Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

 


.

Φαίνεται πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να ήταν ο καταλύτης για τη φθίνουσα περιφερειακή δύναμη της Ρωσίας – επίσης όμως, θα μπορούσε να αποκαλύψει την ευθραυστότητα της ίδιας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το γεγονός δε ότι, η Ρωσία παρέμεινε σχετικά παθητική και αμέτοχη στις συνοριακές διαφορές της περιοχής επιρροής της, δίνει την εντύπωση πως είναι απρόθυμη να εμπλακεί σε περισσότερα από ένα μέτωπα – προφανώς, λόγω της αδυναμίας της να ανταπεξέλθει. Όποια και αν είναι πάντως η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, η ικανότητα του ρωσικού κράτους να διατηρήσει την πολυεθνική του ομοσπονδία στη σημερινή της μορφή, θα δοκιμασθεί πολύ σκληρά – όπου όμως, μία ανασφαλής Ρωσία, αντιμέτωπη με την περαιτέρω αποδυνάμωση της επιρροής της και με τον κίνδυνο διάλυσης της, θα αποτελέσει μία τεράστια γεωπολιτική πρόκληση για την Ευρώπη.

.

Ανάλυση

Βασίλης Βιλιάρδος, Οικονομολόγος, ΑΣΟΕΕ Αθηνών, Πανεπιστήμιο Αμβούργου

Είναι προφανές πως η Ρωσία ευρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση – αφενός μεν επειδή ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει εξελιχθεί σύμφωνα με τα σχέδια της, αφετέρου λόγω του ότι η επιρροή της στα άλλα κράτη της περιοχής, αρχίζει να μειώνεται. Έως πρόσφατα δε, το ερώτημα σχετικά με το πώς θα μπορούσε να ενσωματωθεί η Ρωσία στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων είτε είχε υποτιμηθεί, είτε αγνοούταν από την Ευρώπη, σύμφωνα με τον FFuredi -ενώ οι ΗΠΑ δεν το θέλησαν ποτέ, αφού ασφαλώς δεν τις εξυπηρετεί μία ισχυρή Ευρώπη, έχοντας επί πλέον ανέκαθεν το φόβο τυχόν ένωσης της Γερμανίας με τη Ρωσία.

Η ιστορία πάντως δεν τελείωσε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης – όπως είχε ισχυρισθεί ο F. Fukuyama. Αντίθετα, άλυτα ζητήματα που χρονολογούνται από τις αρχές του 20ου αιώνα, έρχονται ξανά στο προσκήνιο – γεγονός που σημαίνει ότι, εκτός από τον αιματηρό πόλεμο στην Ουκρανία, υπάρχουν αρκετές άλλες, ενδεχομένως πολύ πιο καταστροφικές συγκρούσεις που θα μπορούσαν να ξεσπάσουν.

Εν προκειμένω, ο πλέον χρήσιμος ιστορικός παραλληλισμός, δεν είναι άλλος από το «γερμανικό ζήτημα» – το οποίο κυριάρχησε στη γεωπολιτική για ένα μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα, ενώ σε κάποιο βαθμό επανεμφανίσθηκε μετά το 2010. Ειδικότερα, η Γερμανία ήταν το τελευταίο έθνος στην Ευρώπη που πέτυχε την επιθυμητή ενοποίηση του, το 19ο αιώνα – ενώ, για διάφορους λόγους, ήταν πολύ αδύναμη για να καταφέρει να πραγματοποιήσει τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες τον 20ο αιώνα.

Ταυτόχρονα όμως, η Γερμανία ήταν πολύ ισχυρή για να περιορισθεί σε έναν δευτερεύοντα ρόλο, στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων – ενώ η αποτυχία να βρεθεί μία ικανοποιητική απάντηση στο γερμανικό ζήτημα τότε, αποσταθεροποίησε την Ευρώπη και τελικά οδήγησε στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μόνο μετά τη διαίρεση της Ευρώπης στη Διάσκεψη της Γιάλτας το 1945, καθώς επίσης την επανένωση της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία τη δεκαετία του 1990, επιλύθηκε οριστικά το γερμανικό ζήτημα – αν και επανήλθε κάπως, μετά την κρίση του 2010, υπενθυμίζοντας πως το σταμάτημα του αγωγού Nord Stream 2, χαρακτηρίσθηκε από γνωστό Αμερικανό ως η 3η ήττα της Γερμανίας από τις ΗΠΑ.

Η απώλεια ισχύος ως πηγή αστάθειας

Συνεχίζοντας, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το «ρωσικό ζήτημα» έχει εξελιχθεί σε μία παρόμοια πηγή αστάθειας στην Ευρώπη – με την έννοια πως η Ρωσία δεν είναι πιά μία παγκόσμια υπερδύναμη και αντιμετωπίζει συνεχώς απειλές για τη θέση της στην διεθνή τάξη πραγμάτων, καθώς επίσης για την ασφάλεια της.

Ειδικότερα, η Ρωσική Ομοσπονδία στερείται εσωτερικής συνοχής – ενώ το Κρεμλίνο αγωνίζεται συνεχώς να διατηρήσει τον έλεγχο των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων και εθνικοτήτων που κατοικούν εντός των συνόρων της χώρας.

Στα πλαίσια αυτά, εάν η Ρωσία χάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ακεραιότητα της ως Ομοσπονδίας θα τεθεί υπό αμφισβήτηση – ενώ ακόμη και αν κερδίσει τον πόλεμο, πετυχαίνοντας τους στόχους της στην Ουκρανία, κάτι μάλλον απίθανο με το ΝΑΤΟ απέναντι της (ανάλυση), δεν θα πρόκειται για το τέλος της σύγκρουσης. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως η θέση της Ρωσίας στην παγκόσμια πολιτική, θα παραμείνει ένα διαρκές πρόβλημα – με μεγαλύτερο χαμένο την Ευρώπη.

Η αστάθεια τώρα είναι ήδη εμφανής, στην περιοχή που η Ρωσία θεωρεί ως σφαίρα επιρροής της – όπως με το ξέσπασμα μίας σύγκρουσης στα σύνορα μεταξύ Κιργιζίας και Τατζικιστάν, τον προηγούμενο μήνα (χάρτης). Τότε αναφέρθηκε από τα ΜΜΕ πως όταν ξέσπασαν οι μάχες, σκοτώθηκαν 30 άνθρωποι – αν και πιο πρόσφατες αναφορές αυξάνουν τον αριθμό των νεκρών, σε άνω των 100. Αν και οι δύο πλευρές δε συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός, οι μάχες συνεχίσθηκαν – για τουλάχιστον μία εβδομάδα μετά.

Εκτός αυτού, σύμφωνα με το BBC, σχεδόν 20.000 άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τα χωριά τους – ενώ η σύγκρουση έχει αναζωπυρώσει τους φόβους για ολοκληρωτικό πόλεμο, μεταξύ των δύο χωρών. Σε κάθε περίπτωση, κατά τους γνώστες της περιοχής, οι μάχες μεταξύ του Κιργιστάν και του Τατζικιστάν είναι από τις πιο μεγάλες διακρατικές στρατιωτικές κλιμακώσεις στην ιστορία της κεντρικής Ασίας – από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η παραπάνω σύγκρουση πάντως δεν είναι η μοναδική διακρατική αναταραχή στην περιοχή – αφού λίγες εβδομάδες πριν, ξέσπασε ένας μικρός πόλεμος μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, όπου υπολογίζεται ότι, σχεδόν 100 στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους.

Τόσο  στη μία σύγκρουση δε, όσο και στην άλλη, η Ρωσία παρενέβη με διπλωματικούς διαύλους, για να συνάψει ειρηνευτική συμφωνία – κάτι που επιτεύχθηκε μεν, αλλά είναι σαφές πως οι αντιπαραθέσεις δεν έχουν διευθετηθεί, οπότε είναι θέμα χρόνου να φουντώσουν ξανά οι μάχες.

Τα αίτια αυτών των συνοριακών συγκρούσεων της κεντρικής Ασίας, οι ρίζες τους, ευρίσκονται στη χαοτική διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης – όπου, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ρωσία προσπάθησε να μοιράσει τον μετασοβιετικό χώρο, μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών ομάδων. Εν προκειμένω, η μετασοβιετική ηγεσία δημιούργησε σχέσεις ασφαλείας με τις νεοσύστατες κυβερνήσεις στην κεντρική Ασία, καθώς επίσης με τις χώρες της Υπερκαυκασίας – ελπίζοντας να διατηρήσει την κυριαρχία της στην περιοχή. Η Ρωσία δε διατηρεί στρατιωτικές βάσεις στο Κιργιστάν, στο Τατζικιστάν, στη Γεωργία και στην Αρμενία – για ευνόητους λόγους.

Η απειλή διάβρωσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας

Περαιτέρω, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αποκαλύψει το πόσο εύθραυστη είναι η ρωσική επιρροή στο μετασοβιετικό χώρο – σημειώνοντας ότι, σύμφωνα με μία πρόσφατη έκθεση (πηγή), τόσο το Κιργιστάν, όσο και το Τατζικιστάν, παρά τις καλές σχέσεις τους με το Κρεμλίνο, δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στη Ρωσία, ως «προστάτη ασφαλείας» της περιοχής.

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται καθαρά πως το Αζερμπαϊτζάν αποφάσισε να δοκιμάσει την κατάσταση, όσον αφορά την Αρμενία, συνεπικουρούμενο από την Τουρκία – γνωρίζοντας πως η Ρωσία ήταν απασχολημένη με την ουκρανική αντεπίθεση. Την ίδια στιγμή, τόσο το Ουζμπεκιστάν, όσο και το Καζακστάν, οι δύο πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και κυρίαρχες δυνάμεις στην Κεντρική Ασία, έχουν τηρήσει ουδέτερη στάση απέναντι στον πόλεμο της Ουκρανίας – ενώ είναι αποφασισμένες, ιδίως το Ουζμπεκιστάν, να μειώσουν την επιρροή της Ρωσίας στις κοινωνίες τους.

Εκτός αυτού, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα πρώην σοβιετικά κράτη στον Καύκασο, ζητούν από τη Δύση οικονομική υποστήριξη – επίσης υποστήριξη για την ασφάλεια τους. Μετά δε τις συγκρούσεις στα σύνορα μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, οι ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν γρήγορα στο αίτημα της Αρμενίας για βοήθεια – στέλνοντας την κυρία Ν. Pelosi, την πρόεδρο της αμερικανικής Βουλής στην πρωτεύουσα της Αρμενίας (όπως άλλωστε και στην Ταιβάν παρά τις αντιδράσεις της Κίνας).

Εν προκειμένω, η Pelosi ήταν ο υψηλότερος Αμερικανός αξιωματούχος που επισκέφθηκε την Αρμενία, μετά την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία το 1991 – ενώ είναι γνωστό το ενδιαφέρον των ΗΠΑ ευρύτερα για την Ευρασία (ανάλυση). Η προθυμία πάντως της Αρμενίας να εξετάσει το ενδεχόμενο μίας σχέσης ασφαλείας  με τις ΗΠΑ, θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο το αίσθημα της απομόνωσης και της ανασφάλειας της Ρωσίας – πόσο μάλλον μετά το αίτημα επείγουσας ένταξης στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φινλανδίας.

Επίλογος

Κλείνοντας, φαίνεται πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να ήταν ο καταλύτης για τη φθίνουσα περιφερειακή δύναμη της Ρωσίας – επίσης όμως, θα μπορούσε να αποκαλύψει την ευθραυστότητα της ίδιας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το γεγονός δε ότι, η Ρωσία παρέμεινε σχετικά παθητική και αμέτοχη στις παραπάνω συνοριακές διαφορές, δίνει την εντύπωση πως είναι απρόθυμη να εμπλακεί σε περισσότερα από ένα μέτωπα – προφανώς, λόγω της αδυναμίας της να ανταπεξέλθει.

Όποια και αν είναι πάντως η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, η ικανότητα του ρωσικού κράτους να διατηρήσει την πολυεθνική του ομοσπονδία στη σημερινή της μορφή, θα δοκιμασθεί πολύ σκληρά – όπου όμως, μία ανασφαλής Ρωσία, αντιμέτωπη με την περαιτέρω αποδυνάμωση της επιρροής της και με τον κίνδυνο διάλυσης της, θα αποτελέσει μία τεράστια γεωπολιτική πρόκληση για την Ευρώπη.

Συμπερασματικά λοιπόν, η αποτυχία της Ρωσίας να βρει μία θέση σε ένα κοινό ευρωπαϊκό σπίτι ή η αποτυχία της ΕΕ να της το προσφέρει, θα στοιχειώνει την Ευρώπη για τις επόμενες δεκαετίες – ενώ, είτε το θέλει κανείς είτε όχι, καλώς ή κακώς, τα πεπρωμένα της Ευρώπης και της Ρωσίας είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, αλληλένδετα.

Ως εκ τούτου, η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να γυρίσει την πλάτη στο ρωσικό ζήτημα, όσο και αν η εισβολή στην Ουκρανία καταδικάζεται από όλους τους Ευρωπαίους – ακόμη και αν η Ρωσία δεν ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη του πλανήτη, με ενέργεια και πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την ήπειρο μας.

Ας μην αναφερθούμε δε στις κοινωνικές αναταραχές που ήδη έχουν ξεσπάσει σε πολλά κράτη της ΕΕ, στη φτωχοποίηση της, στην οικονομική κατάρρευση της Μ. Βρετανίας και στα τεράστια μεταναστευτικά κύματα που θα σαρώσουν κυριολεκτικά την Ευρώπη – τόσο από την Ουκρανία, όταν καταστραφούν ολοσχερώς οι υποδομές της, όσο και από τυχόν διάλυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου