον έλεγχο της ελευθερίας/μετακίνησης του πληθυσμού, μέσα από την φαντασίωση του επικίνδυνου άλλου, ανοίγοντας ουσιαστικά την πόρτα σε μια κρατική αυταρχική βία που την είχαμε αντιμετωπίσει και το 2012 με την φαντασιακή τότε υγιειονομική βόμβα του ΑIDS, εφαρμόζοντας στην ουσία αυταρχικές πολιτικές που αντιμετωπίζουν τον πληθυσμό ως μάζα και όχι ως ένα σύνολο υποκειμένων ικανών για κρίση.
Εν μέσω μιας πανδημίας η κοινωνία απαιτεί πάλι δημόσια υγεία για όλο τον πληθυσμό·ένα δημοκρατικό και όχι ένα αυταρχικό κράτος·αντιμετώπιση του πληθυσμού από την εξουσία όχι ως όχλο αλλά ως σύνολο πολλαπλών υποκειμένων με συνείδηση και βούληση. Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό στο ξεπέρασμα αυτής της φρίκης να μην καταπατηθεί το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου στον αυτοπροσδιορισμό,να μην υιοθετηθούν μέτρα καταστολής των ανθρώπινων ελευθεριών και μεταχείρισης της ζωής με συνθήκες «πολεμικής ιατρικής», αλλά ακριβώς να ξεπεραστεί η φρίκη με την αφύπνιση ότι η ζωή όλων είναι πολύτιμη και ότι στο όνομα της υγείας δεν μπορούν να υιοθετούνται ολοκληρωτικέςπολιτικές και επιχειρήματα ελέγχου της ανθρώπινης ζωής.
*Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα ΠΕΔΔ (ΕΚΠΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου