Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Η γαλανόλευκη βία Οδός Πατησίων. Αναμνηστική πλάκα προς τιμήν των «τρομοκρατών» της ΠΕΑΝ και της πολύνεκρης βομβιστικής ενέργειάς τους κατά των ντόπιων εθνικοσοσιαλιστών

 



Οδός Πατησίων. Αναμνηστική πλάκα προς τιμήν των «τρομοκρατών» της ΠΕΑΝ και της πολύνεκρης βομβιστικής ενέργειάς τους κατά των ντόπιων εθνικοσοσιαλιστών

«Οι αντάρται ως τιμωροί. Εκκαθάρισις προδοτών και κοινών εγκληματιών»

(εφ. Ελληνικόν Αίμα, 20/12/1942)

Τελικά, ορισμένες καθηλώσεις δεν ξεπερνιούνται με τίποτα. Πάνω που νομίσαμε πως οι πολιτικοϊδεολογικές αντιπαραθέσεις στο πεδίο της «δημόσιας ιστορίας» θα επικεντρώνονταν πλέον στη συμβολή της παρεξηγημένης χούντας του 1967-1974 στον εκσυγχρονισμό κι εκδημοκρατισμό της χώρας, επιστρέψαμε ξαφνικά στην παλιά καλή συζήτηση για την κατοχική κι εμφυλιοπολεμική «κόκκινη βία».

Κάτι η άρνηση του υπουργού Δικαιοσύνης να παραστεί στη χοντροκομμένη αντικομμουνιστική φιέστα του Ταλίν και οι λυσσαλέες αντιδράσεις της Ν.Δ. και του συγκροτήματος Μαρινάκη, κάτι η απροσδόκητη μνημονική ανάκληση της ευρωβουλευτίνας Εύας Καϊλή για τον παππού της (που δεν ήταν ακριβώς παππούς) που σφαγιάστηκε το 1943 από «εγκληματίες κομμουνιστές» (που δεν ήταν ακριβώς κομμουνιστές, αλλά ένας ερωτοχτυπημένος και μάλλον εθνικόφρων συγχωριανός), διαπιστώσαμε ξανά ότι το φάντασμα αυτής της εικοσάχρονης καμπάνιας δεν δείχνει καμιά διάθεση να μας εγκαταλείψει.

Οπως έχουμε και άλλοτε τονίσει, αιχμή του δόρατος της ανακαινισμένης δεξιάς πτωματολογίας δεν αποτελούν ούτε τα μακρινά εγκλήματα του Στάλιν ούτε ο εμφύλιος του 1946-1949, που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν από τους πάντες ως απευκταία αδελφοκτόνος σύγκρουση.

Στόχος είναι ο στιγματισμός της ΕΑΜικής αντίστασης, επειδή αυτή ακριβώς υπήρξε πηγή πολιτικής νομιμοποίησης της εγχώριας Αριστεράς και των διαχωριστικών γραμμών των προηγούμενων δεκαετιών.

Εξ ου και ο απροσδόκητος εναγκαλισμός αυτής της παραδοσιακά (ακρο)δεξιάς συλλογιστικής από το σοσιαλφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 2000 και τα τωρινά υπολείμματά του.

Η ανάδειξη της ΕΑΜικής «βίας» σε κεντρικό ερμηνευτικό εργαλείο της περιόδου, με ταυτόχρονο εξαγνισμό των δωσιλογικών κι αντιεαμικών σχηματισμών ως «αμυντικών» -τάχα μου- συσπειρώσεων, έχει μέχρι σήμερα απαντηθεί κυρίως με την υπενθύμιση των πεπραγμένων του ένοπλου δωσιλογισμού και της διαπλοκής της μείζονος εθνικοφροσύνης μ’ αυτόν τον τελευταίο.

Στη σκιά παραμένει, αντίθετα, μια εξίσου εύγλωττη παράμετρος του επίμαχου φαινομένου: η σύγκριση της βίας που άσκησαν ο ΕΛΑΣ και η ΟΠΛΑ εναντίον όσων θεωρούσαν καταδότες ή συνεργάτες εν γένει του κατακτητή, με την αντίστοιχη πρακτική των εθνικόφρονων αντιστασιακών οργανώσεων - κατά τα πρώτα ιδίως βήματά τους, όταν η δράση τους στρεφόταν κυρίως κατά του κατακτητή κι όχι εναντίον του ΕΑΜ.

Σύγκριση που αποδεικνύεται πολλαπλά διαφωτιστική, καθώς αποδεικνύει σε ποιο βαθμό η επαναστατική αντιβία υπήρξε αντικειμενικά αναγκαία για την ύπαρξη κι επιβίωση της Αντίστασης, απέναντι σε μια πανίσχυρη και αμείλικτη κατοχική εξουσία.

Φωτιά και βαριοπούλα

Το κτίριο της ΕΣΠΟ στις φλόγες (20/9/1942)

Η πρώτη δυναμική αντικατοχική ενέργεια στην Αθήνα προήλθε ως γνωστόν από την κεντροδεξιά Πανελλήνια Οργάνωση Αγωνιζομένων Νέων (ΠΕΑΝ).

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1942 ο «ουλαμός καταστροφών» της ΠΕΑΝ ανατίναξε τα κεντρικά γραφεία της Εθνικοσοσιαλιστικής Πατριωτικής Οργανώσεως (ΕΣΠΟ), σχηματισμού που προπαγάνδιζε υπέρ της χιτλερικής Νέας Τάξης και προσπαθούσε να οργανώσει μια «Ελληνική Λεγεώνα» για το ανατολικό μέτωπο, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας δεκάδες Ελληνες ναζί (ανάμεσά τους και τον φίρερ της ΕΣΠΟ, γιατρό Στεροδήμα) και Γερμανούς στρατιώτες μιας συστεγαζόμενης μονάδας.

Είχαν προηγηθεί δύο αναίμακτες βομβιστικές ενέργειες της ίδιας ομάδας, σε μια γερμανική αποθήκη και στα γραφεία της επίσης χιτλερικής Οργανώσεως Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ).

Στα ανακοινωθέντα των Αρχών που δημοσιεύτηκαν στον αθηναϊκό Τύπο, το χτύπημα της ΕΣΠΟ χαρακτηρίζεται φυσικά «τρομοκρατική πράξις» («Ελεύθερον Βήμα» 23/9/1942).

Τα αντιστασιακά φύλλα δεν έκρυψαν απεναντίας τον ενθουσιασμό τους:

«Μπορεί οι Γερμανοί να ξαναφτιάξουν την ΕΣΠΟ, μπορούν να βρουν έναν καινούριο Στεροδήμο -μια που ο πραγματικός εψόφησε στον Ευαγγελισμό από τα εγκαύματα- μπορεί ακόμα να ξανακτίσουν το κτίριο για να εισπράξη από το δημόσιο μερικά δισεκατομμύρια κάποιος από τους ειδικευμένους στις προδοτικές αυτές εργασίες μηχανικός. Δεν θα σβήσουν όμως ποτέ από την ψυχή του Αθηναϊκού λαού την εντύπωση της εξαγνιστικής φωτιάς. Την στυγνή και απαραίτητη πεποίθηση ότι μόνο ο καυτήρας μπορεί να γιάνη τα σάπια αποστήματα», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο συντηρητικό «Ελληνικόν Αίμα» (10/10/1942).

Την ίδια άγρια χαρά αποπνέει κι ένα καυστικό σχόλιο του ίδιου φύλλου: «Μεταξύ των παροχών που εξασφαλίζονται εις τα μέλη της κατακαϋμένης -εν κυριολεξία- ΕΣΠΟ, είναι και η χορήγησις αδειών υλοτομίας. Πάντως, ξύλα για το εν καιρώ ξυλοφόρτωμα των “εσπιτζήδων” δεν πρόκειται να λείψουν».

Μολονότι άσχετη με την παραπάνω υπόθεση, μια ειδησούλα το ίδιου φύλλου, με τίτλο «Το άγιο ξύλο», μας διαφωτίζει για τις μεθόδους που επιστρατεύτηκαν κατά της προσπάθειας της δωσιλογικής κυβέρνησης να ελέγξει τα ΑΕΙ:

«Το κάθαρμα που ανέλαβε να εφαρμόση το τσολακοπροδοτικό πρόγραμμα “εξυγιάνσεως” του πανεπιστημίου, ο καθηγητής της Φιλοσοφίας Γεώργιος Σακελλαρίου, εν συνεργασία με το άλλο κάθαρμα, [τον] γερμανόδουλον Λογοθετοπουλικόν καθηγητή της Χημείας Γαλανό, εδάρη προ ημερώς αγρίως από ομάδα φοιτητών. Ανάστατος, πήγε να κάνη τα παράπονά του στο αφεντικό. Κι ο Τσολάκογλου ανέθεσε στο βρωμερώτερο υποκείμενον της βρωμερής σπείρας, τον περιβόητο Ραπτοδήμο, τον διοικητή της Ειδικής Ασφαλείας που έβγαλε πιστόλι κατά των αναπήρων και που καταδίδει στους Γερμανοϊταλούς όλους τους εθνικώς κινουμένους, να διεξαγάγη ανακρίσεις. Εκλήθησαν λοιπόν πέντε καθηγηταί του Πανεπιστημίου στους οποίους ανεκοινώθη ότι θα θεωρηθούν προσωπικώς υπεύθυνοι για οτιδήποτε πάθει μελλοντικώς ο Σακελλαρίου. Εν τω μεταξύ, ο τελευταίος αυτός -που δεν έχει τίποτε το κοινόν με τον καθηγητή των Μαθηματικών Νείλο Σακελλαρίου (το τονίζουμε τούτο για να μη συμβή καμμιά παρεξήγησις εις βάρος του αγαθού μαθηματικού...)- τρομοκρατημένος τοιχοκόλλησε μια δήλωση στην οποία λέει ότι δεν έχει τίποτε το κοινόν με την μελετουμένη Φοιτητική Οργάνωση».

Ακόμη πιο εύγλωττες είναι οι αποκαλύψεις των επιζώντων αγωνιστών της ΠΕΑΝ για την τιμωρία που οι αξιωματικοί της συνεργαζόμενης οργάνωσης «Ομηρος» επιφύλαξαν στον καταδότη των συντρόφων τους -έναν υπαξιωματικό της χωροφυλακής και διπλό πράκτορα, ονόματι Πολύκαρπος Νταλιάνης.

«Στις 17 Δεκεμβρίου 1942», αφηγείται ο Αντώνης Μυτιληναίος, «χωρίς να τον αφήσουν να υποψιαστεί τίποτα, του έδωσαν ραντεβού σε ένα υπόγειο κρησφύγετο που είχε ο “Ομηρος” στην οδό Παμίσου, Αχαρνών. Μόλις ήρθε ο Νταλιάνης, έβγαλαν τα πιστόλια και του απήγγειλαν την κατηγορία. Του είπαν ότι είχε να κάνει δύο επιλογές: ή να τον εκτελέσουν αμέσως ή να ομολογήσει και να τον στείλουν στη Μέση Ανατολή να δικαστεί από τακτικό στρατοδικείο. Ο Νταλιάνης κατέρρευσε, έγινε ανθρώπινο ράκος. Ομολόγησε τα πάντα μπροστά σε τρεις συναδέλφους του της Χωροφυλακής. Εβαλαν τα περίστροφα στις θήκες. Κάποιος τον χτύπησε από πίσω με ένα βαρύ σφυρί στο κεφάλι για να μην ακουστεί θόρυβος. Επεσε κάτω, έφαγε και άλλες σφυριές. Το κακό σκυλί ψόφο δεν είχε. Τρόμαξε να βγει η ψυχή του, όπως μας έλεγε ο Βλάχος».

Το πτώμα μεταφέρθηκε σ’ ένα τσουβάλι με το αυτοκίνητο του... κατοχικού πρωθυπουργού Τσολάκογλου, ο οδηγός του οποίου ήταν μυημένος στην οργάνωση, και ρίχτηκε σ’ έναν υπόνομο της Νέας Σμύρνης («Μαρτύρων πορεία», Αθήνα 1997, σ. 127-8).

Παρόμοια είναι η αφήγηση και του Παναγιώτη Μιχαηλίδη. «Δεν κρατάει κανείς λόγο τιμής σε προδότη που δεν έχει τιμή. Του έσπασαν το κεφάλι με σφυρί. Για να μην ακουστεί πυροβολισμός. Φαίνεται πως η πάλη κράτησε αρκετά. Μετέφεραν το πτώμα του στη Νέα Σμύρνη. Το πέταξαν σε ένα βαθύ φρεάτιο. Την άλλη μέρα, ο “Ομηρος” άφησε να διαρρεύσει ότι ο Πολύκαρπος Νταλιάνης διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Ετσι είπαν και σε μας» («Αγαθουπόλεως 7», Αθήνα 1991, σ. 138-140).

Αντάρτες και προδότες

Αντάρτες του ΕΔΕΣ

«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ», τ. Γ2 (ΑΘΗΝΑ 2007)

Αυτά στην κατεχόμενη πρωτεύουσα. Αλλά και στην ορεινή Ηπειρο, τα πρώτα βήματα του ΕΔΕΣ σημαδεύτηκαν από φονικές ενέργειες σε βάρος πραγματικών ή εικαζόμενων προδοτών.

Αψευδής μάρτυρας το δημοσιευμένο ημερολόγιο του ίδιου του Ναπολέοντα Ζέρβα (Αθήνα 2013), όπου διαβάζουμε εγγραφές όπως οι παρακάτω:

 «Του αναθέσαμε την εκτέλεσι του Τσούμα, στο Κομπότι, την οποίαν υπεσχέθη ώς το Σάββατο» (σ. 63).

 «Ηλθε ο Γ. Κοτσυφάκης, υπενωμοτάρχης, και είπε ότι οι αδελφοί Σίμος και Ευάγγελος Κολοβοί ήσαν οι οδηγοί των Ιταλών και ότι αυτοί επρόδωσαν. Εστειλα τον Μιχάλη [Μυριδάκη] με 5 άνδρας και πήγαν στην Μεγαλόχαρη να τους εκτελέσουν» (σ. 109). Την επομένη ο στρατηγός σημειώνει με ανακούφιση πως «ο Μιχάλης τους εξετέλεσε και τους 2 ησύχως και ομαλώς» (σ. 110).

 «Εχω από δύο πηγάς πληροφορίες για την προδοσίαν του Λ. Τριανταφύλλου. Κατόπιν τούτου αποφάσισα να τον εκτελέσω και κατήρτισα απόσπασμα [...] με εντολήν να τους φέρουν εδώ δεμένους. Αν αρνηθούν, να τους εκτελέσουν» (σ. 114). «Την νύκτα επανήλθεν το απόσπασμα από Σκουλικαριάν. Εξετελέσθησαν και οι δύο αδελφοί Λάμπρος και Κώστας Τριανταφύλλου. [...] Αι εκτελέσεις αυταί συνέφεραν πολλούς» (σ. 115-6).

 «Εις Αργύρι ο Κομνηνός ή μάλλον ο Αλέκος συνέλαβε τον προδότην Καλαμπούραν Ν. και παρέλαβε μαζί του» (σ. 128).

 «Μου κατηγγέλθη ότι ο Καψάλης Θ. από το Σακαρέτσι είναι κατάσκοπος. Διέταξα την κράτησίν του» (σ. 145).

 «Στον δρόμον ο Καππές μού ανέφερεν ότι στην Αρτα εξετελέσθη ο προδότης Μπαρμπούτης από τον Τσέλιαν, αντάρτην του Βόιδαρου, και από τον Ψαθάν. Επίσης ο ίδιος συνέλαβε δύο γυναίκες, τις οποίες μας παρέδωκεν ως υπόπτους κατασκοπίας» (σ. 283).

Κάποιες φορές, όπως στην περίπτωση του κοινοτάρχη Σεκλίστας Ζουμπούλη, η εκτέλεση του προδότη είχε αποφασιστεί (και) από τον Ζέρβα, διαπράχθηκε όμως τελικά από τον ΕΛΑΣ.

Εξίσου ορατή στο ημερολόγιο του στρατηγού είναι επίσης η προσφυγή στη βία για την καταστολή της ποινικής εγκληματικότητας στην Ελεύθερη Ελλάδα αλλά και για την πειθάρχηση μιας μερίδας του πληθυσμού.

Στις 10/11/1942 ο αρχηγός του ΕΔΕΣ εκδίδει λ.χ. διαταγή «διά της οποίας τιμωρείται με θάνατον ο ζωοκλέπτης, ο κλέπτης και ο άρπαξ» (σ. 123).

Οταν πάλι στις 27/9/1942 δέχεται παράπονα «ότι αντάρται έκαυσαν εις το Τρίκλινον-Πριάντζαν το σπίτι ενός Τσακάλου», απαντά χωρίς περιστροφές «ότι έτσι που τους φέρθηκαν, καλά έκαναν και έκαυσαν το σπίτι» (σ. 77).

Περισσότερες πληροφορίες για την τιμωρία ντόπιων γυναικών που σχετίζονταν με Ιταλούς (και των οποίων θεωρούνταν αντικειμενικά πληροφοριοδότριες) αντλούμε από το δημοσιευμένο ημερολόγιο του ιερέα Σταύρου Παπαχρήστου (Κώστας Βάγιας, «Η Αρτα του πολέμου και της Κατοχής», Αρτα 2004).

Το βιβλίο έχει χρησιμοποιηθεί από τους Καλύβα και Μαραντζίδη για την τεκμηρίωση της «τρομοκρατίας» αποκλειστικά και μόνο του ΕΑΜ, μετά το ξέσπασμα της εμφύλιας σύρραξης με τον ΕΔΕΣ το φθινόπωρο του 1943 («Εμφύλια πάθη», Αθήνα 2015, σ. 141).

Μέχρι τότε, στο ημερολόγιο του ιερέα δεν υπάρχει όμως η παραμικρή διάκριση μεταξύ των δύο οργανώσεων· στην περίπτωση δε των γυναικών, που ο παπάς χαρακτηρίζει επανειλημμένα «πόρνες», η αντιπαραβολή με τα παραπάνω πιστοποιεί πως οι επίμαχες ενέργειες προέρχονταν από τον ΕΔΕΣ:

 «Συνελήφθησαν εις Κομπότιον δύο δεσποινίδες ελευθέρων ηθών, η εξ Αρτης Μαρία Ευαγ. Ζ. και ετέρα εξ Αθηνών, κόρη ενός σωφέρ, κατηγορούμεναι διά προδοσίαν. Οι αντάρται εχάραξαν επί του μετώπου των δύο αυτών προδοτριών τρία “Π”, όπερ εσήμαινε “Πόρνη Προδότρια Πατρίδος”. Μετά κατεδικάσθησαν εις θάνατον παρά του Ανταρτικού Στρατοδικείου και εξετελέσθησαν» (21/6/1943, σ. 149).

 «Συνελήφθη παρά των ανταρτών η Μαρία, σύζυγος Ευστρατίου Σ., κόρη Ιταλού κατοίκου Αρτης και ετέρα γυνή ως φίλα φρονούσαι προς τους Ιταλούς και προδότριαι. Επίσης την 1ην Ιουλίου συνελήφθησαν εις τον Κάμπον ως φίλαι των Ιταλών αι αδελφαί Αλεξάνδρα και Βασιλική Γ.Κ. Εις όλας ταύτας εχαράχθησαν τα τρία “Π”» (30/6/1943, σ. 149).

 «Το εσπέρας της σήμερον ώραν 9ην μετέβησαν αντάρται εις την οικίαν του Πάνου Κ., στιλβωτού το επάγγελμα, εφόνευσαν την κόρην του Ελένην, μετά δε και τον πατέρα, ο οποίος προσπάθησε να υπερασπίση την κόρην του, διά ροπάλου. Η φονευθείσα κόρη είχε σχέσεις με Ιταλούς και κατηγορείτο διά προδοσίαν» (3/8/1943, σ. 157).

Στην περίπτωση μιας άλλης καταδότριας, της Ρίτας Πόρσερ ή Ελένης Παπαϊωάννου ή Λούβαρη, που εκτελέστηκε τον Οκτώβριο του 1943 από τον ΕΔΕΣ ως «κατάσκοπος των Ιταλών και της Γκεστάπο αργότερον, ερωμένη του Διευθυντού Αντικατασκοπείας του 26ου Ιταλικού Σώματος Στρατού, αντισυνταγματάρχου Λίτζι» (Δημήτριος Δούμας, «Ιστορικαί Αναμνήσεις και αυτοβιογραφία», Ιωάννινα 1967, σ. 159), οι τιμωροί φρόντισαν να συνδυάσουν το ωφέλιμο της εξόντωσής της με το τερπνόν ενός κατά συρροήν βιασμού.

Το περιγράφει με τον γλαφυρότερο δυνατό τρόπο στο δικό του ημερολόγιο ο ίδιος ο διευθυντής δικαστικού του Αρχηγείου, Γεώργιος Ρωμανός –δικηγόρος Αθηνών, μετέπειτα βουλευτής του Ελληνικού Συναγερμού (1952-1956) και υφυπουργός Συντονισμού του Παπάγου (1954):

«6.10.43. Η δίκη της κατασκόπου Ρίτας Πόρσερ αποτέλεσε ένα γεγονός στη Δαφνωτή. Την καταδικάσαμε σε θάνατο. Εν τω μεταξύ, περιμένοντας την έγκριση της καταδίκης από το Γενικό Αρχηγείο ικανοποιεί όλες τις ανάγκες του Σταθμού Διοικήσεως! Τριάντα σ’ ένα βράδυ την παραμονή της δίκης. Η αγόρευσή μου πετυχημένη» («Μια αθηναϊκή βεγγέρα του 1944. Ημερολόγιο από την Ελεύθερη Ορεινή Ελλάδα», Αθήνα 2008, σ. 167).

Ακόμη και σχηματισμοί με αμιγώς αντιεαμική στόχευση, όπως οι ανταρτοομάδες της μακεδονικής ΠΑΟ, ξεκαθαρίζουν με συνοπτικές διαδικασίες όσους εκλαμβάνουν σαν όργανα του εχθρού -ιδίως όταν στις υποψίες τους προστίθεται η «προβληματική» εθνοτική ταυτότητα των θυμάτων:

«Την 8.10.1943 βορείως των Γιαννιτσών συνελάβομεν τον Βούλγαρον Δημητρώφ Χρήστον (ταυτότητα βουλγαρική), εκ του χωρίου Αμπελιές, όστις ενήργει κατασκοπίαν του δρομολογίου μας κατ’ εντολήν τού εις Γιαννιτσά ευρεθέντος αρχηγού Πάικου» του ΕΛΑΣ, σημειώνει π.χ. σε έκθεσή του (23/10/1943) ο ταγματάρχης Χρήστος Παπαβασιλείου, μετέπειτα συνιδρυτής του Τάγματος Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, για να συμπληρώσει με μακάβριο χιούμορ: «Τούτον απηγχονίσαμεν και ερρίψαμεν εις τον Βαρδάρην, ίνα τύχη εξόδου εις το Αιγαίον» (Παρμενίων Παπαθανασίου, «Για τον ελληνικό βορρά», Αθήνα 1997, τ. Β', σ. 482).

Το τεφτέρι του «στρατοδίκη»

Το τετράδιο με τα πρακτικά του «επαναστατικού στρατοδικείου» της ΑΕΑΚ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

Πολλές αναφορές σε φόνους κάθε λογής προδοτών συναντάμε και στα απομνημονεύματα εθνικοφρόνων αντιστασιακών της Κρήτης. Εκτός από αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, διαθέτουμε εδώ κι ένα εξαιρετικό τεκμήριο: τα πρακτικά του παράνομου «Εθνικού Επαναστατικού Στρατοδικείου» που συστήθηκε στις 2/2/1943 από τα υπολείμματα της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης του νησιού (Ανώτατη Επιτροπή Αγώνος Κρήτης ή ΑΕΑΚ), προτού αυτά μετονομαστούν σε Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ).

Πρόκειται για ένα σχολικό τετράδιο με κόκκινο εξώφυλλο που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο των Χανίων (Αρχείο Ιωάννη Παΐζη, φ. 17, εγγρ. 1), όπου έχουν καταχωριστεί σχεδόν όλες οι αποφάσεις και συναφείς διαταγές του εν λόγω οργάνου.

«Επειδή κατά την υποδούλωσιν της χώρας ημών διάφορα άτομα υπέπεσαν εις αδικήματα προδοσίας κατά της Πατρίδος ή εναντίον άλλων ατόμων τα οποία εθανατώθησαν ή άλλως πως εκακοποιήθησαν υπό του εχθρού», διαβάζουμε στην ιδρυτική απόφαση, το «Εθνικόν Επαναστατικόν δικαστήριον» που αποτελείται «εξ Αξιωματικών ή Υπαξιωματικών ή και πολιτών εγνωσμένου εθνικού φρονήματος» θα επιβάλλει ακόμη και τη θανατική ποινή, παίρνοντας υπόψη «τους κειμένους Νόμους, τας περιστάσεις και τον κίνδυνον τον οποίον εγκυμονεί η δράσις των προδοτών τούτων».

Πρόεδρος του τριμελούς οργάνου αυτοδιορίστηκε ο επικεφαλής του τομέα «πληροφοριών και κατασκοπείας» της ΑΕΑΚ, έφεδρος λοχαγός Γεώργιος Αλεβιζάκης, με «βασιλικό επίτροπο» τον διοικητή Χωροφυλακής Ρεθύμνης (και μέλος της ΑΕΑΚ), μοίραρχο Γεώργιο Χαλκιαδάκη.

Η πρώτη απόφαση του «στρατοδικείου» (12/2) αφορούσε τη θανατική καταδίκη του 32χρονου διερμηνέα Γεωργίου Κομνά από το Ζωριάνο Δωρίδας, διπλού πράκτορα που κρίθηκε ένοχος για την κατάδοση του στελέχους της ΑΕΑΚ Ανδρέα Πολέντα και του ασυρματιστή Μανόλη Ευαγγέλου, που επέφερε τη σύλληψη (14/11/1942), βασανιστική ανάκριση και εκτέλεσή τους (21/12/1942).

Σύμφωνα με τα πρακτικά, η καταδίκη στηρίχτηκε στη μαρτυρία ενός από τους «στρατοδίκες», στον οποίο ο Κομνάς, «νομίζοντάς τον Γερμανόφιλον», είχε εκμυστηρευθεί τις ενέργειές του υπέρ της γερμανικής «αντικατασκοπείας».

Η εξόντωση του καταδότη ανατέθηκε σε επταμελές «εκτελεστικό απόσπασμα» (όπου μετείχαν δύο μέλη του «στρατοδικείου» και τρεις στενοί συγγενείς τους), με τη διευκρίνιση ότι αυτός «δέον να συλληφθή ζωντανός εφ’ όσον τούτο είναι δυνατόν, ίνα αφ’ ενός υποβληθή εις εξέτασιν και αφ’ ετέρου διά να προλάβωμεν αντίποινα παρά των γερμανών εις βάρος του πληθυσμού».

Οταν έγινε φανερό ότι τα μέτρα ασφαλείας του χαφιέ καθιστούσαν αδύνατη την απαγωγή του, διατάχθηκε στις 23/5/1943 ο φόνος του «διά παντός μέσου το ταχύτερον, διότι η περαιτέρω εν ζωή παραμονή του επισωρεύει περισσότερα δεινά εις τον τόπον».

Η εκτέλεση της ποινής, τέσσερις μήνες αργότερα, περιγράφεται σε έκθεση προς το Κάιρο του Βρετανού πράκτορα της SOE, Ξαν Φίλντινγκ:

«Τρεις απ’ αυτούς τους άντρες ανέλαβαν δράση για πρώτη φορά σκοτώνοντας τον Κομνά. Συχνάζοντας κοντά στο κρησφύγετο του προδότη, περίμεναν ευκαιρία να τον πετύχουν μέσα μoναχό του. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου. Στις 8 π.μ. οι τρεις άντρες μπήκαν στο δωμάτιο του προδότη· ο ένας τον ακινητοποίησε, ο άλλος του έκλεισε το στόμα για να μη φωνάξει, ενώ ο τρίτος τον μαχαίρωσε έντεκα φορές στην κοιλιά. Πλύθηκαν ύστερα στο νιπτήρα του θύματος, σκούπισαν τους λεκέδες του αίματος από τα χέρια και τα ρούχα τους με το τραπεζομάντηλό του, εγκατέλειψαν το σπίτι και πήραν το πρώτο λεωφορείο για την εξοχή» (HS 5/726/53).

Οι υπόλοιπες θανατικές καταδίκες του «στρατοδικείου» της ΑΕΑΚ αφορούσαν:

 Εναν 58χρονο «κτηματία» από την Επισκοπή που, «υπόδικος ων επί φόνω απελύθη των φυλακών, απαλλαγείς πάσης διώξεως [τη] επεμβάσει των Γερμανικών Αρχών επί τη υποσχέσει εξυπηρετήσεως αυτών διά της παροχής πληροφοριών στρεφομένων εναντίον του απελευθερωτικού αγώνος και των εν Κρήτη συμμάχων μας Αγγλων». Ως τεκμήριο χρησιμοποιήθηκε επίσημο γερμανικό έγγραφο προς τη Χωροφυλακή, ο διοικητής της οποίας ήταν ταυτόχρονα «βασιλικός επίτροπος» του παράνομου οργάνου. Σύμφωνα με μεταπολεμική έκθεση του Αλεβιζάκη προς το ΓΕΕΘΑ, η ποινή εκτελέστηκε «επιτυχώς» (όπ.π., φ. 17, εγγρ. 29).

 Εναν «κατάδικον επί ζωοκλοπή» από τον Ξηρό, που «απηλλάγη της ποινής αυτού κατόπιν επεμβάσεως των Γερμανικών Αρχών, την δε εξυπηρέτησιν ταύτην επανειλημμένως αντήλλαξεν διά της παροχής πληροφοριών στρεφομένων εναντίον του απελευθερωτικού μετώπου και αγώνος και των εν τη Νήσω Συμμάχων μας Αγγλων». Η καταδίκη βασίστηκε στις καταθέσεις «πολλών αξιοπίστων προσώπων», που δεν κατονομάζονται στα πρακτικά, καθώς και στην «απολύτως εξηκριβωμένη» πληροφορία ότι κατά τη μάχη της Κρήτης (πολύ πριν από την επίμαχη αποφυλάκισή του) «έκοπτε τα τηλεφωνικά και τηλεγραφικά σύρματα τόσον του ελληνικού όσον και του αγγλικού στρατού».

 Εναν δεκαοχτάχρονο οδηγό των γερμανικών αποσπασμάτων, επίσης από την Επισκοπή, η περίπτωση του οποίου μας απασχολεί παρακάτω.

 Μία κάτοικο της Αρχοντικής, η οποία «διευκολύνει τας σχέσεις γυναικών μετά των Ιταλών εχθρών της Πατρίδος και ως τοιαύτη είναι αξία της εσχάτης των ποινών, [...] υπάρχουσι μάλιστα και ενδείξεις ότι εργάζεται εις την Γερμανικήν υπηρεσίαν αντικατασκοπείας». Ο φόνος διατάχθηκε στις 23/12/1943 από τον πρόεδρο Αλεβιζάκη, δίχως τυπική συνεδρίαση του οργάνου, με «σύμφωνον έγγραφον γνώμην του κ. Βασιλικού ημών Επιτρόπου» (δηλαδή του διοικητή της Χωροφυλακής).

Δίχως κάποια σχετική αναγραφή στα πρακτικά, στον ίδιο φάκελο συναντάμε επίσης μια τετρασέλιδη «έκθεση συλλήψεως προς τον Πρόεδρον [του] Επαναστατικού Στρατοδικείου», σχετική με την αιχμαλωσία κι εκτέλεση ενός πρώην ταγματασφαλίτη, του διαβόητου Σούμπερτ, που κρυβόταν στον ορεινό Αποκόρωνα (27/4/1944).

Ακόμη χειρότερη τύχη είχαν οι συμπολεμιστές αυτού του τελευταίου στο προπύργιό τους, τον Κρουσώνα Ηρακλείου.

Η τελική έκθεση της SOE σημειώνει λακωνικά πως η ντόπια αντιστασιακή «Ομάδα Σατανά», «κάτω από την ηγεσία του χαριτωμένου έφεδρου ανθυπολοχαγού Μενέλαου Ξυλούρη, δεν επρόκειτο να παίξει μεγάλο ρόλο παρά μόνο μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, όταν πραγματοποίησε γενικευμένη σφαγή των γερμανόφιλων στοιχείων του χωριού του» (N.A. Kokonas, «The Cretan Resistance 1941-1945», Ηράκλειο 2004, σ. 160).

Από μια πρόσφατη μονογραφία για τους «σουμπερίτες» πληροφορούμαστε πως αυτή η εκκαθάριση περιέλαβε την εξόντωση ολόκληρων οικογενειών, στιγματισμένων λόγω της δράσης κάποιων μελών τους (Θανάσης Φωτίου, «Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα», Θεσσαλονίκη 2011, σ. 453-9).

Το βρετανικό μοντέλο

Προπαγανδιστικές αφίσες των κατοχικών αρχών. Για τον κατακτητή και τα όργανά του, τα πάντα ήταν «κόκκινη βία» – σε μια πρώτη φάση, τουλάχιστον

Κ. ΠΑΡΑΣΧΟΣ, «Η ΚΑΤΟΧΗ» (ΑΘΗΝΑ 1997), ΣΠ. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ, «ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΦΙΣΕΣ», (ΑΘΗΝΑ 2003)

Θα ήταν λάθος ν’ αποδώσουμε αυτές τις πρακτικές στον «πρωτογονισμό» των ντόπιων μαχητών. Αν μη τι άλλο, οι Ευρωπαίοι καθοδηγητές τους αποδεικνύονται, στις δικές τους αφηγήσεις, ακόμη αγριότεροι.

«Προς Θεού, χρησιμοποιήστε μαχαίρι!» ήταν η άκαρπη προτροπή του Βρετανού πράκτορα Ντικ Μπαρνς προς τον καπετάν Μπαντουβά, προτού αυτός πυροβολήσει έναν Γερμανό αιχμάλωτο (Ζαν Φίλντινγκ, «Το κρυφτό», Αθήνα 1993, σ. 200).

Ακόμη χαρακτηριστικότερη ήταν οι τιμωρία που ο ίδιος πράκτορας επιφύλαξε σε δύο νεαρούς Κρητικούς συμπολεμιστές του που υπέκυψαν στον πειρασμό να κλέψουν ένα σακούλι με συμμαχικές λίρεςχρησιμοποίησε ως όμηρο τον πατέρα τους για να τους αναγκάσει να επιστρέψουν τα λεφτά κι ύστερα τους σκότωσε, εξαφανίζοντας τα πτώματά τους και διαδίδοντας ότι τους έστειλε στη Μέση Ανατολή· μαζί με τους δύο κλέφτες δολοφονήθηκε κι ο πατέρας, που αρνήθηκε πεισματικά ν’ αποχωριστεί τα παιδιά του (George Psychountakis, «The Cretan Runner», Αθήνα 1995, σ. 215-6· Εμμ. Τσιριμονάκης, «Η Εθνική Αντίσταση στο Νομό Ρεθύμνης», Αθήνα 1985, σ. 257-9· Νίκος Κοκονάς, «Βρετανοί κατάσκοποι στην Κρήτη», Αθήνα 1991, σ. 153-5).

Διαφωτιστικότερες όλων αποδεικνύονται, ωστόσο, οι αναμνήσεις του ταξίαρχου Εντι Μάγερς από ένα μικροσυμβάν, λίγο πριν από τον Γοργοπόταμο:

«Δυο έλληνες χωροφύλακες στην υπηρεσία των Ιταλών», γράφει, «είχαν έρθει στη Στρώμνη με διαταγή του διοικητή της ιταλικής φρουράς να μαζέψουν μια μεγάλη ποσότητα από πατάτες για την ιταλική μονάδα. Ο [οπλαρχηγός] Καραλίβανος ήρθε στη Στρώμνη, επετέθηκε στο σπίτι όπου είχαν καταλύσει οι χωροφύλακες και τους έσυρε μαζί του στο δάσος. Εκεί, αφού τους έδειρε, τους πήρε τις στολές τους, τους απείλησε ότι θα τους σκότωνε αν τολμούσαν να ξανάρθουν σ’ εκείνη την περιοχή και τους άφησε να φύγουν με τα εσώρουχα. Κατά τη γνώμη μας, θα ήταν καλύτερα αν τους είχε σκοτώσει και θάψει τα πτώματά τους μέσα στο δάσος» («Η ελληνική περιπλοκή», Αθήνα 1975, σ. 60).

Μίλησε κανείς για «κόκκινη» βία;

Ενας «Παύλος», μα ποιος Παύλος;

Το επίμαχο έγγραφο του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

Μελετώντας τον φάκελο με τα υλικά του «επαναστατικού στρατοδικείου» της ΑΕΑΚ που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης στα Χανιά (Αρχείο Ιωάννου Παΐζη, φ. 17), ο ερευνητής είναι αδύνατο να μη σταθεί σ’ ένα πολύ περίεργο ντοκουμέντο.

Ο λόγος για το σχέδιο της «εξαιρετικώς λίαν επείγουσας» απόφασης υπ' αριθμόν 4, γραμμένο πρόχειρα με μολύβι και δίχως ημερομηνία, όχι στο τετράδιο των επίσημων Πρακτικών του οργάνου αλλά σ’ ένα φύλλο χαρτί με τυπωμένο τον προσωπικό λογότυπο του προέδρου του («Γεώργιος Ν. Αλεβυζάκις, Αργυρούπολις Ρεθύμνης»).

Στο τετράδιο των Πρακτικών δεν έχει καταχωριστεί ταυτάριθμη απόφαση, αλλά έχει αφεθεί ένα τουλάχιστον φύλλο κενό μετά την Νο3, ακολουθούν δε τα έγγραφα υπ’ αριθμόν 5 και 6, με μεταπολεμικές ημερομηνίες (12-14/5/1949) και περιεχόμενο σχετικό με την τότε διαδικασία αναγνώρισης των αντιστασιακών.

Απορίες γεννά, τέλος, το γεγονός ότι στο επίμαχο χαρτί τα στοιχεία του καταδικασθέντος είχαν αρχικά αφεθεί κενά, για να συμπληρωθούν αργότερα -μεταπολεμικά- με στυλό, όπως με στυλό έχει προστεθεί και η υπογραφή του προέδρου.

Το έγγραφο φέρει ταξινομητικό αριθμό 14 και το περιεχόμενό του πολλαπλασιάζει ακόμη περισσότερο τα ερωτήματα:

«Επειδή ως προκύπτει εκ της μέχρι σήμερον τακτικής του παρά ταις Γερμανικαίς Αρχαίς Κατοχής διερμηνέως ο Παύλος Βαρδινογιάννης του Ιωάννου και της Χρυσής ετών 18 εξ Επισκοπής Ρεθύμνης ούτος παρά τας μέχρι σήμερον συστάσεις μας όπως μας πληροφορεί περί των εκάστοτε κινήσεων, προθέσεων και δυνάμεως των Γερμανών, ίνα λαμβάνωμεν προφυλακτικά μέτρα διά την ασφάλειαν της υπηρεσίας μας και του κοινού ειδοποιούντες εγκαίρως περί των κινδύνων, όχι μόνον ουδέποτε μας εγνώρισε τίποτε αλλ’ απεναντίας τακτικώτατα οδηγεί τους Γερμανούς εις διάφορα χωριά προς ερεύνας και αναζήτησιν διαφόρων τροφίμων, όπλων και ειδών ρουχισμού (Βιλλανδρέδο), αλλά και κατά την έρευναν δι’ ανεύρεσιν όπλων εις Ασή Γωνιά και όταν ο ενωμοτάρχης Σπυρ. Βασιλαντωνάκης έδιωξεν τους υπ’ αυτόν χωροφύλακας ίνα ματαιώση την έρευναν διά την πρόληψιν συλλήψεων (εν περιπτώσει ανευρέσεως όπλων) ούτος ανέφερεν εις τον Γερμανόν ανθυπασπιστήν επικεφαλής του Γερμανικού αποσπάσματος (ότι ο ενωμοτάρχης έδιωξε τους χωροφύλακας και πού θα πάμε) με αποτέλεσμα να συλληφθή ο ενωμοτάρχης Σπ. Βασιλαντωνάκης υπό των Γερμανών διά Σαμποτάζ και τον οποίον μετά πολλών ενεργειών και δυσκολιών κατωρθώσαμε να τον απαλλάξωμεν, δωροδοκήσαντες τον Γερμανόν ανθυπασπιστή (Αυστριακόν) εις έκθεσιν και ανάκρισίν του να είπη ότι ήτο μεσημέρι και έστειλεν τους χωροφύλακας να φάνε.

Επειδή δε η τακτική του αύτη εγκυμονεί κινδύνους, αντί να αρθή εις το ύψος των περιστάσεων

Δια ταύτα, και λόγω του κατεπείγοντος της υποθέσεως και μη δυνατής της συγκλήσεως των μελών του Στρατοδικείου, αποφασίζομεν την σύλληψιν τούτου το ταχύτερον, εάν δε τούτο είναι αδύνατον την θανάτωσίν του διά παντός μέσου και αναθέτομεν την εκτέλεσιν της ως άνω αποφάσεως εις τον Εμμ. Νικολ. Μπικάκη εις Φυλακάς Αποκορώνου μέλος του Εκτελεστικού αποσπάσματος είτε μόνον είτε και δι’ ενισχύσεως δι’ άλλων μελών του Εκτελεστικού αποσπάσματος.

Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου

Γ. Αλεβιζάκις»

Τα στοιχεία του καταδίκου που έχουν γραφεί εκ των υστέρων (ονοματεπώνυμο, ονόματα γονέων, ηλικία, χωριό) ταυτίζονται απόλυτα μ’ εκείνα του πολιτικού Παύλου Βαρδινογιάννη (1925-1984) -διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Σοφοκλή Βενιζέλου το 1950, βουλευτή με τα κόμματα του Κέντρου το 1956-1967 και αργότερα με το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων του Μητσοτάκη (1977-1981), υπουργού της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, αντιστασιακού κατά την πρώτη φάση της χούντας και κατόπιν συνομιλητή του δικτάτορα Παπαδόπουλου, κουμπάρου του Αντρέα Παπανδρέου και αδερφού των μεγαλοεπιχειρηματιών Νίκου, Βαρδή και Γιώργου Βαρδινογιάννη.

Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι κατά τη συμπλήρωση του ονοματεπώνυμου: αντί του «Παύλος» είχε γραφτεί αρχικά εκ παραδρομής «Γεώργιος».

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, τα ερωτήματα γύρω από το περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου παραμένουν ανοιχτά.

Μπορεί κάλλιστα να πρόκειται για αυθεντικό ντοκουμέντο· η απουσία του από το κύριο σώμα των Πρακτικών απαιτεί όμως κάποια εξήγηση.

Ισως πάλι πρόκειται για μεταγενέστερο πλαστογράφημα, με προφανείς πολιτικές στοχεύσεις· σε όποια περίπτωση, παραμένει ακατανόητο το ημιτελές του πράγματος, αφού οποιοσδήποτε πλαστογράφος θα φρόντιζε το δημιούργημά του να εμφανίζει λιγότερες τεχνικές αδυναμίες.

Αν, τέλος, ψεύτικα είναι μόνο τα στοιχεία του «καταδίκου», πώς εξηγείται η επιλογή να μείνουν λευκές οι αντίστοιχες σελίδες των Πρακτικών;

Οσο για το ενδεχόμενο μιας διαβολικής συνωνυμίας, μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί το λιγότερο πιθανό.

Η γαλανόλευκη βία


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου