ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Το καλοκαίρι του 1944, ενώ οι Γερμανοί βρίσκονταν ακόμα στην Ελλάδα μαζεύοντας τους Εβραίους από τη μακρινή Ρόδο για να τους στείλουν στο Αουσβιτς, η χιτλερική ηγεσία έθετε σε εφαρμογή ένα σχέδιο αντίστασης στα μετόπισθεν του γερμανικού εδάφους, ενεργοποιώντας μη στρατεύσιμα μέλη του Ράιχ, ακόμη και εφήβους. Δεδομένης της εμμονής των Ναζί με την εικονογραφία περί λύκων, η προσπάθειά τους να μετατρέψουν συνηθισμένους Γερμανούς πολίτες σε δολοφόνους και σαμποτέρ ονομάστηκε «Λυκάνθρωπος» (Werwolf). Επικεφαλής του σχεδίου ανέλαβε ο δεύτερος στην ιεραρχία του Ράιχ, Γιόζεφ Γκέμπελς.
Τον Αύγουστο του 1944 η πρώτη εκπαίδευση «λυκανθρώπων» είχε ολοκληρωθεί. Μέλη της ναζιστικής νεολαίας είχαν μάθει να χειρίζονται όπλα και μεθόδους παρακολούθησης μέσα σε εχθρικό περιβάλλον, δηλαδή κατά την αναμενόμενη κατάληψη της Γερμανίας από τους Συμμάχους. Η Μεγάλη Βρετανία, έχοντας κινητοποιήσει από νωρίς τις δικές της υπηρεσίες πληροφοριών, είχε μια γνώση του σχεδίου «Λυκάνθρωπος».
Ενώ οι Σύμμαχοι προελαύνανε, οι δυτικές εφημερίδες δημοσίευαν τις εικασίες τους για το ποια θα ήταν η γερμανική αντίσταση στα εδάφη της. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έδωσε το πράσινο φως στους ειδικούς της αστυνομίας για να συντάξουν ένα σχέδιο περιφρούρησης κατειλημμένης χώρας, από αυτά που η Βρετανία είχε εφαρμόσει παλιότερα και σε άλλες περιοχές του πλανήτη.
«Τέκνα ευγενή της μεγάλης μας συμμάχου, εγκατέλειψαν οικειοθελώς την μεγάλην των Πατρίδα, διά να βοηθήσουν εις την ανόρθωσιν της χώρας μας» | Αντιστράτηγος Σαμουήλ (αρχηγός Χωροφυλακής), αποχαιρετισμός της Βρετανικής Αστυνομικής Αποστολής (1951)
Πολλές γερμανικές πόλεις -και ειδικά αυτές που υποστήριζαν σημαντικές υποδομές της χώρας, στρατιωτικές ή μη, όπως η Δρέσδη- ο αρχηγός της βρετανικής Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας (RAF) σερ Αρθουρ Χάρις φρόντισε να τις ισοπεδώσει. Οι βομβαρδισμοί αυτοί έπαιξαν μεγάλο ρόλο όχι μόνο στην καταστροφή των υλικών δυνατοτήτων αλλά και στην ψυχολογία των Ναζί, αφαιρώντας έτσι τη δυνατότητα αντίστασης μέσα στις πόλεις.
Στις 23 Μαρτίου του 1945, τρεις εβδομάδες πριν αρχίσει η μάχη του Βερολίνου, ο Γκέμπελς μετέδωσε από ραδιοφώνου τον περιβόητο «λόγο του Λυκανθρώπου». Η ραδιοφωνική εκπομπή ξεκίνησε με το αλύχτισμα ενός λύκου και ένα αυτοσχέδιο τραγούδι για τα δόντια του λύκου που δαγκώνουν τον εχθρό. Η διαταγή του Ράιχ ήταν πια ο γερμανικός λαός να μην υποχωρήσει αλλά να αντισταθεί ή να πεθάνει γιατί η εναλλακτική ήταν η σκλαβιά των Γερμανών.
Τρεις λέξεις στα αυτιά των Ναζί
Τον ίδιο Μάρτιο η εφημερίδα London Evening News μετέδιδε μια απειλή προς τους Χίμλερ, Γκέμπελς, Γκέρινγκ και Χίτλερ. Το άρθρο ενημέρωνε το βρετανικό κοινό για την πιθανότητα γερμανικού αντάρτικου στις πόλεις και στην επαρχία με την είσοδο του συμμαχικού στρατού στη Γερμανία. Αλλά σε τόνο καθησυχαστικό ενημέρωνε ότι η Βρετανία έχει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσει τέτοια ζητήματα. «Θα ήθελα να ψιθυρίσω τρεις λέξεις στα αυτιά των ηγετών των Ναζί», έγραψε ο «δημοσιογράφος» σερ Τσαρλς Γουίκαμ (Sir Charles Wickham).
Ο Τσαρλς Γουίκαμ ήταν, όπως έχει γράψει ο Μαρκ Μαζάουερ, ένας άνθρωπος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, κατάλληλος για την επίλυση κρίσεων στο εξωτερικό. Σε νεαρή ηλικία είχε σταλεί να πολεμήσει στον πόλεμο των Μπόερ στη Νότια Αφρική, όπου τραυματίστηκε σοβαρά. Εκτοτε ξεκίνησε μια πλούσια καριέρα σε υπηρεσίες πληροφοριών του στρατού και της αστυνομίας, η οποία χτίστηκε βήμα-βήμα. Μετά το στήσιμο ενός γραφείου πληροφοριών με τοπικούς πληροφοριοδότες σε τρεις επαρχίες της Νότιας Αφρικής, ο Γουίκαμ στάλθηκε το 1917 στην πρώην Ρωσική Αυτοκρατορία όπου προσπάθησε να ενισχύσει τους Λευκούς ενάντια στους Μπολσεβίκους. Ηταν όμως στα επόμενα χρόνια που ξεκίνησε το κυρίως μέρος της καριέρας του στην Ιρλανδία. Εκεί ο Γουίκαμ έγινε αρχηγός της Βασιλικής Χωροφυλακής του Ολστερ (Royal Ulster Constabulary, RUC), ένα πόστο που κράτησε για 23 περίπου χρόνια.
Το 1945 και αφότου ο Γουίκαμ πιστώθηκε μέρος της επιτυχίας να ελέγξει την επίφοβη για συνεργασία με τους Γερμανούς Ιρλανδία, ο Τσόρτσιλ κάλεσε τον 65χρονο αρχηγό να αναλάβει το ζήτημα της αντίστασης των ντόπιων στη Γερμανία. «Αν υπάρχει ένας ειδικός στο ένοπλο αντάρτικο και τις μυστικές επιχειρήσεις, τότε είναι αυτός», έγραφε η London Evening News.
Τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου, ο Γουίκαμ συναντήθηκε στο Λονδίνο με την Επιτροπή Συμμαχικού Ελέγχου. Δεν ήταν ο μόνος «Ιρλανδός» που θα επισκεπτόταν το γερμανικό έδαφος. Ηδη, παλιοί του συνεργάτες, βαθμοφόροι Βρετανοί αξιωματικοί, είχαν μετατεθεί σε σημαντικές θέσεις στη Γερμανία. Ο Ρίτσαρντ Χάρισον, πρώην αρχηγός της αστυνομίας στο Μπέλφαστ, είχε τοποθετηθεί ως αναπληρωτής γενικός επιθεωρητής της Βρετανικής Ασφάλειας στη Γερμανία. Ενας ακόμη «ειδικός στις συνωμοσίες», επιθεωρητής του σώματος του Ολστερ, ο Τζον Ρέγκαν, θα ταξίδευε προς τη Γερμανία. Ακολουθούσαν και άλλοι. Η εφημερίδα σχολίαζε ότι το σώμα του Ολστερ μάλλον παραχωρήθηκε στη Γερμανία.
Δεν γνωρίζουμε τι ειπώθηκε στην κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση του αρχηγού της RUC με την Επιτροπή του Συμμαχικού Ελέγχου. Η απόφαση ήταν, όμως, ο Γουίκαμ να μη δουλέψει στη Γερμανία. Το πιθανότερο είναι να εκτιμήθηκε εκ νέου η κατάσταση, δεδομένου ότι οι Σύμμαχοι δεν αντιμετώπισαν τελικά σημαντική αντίσταση εκεί. Ελάχιστοι «λυκάνθρωποι» πήραν τα όπλα, σκότωσαν στρατιώτες ή δουλέψανε συντονισμένα στο επίπεδο των πληροφοριών. Κάποιες λίγες χιλιάδες συνελήφθησαν κρυμμένοι σε βουνά και δάση, προτού καν αναλάβουν δράση.
Την τρίτη εβδομάδα του Μαρτίου, όταν ο Γκέμπελς έβγαζε από ραδιοφώνου τον λόγο του με το αλύχτισμα του λύκου, ο Γουίκαμ είχε άλλες εντολές και σημαντικότερα πράγματα να κάνει. Ταξίδευε βιαστικά προς την Αθήνα μαζί με τον Τζον Ρέγκαν για ένα δεκαήμερο ταξίδι. Οι λόγοι της επίσκεψής του στα Βαλκάνια, σε αντίθεση με την αναμενόμενη αποστολή του στη Γερμανία, δεν ανακοινώθηκαν σε καμία βρετανική εφημερίδα.
Ο Γουίκαμ έφτασε στην Αθήνα δυόμισι μήνες μετά το τέλος των Δεκεμβριανών και ενάμιση μήνα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Μπορεί το αποτέλεσμα της μάχης των Δεκεμβριανών να ήταν συντριπτικό εις βάρος του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αλλά η ισορροπία των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων στη ρημαγμένη Αθήνα και τη χώρα γενικότερα δεν ήταν καθόλου δεδομένη για το μέλλον του πολιτικού συστήματος. Οι Βρετανοί είχαν ενισχύσει ένοπλα με Αγγλους και Ινδούς στρατιώτες της Αυτοκρατορίας το αντιεαμικό στρατόπεδο, δηλώνοντας ανοιχτά την επιθυμία τους να επιστρέψει ο βασιλιάς στη χώρα και να αποκατασταθεί το προηγούμενο status quo. Στα Δεκεμβριανά βομβάρδισαν τον Πειραιά από θαλάσσης και την Καισαριανή και το Περιστέρι από αέρος.
Η στρατιωτική εμπλοκή τους στην Ελλάδα, εναντίον ενός αντάρτικου στρατού που μέχρι πρότινος ενίσχυαν στο πλαίσιο του συμμαχικού αγώνα κατά των Ναζί, έδειχνε πως οι λογαριασμοί του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχαν ακόμα κλείσει και ότι οι μάχες για το ποιος θα έχει το πολιτικό πάνω χέρι στο μέλλον θα συνεχίζονταν πια με άλλα μέσα. Η Ελλάδα, με μια φιλοβρετανική ηγεσία, όπως συνέβαινε στον Μεσοπόλεμο, ήταν κρίσιμη σύμμαχος στη γενικότερη ισορροπία απέναντι πλέον στη Σοβιετική Ενωση, ένας πόλος σταθερότητας στο στρατηγικό και εμπορικό πέρασμα για την Μεσόγειο και από εκεί στις βρετανικές κτήσεις.
Το πρόβλημα ΕΑΜ
Το ελληνικό κράτος από πλευράς του είχε χάσει στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σχεδόν όλο το στρατιωτικό του υλικό κι έπρεπε να στήσει εκ του μηδενός την αεροπορία του και τον στρατό του, όπως και τα σώματα ασφαλείας. Πέραν του χαμένου υλικού, όλα τα αστυνομικά σώματα και οι ένοπλες δυνάμεις διαλύθηκαν εις τα εξ ων συνετέθησαν μέσα από το πέρασμα του πολέμου· η μισή Αστυνομία Πόλεων είχε γίνει εαμική, ενώ η Χωροφυλακή είχε καταλήξει με το ένα τρίτο του έμψυχου δυναμικού της επί Μεταξά. Η ελληνική οικονομία, μία από τις φτωχότερες πριν από τον πόλεμο, και η ελληνική κοινωνία, με μια κάθετη ταξική διάρθρωση, ήταν μέρος του προβλήματος διαχείρισης των Συμμάχων. Το ζήτημα δεν ήταν μόνο οργανωτικό. Σε μεγάλο βαθμό έλειπαν οι άνθρωποι που θα στελέχωναν εκ νέου τα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις. Η μαζική επιρροή του ΕΑΜ στη νεολαία καθιστούσε το πρόβλημα της στρατολόγησης ακόμα πιο περίπλοκο.
Στις 3 Νοεμβρίου του 1944, τον καιρό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στην οποία συμμετείχε το ΕΑΜ, είχε ήδη πέσει η ιδέα να μετακληθεί μια βρετανική αστυνομική αποστολή· έμεινε ωστόσο στο συρτάρι εν όψει των Δεκεμβριανών. Το 1945, οι Βρετανοί, πέρα από το πολεμικό και αστυνομικό υλικό που χάρισαν, ξεκίνησαν τρεις αποστολές στην Ελλάδα (μια στρατιωτική, μια ναυτική και μια αστυνομική), ελπίζοντας, μέσα σε όλα, να αντιστραφούν σε κάθε επίπεδο και με κάθε πρόσφορο μέσο οι πληθυσμιακές ισορροπίες σε βάρος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Μετά από συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, ο Τσόρτσιλ έδωσε στον Γουίκαμ την ευθύνη της αναδιοργάνωσης των αστυνομικών σωμάτων, της Αστυνομίας Πόλεων, της Χωροφυλακής και του συστήματος των ελληνικών φυλακών. Ο Γουίκαμ είχε έρθει τον Μάρτιο για να πάρει μια πρώτη γεύση ιδίοις όμμασι από την ελληνική κατάσταση. Τον Απρίλιο που γύρισε στο Λονδίνο, οι εφημερίδες ανακοίνωσαν ότι ψάχνει συνεργάτες για μια αποστολή στην Ελλάδα. Εφτιαξε τον κατάλογο των 45 συνεργατών του μέσα σε δυο μήνες και το καλοκαίρι πακετάρανε τα πράγματά τους και ταξίδεψαν στην Αθήνα.
Σαπούνι και μανιοκατάθλιψη
Η αστυνομική αποστολή αρχικά προσπαθούσε να προσαρμοστεί σε μια χώρα για την οποία είχε μεγάλη άγνοια των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών. Τα μέλη της πέρασαν τους πρώτους μήνες ζητώντας κάθε τόσο από το Φόρεϊν Οφις να τους ενισχύσει σε βασικά είδη όπως σαπούνι, μια «πολυτέλεια» ενός αγαθού δύσκολου να αποκτηθεί στην Ελλάδα («unobtainable in the country») και που σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να χορηγηθεί εκ μέρους του βρετανικού υπουργείου Τροφίμων σε όσους εκπροσωπούσαν την Αυτού Μεγαλειότητα στο εξωτερικό. Ο Γουίκαμ από πλευράς του ζήτησε να φτάνει στο γραφείο του καθημερινά ένα αντίτυπο από τους London Times και τους Financial Times. Στις 2 Ιουλίου παρήγγειλε και δέκα κούτες σκοτσέζικο ουίσκι και άλλες τόσες τζιν – και μάλιστα αυτές οι ποσότητες ζήτησε να φτάνουν στην Ελλάδα ανά εξάμηνο· μαζί με άλλα τρία μέλη της Αποστολής ζήτησε επίσης ένα ετήσιο πακέτο σχεδόν τριών χιλιάδων τσιγάρων από την καπνοβιομηχανία Γκάλαχερ στο Μπέλφαστ.
Οι συνθήκες της ανέχειας στην οποία ζούσε ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, τα αποτελέσματα της βίας της Κατοχής και των Δεκεμβριανών, αλλά ακόμη και η πανταχού παρούσα βία της «λευκής τρομοκρατίας», παντού ορατά στην πόλη, αποτέλεσαν ένα κρίσιμο τεστ για την ψυχολογία των Βρετανών αστυνομικών. Ενας από αυτούς, προερχόμενος από την ήσυχη αγγλική επαρχία, κατέρρευσε, διαγνώστηκε με μανιοκατάθλιψη και στάλθηκε πίσω στην Αγγλία.
Ο Γουίκαμ, που ασχολήθηκε πολύ με την υπόθεση αυτού του άνδρα, εισηγήθηκε να σταλούν δέκα ακόμη μέλη στην Ελλάδα, ώστε όλα τα πόστα εκτός Αθήνας να καταλαμβάνονται από δύο τουλάχιστον άτομα, κανείς να μην είναι μόνος σε απομακρυσμένες τοποθεσίες και έκθετος σε συνθήκες που θα έριχναν το ηθικό του. Επρεπε να έρθουν «νέοι άνδρες που να μπορούν να τα βγάλουν πέρα απέναντι σε μια μάχη δίχως κανόνες, με έντομα και μύγες στην επαρχία και μια απόλυτη έλλειψη μοντέρνων υποδομών στα μέρη που απαιτείται να ζήσουν» (New College Oxford Archives, PA/RAM, 7/3/1-18).
Για την ιστορία, να πούμε ότι αυτή δεν ήταν η πρώτη βρετανική αστυνομική αποστολή στην Ελλάδα. Μια πρώτη τέτοια αποστολή, υπό την ηγεσία του σερ Φρέντρικ Χάλιντεϊ, πρώην αστυνομικού επιθεωρητή της Καλκούτας στην Ινδία, είχε φτάσει στη χώρα το 1917 ύστερα από πρόσκληση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Δεν είχε ξεπεράσει βέβαια ποτέ τα τέσσερα μέλη. Εκείνοι οι αξιωματικοί είχαν δημιουργήσει στην ουσία το σώμα της Αστυνομίας Πόλεων το 1921 στην Κέρκυρα, το 1923 στην Πάτρα, το 1924 στον Πειραιά και το 1925 στην Αθήνα. Ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους το 1932.
Η νέα αποστολή ήταν πολυμελής, καθώς είχε αναλάβει όλη την επικράτεια –και τις διοικήσεις της χωροφυλακής– και ολοκληρώθηκε το 1952. Ενδιάμεσα, ο Γουίκαμ έκανε και ένα διάλειμμα –για δουλειά πάντα. Οταν το 1947 η εβραϊκή οργάνωση Ιργκούν τάραξε τα νερά της Παλαιστίνης, σκοτώνοντας μέσα στο ξενοδοχείο «King David», το αρχηγείο της βρετανικής διοίκησης, δεκάδες Αγγλους αξιωματικούς, ο Γουίκαμ στάλθηκε εσπευσμένα στην Ιερουσαλήμ για να εξετάσει την κατάσταση και να υποβάλει έκθεση με προτεινόμενα μέτρα για την αναδιοργάνωση της παλαιστινιακής αστυνομίας, ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της εβραϊκής τρομοκρατίας. Επειτα επέστρεψε και πάλι στην Ελλάδα.
Το έργο της αποστολής
Τι ακριβώς έκανε όμως η δεύτερη βρετανική αστυνομική αποστολή στην Ελλάδα;
Ο Γουίκαμ κράτησε ένα χαμηλό προφίλ στην Ελλάδα -σπάνια μπορούν να βρεθούν φωτογραφίες του στον Τύπο-, ωστόσο ασχολήθηκε με όλη την γκάμα των αστυνομικών ζητημάτων, από τους τρόπους οργάνωσης του τμήματος Τροχαίας Κίνησης και εκτέλεσης των απλών καθηκόντων τάξης μέχρι το κυνήγι του εσωτερικού εχθρού, των κομμουνιστών, την κοινοποίηση οδηγιών αποφυγής τραυματισμών από νάρκες, την εκπαίδευση στις διαβιβάσεις, τον συντονισμό της έρευνας για τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ, την αναδιοργάνωση των φυλακών ή τα πολύπλοκα διοικητικά εσωτερικά ζητήματα των δυο αστυνομιών.
Μετά το 1947, όταν η Βρετανία αντικαταστάθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στο επίπεδο της οικονομικής-πολιτικής κηδεμονίας της χώρας, ο Γουίκαμ και η αποστολή του, όπως και άλλοι Βρετανοί που βρίσκονταν στη χώρα, όχι μόνο απώλεσαν την αίγλη τους στην Ελλάδα αλλά δέχτηκαν τόσο από τους κεντρώους όσο και την Αριστερά κατηγορίες για κακοδιοίκηση, μεροληψία και βαναυσότητες.
Οι κρατούμενοι του κολαστηρίου της Γυάρου τον αναφέρουν στη «Ματωμένη Βίβλο» ως τον άνθρωπο που έφτιαξε το στρατόπεδο –τον «Κουλοχέρη» όπως τον αποκαλούσανε υποτιμητικά, λόγω της αδυναμίας του από τον τραυματισμό του στη Νότια Αφρική να κουνήσει το αριστερό του χέρι. Αλλά και πριν εκδοθεί η «Ματωμένη Βίβλος», ο επικεφαλής της αποστολής παραπονιόταν ότι δέχεται συνεχώς επιθέσεις από τον αριστερό Τύπο, ο οποίος κατακεραύνωνε «τον κύριο Γουίκαμ και τη φασιστική του αστυνομία».
Από την άλλη, στην αλληλογραφία που διατηρούσε με την κόρη του από την Ελλάδα, ο Γουίκαμ γράφει σε μια επιστολή του: «Γίνομαι αρκετά θετικά γνωστός στους αριστερούς κύκλους! Αρκετά ντροπιαστικό. Ο λόγος είναι ότι υποσχέθηκα να προσπαθήσω να σταματήσει το ξύλο κατά των κρατουμένων και κάποιες άλλες καταχρήσεις. Οδηγώντας προς την τελετή σήμερα, με αναγνώριζαν και μου φωνάζαν “Γουίκαμ” και “Τσαρλς”! Παράξενοι άνθρωποι. Πραγματικά, πολεμάνε για κάτι σημαντικό» (New College Oxford Archives, Pa/Ram 7/3). Για τον Γουίκαμ, οι ξυλοδαρμοί φυλακισμένων αποτελούσαν βάρβαρο βαλκανικό συνήθειο.
Η αναδιοργάνωση των φυλακών
Το ζήτημα της αναδιοργάνωσης του συστήματος των φυλακών ήταν μία από τις σημαντικές δραστηριότητες που ανέλαβε η δεύτερη βρετανική αστυνομική αποστολή. Οι γενικές της κατευθυντήριες ήταν ότι στην Ελλάδα έπρεπε να κατασκευαστούν νέες φυλακές και να επισκευαστούν οι παλιότερες, προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα του υπερπληθυσμού τους. Από πλευράς ελληνικού κράτους όλες οι εισηγήσεις του Τομέα Φυλακών της βρετανικής αποστολής γίνονταν θεωρητικά δεκτές, ωστόσο ο συμβουλευτικός χαρακτήρας της βρετανικής αντιπροσωπείας δεν μπορούσε να έχει δεσμευτική επενέργεια· σε καμία περίπτωση δεν φαινόταν να υπήρχε το ενδιαφέρον να διαμορφωθούν βιώσιμες συνθήκες για όσους είχαν «πεταχτεί» εκτός κοινωνικής ζωής, σε μπουντρούμια και κελιά, ούτε διάθεση να ξοδευτούν χρήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε μια εποχή εμφυλίου πολέμου και ακραίας πολιτικής έντασης, ο «σωφρονισμός» σε ανήλιαγα, γεμάτα κρύο και υγρασία κελιά, πακτωμένα από κόσμο και χωρίς επαρκές φαγητό ή νερό ήταν ακριβώς κομμάτι της τιμωρίας και όχι παράπλευρη απώλεια ενός κατά τα άλλα λειτουργικού συστήματος φυλάκισης.
Σε μεγάλο μέρος των βρετανικών εκθέσεων, το αρμόδιο τμήμα καταγράφει τις προσπάθειές του ο πληθυσμός των φυλακών να καταστεί παραγωγικότερος και λιγότερο απομονωμένος. Ενδεικτικά, στην έκθεση του Αυγούστου του 1950 για τον μήνα Ιούλιο επισημαίνουν ότι στις αγροτικές φυλακές Βίδου για ανήλικα αγόρια εισήχθη επιτυχώς σύστημα βαθμολόγησης και καθιέρωσης αρχηγών ομάδων. Επιπλέον, ότι επιτεύχθηκαν επαφές με οργανώσεις εκτός φυλακής και διοργανώθηκαν ποδοσφαιρικοί αγώνες των κρατουμένων με ομάδες του νησιού της Κέρκυρας. Τέλος, έγραφαν ότι λειτουργεί ικανοποιητικά το εκπαιδευτικό σύστημα μέσα στη φυλακή. Οι δραστηριότητες αυτές της «κοινωνικής επανένταξης» και της ιεραρχικοποίησης της διαβίωσης στις φυλακές πήγαιναν ανέκαθεν κόντρα στον τρόπο που οι κρατούμενοι επέλεγαν να οργανώσουν τη ζωή τους μέσα στους τέσσερις τοίχους, μέσα από τα κομματικά δίκτυα ή τις σχέσεις μεταξύ των ποινικών.
Η κατηγοριοποίηση των κρατουμένων μέσω αρχηγών και ομάδων, ανθρώπων που «αποκηρύσσουν» και θέλουν να επανενταχθούν ή άλλων που παραμένουν «αμετανόητοι» φαίνεται και από τις μαρτυρίες κρατουμένων στα εμφυλιακά χρόνια, όπως του Χρόνη Μίσσιου που πέρασε ανήλικος από τον Βίδο («Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς...», Αθήνα 1986). Ωστόσο μετά το 1949 οι Βρετανοί φαίνεται ότι συστηματοποίησαν αυτές τις πρακτικές ξεδιαλέγματος των κρατουμένων μέσω πιο «επίσημων πρακτικών», πιθανόν με στόχο την επέκταση του ελέγχου «από τα μέσα». Ωστόσο, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα της έρευνας, δεν γνωρίζουμε με σιγουριά την αποτελεσματικότητα αυτού του εγχειρήματος.
Σε σχέση με τα Γιούρα, οι εκθέσεις των βρετανικών αρχείων είναι πιο σιωπηλές. Ωστόσο, η βρετανική έκθεση για τον μήνα Ιούλιο του 1950 παρατηρεί σημαντικές δυστοκίες στον τρόπο οργάνωσης των συγκεκριμένων φυλακών, με την ευκαιρία της κατάργησης του προηγούμενου καθεστώτος τους ως στρατοπέδου εγκλεισμού. Από τον Ιούλιο του 1947 μέχρι τον Ιούλιο του 1950, σύμφωνα με την Αποστολή, τα Γιούρα δεν λειτουργούσαν ως κανονική φυλακή και συνεπώς δεν μπορούσαν να στελεχωθούν από την αρχή με προκήρυξη και νέο προσωπικό. Αντ’ αυτού, το προσωπικό δούλευε εκεί με απόσπαση από άλλες φυλακές της χώρας. Ο λόγος γι’ αυτό, σύμφωνα με τους Αγγλους, ήταν ότι τα Γιούρα δεν ήταν αναγνωρισμένη επισήμως κρατική φυλακή και λειτουργούσε υπό σκιώδες καθεστώς.
Ενας δεύτερος λόγος ήταν ότι το κράτος, δεδομένης της απομονωμένης τοποθεσίας του νησιού και των δυσάρεστων συνθηκών εργασίας εκεί, δεν θεωρούσε ότι έπρεπε κάποιος να εργάζεται εκεί για πάνω από έξι συνεχόμενους μήνες. Με βάση τον ισχύοντα νόμο, οι αποσπασμένοι υπάλληλοι εκεί αμείβονταν για κάθε ένα εξάμηνο με δύο επιπλέον μισθούς, ένας όρος όμως που έπρεπε να εγκριθεί από το υπουργείο Οικονομικών με την ευκαιρία κάθε απόσπασης. Δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα που διαμορφώθηκε στον εμφύλιο για να γεμίσουν με κρατούμενους τα Γιούρα, το υπουργείο Οικονομικών δεν προλάβαινε να εγκρίνει τους επιπλέον αυτούς μισθούς και το βάρος έπεφτε στην τσέπη των υπαλλήλων των φυλακών, οι οποίοι -όπως ήταν αναμενόμενο- σταμάτησαν να δέχονται να εργαστούν στα Γιούρα λόγω έλλειψης κονδυλίων ταξιδιού.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης μετακύλησε την ευθύνη της αποστολής φρουρών στους διευθυντές των φυλακών ανά την Ελλάδα, υποσχόμενο να πληρώσει τα έξοδα των φρουρών εκ των υστέρων. Οι Βρετανοί παρατηρούσαν ότι κάπως έτσι σωρεύτηκε ένα ποσό 765 εκατομμυρίων δραχμών, χρωστούμενα στους φρουρούς, από όλους αυτούς τους επιπλέον μισθούς στα οικονομικά έτη 1948-1949 και 1949-1950. Συγκεκριμένα, το κράτος χρωστούσε κατά μέσον όρο 1,5 εκατομμύριο σε κάθε φρουρό, δηλαδή περίπου τέσσερα μηνιάτικα (400.000 δρχ).
Το καλοκαίρι του 1950 τα Γιούρα μετατράπηκαν σε κανονική φυλακή, αναγνωρισμένη από το κράτος και γινόταν πια η εκτίμηση ότι παρόμοια προβλήματα δεν θα εμφανιστούν ξανά. Μολονότι ο Τομέας Φυλακών παρουσιάζει κάποιες τεχνικές προόδους στο έργο του, κατά κανόνα αξιολογεί τις ελληνικές πρακτικές σωφρονισμού ως λανθασμένες, πρόχειρες, αποκλίνουσες από έναν αγγλικό ιδεότυπο, ενώ συχνά έρχεται σε κάποια σύγκρουση με την ελληνική διοίκηση. Οταν το φθινόπωρο του 1950 ο πρωθυπουργός Σ. Βενιζέλος ανακοίνωνε τη μείωση των μελών όλων των αγγλικών αποστολών (εφ. «Ελευθερία», 12/11/1950), με αποτέλεσμα να μειωθεί το οικονομικό τους κόστος από τα 12 στα 8 δισεκατομμύρια δραχμές, είναι βέβαια αυτός ο Τομέας που θα αποχωριστεί τα υπόλοιπα μέλη της Αποστολής.
Ουσιαστικά, κατά την τελευταία χρονιά, από τη Βρετανική Αστυνομική Αποστολή παρέμειναν στις θέσεις τους μονάχα τρεις αξιωματικοί, τοποθετημένοι στις σχολές εκπαίδευσης της Χωροφυλακής (FO 371/101830, 11/1/1952). Η Αποστολή συνάντησε τα όρια της δράσης της όχι μόνο στον απότομο περιορισμό του προϋπολογισμού της, που αντλούσε από το πακέτο Μάρσαλ, αλλά και στην ελληνική ένταξη στο ΝΑΤΟ, που έφερε τη σταδιακή αποδέσμευση των βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα, καθώς και την αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των δύο χωρών εν όψει του κυπριακού ζητήματος· για να μην αναφέρουμε τη μόνιμη δυσπιστία των Ελλήνων αξιωματικών απέναντί της, δυσπιστία η οποία είχε φέρει κάθε πιθανό εμπόδιο στην αποστρατιωτικοποίηση της Χωροφυλακής στα χρόνια του εμφυλίου, όπως μαρτυρούν τα βιβλία του Απόστολου Δασκαλάκη και του Κώστα Αντωνίου για την ιστορία του σώματος αυτού.
Το 1952, τη χρονιά που ο Γουίκαμ εγκατέλειψε την Ελλάδα, έλαβε τιμές ιπποσύνης για τρίτη φορά στην καριέρα του. Αφότου επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο σε ηλικία 72 ετών, εργάστηκε και πάλι σε θέσεις της αστυνομίας, προτού αποσυρθεί στη γενέτειρά του όπου και πέθανε πλήρης ημερών το 1971.
Το άρθρο αποτελεί μέρος της μεταδιδακτορικής έρευνας «Η μεταπολεμική οργάνωση των αστυνομικών σωμάτων στην Ελλάδα, 1945-1952» των Αχιλλέα Φωτάκη και Γιάννη Γκολφινόπουλου, η οποία στεγάζεται στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ. Οι δυο τους συνεργάζονται ως υπότροφοι στο πρόγραμμα «Υποστήριξη ερευνητών με έμφαση στους νέους ερευνητές – κύκλος Β‘» (ΕΣΠΑ 2014-2020) με επιβλέποντες την επίκουρη καθηγήτρια Δήμητρα Λαμπροπούλου και τον ομότιμο καθηγητή Αντώνη Λιάκο.
* μεταδιδακτορικός ερευνητής
📖 Διαβάστε
▶ Mark Mazower (επιμ.), The Policing of Politics in the Twenthieth Century. Historical Perspectives (Ν. Υόρκη 1997, εκδ. Beghahn Books). Ιστορική επισκόπηση των υπηρεσιών ασφαλείας που αστυνόμευσαν την πολιτική ζωή διαφορετικών χωρών στον 20ό αιώνα.
▶ Eunan O’ Halpin, Defending Ireland, The Irish State and its Enemies since 1922 (Οξφόρδη 2000, εκδ. Oxford University Press). Ιστορία των ιρλανδικών δυνάμεων ασφαλείας και της εξέλιξης της τοπικής αστυνομίας μετά το 1922, στις σελίδες της οποίας συναντάμε και τον Τσαρλς Γουίκαμ.
▶ Γιούρα. Ματωμένη Βίβλος (Αθήνα 2020, εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Ανεκτίμητη συλλογική κατάθεση εμπειριών για το κολαστήριο της Γυάρου εκ μέρους των ίδιων των κρατουμένων που πέρασαν από το νησί-τόπο εξορίας.
▶ Πολυμέρης Βόγλης, Η Εμπειρία της Φυλακής και της Εξορίας. Οι Πολιτικοί Κρατούμενοι στον Εμφύλιο Πόλεμο (Αθήνα 2004, εκδ. Αλεξάνδρεια). Η πληρέστερη μέχρι σήμερα έρευνα για τη λειτουργία του καθεστώτος εγκλεισμού και τις εμπειρίες των εξόριστων και των φυλακισμένων στα χρόνια του Εμφυλίου.
▶ Δήμητρα Λαμπροπούλου, Γράφοντας από τη Φυλακή. Οψεις της Υποκειμενικότητας των Πολιτικών Κρατουμένων, 1947-1960 (Αθήνα 1999, εκδ. Νεφέλη). Η ανάδειξη της σωματικής εμπειρίας των φυλακισμένων του Εμφυλίου και των μετεμφυλιακών χρόνων μέσα από μια πρωτότυπη και διεισδυτική έρευνα που βασίζεται στην αλληλογραφία των κρατουμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου