Από το 1974 μέχρι σήμερα, για κάθε χρόνο διακυβέρνησης της χώρας από τη Ν.Δ. το χρέος ανέβαινε κατά μέσον όρο 3,13% του εθνικού μας εισοδήματος ενώ στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ κατά 2,03%. Σε σημερινές τιμές αυτό αντιστοιχεί σε 7,4 δισ. ευρώ ανά έτος για τους μεν και σε 4,8 δισ. για τους δε. Και γεννάται το ερώτημα: πού πήγαν όλα αυτά τα λεφτά; «ΤΑ ΝΕΑ» πραγματοποίησαν έρευνα για τη διόγκωση του χρέους κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης εξετάζοντας ξεχωριστά τις πέντε περιόδους διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. μέχρι το 2009 και τα αποτελέσματα είναι συγκλονιστικά. Για παράδειγμα, ένας μόνο πολιτικός χειρισμός, η απογραφή Αλογοσκούφη, εκτίναξε το χρέος του 2000 κατά 10 δισ. ευρώ! Και δεν είναι μόνο αυτό...

1ηΠΕΡΙΟΔΟΣ, Ν.Δ.
Ιούλιος 1974- Οκτώβριος 1981
Κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή, Γεωργίου Ράλλη
Αύγουστος 1979. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έχει ζητήσει από τον οικονομικό σύμβουλο Γ. Οικονόμου στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ευημερία του ελληνικού λαού. Στην απάντηση του οικονομικού συμβούλου περιλαμβάνονται η ραγδαία αύξηση των αυτοκινήτων (από το 1974 όταν μία οικογένεια στις επτά είχε αυτοκίνητο το 1978 το ποσοστό έφτασε στη μία στις τέσσερις) και των τηλεοράσεων (από 33% των οικογενειών μέσα στην τετραετία πλησίασε το 50%). Επιπλέον ο Γ. Οικονόμου προώθησε και στοιχεία για την κατανάλωση κρέατος, η οποία μέσα σε 4 χρόνια αυξήθηκε κατά 12,5 κιλά ανά πρόσωπο, τονίζοντας ότι η αύξηση αυτή είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών.

Το πορτοφόλι του Ελληνα δεν ήταν πλέον τόσο άδειο- τουλάχιστον όχι όσο το 1974: στην τετραετία που ακολούθησε οι μισθοί αυξάνονταν με ρυθμό 8,6% τον χρόνο κατά μέσον όρο, ενώ στην ΕΟΚ κατά 3%. «Οι πραγματικές, σε σταθερές τιμές, αμοιβές αυξήθηκαν 22% για τους άνδρες και 40% για τις γυναίκες, αυξήσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ την άνοδο της παραγωγικότητας όχι μόνο του συνόλου της οικονομίας αλλά και της βιομηχανίας που αποτελεί τον δυναμικώτερο τομέα της οικονομίας... Η πολιτική της χορηγήσεως παροχών πέραν των ορίων αντοχής της οικονομίας δεν μπορεί να συνεχισθεί χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η προσπάθεια για περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη της χώρας» προειδοποιούσε το 1979 ο σύμβουλος Γ. Οικονόμου.

Οταν η κυβέρνηση εθνικής ενότητας «παρέλαβε» το χρέος τον Ιούλιο του 1974, η χώρα χρωστούσε 400 εκατ. ευρώ. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1981 το χρέος ήταν στα 2,2 δισ. Μεγάλο ρόλο σε αυτή την αύξηση σύμφωνα με ειδικούς έπαιξε η τεράστια αύξηση δαπανών που συμπεριλαμβάνουν την κρατική κατανάλωση, τις αμοιβές υπαλλήλων, τις κοινωνικές δαπάνες και τις επενδύσεις.

2ηΠΕΡΙΟΔΟΣ, ΠΑΣΟΚ
Οκτώβριος 1981- Ιούνιος 1989
Κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου
Ο Ανδρέας Παπανδρέου παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον Γεώργιο Ράλλη και μαζί κρατική κατανάλωση- ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής: έφτανε το 4,7% του ΑΕΠ και σε σχέση με τις τιμές του 1974 ήταν αυξημένη κατά μιάμιση ποσοστιαία μονάδα. Επειτα από μικρή άνοδο και αρκετά μεθοδική προσπάθεια, 8 χρόνια μετά η κρατική κατανάλωση μειώνεται κατά μία μονάδα στο 3,8%. Ομως με τις διολισθήσεις και τις υποτιμήσεις της δραχμής, τις αυξημένες κοινωνικές δαπάνες- πέρα από τον διπλασιασμό των συντάξεων το 1982- και τους υπέρογκους τόκους δανεισμού που συνέχιζαν να μεγαλώνουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, το χρέος το διάστημα 1981-1989 εκτινάσσεται κατά 37,3% του ΑΕΠ. Σε «απλά» ευρώ αυτό σημαίνει ότι από εκεί που χρωστούσαμε 2,2 δισ. στην αρχή της οκταετίας του ΠΑΣΟΚ, το ποσό στο τέλος είχε υπερδεκαπλασιαστεί ξεπερνώντας τα 23 δισ.

«Το 1981 είχαμε πληρώσει 2% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε τόκους δανεισμού, δηλαδή 44 εκατ. ευρώ. Το 1989 οι τόκοι έφτασαν τις 7,5 ποσοστιαίες μονάδες που αντιστοιχούν σε 1,75 δισ. ευρώ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο Παπανδρέου παρέλαβε τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης στο 35% του ΑΕΠ και τις παρέδωσε στο τέλος της οκταετίας στο 45%, όμως από τις 10 μονάδες αύξησης οι 7,5 ήταν τόκοι. Στην ουσία αύξησε τις δαπάνες κατά 2,5 μονάδες ενώ οι προηγούμενες κυβερνήσεις της Ν.Δ. μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα είχαν αυξήσει τα έξοδα από 25,4% του ΑΕΠ στο 32,4%» επισημαίνει ο κ. Νίκος Καραβίτης. Ηδη οι τόκοι είχαν αρχίσει να γιγαντώνονται από την περίοδο 1987-1988, όταν μέσα σε μόλις έναν χρόνο αυξήθηκαν κατά 2,3% του ΑΕΠ- όσο δηλαδή είχαν αυξηθεί συνολικά σε μία δεκαετία, από 1974 έως το 1984.

3ηΠΕΡΙΟΔΟΣ, ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ- Ν.Δ.
Ιούνιος 1989- Οκτώβριος 1993
Κυβερνήσεις οικουμενικής, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη
Αν και θα περίμενε κανείς ότι με την οικουμενική το χρέος δεν θα αυξανόταν σημαντικά, καθώς η εμπειρία από το εξωτερικό έδειχνε ότι οι συγκυβερνήσεις δεν προχωρούν σε σημαντικές παροχές και γενικότερα δεν κάνουν πολλά πολλά χατίρια, στην Ελλάδα συνέβη ακριβώς το αντίθετο: μέσα σε έναν χρόνο, από το 1989 στο 1990 τα χρωστούμενα της χώρας αυξήθηκαν κατά 6,8% του ΑΕΠ (από 64,2% σε 71%), ποσοστό που αντιπροσωπεύει τη δεύτερη μεγαλύτερη άνοδο έως εκείνη τη χρονιά- την πρώτη θέση κατείχε η περίοδος 1983-84 με 7%.

Τα επόμενα χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη πραγματοποιήθηκε ακόμα ένα ρεκόρ: το χρέος σε ένα και μόνο έτος «ψήλωσε» κατά 20 ποσοστιαί

ΝΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ

Στο σημερινό αδιέξοδο περιήλθαμε λόγω του κρατικού υπερδανεισμού που μαζί με την υπέρμετρη ιδιωτική κατανάλωση ξεπέρασε κάθε όριο αντοχής τα τελευταία δύο χρόνια

ες μονάδες- από 78,3% το 1992 έφτασε το 98,2% του ΑΕΠ το 1993. Η ιλιγγιώδης αύξηση του χρέους κατά την τελευταία χρονιά της κυβέρνησης Μητσοτάκη οφείλεται εκτός από τους τόκουςπου συνεχίζουν να αυξάνονται- και στην εκκαθάριση των υποχρεώσεων της προ Μάαστριχτ εποχής. «Τότε έγινε η ρύθμιση των χρεών από την Τράπεζα της Ελλάδος: ό,τι χρήματα είχαμε τυπώσει στο παρελθόν για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων θεωρούνταν πλέον χρέος και το Δημόσιο εξέδωσε ομόλογα στην ΤτΕ», επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής του Παντείου κ. Νίκος Καραβίτης. Από το 1990 έως το 1993, το χρέος συνολικά αυξήθηκε 27,2% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας τον μεγαλύτερο μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου στην ελληνική ιστορία: 6,8 μονάδες. Αμέσως μετά έρχεται η οκταετία Ανδρέα Παπανδρέου με 4,7% μέση αύξηση ανά έτος.

4ηΠΕΡΙΟΔΟΣ, ΠΑΣΟΚ
Οκτώβριος 1993- Μάρτιος 2004
Κυβερνήσεις Ανδρέα Παπανδρέου, Κώστα Σημίτη
Λόγω των ιδιαίτερα αυξημένων επιτοκίων, την πρώτη χρονιά διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ πληρώνουμε τους υψηλότερους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, τόκους καθ΄ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης: Φτάνουμε τα 9,8 δισ. ευρώ την ώρα που το συνολικό χρέος δεν υπερβαίνει τα 80 δισ. Μόλις έχει αρχίσει η εφαρμογή του προγράμματος σύγκλισης, μία περίοδος δημοσιονομικής εξυγίανσης που οδηγεί σε πλεονάσματα και πτώση των επιτοκίων προς τα ευρωπαϊκά επίπεδα ενώ η ανάπτυξη καλπάζει με ρυθμούς έως και 4,3%. Η θετική πορεία της οικονομίας αντανακλάται στην μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ: ενώ στα τέλη του 1993 ο Μητσοτάκης παραδίδει χρωστούμενα ύψους 98,2% του εθνικού εισοδήματος, τον Δεκέμβριο του 2003- χρονικό σημείο για το οποίο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο το ΠΑΣΟΚ, καθώς η κυβέρνηση Καραμανλή ανέλαβε τον Μάρτιο του 2004- το χρέος πέφτει στο 97,4%. Και όλα αυτά ενώ υπήρχαν αυξημένα έξοδα λόγω Ολυμπιακών Αγώνων και ενώ είχαν μεσολαβήσει και δύο εκλογικές αναμετρήσεις.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα οι τόκοι που πληρώνουμε για τα δάνεια μειώνονται έως και 6,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Σε σχέση με τα 9,8 δισ. ευρώ που δώσαμε το 1994, το 2003 πληρώνουμε για τόκους 8,6 δισ. Και το ΑΕΠ έχει στο μεταξύ υπερδιπλασιαστεί. Το ίδιο διάστημα δίνονται το ΕΚΑΣ και πραγματικές αυξήσεις σε συντάξεις, αρχίζει η εφαρμογή μεγάλου επενδυτικού προγράμματος, ενώ οι κοινωνικές δαπάνες από 12 δισ. ευρώ στην αρχή της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ εκτινάσσονται στα 27,5 δισ. το 2003.

5ηΠΕΡΙΟΔΟΣ, Ν.Δ.
Μάρτιος 2004- Οκτώβριος 2009
Κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή
Τον Μάρτιο του 2004 η Ν.Δ. παραλαμβάνει χρέος ίσο με 97,4% του ΑΕΠ. Η περίοδος σύγκλισης έχει τελειώσει, η Ελλάδα έχει μπει στο ευρώ για τα καλά και η νέα φάση των οικονομικών της χώρας, κατά την οποία οι αρμόδιοι θα έπρεπε να επικεντρώσουν στον στόχο της μείωσης του χρέους, δίνει τη θέση της στην... απογραφή Αλογοσκούφη. Σε αυτό το κομβικό σημείο, σύμφωνα με τους ειδικούς, μπήκε ο θεμέλιος λίθος για την απώλεια της αξιοπιστίας της χώρας στα μάτια των κοινοτικών και για τη δημοσιονομική περιπέτεια που ακολούθησε. Δείγμα γραφής της Ελλάδας ώστε να αρχίσουν να αμφιβάλλουν οι Ευρωπαίοι για τη στατιστική μας ακεραιότητα, η διόγκωση του χρέους του 2000 κατά 8% λόγω της αλλαγής του τρόπου καταγραφής των αμυντικών δαπανών.

Εξετάζοντας συνολικά τα οικονομικά στοιχεία της πρόσφατης εξαετίας της Ν.Δ. ο κ. Ν. Καραβίτης, αναπληρωτής καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής του Παντείου Πανεπιστημίου, επισημαίνει ότι «το οικονομικό πλήγμα Καραμανλή φαίνεται καθαρά, αν απλώς παρατηρήσουμε ότι το 2009 οι δαπάνες χωρίς τόκους είχαν αυξηθεί 5,5% του ΑΕΠ (χωρίς να υπολογίζουμε τα διάφορα απλήρωτα χρέη), ενώ τα έσοδα από 39,1% του ΑΕΠ το 2003 έπεσαν στο 36,9% το 2009. Με άλλα λόγια, οι δαπάνες αυξήθηκαν 40 δισ. και τα έσοδα 20 δισ. Αυτό είναι φανερό σημάδι κάκιστης δημοσιονομικής πολιτικής».

Αν και μέχρι το 2007 το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται- το εθνικό εισόδημα αυξανόταν κατά 12-15 δισ. τον χρόνο σε σχέση με τους τόκους που έφταναν τα 10 δισ. κατά μέσον όρο-, το διάστημα από το 2008 μέχρι και την αποχώρηση της κυβέρνησης Καραμανλή χαρακτηρίζεται ως «η διετία της κατάρρευσης»: η Ελλάδα προσθέτει στο χρέος της 57 δισ. ευρώ, τρεις φορές πάνω από το συνηθισμένο των προηγούμενων χρόνων. Οπως επισημαίνει ο πρώην υπουργός Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης, μεγάλο ρόλο στην εκτίναξη του ελλείμματος που οδήγησε στον εκτροχιασμό έπαιξαν η αύξηση των εισαγωγών σε είδη πολυτελείας, η ευνοϊκή μεταχείριση των υπεράκτιων εταιρειών, η κατάργηση των υψηλών τεκμηρίων, ενώ η απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή να επιδοτήσει μέσα στην κρίση την αγορά πολυτελών αυτοκινήτων για να μη δυσαρεστήσει τις εμπορικές εταιρείες ήταν απίστευτη. Ακόμα, το 2009 για εξοπλισμούς γίνονται νέα δάνεια 2,5 δισ. ευρώ, η ενίσχυση των τραπεζών φτάνει τα 5,5 δισ. και τα ασφαλιστικά ταμεία εκταμιεύουν περίπου 2 δισ. από τα αποθεματικά τους. Η άνοδος των σπρεντ διογκώνει τους τόκους των εντόκων γραμματίων κατά 1 δισ. και όλα μαζί οδηγούν στην αύξηση ρεκόρ κατά 36 δισ. Σύμφωνα με τον κ. Χριστοδουλάκη, γίνεται έτσι φανερό ότι περιήλθαμε στο σημερινό αδιέξοδο λόγω του κρατικού υπερδανεισμού που μαζί με την υπέρμετρη ιδιωτική κατανάλωση ξεπέρασε κάθε όριο αντοχής τα τελευταία δύο χρόνια.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ

Οι τόκοι είχαν αρχίσει να γιγαντώνονται από την περίοδο 1987-1988, όταν μέσα σε μόλις έναν χρόνο αυξήθηκαν όσο είχαν αυξηθεί συνολικά στη δεκαετία από 1974 ώς το 1984