Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

Σχέδιο οδυνηρής επαναφοράς στη σκληρή λιτότητα

 

Η πρόταση της γερμανικής κυβέρνησης για τις (μη) αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η επικείμενη συζήτηση το φθινόπωρο αναμένεται «θερμή». Είναι ασαφές σε ποιο βαθμό το μέτωπο του «Βορρά», με δεδομένη την επιδείνωση της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης, θα μείνει αρραγές γύρω από τη γερμανική πρόταση.

 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 



Τι προτείνει το έγγραφο της γερμανικής κυβέρνησης για αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες ● Αμετανόητα προσηλωμένο στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας για το χρέος και τα ελλείμματα το Βερολίνο, παρά τα διδάγματα της πανδημίας και της νέας κρίσης ● «Κάτω τα χέρια από τα όρια 60% για χρέος και 3% για έλλειμμα», ελάχιστη ευελιξία ως προς τον ετήσιο ρυθμό μείωσης του χρέους, αλλά με τον όρο της αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας.

Οποιος πιστεύει ότι η πανδημία, ο πόλεμος, η ενεργειακή κρίση, το τέλος του φτηνού ρωσικού αερίου και ο πληθωρισμός θα κλόνιζε τον «ορντολιμπεραλισμό» του Βερολίνου, το οικονομικό δόγμα που διατρέχει οριζόντια όλο το πολιτικό σύστημα κι όλες τις κυβερνήσεις της χώρας, θα διαψευστεί πικρά. Κι όποιος νομίζει ότι το γεγονός πως η γερμανική κυβέρνηση είναι πιο χαλαρή με τον εαυτό της (αυξάνοντας το χρέος της φέτος κατά 140 δισ. ευρώ - ξεπερνώντας τα 2,4 τρισ. ευρώ) θα την κάνει χαλαρότερη και με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, είναι βαθιά νυχτωμένος. Και στο θέμα της αναθεώρησης των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας οι Γερμανοί ξανάρχονται περίπου όπως τους γνωρίσαμε στη σκληρή δεκαετία των μνημονίων.

Η τρικομματική κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Ελεύθερων Δημοκρατών έστειλε πριν από λίγες μέρες στην Ευρ. Επιτροπή τις προτάσεις για τις αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες της ευρωζώνης. Θα περίμενε κάποιος ότι μετά τρία χρόνια τοποθέτησης των κανόνων αυτών στη βαθιά κατάψυξη μέσω της γενικής ρήτρας διαφυγής (από την οποία επωφελήθηκε τα μέγιστα η ίδια) η γερμανική ηγεσία θα εμφανιζόταν ελαστικότερη. Ωστόσο οι προτάσεις της συνιστούν ολική επαναφορά στην οδυνηρή λιτότητα για τη μείωση χρέους και ελλειμμάτων. Και προϊδεάζουν για σκληρό παζάρι το φθινόπωρο, όταν το θέμα έρθει για συζήτηση στο Συμβούλιο της Ε.Ε. των 27.

Οπως είναι γνωστό, οι προτάσεις (που μέχρι σήμερα έχουν γίνει από την Ευρ. Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, τον ESM και πολλές χώρες, ιδιαίτερα την Ιταλία και άλλες του Νότου) έχουν κοινό στοιχείο ότι δεν είναι πια ρεαλιστικά το ενιαίο όριο χρέους (60% του ΑΕΠ) και τα ενιαία όρια για τα δημοσιονομικά ελλείμματά τους. Γι’ αυτό προτείνεται μια ευελιξία ως προς το ποιες δημόσιες δαπάνες θα μετράνε σε έλλειμμα και χρέος. Επίσης, όλοι λίγο πολύ εκθειάζουν τη γενική ρήτρα διαφυγής, γιατί χωρίς την προσφυγή σε αυτήν η Ε.Ε. θα είχε αυτοκτονήσει δημοσιονομικά από το πρώτο τρίμηνο της πανδημίας.

Σε αδρές γραμμές η γερμανική κυβέρνηση και ο φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ λένε: «Κάτω τα χέρια από το όριο χρέους 60% του ΑΕΠ και το όριο ετήσιου ελλείμματος 3%». Το να το λες αυτό τώρα, με το χρέος της ευρωζώνης στο 96% του ΑΕΠ, επτά χώρες με χρέος μεταξύ 100% και 190% (εννοείται ότι το κορυφαίο είναι το ελληνικό) και ελλείμματα μεταξύ 3% και 7% του ΑΕΠ ηχεί απλώς ως προαναγγελία σκληρής και μακρόχρονης λιτότητας. Γιατί, ενώ για την υπερχρεωμένη Ελλάδα είναι γνωστή η υποχρεωτική μεταμνημονιακή πρόσδεση σε πλεονάσματα τουλάχιστον 1% μέχρι το 2070 (!), για τις υπόλοιπες χώρες η επαναφορά στους κανόνες σημαίνει ότι το κατά Μάαστριχτ διαρθρωτικό έλλειμμά τους, δηλαδή αυτό που πηγάζει από μόνιμες δαπάνες, δεν μπορεί να ξεπερνά το 0,5%.

Αυτό το όριο είναι ο βασικός κόφτης έκτακτων δαπανών που βαφτίζονται μη αποδεκτές κρατικές ενισχύσεις και φορτώνονται τιμωρητικά στο χρέος, ακόμη κι αν πρόκειται για επιδόματα ανεργίας σε περίοδο βαθιάς ύφεσης. Το θυμίζει αυτό ο Λίντντερ ως απαράβατο κανόνα, αν και αντιπαρέρχεται το μείζον ερώτημα της συγκυρίας: τι είναι μόνιμο και τι έκτακτο στις δαπάνες στις συνθήκες διαρκούς κρίσης και έκτακτης ανάγκης;

Για να μην αδικούμε για ασυνέπεια τη γερμανική ηγεσία, θυμίζουμε ότι –άγνωστο με ποια λογιστικά τρικ- αυτοδεσμεύεται για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό ακόμη και φέτος, υποχρεώνοντας ακόμη και το ΔΝΤ να καλέσει τη Γερμανία να εγκαταλείψει αυτόν τον αυτοκτονικό στόχο. Από την άλλη πλευρά, η γερμανική κυβέρνηση κάνει μια ελάχιστη υποχώρηση στους λοιπούς 18 της ευρωζώνης. Προτείνει αυστηρότερους κανόνες στα όρια δαπανών, με αντάλλαγμα έναν μικρό βαθμό ευελιξίας στον ρυθμό μείωσης του χρέους, χωρίς να θιγεί το όριο του 60% του ΑΕΠ. Ο κυνικός Λίντντερ χαρακτήρισε το σχέδιο αυτό κάτι σαν το «φάρσα ή κέρασμα» των παιδιών στη γιορτή του Χάλοουιν.

Τι αναφέρει σε αδρές γραμμές το έγγραφο της γερμανικής κυβέρνησης για το Σύμφωνο Σταθερότητας;

 Το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε. έχει επιδείξει υψηλό επίπεδο ευελιξίας. Ωστόσο, η ευελιξία πρέπει να συμβαδίζει με σαφή όρια και βελτιωμένους μηχανισμούς επιβολής. Η αναθεώρηση του Συμφώνου πρέπει να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην εφαρμογή των κανόνων.

 Το δημοσιονομικό πλαίσιο πρέπει να διασφαλίζει ίση μεταχείριση των κρατών-μελών και κοινά κριτήρια. Τα διμερή παζάρια και οι εξαιρέσεις στην εφαρμογή των κανόνων πρέπει να σταματήσουν.

 Η αυστηρή τήρηση του «κανόνα 1/20» τον χρόνο μέχρι τη μείωση του χρέους στο 60% του ΑΕΠ ενδέχεται να απαιτήσει υπερβολική προσαρμογή από ορισμένα κράτη-μέλη. Για να αποφευχθούν μη ρεαλιστικές πορείες προσαρμογής, αλλά και να μειωθεί το χρέος, θα μπορούσαν να συμφωνήσουν ότι η πλήρης συμμόρφωση με το προληπτικό σκέλος του Συμφώνου (δηλαδή, δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω του 3% και διαρθρωτικό έλλειμμα κάτω του 0,5%) «αρκεί για να χαρακτηριστεί συμμόρφωση με το κανόνα 1/20».

 Η διαδικασία αυτή πρέπει να στηριχτεί με αυστηρότερους κανόνες επιτήρησης, πέρα από τη διαδικασία «υπερβολικού ελλείμματος».

 Η Γερμανία μπορεί να υποστηρίξει επέκταση της επενδυτικής ρήτρας του Συμφώνου, δηλαδή των επενδύσεων που δεν θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις και δεν φορτώνονται στο χρέος, ώστε να καλυφθούν οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης και τα προγράμματα της Ε.Ε. που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της κρίσης (Ταμείο Ανάκαμψης κ.λπ.), αλλά υπό τον όρο του συνδυασμού της με «ρήτρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» (ο ευφημισμός της λιτότητας στο μνημονιακό λεξικό).

 Είναι ρητή η διαφωνία της Γερμανίας με την μόνιμη «παραγοντοποίηση» συγκεκριμένων δαπανών, όπως πχ η εξαίρεση των δαπανών για την απασχόληση ή την υγεία.

 Κάθετη είναι επίσης η διαφωνία της με την υιοθέτηση ενός δείκτη δαπανών που να μη βασίζεται στο απαράβατο όριο 0,5% του διαρθρωτικού ισοζυγίου.

 Καλή μεν η γενική ρήτρα διαφυγής, αλλά επειδή ορίζεται πολύ αόριστα στο Δίκαιο της Ε.Ε. (θεσπίστηκε το 2011, στην κορύφωση της κρίσης χρέους), πρέπει να θεσπιστούν «συγκεκριμένα κριτήρια για την επίκλησή της και σαφείς διαδικασίες ενεργοποίησης-απενεργοποίησης», γιατί η ρήτρα «δεν σημαίνει ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας αναστέλλεται»

 Να εξεταστεί η δυνατότητα ανεξαρτητοποίησης του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (EFB) από την Ευρ. Επιτροπή για να αναλάβει αυτό τη «συνεπέστερη εφαρμογή των κανόνων» (...εδώ εκφράζεται η παραδοσιακή γερμανική αντίθεση στις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου