.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι το δημοσιονομικό μας έλλειμμα – εν πρώτοις του κρατικού προϋπολογισμού που από -2,367 δις € το 2019, διαμορφώθηκε στα -21,219 δις το 2020, στα -17,384 δις το 2021 και στα -11,444 δις το 2022, ενώ προβλέπεται στα -7,8 δις € το 2023 από την ΕΛΣΤΑΤ. Μόλις σε τρία χρόνια δηλαδή, το 2020, το 21 και το 22, η κυβέρνηση παρήγαγε ζημίες ύψους 50 δις € – κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι σήμερα. Όσον αφορά το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, το έλλειμμα των τριών ετών ήταν στα 38,86 δις € – από πλεόνασμα 2,1 δις € το 2019. Τα ελλείμματα αυτά φυσικά, αυξάνουν το ήδη μη βιώσιμο δημόσιο χρέος μας – ενώ καλύπτονται με δανεικά που θα πληρώσουμε πανάκριβα με φόρους και με ξεπουλήματα εμείς και τα παιδιά μας. Στο δημόσιο χρέος μας πάντως των 392,3 δις € του 2022, θα πρέπει να προστεθούν οι κρατικές εγγυήσεις ύψους 8 δις, τα 18,67 δις € του προγράμματος Ηρακλής, τα 1,454 δις € της ΕΤΕπ και τα όποια ποσά του SURE
.
Κοινοβουλευτική Εργασία
Κατ’ αρχήν θεωρούμε μεγάλο λάθος τον τρόπο, με τον οποίο χειρίζεται η κυβέρνηση τον πληθωρισμό – με τη διατήρηση των βασικών φορολογικών συντελεστών, όπως του ΦΠΑ, στα ίδια ύψη, παρά την κατακόρυφη άνοδο των τιμών.
Έτσι τροφοδοτείται περαιτέρω ο πληθωρισμός που είναι συνώνυμος τους φόρους – με την κυβέρνηση να προσπαθεί μέσω αυτού να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, να μειώσει τα ελλείμματα και να περιορίσει τη σχέση του δημοσίου χρέους προς το ονομαστικό ΑΕΠ.
Παράλληλα, εφαρμόζει μία πολιτική χορήγησης επιδομάτων στις πιο αδύναμες εισοδηματικές τάξεις – με προφανή στόχο να βελτιώσει την εκλογική της εικόνα.
Αυτός ο τρόπος όμως, θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός καταστροφικού κύκλου ανόδου των τιμών και επιδοματικής πολιτικής που θα τροφοδοτείται από τα πληθωριστικά έσοδα – κάτι που θα οδηγήσει σταδιακά στη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, στον περιορισμό των επενδύσεων και στην πτώση του πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης.
Όλα αυτά τεκμηριώνονται άλλωστε από την πρόβλεψη της κυβέρνησης για τον πληθωρισμό του 2023 – όπου από 3% στο προσχέδιο, τον αύξησε στο 5%, παρά το ότι οι τιμές της ενέργειας έχουν αρχίσει να υποχωρούν, όσον αφορά το μέρος τους που προερχόταν από την κερδοσκοπική φούσκα.
Με δεδομένο δε το ότι, ο πληθωρισμός υπολογίζεται επί των τιμών του αντίστοιχου μήνα του προηγουμένου έτους, αυτό το 5% θα είναι επί πλέον της ανόδου του 2022 – γεγονός που σημαίνει πως οι Πολίτες θα χάσουν ένα ακόμη μεγάλο μέρος της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων τους που, ειδικά για τη μεσαία τάξη, δεν θα καλυφθεί από επιδόματα.
Έτσι η κρίση χρέους που βιώνει η Ελλάδα πάνω από μία δεκαετία, λόγω της καταστροφικής πολιτικής των μνημονίων, θα εξελιχθεί σε μία κρίση επιβίωσης για τους Έλληνες – η οποία θα εξαθλιώσει τους φτωχότερους και θα εξαϋλώσει ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης.
Σε τελική ανάλυση πάντως, αντί η κυβέρνηση να αλλάξει το αποτυχημένο οικονομικό μοντέλο της χώρας μας, αλλάζει ήδη το ιδιοκτησιακό της καθεστώς – με το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και με τους πλειστηριασμούς της ιδιωτικής, εξαιτίας της αδυναμίας των Ελλήνων να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις τους.
Μίας αδυναμίας που αυξάνεται πλέον και από τον πληθωρισμό, με κριτήριο την άνοδο του ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους – όπως απέναντι στο δημόσιο και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Επίσης στις τράπεζες, με τα πορτοκαλί δάνεια στα 5 δις € – όπου πρόκειται για μία νέα ορολογία.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον πίνακα που κατέθεσε πρόσφατα ο υπουργός, το ιδιωτικό χρέος στα τέλη Ιουνίου του 2022 είχε εκτοξευθεί στα 406 δις € – εκ των οποίων τα 258 δις € κόκκινο, αποτελώντας το νούμερο ένα πρόβλημα των Ελλήνων.
Είτε πάντως το υπολογίζει ως ποσοστό του ΑΕΠ του 2022 σε σταθερές τιμές του 2015, ύψους περί τα 192 δις €, είτε ως ποσοστό του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, μαζί με τον πληθωρισμό δηλαδή, στα 210 δις €, δεν αλλάζει απολύτως τίποτα για τους Πολίτες – αφού το ποσόν είναι το ίδιο και συνεχίζει να αυξάνεται, αποδεικνύοντας πως η πολιτική της κυβέρνησης είναι προς τη λάθος κατεύθυνση.
Περαιτέρω, το άλλο μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας μας που επίσης κρύβεται κάτω από το χαλί, είναι το κλιμακούμενο εμπορικό μας έλλειμμα, με τις εισαγωγές να έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο από τις εξαγωγές – κάτι που τεκμηριώνει την πτώση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας και τον αδύναμο παραγωγικό μας ιστό.
Ακόμη χειρότερα έχει εξελιχθεί το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μας – το οποίο από 2,73 δις € το 2019, αυξήθηκε στα 10,96 δις € το 2020 και στα 12,27 δις € το 2021, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Η χρηματοδότηση του δε στηρίχθηκε μεν από τις άμεσες ξένες επενδύσεις, ύψους 2,9 δις € το 2020 και 5,5 δις € το 2021, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, αλλά ασφαλώς δεν ήταν αρκετές – με αποτέλεσμα το εξωτερικό μας χρέος να έχει φτάσει στα 560,8 δις €, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, από περίπου 410 δις € στις αρχές του 2019.
Συν 150 περίπου δις € σε 3 χρόνια. Δεν είναι τρομακτικό;
Από αυτά, τα 282,8 δις € ήταν δημόσιο εξωτερικό και 278 δις € ιδιωτικό εξωτερικό – στην ουσία των εμπορικών τραπεζών και της ΤτΕ.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις τώρα, όπως φαίνεται από το μέγεθος τους των 5,6 δις € το 2021, δεν είναι οι σημαντικότερες – παρά το ότι θριαμβολογεί η κυβέρνηση, ενώ γνωρίζει πως οφείλονται στο ξεπούλημα της χώρας, καθώς επίσης στην παροχή γης και ύδατος στους ξένους.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου είναι σημαντικότερος – ο οποίος, σε σταθερές τιμές του προηγουμένου έτους, αυξήθηκε στα μόλις 27 δις € το 2021, από 25,5 δις € το 2020, ενώ το 2007 ήταν στα 61,8 δις €, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Συνεχίζοντας, το άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι το δημοσιονομικό μας έλλειμμα – εν πρώτοις του κρατικού προϋπολογισμού που από -2,367 δις € το 2019, διαμορφώθηκε στα -21,219 δις το 2020, στα -17,384 δις το 2021 και στα -11,444 δις το 2022, ενώ προβλέπεται στα -7,8 δις € το 2023 από την ΕΛΣΤΑΤ.
Μόλις σε τρία χρόνια δηλαδή, το 2020, το 21 και το 22, η κυβέρνηση παρήγαγε ζημίες ύψους 50 δις € – κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι σήμερα.
Όσον αφορά το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, το έλλειμμα των τριών ετών ήταν στα 38,86 δις € – από πλεόνασμα 2,1 δις € το 2019.
Τα ελλείμματα αυτά φυσικά, αυξάνουν το ήδη μη βιώσιμο δημόσιο χρέος μας – ενώ καλύπτονται με δανεικά που θα πληρώσουμε πανάκριβα με φόρους και με ξεπουλήματα εμείς και τα παιδιά μας.
Στο δημόσιο χρέος μας πάντως των 392,3 δις € του 2022, θα πρέπει να προστεθούν οι κρατικές εγγυήσεις ύψους 8 δις, τα 18,67 δις € του προγράμματος Ηρακλής, τα 1,454 δις € της ΕΤΕπ και τα όποια ποσά του SURE – όπως αναφέρονται στη σελ. 197 του προϋπολογισμού.
Επομένως περί τα 30 δις € που θα εκτόξευαν το χρέος στα 422 δις € – τα οποία δεν αλλάζουν, είτε τα μετράει κανείς ως ποσοστό του πραγματικού ΑΕΠ, είτε του ονομαστικού.
Με ποια λογική αλήθεια δόθηκαν οι εγγυήσεις των 18,7 δις € στις τράπεζες, για να πουλήσουν τα κόκκινα δάνεια τους στους ξένους κερδοσκόπους και να πλειστηριάσουν τα σπίτια των Ελλήνων; Γιατί δεν υιοθετήθηκε η δική μας πρόταση, για την ίδρυση μίας κρατικής εταιρίας κατά το παράδειγμα των ΗΠΑ του 1933, η οποία θα αγόραζε τα κόκκινα δάνεια αντί οι κερδοσκόποι;
Εν προκειμένω, εάν υποθέσουμε πως τα αγόρασαν στο 10% της αξίας τους, θα χρειάζονταν μόλις 10 δις € – όχι τα 18,7 δις € των εγγυήσεων που δόθηκαν στις τράπεζες.
Συνεχίζοντας, η ανάπτυξη της οικονομίας μας προήλθε κυρίως από την κατανάλωση με δανεικά – σημειώνοντας πως η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 11,4% το 1ο εξάμηνο του 2022, συνεισφέροντας 7,9 ποσοστιαίες μονάδες στην άνοδο του ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις συνέβαλαν μόλις κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες.
Με δεδομένο δε το ότι, η ύφεση το 2020 ήταν 9%, η ανάκαμψη το 2021 8,4% και η ανάπτυξη το 2022 κατά τις προβλέψεις του προϋπολογισμού 5,6%, η σωρευτική ανάπτυξη μέσα σε τρία χρόνια, με τη σπατάλη άνω των 50 δις €, ήταν μόλις 5% σε σχέση με το 2019 – δηλαδή περί το 1,67% ετήσια, οπότε χαμηλότερη του 2019 που ήταν 1,9%, χωρίς επί πλέον δαπάνες τότε.
Για ποια ανάπτυξη τύπου V λοιπόν μιλάει ο υπουργός; Μας κοροϊδεύει;
Περαιτέρω, η πρόβλεψη του ρυθμού ανάπτυξης για το 2023, μειώθηκε στο 1,8% από 2,1% στο προσχέδιο – κάτι που φαίνεται λογικό, αφού η Ευρωζώνη μείωσε επίσης το δείκτη στο 0,3% έναντι 1,4% στο προσχέδιο, ενώ αυτός ήταν περίπου ο ευρύτερος μέσος όρος των προηγουμένων ετών.
Οι συνέπειες πάντως του πολέμου της Ουκρανίας και της ενεργειακής κρίσης που είχε ξεκινήσει από πριν, δεν έχουν φανεί ακόμη στο πραγματικό μέγεθος τους – ενώ δεν πρέπει να υποβαθμίζουμε το γεγονός ότι, ένα μεγάλο μέρος της ανόδου των ενεργειακών τιμών, οφείλεται στην αισχροκέρδεια.
Επίσης στο ότι, δεν δόθηκε σημασία στις προειδοποιήσεις του διεθνούς οργανισμού ενέργειας από το 2019 – ενώ ο λανθασμένος χειρισμός της ενεργειακής μετάβασης εκ μέρους της ΕΕ, τα χρηματιστήρια ενέργειας, ο τρόπος υπολογισμού των τιμών του ηλεκτρικού και η πρόωρη απολιγνιτοποίηση, επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο τις τιμές.
Χωρίς ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας πάντως, η Ευρώπη δεν θα μπορεί να ανταγωνισθεί ούτε τις ΗΠΑ, ούτε τις μεγάλες ασιατικές οικονομίες, με αρκετές επιχειρήσεις να μεταναστεύουν εκεί – ενώ ήδη οι βιομηχανικές χώρες του κέντρου έχουν προβλήματα που θα μεταφερθούν αργότερα στα κράτη της περιφέρειας, μέσω της μείωσης του τουρισμού και των εξαγωγών τους.
Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε θα είναι η τρίτη φορά μετά το 2008 που θα μας τιμωρήσει η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, χωρίς καν συνέργειες με τον πρωτογενή μας τομέα και τη μεταποίηση – έχοντας τονίσει πολλές φορές πως πρόκειται για έναν προκυκλικό, εντάσεως κεφαλαίου κλάδο, οπότε πολύ επικίνδυνο σε εποχές κρίσης.
Η ΕΕ προβλέπει πάντως ρυθμό ανάπτυξης 1% για το 2023 για την Ελλάδα, μειώνοντας την πρόβλεψη της ύψους 2,4% του Ιουνίου – ενώ το ΔΝΤ 1,8% στο report του Οκτωβρίου.
Όσον αφορά το ονομαστικό μας ΑΕΠ, σε τρέχουσες τιμές δηλαδή, προβλέπεται στα 210,17 δις € το 2022 από 209,9 δις στο προσχέδιο – καθώς επίσης στα 224,13 δις το 2023, από 220,9 δις € στο προσχέδιο, λόγω της μεγαλύτερης ανόδου του πληθωρισμού, αφού μειώθηκε η πρόβλεψη του ρυθμού ανάπτυξης.
Όπως είχαμε προβλέψει πάντως κατά τη συζήτηση του προσχεδίου, με κριτήριο τη συνεχή άνοδο του δομικού πληθωρισμού που διαμορφώθηκε στο 5,2% τον Οκτώβρη έναντι 5% μέσου της Ευρωζώνης, από 4,9% το Σεπτέμβρη και 4,8% αντίστοιχα, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή θα ήταν μεγαλύτερος του 8,8% που προέβλεπε η κυβέρνηση – η οποία τον προβλέπει πλέον στο 9,7% το 2022 και στο 5% το 2023, εξαθλιώνοντας ακόμη περισσότερο τους Έλληνες.
Όσον αφορά τώρα το χρέος που προβλέπεται στο 168,9% του ΑΕΠ το 2022 για τη γενική κυβέρνηση, από 180,5% το 2019, οφείλεται καθαρά στην άνοδο του ονομαστικού ΑΕΠ από τον πληθωρισμό – αφού χωρίς αυτόν το ΑΕΠ δεν θα υπερέβαινε τα 194 δις €, οπότε το χρέος θα ήταν στο 183% του ΑΕΠ και άρα υψηλότερο του 2019.
Σε ποια μείωση λοιπόν αναφέρεται η κυβέρνηση; Στην πληθωριστική που ληστεύει και εξαθλιώνει τους Έλληνες; Θα ήταν ευχαριστημένη, εάν η άνοδος των τιμών ήταν 30%, οπότε το ΑΕΠ περί τα 245 δις € και το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης στο 145% του ΑΕΠ;
Παρεμπιπτόντως, δεν είναι σωστό να αναφερόμαστε σε πληθωρισμό, αφού η άνοδος των τιμών δεν οφείλεται στη λειτουργία του σπιράλ μισθών/τιμών – δεν συνοδεύεται δηλαδή από μία ανάλογη αύξηση των μισθών, όπως σε έναν φυσιολογικό πληθωρισμό, οπότε είναι εξαιρετικά επώδυνη κυρίως για τους εργαζομένους και τους συνταξιούχους.
Συνεχίζοντας με την ανεργία, μειώνεται το ποσοστό της στο 10,7% το 2022 από 11% στο προσχέδιο και στο 10,6% το 2023 – σημειώνοντας πως πριν από τα μνημόνια, το 2009, ήταν μεν στο 10,5%, αλλά με σημαντικά ποιοτικότερες και πολύ καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Πρόκειται όμως για μία πλασματική εικόνα – αφού υπάρχει η γνωστή διαφορά της ΕΛΣΤΑΤ με τον πρώην ΟΑΕΔ, καθώς επίσης η φυγή των νέων μας στο εξωτερικό που δυστυχώς συνεχίζεται.
Στην ουσία, δημιουργούνται στην Ελλάδα φθηνές θέσεις εργασίας για ανειδίκευτους, όπως αναφέρεται και στον προϋπολογισμό, οι οποίες συχνά καλύπτονται από μετανάστες – ενώ το εκπαιδευμένο δικό μας προσωπικό απορροφάται από τις βιομηχανικές χώρες, με τελικό αποτέλεσμα την αντικατάσταση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού μας.
Είναι πάντως θετικό το μέτρο της πρόσληψης των μακροχρόνιων ανέργων, μέσω των ασφαλιστικών εισφορών ύψους 119 εκ. € το 2022 και θα πρέπει να συνεχισθεί – με στόχο να βοηθήσει στη μείωση της μακροχρόνιας ανεργίας.
Επίσης της διατήρησης των επιδομάτων, εάν συμπληρώσουν τα 70 ημερομίσθια – επειδή θα βοηθήσει στις εποχιακές εργασίες.
Εν τούτοις, είναι τρομακτική η μείωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, σε επίπεδα χαμηλότερα από το 2000, προφανώς λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων – ενώ, σύμφωνα με την έκθεση εκτέλεσης του προϋπολογισμού του γραφείου της Βουλής, υπάρχει μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Το γεγονός αυτό, εν μέσω ισχυρού πληθωρισμού, είναι θανατηφόρο – αφού οι πραγματικές αμοιβές μειώνονται πολύ περισσότερο.
Περαιτέρω, για το πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% το 2023 που αναγράφεται στο προσχέδιο, μόνο να χαμογελάσει μπορεί κανείς – ενώ όσον αφορά την αύξηση των εσόδων στα 56,7 δις το 2023 από 54,9 δις το 2022, έναντι πρόβλεψης 50 δις, με υπεραπόδοση δηλαδή 4,9 δις, φαίνεται εφικτή εάν επαληθευθεί ο ρυθμός ανάπτυξης και το ποσοστό του επί πλέον πληθωρισμού.
Όλα αυτά τα νούμερα πάντως έχουν αυξηθεί σε σχέση με το προσχέδιο, αν και ελάχιστα – κάτι που προφανώς οφείλεται στην πρόβλεψη για υψηλότερο πληθωρισμό, με οδυνηρές συνέπειες για τους Πολίτες.
Το μεγαλύτερο μέρος των φόρων είναι ο ΦΠΑ που προβλέπεται στα 22,1 δις το 2023, από 21,4 δις το 2022 – έχοντας αυξηθεί από την πρόβλεψη των 18,7 δις, λόγω της ανάπτυξης εξαιτίας κυρίως του τουρισμού και του πληθωρισμού, από 17,6 δις το 2019.
Παρεμπιπτόντως κ. υπουργέ, δεν πρέπει να καταργηθεί επιτέλους η απαράδεκτη φορολόγηση με τεκμήρια που αυξάνονται από τις νέες αντικειμενικές αξίες των ακινήτων; Δεν είναι δυνατόν να παραμένει η Ελλάδα εν προκειμένω η μοναδική εξαίρεση στην ΕΕ.
Έχουμε δηλαδή μία αύξηση 21,6% μεταξύ των ετών 2019 και 2022 – ενώ η μη μείωση του συντελεστή αναλογικά είναι μία εγκληματική πολιτική, αφού υποδαυλίζει την άνοδο των τιμών και επιδεινώνει τη μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων, επειδή πρόκειται για έναν οριζόντιο και άδικο φόρο.
Προβλέπεται επίσης η αύξηση των φόρων των επιχειρήσεων στα 5 δις από 4,7 δις στο προσχέδιο το 2023, 4,1 δις το 2022, 3,5 δις το 2021 και 4,4 δις το 2019, παρά τη μείωση των συντελεστών – εύλογα, λόγω της ανάπτυξης και των υπερκερδών των καρτέλ της ενέργειας, καθώς επίσης των αλυσίδων λιανικής.
Θα φορολογηθούν επιτέλους τα υπερκέρδη των εταιριών του ενεργειακού τομέα, όπως δηλώνουν η ΕΕ και η κυβέρνηση; Έχει συμπεριληφθεί στις προβλέψεις;
Συνεχίζοντας με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την ΑΑΔΕ, έχουν αυξηθεί σε άνω των 112,6 δις – με βάση την έκθεση Εκτέλεσης του Προϋπολογισμού του Γραφείου της Βουλής. Δεν αποτελεί μία ένδειξη αποτυχίας της κυβερνητικής πολιτικής, όπως το συνολικό κόκκινο ιδιωτικό χρέος;
Όσον αφορά τις δαπάνες, θα ανέλθουν στα 69,9 δις το 2023 από 71,8 δις το 2022, υπερβαίνοντας τις προϋπολογισθείσες των 65,5 δις – από 55,9 δις το 2019.
Η αύξηση του 2022 στα 33,8 δις € από 29,8 δις το 2021, προέρχεται από τις Μεταβιβάσεις, όπου περιλαμβάνονται τα περισσότερα έξοδα της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης – ενώ έχει ενδιαφέρον η αύξηση τους κατά 1,1 δις από τα 32,7 δις του προσχεδίου, μέσα σε έναν μόλις μήνα. Δεν είναι ντροπή; Προβλέπεται πάντως να μειωθούν στα 31,6 δις το 2023.
Ειδικά όσον αφορά την ενεργειακή κρίση στη σελίδα 174, τα μέτρα επιδότησης της ενέργειας θα είναι 10,6 δις το 2022, από 12 δις στο προσχέδιο – προφανώς λόγω της μείωσης των τιμών.
Για το 2023 αναφέρεται μόνο 1 δις € για την επιδότηση των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και 250 εκ. € για επίδομα θέρμανσης – το οποίο τουλάχιστον διορθώθηκε από τα 80 εκ. € του Προσχεδίου, ενώ το 1 δις δεν υπήρχε καν.
Κατά την άποψη μας, δεν είναι αρκετά με τη συνεχιζόμενη φτωχοποίηση των Ελλήνων από τον πληθωρισμό που είναι συνώνυμος με τους φόρους και με τις αμοιβές τους σταθερά χαμηλές – ενώ οι τιμές της ενέργειας μάλλον θα αυξηθούν, εάν συνεχισθεί ο πόλεμος και επιβληθεί πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο.
Αναφέρεται επίσης ότι, τα 8,1 δις από 9,5 δις στο Προσχέδιο, χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης – ενώ τα έσοδά του είναι 5,9 δις από 7,4 δις στο Προσχέδιο.
Ουσιαστικά καταναλώνονται τα χρήματα του Ταμείου, μαζί με ότι είχε συγκεντρωθεί που όπως φαίνεται εξαντλείται και αυτό – ενώ το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης ουσιαστικά τροφοδοτείται μέσω του ΕΤΜΕΑΡ και του ΕΛΑΠΕ.
Των κατασκευασμάτων δηλαδή που έχουν δημιουργήσει οι μνημονιακές κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ/ΝΔ, υπό τις ευλογίες της ΕΕ – για να μην καταλαβαίνουμε πόσο κοστίζουν οι επιδοτούμενες ΑΠΕ.
Το Πράσινο Ταμείο πάντως θα έπρεπε να καλύψει την απολιγνιτοποίηση, για την οποία όμως φαίνεται πως δεν υπάρχουν χρήματα – ελπίζοντας να μη δρομολογηθεί τελικά.
Οι πιστώσεις τώρα για το μεταναστευτικό, είναι ύψους 180 εκ. € στη σελ. 111 – ενώ οι δαπάνες του Υπουργείου Μεταναστευτικής πολιτικής από το ΠΔΕ θα είναι 670 εκ. € το 2023, με τα σχετικά ποσά είναι αυξημένα, σε σχέση με το 2019.
Αυτό είναι το πρόβλημα που έλυσε η Νέα Δημοκρατία; Όλα αυτά πάντως τα πληρώνει η Ελλάδα – όχι η ΕΕ που πρέπει να δίνει μόνο 200 εκ. €, με βάση τον πίνακα 3.15.
Η στήριξη του πρωτογενούς μας τομέα με 212 εκ. €, για μειώσεις κόστους καυσίμων, λιπασμάτων και ζωοτροφών, είναι πολύ χαμηλή – ενώ, εάν καταλάβαμε καλά, δεν έχει προβλεφθεί τίποτα για το 2023. Είναι δυνατόν;
Αντίθετα, είναι θετικό το πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού που έχουμε προτείνει και εμείς, για την επέκταση της σεζόν – ενώ θα πρέπει να συνδεθούν οι ενισχύσεις, με την αγορά ελληνικών προϊόντων.
Σε σχέση με τις δαπάνες των Νοσοκομείων, θα ανέλθουν στα 3,29 δις το 2023 από 3,35 δις το 2022 – αυξημένες κατά 450 εκ. € σε σχέση με την πρόβλεψη των 2,9 δις.
Το 2019 πριν την πανδημία ανήλθαν σε 2,6 δις €. Αυτές είναι οι προσθήκες στο ΕΣΥ; 690 εκ. € μετά την πανδημία;
Το κόστος μισθοδοσίας αυξάνεται σε 748 εκ. € το 2023 από 734 εκ. € το 2022 και 691 εκ. € το 2021 πριν τις αναστολές – ενώ το 2019 ήταν 554 εκ. €. Επομένως, έχουμε μία αύξηση της μισθοδοσίας κατά 44 εκ. € το 2022 και επί πλέον 14 εκ. € το 2023.
Εν προκειμένω, θα πρέπει να επανέλθει το νοσηλευτικό προσωπικό που ευρίσκεται σε αναστολή. Έχει υπολογιστεί; Θα δοθούν αναδρομικά οι παρακρατήσεις των μισθών;
Αναφορικά με τις εξοπλιστικές δαπάνες που δεν αναγράφονται χωριστά, έχουμε συνολικές αγορές παγίων ύψους 3,4 δις το 2022 – όπου όμως το 2023 θα μειωθούν στα 229 εκ. στη σελ. 111. Πώς είναι δυνατόν, αφού υπάρχει το πρόγραμμα των Belhara, καθώς επίσης οι αναφορές για κορβέτες;
Συνεχίζοντας με το ΠΔΕ, είναι πολύ βασικό για την ανάκαμψη της οικονομίας μας – ενώ ανέρχεται σε 8,3 δις € το 2023, από 7,8 δις € πρόβλεψη το 2022 που όμως τελικά αυξήθηκε κατά 1 δις με το συμπληρωματικό προϋπολογισμό.
Επομένως θα μειωθεί το 2023, κάτι που θεωρούμε μεγάλο λάθος, παρά το ότι προστίθεται το Ταμείο Ανάκαμψης με 3,6 δις – για να ανέλθει συνολικά στα 11,96 δις.
Λάθος, επειδή είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για να διενεργηθούν παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα – ενώ ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών διατίθεται για άλλους σκοπούς.
Οι εισπράξεις από το ΤΑΑ φαίνεται πως θα ανέλθουν στα 3,6 δις το 2023, από 2,8 δις το 2022 και 307 εκ. € το 2021 – όταν είχαν προεγκριθεί 3,9 δις.
Σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις, από τις οποίες δεν ωφελείται καθόλου η χώρα μας, υπάρχει ένα ολόκληρο Κεφάλαιο – ενώ πρόκειται για ένα πρόγραμμα σκάνδαλο που διενεργούν οι δανειστές, για δικό τους όφελος.
Εν προκειμένω, ο πίνακας 5.2 είναι χαρακτηριστικός, όπως επίσης ο 5.3 – καταθέτοντας και τους δύο στα πρακτικά. Για παράδειγμα, τι σημαίνει το ότι η ΓΑΙΑΟΣΕ θα αξιοποιήσει το στρατόπεδο Γκόνου που ανήκει στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας ή η αξιοποίηση του οικοπέδου Σκαραμαγκά/Σχιστό που ανήκει στα ναυπηγεία;
Όσο αφορά τον ασφαλιστικό τομέα, η μείωση των εισφορών που παγιώνεται, σημαίνει απώλεια εσόδων 871 εκ. που θα μας επιβαρύνουν όλους με τον προϋπολογισμό – αφού η χώρα μας παράγει μόνο ζημίες και χρέη.
Το σύνολο των εσόδων των ΟΚΑ προβλέπεται να ανέλθει στα 47,2 δις το 2023, από 45 δις το 2022 – ενώ τα έξοδα θα ανέλθουν στα 45,9 δις από 43,4 το 2021, επειδή φαίνεται πως επιτέλους δρομολογείται το θέμα των εκκρεμών συντάξεων.
Το ισοζύγιο των ΟΚΑ τώρα παραμένει θετικό, λόγω της αύξησης των εισφορών κατά 1,2 δις περίπου – στα 23,8 δις το 2023 από 22,6 δις € το 2021, κυρίως λόγω της ανόδου του κατώτατου μισθού.
Κλείνοντας με τις ανάγκες δανεισμού, αφού έχουμε ήδη αναφερθεί στο χρέος, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα λήξης του χρέους του ΟΔΔΗΧ υπάρχουν πληρωμές ύψους 16,3 δις το 2023 – ενώ το ίδιο έτος ξεκινάει η αποπληρωμή του EFSF, με 1,7 δις € που αυξάνονται στη συνέχεια.
Για την αναχρηματοδότηση τους θα πρέπει να δανεισθεί το δημόσιο – όταν όμως τα επιτόκια δανεισμού είναι απαγορευτικά.
Όπως φαίνεται στη σελ. 55, θα επιλεχθεί ο βραχυχρόνιος δανεισμός – σημειώνοντας πως τα repos έχουν φτάσει στα 40,7 δις, χωρίς να γνωρίζουμε ποια θα είναι συνολικά η ετήσια κυκλοφορία τους που αυξάνεται σταθερά.
Εκτός αυτού, έχει αυξηθεί ο δανεισμός του κράτους από τις τράπεζες, με χρήματα που στερείται η οικονομία – ενώ οι τράπεζες επιβαρύνουν την κοινωνία μέσω των χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων, των υψηλών προμηθειών και την περικοπή του δικτύου τους, σημειώνοντας πως δεν αποκλείεται να έχουν κεφαλαιακά προβλήματα.
Οι τόκοι της κεντρικής διοίκησης αναμένεται να φτάσουν στα 5,5 δις € το 2023 – ενώ της Γενικής Κυβέρνησης στα 6,1 δις ή στο 2,7% του ΑΕΠ.
Δεν χρειάζεται πάντως να επαναλάβουμε ότι, τα επιτόκια αυξάνονται επικίνδυνα – ενώ θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αφού δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν για πολύ σε αρνητικό έδαφος τα πραγματικά επιτόκια.
Τέλος, διαπιστώσαμε πως καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια αιτιολόγησης της ύπαρξης του αποτυχημένου Επιτελικού Κράτους – μέσα από την παρακολούθηση διαφόρων δεικτών και προϋπολογισμών, καθώς επίσης τη δρομολόγηση του Προϋπολογισμού Επιδόσεων.
Το μόνο που έχουμε να πούμε εδώ είναι το ότι, εάν επιτυγχανόταν έτσι αποτελεσματικότητα και ανάπτυξη, τότε θα είχαν ήδη επιλυθεί τα προβλήματα της χώρας μας – με τα δεκάδες νομοσχέδια που έχουν ψηφισθεί από την κομματική πλειοψηφία.
Συμπερασματικά λοιπόν, πρόκειται για έναν ακόμη προϋπολογισμό που θα καταλήξει στα σκουπίδια, όπως όλοι οι προηγούμενοι – με μοναδική ελπίδα μας το ότι, θα αντικατασταθεί ενδιάμεσα η κυβέρνηση, προτού προλάβει να προξενήσει και άλλες ζημίες στην Ελλάδα. Προφανώς καταψηφίζουμε τον προϋπολογισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου