Παιδιά δεύτερης γενιάς, που μεγάλωσαν στην Ελλάδα, σκέφτονται ή έχουν κιόλας επιχειρήσει το βήμα της δεύτερης μετανάστευσης προς την Ευρώπη. Γιατί;
«Είχα πολλούς φόβους μεγαλώνοντας, καθώς πίστευα ότι όλα είχαν γίνει λάθος με μένα. Ενιωθα αρχικά ότι γεννήθηκα σε λάθος χώρα. Γεννήθηκα στην Αλβανία, η οποία έχτισε τον “σοσιαλιστικό παράδεισό” της απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο και αφημένη στη μοίρα της σε μια γωνιά της Ευρώπης. Στη συνέχεια είχα την εντύπωση πως μεγαλώνω σε λάθος χώρα με λάθος όνομα και λάθος θρησκεία, γι’ αυτό με κυρίευε ένας διαρκής φόβος. […] Στα Δελτία Ειδήσεων υπήρχε πάντα ένα θέμα που αφορούσε τους Αλβανούς, στις περισσότερες των περιπτώσεων κάτι αρνητικό. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν αναφέρονταν σε κανέναν Αλβανό με το όνομά του, αλλά τους αρκούσε η λέξη “Αλβανός”». Με αυτά τα λόγια ξεκινάει το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ελσόν Ζγκούρη, γιου Αλβανών μεταναστών που μεγάλωσε στην Ελλάδα. Ο Ζγκούρη δεν είναι ο μοναδικός που αποφάσισε να μετουσιώσει το βίωμά του από τη μετανάστευσή τους ως παιδί σε τέχνη. Πληθαίνουν οι φωνές των παιδιών της δεύτερης γενιάς που νιώθουν την ανάγκη να καταγράψουν τη δική τους προσωπική ιστορία, που συμπληρώνει το επίσημο ιστορικό αφήγημα του μεγαλύτερου σε όγκο μεταναστευτικού κύματος στην Ελλάδα.
Παράλληλα, σε εξέλιξη βρίσκεται το εγχείρημα που πραγματοποιούν τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας για τη δημιουργία ενός αρχείου τεκμηρίων και προσωπικών μαρτυριών από τη δεκαετία του ’90, κατά την οποία ήρθαν από την Αλβανία ως μετανάστες εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες. Το εν λόγω πρότζεκτ παίρνει σάρκα και οστά χάρη στη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. «Θέλουμε να συμβάλουμε στη διάσωση και διάδοση της μνήμης της αλβανικής μετανάστευσης», εξηγεί στην «Κ» η Ιλιρίντα Μουσαράι, συντονίστρια του Αρχείου των ΑΣΚΙ, που είναι ταυτόχρονα παιδί Αλβανών μεταναστών. «Η ανταπόκριση του κόσμου είναι μεγάλη και συγκινητική», τονίζει η ίδια, «η καταγραφή των μαρτυριών συνεχίζεται».
Τα «καλύτερά τους» χρόνια
Εχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από το 1991, χρονιά ορόσημο, κατά την οποία ξεκίνησε το μεταναστευτικό κύμα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να ειπωθούν αλήθειες που για δεκαετίες αποσιωπήθηκαν. Τριάντα χρόνια αντιστοιχούν στα παραγωγικά, στα «καλύτερα» χρόνια ενός ανθρώπου – αυτά που πολλοί Αλβανοί αφιέρωσαν δουλεύοντας στην Ελλάδα. Οι μετανάστες, εκ των οποίων πολλοί μέλη της ελληνικής ομογένειας στη Βόρεια Ηπειρο, εξελίχθηκαν στην πολυπληθέστερη εθνοτική ομάδα στην Ελλάδα και σε εκείνη που κατόρθωσε μέσα σε μια γενιά –κάποιες φορές και πιο σύντομα– να ενσωματωθεί επιτυχώς στην ελληνική κοινωνία. Εργάστηκαν σε οικοδομή, έκαναν μερεμέτια, φρόντισαν μωρά και γέροντες, καθάρισαν σπίτια, οδήγησαν ταξί. Πάλεψαν για να βουλώσουν τα στόματα, που στην πρώτη ευκαιρία φώναζαν «δεν θα γίνεις Ελληνας, ποτέ, Αλβανέ». Τριάντα και πλέον χρόνια αργότερα, κάποιοι απέκτησαν περιουσία, οι περισσότεροι κέρδισαν την εμπιστοσύνη εργοδοτών και συνεργατών, ενώ τα παιδιά τους έχουν σημειώσει μια αξιοζήλευτη πορεία· η εξέλιξη είναι συχνά τέτοια, που δημιουργείται χάσμα μεταξύ πρώτης και δεύτερης γενιάς. Στην πλειονότητά τους τα παιδιά τους απέκτησαν –μετά πολλές παλινωδίες– την ελληνική υπηκοότητα. Κι όμως, αυτή η γενιά νέων ανθρώπων, γαλουχημένων και μορφωμένων στην Ελλάδα και ενσωματωμένων τόσο ώστε να μην τίθεται καν ζήτημα αφομοίωσης, έχει αρχίσει να φεύγει προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Η δεύτερη γενιά Αλβανών ακολουθεί τον δρόμο της δεύτερης μετανάστευσης. Γιατί;
Τα παιδιά, στα οποία δεν δόθηκε η ελληνική σημαία ως επιβράβευση για τις σχολικές τους επιδόσεις και τα οποία διάβαζαν χωρίς βοήθεια στο σπίτι τα απογεύματα προσέχοντας τα μικρότερα αδέλφια τους, σπούδασαν, εργάζονται και συχνά γυρνούν την πλάτη στην Ελλάδα μεταναστεύοντας εκ νέου. «Ο,τι και αν καταφέρουμε εδώ, θα είμαστε πάντα οι Αλβανοί», λένε, «θα πρέπει πάντα να εξηγούμε πώς προφέρεται το όνομά μας και από πού κρατάει η σκούφια μας».
Η «Κ» μίλησε με εκπροσώπους της πρώτης και της δεύτερης γενιάς μεταναστών για την εμπειρία της μετανάστευσης στην Ελλάδα, την υπαρξιακή μοναξιά του μετανάστη, τα οικογενειακά αφηγήματα, τις ήττες και τις νίκες, αλλά και την απόφαση για μια νέα μετανάστευση.
Ελσόν Ζγκούρη, 37 ετών
Στην Ελλάδα είχα «ταβάνι», στη Γερμανία, όχι
Οι πολύωρες αναμονές στο αστυνομικό τμήμα για την έκδοση της άδειας εισόδου και εξόδου της οικογένειας είναι μια από τις πιο τραυματικές μνήμες των παιδικών χρόνων του Ελσόν. «Περιμέναμε για πολλές ώρες 30-40 άτομα, οικογένειες με μωρά, μας έβριζαν, μας έσπρωχναν, μας πρόσβαλλαν», θυμάται σήμερα, στα 37 του. «Ανεπισήμως έδιναν προτεραιότητα σε όσους πίστευαν οι Ελληνες αστυνομικοί ότι είχαν σχέση με την ελληνική ή βλάχικη μειονότητα», προσθέτει, «ο πατέρας μου είχε βλάχικο επίθετο αλλά δεν γνώριζε τη γλώσσα, του ζητούσαν όμως επιτακτικά να μιλήσει βλάχικα». Εως ότου θεσμοθετηθούν οι πράσινες κάρτες, η παραπάνω διαδικασία ήταν υποχρεωτική για να περάσουν οι Αλβανοί μετανάστες τα σύνορα. «Ημασταν στο έλεος κάθε αστυνομικού». Εξίσου εξευτελιστικός ήταν και ο έλεγχος από τους συνοριοφύλακες, «ο φόβος και η ταπεινότητα που επιδείκνυαν εκείνες τις στιγμές οι γονείς μου ήταν άνευ προηγουμένου, μας ικέτευαν να μη μιλάμε, να μην κουνιόμαστε, να είμαστε καλά παιδιά». Ο πατέρας του, «αν και δύο μέτρα άνδρας, συμμορφωνόταν σε οτιδήποτε λογικό ή παράλογο του έλεγαν κατά τον έλεγχο». Εξίσου «φύλλο και φτερό» έκαναν οι αρμόδιοι και το αυτοκίνητο της οικογένειας – όταν αργότερα απέκτησε. «Κάποτε προκαλέσαμε μεγάλη αναστάτωση, γιατί φέρναμε αλεύρι από το χωριό, αλλά υποψιάζονταν ότι εισήγαμε κοκαΐνη». Ο Ελσόν, ωστόσο, φθάνει αρχικά με ενθουσιασμό στην Ελλάδα: «Ηθελα να δω από κοντά τη χώρα απ’ όπου έρχονταν άνθρωποι με χρήματα και δώρα». Η οικογένεια εγκαθίσταται σε ένα χωριό της Πέλλας, σε μικρή απόσταση από τα σύνορα. Οι γονείς του δουλεύουν στα χωράφια, «σπαράγγια, καπνά, ροδάκινα». Την εφηβεία του ο Ελσόν την περνάει στη Σάμο, μαζί με συγγενείς του. «Εκείνα τα χρόνια άρχισα να αντιλαμβάνομαι περισσότερο το στίγμα, η ερώτηση “από πού είσαι” ετίθετο επιτακτικά από τους πάντες», διηγείται. «Ταυτόχρονα άρχισα να αντιδρώ και περισσότερο σε ρατσιστικές συμπεριφορές». Εν συνεχεία περνάει στα ΤΕΙ Πληροφορικής στην Καβάλα. «Υπήρξα ιδιαίτερα ενεργός και στον αθλητισμό (σ.σ. έπαιζε ποδόσφαιρο), σε πολιτιστικές δράσεις και στον συνδικαλισμό», επισημαίνει, «για μένα πάντα υπήρχε ένα ταβάνι – “έως εδώ, είσαι Αλβανός”». Συνειδητοποιεί πως ό,τι και αν καταφέρει να κάνει στην Ελλάδα δεν θα γίνει ποτέ αρεστός. «Είχα πάει Εrasmus στο Βέλγιο και εκεί αποφάσισα ότι θα ήθελα να ζήσω στο εξωτερικό». Η αίτησή του για ιθαγένεια έχει «παγώσει» για πολλά χρόνια. «Εκανα μεταπτυχιακό στην Ελλάδα και περίμενα». Το 2016 πήρε την ελληνική υπηκοότητα. «Πήγα να δουλέψω μια σεζόν στη Μύκονο για να μαζέψω λεφτά και έφυγα για Γερμανία», λέει στην «Κ» από το Βερολίνο, όπου πλέον ζει για 8η χρονιά και εργάζεται ως μηχανικός διασφάλισης ποιότητας. «Οι αδελφές μου έχουν εγκατασταθεί η μια στη Μ. Βρετανία και η άλλη στην Κολωνία, οι γονείς μου έχουν επιλέξει να μείνουν στην Ελλάδα», διευκρινίζει. «Οταν συγκρίνω τους όρους της δικής μου μετανάστευσης με εκείνη των γονιών μου, θέλω να κλάψω: είχαν έρθει ανασφάλιστοι, κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή να συλληφθούν χωρίς λόγο και αιτία», λέει. «Η λέξη “χαρτιά” μάς κυνηγούσε».
Για τον ίδιο η απόσταση από την Ελλάδα είναι βάλσαμο. «Εδώ στη Γερμανία δεν είναι καθόλου κακό να μιλάς αλβανικά», παρατηρεί, «ό,τι νιώθεις είναι αποδεκτό». Η ενδοσκόπηση οδήγησε και στο πρώτο του συγγραφικό πόνημα, «Ολες οι γάτες είναι όμορφες» (εκδόσεις Παράξενες Μέρες). «Είχα πολλές αναστολές, φοβόμουν ότι ίσως θα εξέθετα τους γονείς μου, ωστόσο τελικά οι ίδιοι είναι χαρούμενοι γιατί ακούγεται –επιτέλους– η φωνή τους», λέει με ειλικρίνεια.
Ιλίρα Αλιάι, 36 ετών
Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο ήθελα να φύγω
Παρακολουθούσε χρόνο με τον χρόνο το οικογενειακό τραπέζι να αδειάζει. «Ενας ένας οι συγγενείς μας έφευγαν για Ελλάδα», θυμάται σήμερα η 36χρονη Ιλίρα, που γεννήθηκε στους Αγίους Σαράντα. «Η Ελλάδα έπαιρνε τότε μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μου – ήταν η κούκλα με τις μπαταρίες που μιλούσε και η πολύχρωμη σάκα για το σχολείο, δώρα της θείας μου από την Αθήνα». Το 1997, με την κατάρρευση των «πυραμίδων», η οικογένεια αρχίζει να σκέφτεται τη μετανάστευση. Η μητέρα της ήταν λογίστρια και ο πατέρας της ναυτικός. «Είχαμε ένα καλό βιοτικό επίπεδο». Η οικογένεια κατεβαίνει για καλοκαιρινές διακοπές στην Αθήνα. «Τότε μας ρώτησαν αν θα θέλαμε να συνεχίσουμε και τον Σεπτέμβρη στην Ελλάδα». Η 11χρονη τότε Ιλίρα και ο έφηβος αδελφός της απαντούν, ενθουσιασμένοι, καταφατικά και οι γονείς πηγαίνουν στην Αλβανία για να φέρουν ρούχα και οικοσκευή. «Είχαμε φύγει από μια πόλη 25.000 κατοίκων και είχαμε έρθει στην Αθήνα με τα σινεμά και τα λούνα παρκ, είχαμε ξεμυαλιστεί».
Στο σχολείο τη βάζουν να επαναλάβει την τάξη, ωστόσο μέσα σε ένα μήνα η 11χρονη Αλβανίδα μιλάει άπταιστα ελληνικά. «Θυμάμαι την πρώτη μου δασκάλα, έναν υπέροχο άνθρωπο, όπως και την έκτοτε καλύτερή μου φίλη, η οποία επέστρεψε σπίτι της, ανακοίνωσε ότι έχει μια νέα συμμαθήτρια από την Αλβανία και απευθείας η οικογένειά της με κάλεσε για φαγητό». Δεν είναι, ωστόσο, όλοι εξίσου θερμοί. Η Ιλίρα ανήκει στη φουρνιά των παιδιών στα οποία το εκπαιδευτικό σύστημα αρνήθηκε να γίνουν σημαιοφόροι. «Με κάλεσαν στο δημοτικό και μου ανακοίνωσαν ότι οι αριστούχοι ήταν τρεις και οι παρελάσεις δύο, εγώ θα εξαιρούμουν επειδή ήμουν Αλβανίδα». Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο γυμνάσιο. «Ηταν κάτι που θεωρούσα εκ των προτέρων δεδομένο, ως έφηβη σκέφτηκα “δεν με θέλετε εσείς, δεν σας θέλω ούτε εγώ”». Περισσότερο τραυματικό (και τραγελαφικό) ήταν το επιχείρημα που επιστράτευσε ένας συμμαθητής της. «Ιλίρα, εμένα ο παππούς μου πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, δεν μπορείς τώρα εσύ να σηκώνεις την ελληνική σημαία». «Ετρεξα στους γονείς μου με κλάματα και τους ρωτούσα: έχει γίνει πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας;».
Η Ιλίρα συνεχίζει όμως ακάθεκτη την πορεία της – εισάγεται στη Γερμανική Φιλολογία του ΕΚΠΑ, κάνει μεταπτυχιακό στο Πάντειο και παράλληλα δουλεύει. «Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο ήθελα να φύγω», συμπεραίνει, «βρισκόμουν διαρκώς σε μια θέση άμυνας, να εξηγώ και να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου». Στα 28 της ταξιδεύει για ένα μήνα στην Ευρώπη – έχει πλέον αποκτήσει ελληνική υπηκοότητα. «Τότε μαθαίνω για μια υποτροφία της γερμανικής Βουλής, την οποία διεκδικώ και κερδίζω». Παρά τις πολύ καλές προϋποθέσεις με τις οποίες μεταναστεύει, η Ιλίρα φεύγει με μεγάλη αγωνία. «Φοβόμουν ότι θα είχα μια δύσκολη μετάβαση όπως στα 11 μου, ότι θα γινόμουν πάλι η μετανάστρια που θα την ορίζουν άλλοι». Καθώς όμως όλα πήγαν κατ’ ευχήν, η Ιλίρα αποκτά αυτοπεποίθηση. «Η φυγή σε μια τρίτη χώρα είναι εντέλει θεραπευτική, είναι μια ευκαιρία για να αναθεωρήσουμε, να δούμε τον εαυτό μας υπό άλλο πρίσμα. Στην Ελλάδα υπάρχει συστημικός ρατσισμός, οι αλλαγές γίνονται πολύ αργά, δεν μπορείς να μείνεις όλη σου τη ζωή σε έναν τόπο όπου η καταγωγή σου έχει αρνητικό πρόσημο». Η υπόλοιπη οικογένειά της έχει επιστρέψει στην Αλβανία, «οι γονείς μου χωρίς να έχουν κατορθώσει να βγάλουν σύνταξη, παρά τη σκληρή δουλειά στην Ελλάδα», ενώ η ίδια έχει δημιουργήσει τη δική της στη γερμανική πρωτεύουσα.
Πάολα Τσέλα, 33 ετών
Ελεγα στους πρόσφυγες, είμαι σαν εσάς
«Είμαι σαν και εσάς, δεν είμαι πιο δυνατή, ξεκίνησα ακριβώς όπως εσείς τώρα». Αυτό ήταν το μήνυμα που προσπαθούσε να μεταφέρει με λέξεις, χειρονομίες και βλέμματα η Πάολα, κόρη μεταναστών από την Αλβανία, στους μικρούς πρόσφυγες που έφθαναν μαζικά τα προηγούμενα χρόνια στη Χίο. «Οσο δούλευα στο προσφυγικό, ξύπνησαν ασυνείδητα πολλές αναμνήσεις από τα δικά μου παιδικά χρόνια, η επαφή μαζί τους στάθηκε αφορμή για ενδοσκόπηση», λέει σήμερα η 33χρονη. «Ενιωθα το άγχος των παιδιών καθώς τα συνόδευα σε ένα σχολείο όπου μιλούσαν μια άγνωστη σε εκείνα γλώσσα, συγκινήθηκα βοηθώντας οικογένειες να εγκατασταθούν στη γειτονιά που και εμείς είχαμε μετακομίσει την εποχή που ήρθαμε Ελλάδα». Ταυτόχρονα, γνωρίζει και άλλα παιδιά δεύτερης γενιάς και έχει την ευκαιρία να συζητήσει πολλά, να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της και να κάνει μερικές πολύ δυνατές φιλίες.
Οταν φθάνει η Πάολα στο νησί είναι πέντε χρόνων και ο αδελφός της τριών. «Μας παραχώρησαν ένα σπίτι στον Καρφά, οι γονείς μου βρήκαν αμέσως δουλειές», θυμάται. «Ελειπαν όλη μέρα από το σπίτι, οπότε γρήγορα ανέλαβα την ευθύνη του μικρού μου αδελφού, δεν παραπονιόμουν όμως, ήμασταν πολύ αγαπημένοι». Στο σχολείο η υποδοχή είναι καλή, αλλά τα ελληνικά δυσκολεύουν τα δύο αδέλφια. «Στην τάξη μου δεν είχαμε άλλα παιδιά από Αλβανία». Η ίδια βαφτίζεται Μαγδαληνή, αλλά επιλέγει να χρησιμοποιεί παντού το αλβανικό της όνομα. «Εχω ενσωματώσει τη νοσταλγία των γονιών μου, όποτε περνώ τα σύνορα παθαίνω ταχυπαλμία, όμως στην Αλβανία με αντιμετωπίζουν σαν ξένη», επισημαίνει, «γελάνε με τα αλβανικά μου γιατί κάνω πολλά λάθη». Μεγαλώνοντας η Πάολα αρχίζει να διακρίνει ρατσιστικές συμπεριφορές. «Κάποια βλέμματα ήταν περισσότερο διερευνητικά, κάποιες φορές άκουσα να λένε “α, η Αλβανίδα” ή να μου λένε με έμφαση “εμείς, οι Ελληνες”». Ωστόσο, η ίδια αισθάνεται πολύ κοντά με τους Ελληνες συνομηλίκους της, μεταξύ άλλων έχουν όλοι επηρεαστεί από την πολυετή οικονομική κρίση στην Ελλάδα. «Συγκρίνοντας τις εποχές αντιλαμβάνομαι ότι εμείς τότε υπήρξαμε πιο τυχεροί, γιατί ήρθαμε σε μια καλύτερη εποχή για τη χώρα και ο κόσμος ήταν σε θέση να μας στηρίξει».
Μαζί με τα παιδιά μαθαίνει ελληνικά και η μητέρα τους. «Η μητέρα μου είναι πολύ ευπροσάρμοστη, γρήγορα ενσωματώθηκε στη χιώτικη κοινωνία, έκανε όποια δουλειά υπήρχε, αλλά πάντα ψαχνόταν, ήθελε να κάνει το κάτι παραπάνω». Καθώς ανέκαθεν μαγείρευε καλά, αρχίζει να δουλεύει στην εστίαση. «Εγινε σεφ, άνοιξε ένα εστιατόριο στα Φυτά, μετά στα Μεστά και στην πόλη της Χίου», περιγράφει, «δούλευε πάντα με την ψυχή της». Ο πατέρας της, αντιθέτως, έχει διαφορετική ιδιοσυγκρασία. «Εκείνος δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί εδώ, είναι πολλά χρόνια που έχει παλιννοστήσει». Και η μητέρα της, ωστόσο, λόγω κάποιων οικονομικών δυσκολιών, μεταναστεύει στην Αγγλία. «Εργάζεται σε ένα ελληνικό εστιατόριο στην Οξφόρδη, ενώ και ο αδελφός μου, που έχει σπουδάσει χρηματοοικονομικά, έχει εγκατασταθεί και εργάζεται στην Αγγλία». Και η ίδια προ διετίας παρακολουθεί εκεί μια εννεάμηνη εκπαίδευση στην ολιστική θεραπεία, «καθώς έχω πλέον κατασταλάξει ότι η κλίση μου είναι να φροντίζω τους άλλους».
Οπως παρατηρεί χαριτολογώντας, «ήμουν η μόνη που είχα τάσεις φυγής, αλλά τελικά μόνο εγώ έμεινα στη Χίο». Ο έρωτας φαίνεται να κράτησε την Πάολα στη Χίο, όπου έχει παντρευτεί και έχει αποκτήσει ένα παιδί. «Ο άνδρας μου είναι Χιώτης, κατάγεται από Μικρασιάτες πρόσφυγες και νιώθουμε ότι μας ενώνουν πολλά».
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, 35 ετών
Με έσωζε ότι έπαιζα καλό ποδόσφαιρο
«Είχα καταλάβει από μικρός ότι έπρεπε να κινηθώ με έναν συγκεκριμένο τρόπο για να πάρω τη ζωή στα χέρια μου, ήταν για μένα ζήτημα ζωής και θανάτου, όπως ένας φυλακισμένος που ετοιμάζει την απόδρασή του». Ο 35χρονος Χρήστος Αρμάντο, τοπογράφος μηχανικός αλλά γνωστός για το συγγραφικό και ποιητικό του έργο, το οποίο έχει ήδη αποσπάσει πολλές διακρίσεις (σ.σ. 2014 Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα), «ξορκίζει» τα παιδικά του χρόνια στη Λακωνία ως παιδί μεταναστών μέσω της γραφής. «Γεννήθηκα στη Χειμάρρα και ήρθα τριών χρόνων στην Ελλάδα, από την Αλβανία δεν έχω αναμνήσεις, τις έχω χτίσει εκ των υστέρων», εξηγεί στην «Κ», «η μητρική μου γλώσσα είναι τα ελληνικά, εμείς ως Βορειοηπειρώτες ήρθαμε εγκλιματισμένοι, ήμασταν χριστιανοί ορθόδοξοι, γνωρίζαμε ήθη και έθιμα». Μια ζωή συστήνεται ως «Χρήστος», «δεν έχω καταφέρει να απαλλαγώ από το “Αρμάντο”, το επίκτητο όνομά μου, με το οποίο με έγραψαν στο ληξιαρχείο οι γονείς μου στην Αλβανία, όπου δεν επιτρέπονταν τα χριστιανικά ονόματα». Η ταυτότητα του Βορειοηπειρώτη τού εξασφαλίζει μια καλύτερη αντιμετώπιση από τους δασκάλους, ωστόσο από τους συνομηλίκους και την υπόλοιπη τοπική κοινωνία γίνεται συχνά δέκτης σωματικής και ψυχολογικής βίας. «Ημουν όμως πεισματάρης, έβγαινα στην αντεπίθεση, είχα και καλούς φίλους», θυμάται, «κάποιες φορές με έσωζε ότι έπαιζα καλό ποδόσφαιρο». Η εξαμελής οικογένεια ζει σε μεγάλη επισφάλεια, τα μεροκάματα είναι χαμηλά, οι δυσκολίες πολλές.
«Ημουν ο μικρότερος και με διαφορά από τα άλλα τρία αδέλφια μου, τα οποία δούλευαν εξαρχής στο μεροκάματο», θυμάται, «ένιωθα επί της ουσίας ξένος και μέσα στην οικογένειά μου». Αυτό οφείλεται εν μέρει και στην έλλειψη επικοινωνίας. «Δεν μιλούσαμε πολύ, ειδικά για τα παλιά». Το παρελθόν του πατέρα του, που έχει σπουδάσει γεωπόνος αγρονόμος και έχει διδάξει στην Αλβανία, το ανακαλύπτει τυχαία. «Τον αποκάλεσε κάποιος “δάσκαλο” και έτσι το έμαθα». Ενήλικος πια με αφορμή μια φευγαλέα συζήτηση στο καφενείο του χωριού μαθαίνει για τις αδικίες που έχει υποστεί ο πατέρας του. «Συναισθάνομαι πλέον τη ματαίωσή του», θυμάται. Οι καλές του σχολικές επιδόσεις του εξασφαλίζουν το διαβατήριο για το Μετσόβιο Πολυτεχνείο και την Αθήνα. «Η Αθήνα ήταν μια αποκάλυψη, μια εμπειρία απελευθερωτική», τονίζει, «τα ερεθίσματα ήταν πολλά, ήρθα σε επαφή με τις τέχνες, άρχισα να ανακαλύπτω τον εαυτό μου και να αναγνωρίζω τις φοβίες μου». Και βέβαια, ο νεαρός Χρήστος αρχίζει τότε, ήδη από τα 19 του, να γράφει με φρενήρεις ρυθμούς. «Ως φοιτητής έγραφα 8-10 ώρες την ημέρα», διηγείται, «είχα ανάγκη να δημιουργήσω τη δική μου ταυτότητα, να τοποθετήσω εγώ τον εαυτό μου στον τόπο και τον χρόνο». Τη δεδομένη στιγμή ο Χρήστος μένει στη Σκάλα Λακωνίας. «Είναι μια μεγάλη ανατροπή για εμένα, αλλά η πρωτεύουσα με κούρασε», παραδέχεται.
«Η λέξη “μετανάστευση” είναι παραπλανητική, εντελώς ανώδυνη», εκτιμά με την ιδιότητα πλέον του συγγραφέα, «δεν αποδίδει το βάρος του βιώματος, την υπαρξιακή μοναξιά: ο μετανάστης αφήνει φίλους, δουλειά, περιουσία και καλείται να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα· πρόκειται για μια διαδικασία με πολλές ψυχολογικές και οικονομικές επιπτώσεις, μια συντριπτική αλλαγή στη ζωή του, που επηρεάζει τα πάντα». Θα αποφάσιζε να μεταναστεύσει τώρα ως ενήλικας; «Το είχα σκεφτεί, αλλά δεν το προχώρησα», απαντά, «έκανα μεγάλο κόπο για να νιώθω εδώ καλά, να αγαπήσω την Ελλάδα, δεν ήθελα να τα αφήσω όλα αυτά»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου