Ο σπουδαίος Ελληνας ντετέκτιβ της αρχαιολογίας εξηγεί στην «Κ» γιατί η δουλειά στήθηκε από μέσα, εκτιμά ότι η πλειονότητα των κλοπιμαίων έχει ήδη διατεθεί στο εμπόριο και περιγράφει πώς «ξετρυπώνει» τους αρχαιοκάπηλους
«Είναι πολύ εύκολο να αφαιρέσεις αρχαιότητες από ένα μουσείο όταν εκείνο δεν τηρεί τους βασικούς κανόνες φύλαξής τους». Αυτά είναι τα πρώτα λόγια του δρος Χρήστου Τσιρογιάννη, του αρχαιολόγου με ειδίκευση στα διεθνή κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας, επικεφαλής της ομάδας έρευνας παράνομων αρχαιοτήτων στην έδρα της UNESCO κατά των εγκλημάτων τέχνης, που βρίσκεται στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Ο Χρήστος Τσιρογιάννης, από ετών, ερευνά και εξιχνιάζει εγκλήματα αρχαιοκαπηλίας σε όλο τον κόσμο· είναι εκείνο το μυαλό που προσπαθεί να επιστρέψει μνημεία της ανθρωπότητας εκεί όπου ανήκουν – δηλαδή, στην ίδια την ανθρωπότητα. Είναι ένας από τους ειδικούς διεθνώς που οι αρχές των χωρών απευθύνονται σε εκείνον για να εντοπίσει τι έχει αφαιρεθεί παρανόμως από μουσεία ή ανασκαφές. Είναι ένας κανονικός ντετέκτιβ της αρχαιολογίας. Μοιραία, η κουβέντα μας ξεκινά από το πρόσφατο σκάνδαλο με τις κλοπές τουλάχιστον 2.000 αντικειμένων από το Βρετανικό Μουσείο.
Το Βρετανικό Μουσείο –τιμητής άλλων μουσείων και ιδίως των χωρών προέλευσης των αρχαιοτήτων που εκθέτει– έκανε ακριβώς ό,τι δεν έπρεπε για να συμβεί αυτό.
«Θεωρητικά, δεν θα έπρεπε να είναι πολύ εύκολο να αποσπαστούν θησαυροί από τα μουσεία – πόσο μάλλον από ένα τόσο δημοφιλές ίδρυμα όπως το Βρετανικό Μουσείο. Ολα εξαρτώνται από τους μηχανισμούς φύλαξης. Σε αυτή την περίπτωση, αποδεικνύεται ότι το Βρετανικό Μουσείο –τιμητής άλλων μουσείων και ιδίως των χωρών προέλευσης των αρχαιοτήτων που εκθέτει– έκανε ακριβώς ό,τι δεν έπρεπε για να συμβεί αυτό. Τελικά παθαίνει αυτό που του αξίζει», λέει στην «Κ» ο Χρήστος Τσιρογιάννης.
Οι ενδεικνυόμενοι μηχανισμοί φύλαξης
Οι μηχανισμοί φύλαξης που αναφέρει ο εγκληματολογικός αρχαιολόγος (forensic archaeologist) είναι η λεπτομερής καταγραφή κάθε αντικειμένου με το που περιέλθει στην κατοχή του μουσείου· είναι, επίσης, η αυστηρή φύλαξη των αντικειμένων είτε εκείνα βρίσκονται στις αποθήκες είτε στις προθήκες, ενώ πρέπει, επιπλέον, να γίνεται αναλυτική καταγραφή κάθε εναλλαγής από την αποθήκη στην προθήκη και τούμπαλιν.
«Το Βρετανικό Μουσείο διατείνεται ότι τα κλεμμένα αντικείμενα ήταν προς ακαδημαϊκή μελέτη, η οποία ενδέχεται και να μη γίνεται ποτέ, όπως δεν είχε γίνει ούτε η καταγραφή τους, καθώς όλα προέρχονταν από τις αποθήκες», αναφέρει ο Χρήστος Τσιρογιάννης.
Το Βρετανικό Μουσείο διατείνεται ότι τα κλεμμένα αντικείμενα ήταν προς ακαδημαϊκή μελέτη, η οποία ενδέχεται και να μη γίνεται ποτέ, όπως δεν είχε γίνει ούτε η καταγραφή τους.
Τι σημαίνει, όμως, ολοκληρωμένη καταγραφή των αντικειμένων ενός μουσείου; Ο αρχαιολόγος λέει στην «Κ» ότι συμπυκνώνεται στα εξής: μία σειρά φωτογραφιών από κάθε γωνία του αντικειμένου· αναλυτική περιγραφή κάθε θησαυρού· λεπτομερές ιστορικό της συλλογής, δηλαδή πώς και από πού προήλθε το αντικείμενο· οι διαστάσεις του· το ιστορικό συντήρησης, που περιλαμβάνει στοιχεία για φθορές, χτυπήματα, νεότερο υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί.
Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι τα νεότερα υλικά που χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση ενός αντικειμένου. «Για παράδειγμα, στην ανασύσταση ενός αγγείου χρησιμοποιείται σημερινό υλικό για να ολοκληρωθεί. Αυτό το υλικό μπορεί να είναι επιζωγραφισμένο, μπορεί και όχι, ώστε να φαίνεται η διαφορά του ευρήματος και της συντήρησης. Ο επιζωγραφισμός ενός αντικειμένου χρησιμοποιείται κατά κόρον σε αντικείμενα αρχαιοκαπηλικής προέλευσης, ώστε πολλές φορές δεν διακρίνεται το νεότερο υλικό», περιγράφει ο αρχαιολόγος.
«Το ένα αυτογκόλ πίσω από το άλλο»
Ο Χρήστος Τσιρογιάννης θεωρεί ότι «το Βρετανικό Μουσείο βάζει το ένα αυτογκόλ πίσω από το άλλο. Παραδέχθηκε, τρεις ημέρες αφότου είχα ενημερώσει εγώ ότι συμβαίνει, διά του προέδρου του, Τζορτζ Οσμπορν, ότι υπήρξε ελλιπής καταγραφή των αντικειμένων, εξού και δεν μπορούν να ανακοινώσουν ποια έχουν κλαπεί – ούτε καν πόσα. Μάλιστα, θεωρώ ότι είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα έχουν ανακοινωθεί, χωρίς απαραίτητα να συνδέονται με την ίδια υπόθεση. Υποψιάζομαι ότι θα βγουν στην επιφάνεια και άλλες κλοπές σε συλλογές, πέραν της τρέχουσας, της ελληνικής και ρωμαϊκής δηλαδή».
Υποψιάζομαι ότι θα βγουν στην επιφάνεια και άλλες κλοπές σε συλλογές, πέραν της τρέχουσας, της ελληνικής και ρωμαϊκής δηλαδή.
«Από την άλλη», συνεχίζει ο Χρήστος Τσιρογιάννης, ο παραιτηθείς διευθυντής του μουσείου, Χάρτγουιγκ Φίσερ, αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από τον Δανό έμπορο τέχνης για τα σχόλια που είχε κάνει εναντίον του, όταν ο Ιτάι Γκράντελ ενημέρωσε τον Τύπο ότι είχε προειδοποιήσει τις αρχές του Βρετανικού Μουσείου ήδη από το 2021 για τις κλοπές». Η όλη τους συμπεριφορά από την αποκάλυψη των κλοπών και μετά δείχνει ότι θέλουν να ξεχαστεί. Είναι τρομερά εκτεθειμένο το μουσείο».
Στην ερώτηση της «Κ» εάν πιστεύει ότι η κλοπή είναι εκ των ένδον, ο Χρήστος Τσιρογιάννης είναι κατηγορηματικός. «Οπωσδήποτε είναι δουλειά από μέσα. Μπορεί να υπάρχουν εξωτερικοί συνεργάτες, αλλά οι κλοπές έχουν γίνει εκ των ένδον».
«Είμαι στη διάθεση των Αρχών αλλά…»
Ο αρχαιολόγος έχει εξιχνιάσει πλείστες όσες υποθέσεις, εξού και η έδρα της UNESCO τού ζήτησε, διά του διευθυντή της, Σταύρου Κάτσιου, καθηγητή Διεθνούς Οικονομικού Εγκλήματος στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, να αναλάβει επικεφαλής της ομάδας ερευνών αρχαιοκαπηλικών εγκλημάτων. Η ερώτηση φαντάζει αυτονόητη: του έχει ζητηθεί από το Βρετανικό Μουσείο ή τη Μητροπολιτική Αστυνομία να συνδράμει στις έρευνες των πρόσφατων ή προγενέστερων κλοπών;
«Εχω δηλώσει σε πολλές περιπτώσεις ότι είμαι στη διάθεση των αρχών. Η νοοτροπία, όμως, φαίνεται ότι είναι διαφορετική, ότι δεν τους επιτρέπει κάτι τέτοιο. Οσες φορές έχω θέσει υπ’ όψιν της βρετανικής αστυνομίας υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, με έχουν αγνοήσει. Το ίδιο συνέβη και με το Βρετανικό Μουσείο· ουδέποτε υπήρξε περίπτωση συνεργασίας», αφηγείται ο Χρήστος Τσιρογιάννης.
Οσες φορές έχω θέσει υπ’ όψιν της βρετανικής αστυνομίας και του Βρετανικού Μουσείου υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, με έχουν αγνοήσει.
Για τον σπουδαίο Ελληνα εγκληματολογικό αρχαιολόγο αυτό το γεγονός είναι η μεγάλη ευκαιρία του Βρετανικού Μουσείου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας και καταγραφής των θησαυρών του, διότι «ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξανασυμβεί το ίδιο, αν δεν μάθουν από το αυτό το πάθημα».
«Τι θα έκανα αν ζητούσαν τη συνδρομή μου»
Τι θα έκανε, άραγε, ένας αρχαιολόγος με τη δική του ιδιότητα εάν, σε εντελώς υποθετικό σενάριο, το Βρετανικό Μουσείο τού ζητούσε να ερευνήσει την υπόθεση; «Πρώτα και κύρια, θα ζητούσα να μάθω όλες τις πληροφορίες των αντικειμένων· τις καταγραφές τους, σε οποιοδήποτε βαθμό, μερικές ή απόλυτες. Στη συνέχεια, θα μιλούσα με τους υπεύθυνους των συλλογών απ’ όπου εκλάπησαν τα αντικείμενα. Αργότερα, και αφού θα είχε εξαντλήσει κάθε πτυχή εντός του Βρετανικού Μουσείου, θα ξεκινούσα την έρευνα στο διεθνές εμπόριο, έχοντας υπ’ όψιν μου την ημερομηνία που κλάπηκε το πρώτο αντικείμενο, ώστε να περιοριστεί χρονικά η έρευνα. Η έρευνα στο διεθνές εμπόριο περιλαμβάνει καταλόγους οίκων δημοπρασιών και γκαλερί, ηλεκτρονικό εμπόριο κ.λπ. Υπάρχουν πολλοί μηχανισμοί. Αντλώ υλικό από την προσωπική μου βάση δεδομένων που έχω δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και από τους περίπου 50 εθελοντές και φοιτητές σε όλο τον κόσμο, με τους οποίους συνεργάζομαι. Ολη αυτή η έρευνα θα οδηγήσει ίσως σε ιδιώτες συλλέκτες, άλλα μουσεία, γκαλερί και οίκους δημοπρασιών. Είναι δαιδαλώδεις οι διαδρομές, οι οποίες, μάλιστα, μπορούν να σε οδηγήσουν σε μία νέα υπόθεση καθώς ερευνάς την ανατεθείσα», αφηγείται ο Χρήστος Τσιρογιάννης.
Μόνο στην Ελλάδα έχω δεχθεί απειλητικά και υβριστικά τηλεφωνήματα, ιδίως όταν πλησίαζε η ώρα να καταθέσω ως μάρτυρας σε δίκες.
Ο εγκληματολογικός αρχαιολόγος της UNESCO περιγράφει στην «Κ» ότι, κατά τη διάρκεια τέτοιων ερευνών που έχει διεξαγάγει διεθνώς, «μόνο στην Ελλάδα έχω δεχθεί απειλητικά και υβριστικά τηλεφωνήματα, ιδίως όταν πλησίαζε η ώρα να καταθέσω ως μάρτυρας σε δίκες. Σε άλλες περιπτώσεις, έχω λάβει γραπτώς νομικές επιστολές από δικηγόρους, στις οποίες δεν απαντώ ποτέ· τις δημοσιεύω με τα στοιχεία που διαθέτω, ώστε οι άλλοι να κρίνουν τα γεγονότα. Εξάλλου, θεωρώ ότι υποχρέωση κάθε αρχαιολόγου είναι η δημοσίευση των ευρημάτων του. Αυτή είναι η ασφάλειά μας: η δημοσίευση».
Στην ερώτηση εάν έχει κάνει με δική του πρωτοβουλία έρευνα από την αποκάλυψη του σκανδάλου κι εντεύθεν, απαντά ότι «δεν θα ήξερα από πού να ξεκινήσω, καθώς δεν έχουμε στη διάθεσή μας κανένα στοιχείο για όσα έχουν χαθεί – και χωρίς στοιχεία, δεν ξέρεις τι αναζητείς. Είναι πρώτα φορά στα χρονικά που ένα μουσείο, και μάλιστα το Βρετανικό, αντιδρά έτσι σε μια τέτοια αποκάλυψη. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, κλοπής πινάκων από το Μουσείο του Βαν Γκογκ στο Αμστερνταμ, το μουσείο και η αστυνομία δημοσίευσαν αμέσως πλήρεις φωτογραφίες και με λεπτομερή στοιχεία των πινάκων που είχαν κλαπεί, κυρίως για να βοηθήσει το κοινό στην ανεύρεσή τους. Στο 95% των περιπτώσεων, οι σημαντικές πληροφορίες έρχονται από τους πολίτες και όχι από τα δίκτυα της αστυνομίας. Στην περίπτωση του Βρετανικού Μουσείου, εντούτοις, δεν έχουμε ούτε ένα στοιχείο, διότι, όπως είπαμε, ήταν ακατάγραφα. Και με την τεράστια δικαιολογία ότι βρίσκονται κοντά στην εξιχνίαση εξού και δίνουν στοιχεία με το σταγονόμετρο, είναι μία προσπάθειά τους να δείξουν ότι εκείνοι γνωρίζουν περισσότερα απ’ όλους εμάς, απ’ όλα τα υπόλοιπα μουσεία του κόσμου. Είναι ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο το Βρετανικό Μουσείο – και θα την ξαναπάθουν», αναφέρει ο Χρήστος Τσιρογιάννης.
«Το εμπόριο τέχνης διαψεύστηκε… 2.000 φορές»
Στο ίδιο πλαίσιο, ο αρχαιολόγος αναδεικνύει στην κουβέντα μας και ένα επιπλέον στοιχείο: «Αυτό που αποδεικνύεται δεν είναι μόνον οι ευθύνες του Βρετανικού Μουσείου, που επί τουλάχιστον δύο δεκαετίες αφαιρούνταν αντικείμενα από τη συλλογή του· είναι, ταυτόχρονα, ότι το εμπόριο έργων τέχνης διαψεύδει τον ίδιο του τον εαυτό… 2.000 φορές, όσα και τα αντικείμενα που εκλάπησαν. Σε τι διαψεύδεται; Στο ότι διατείνονται οι άνθρωποι του εμπορίου ότι ελέγχουν εξονυχιστικά κάθε αντικείμενο που περιέρχεται στην κυριότητά τους. Και είμαι σίγουρος ότι η συντριπτική πλειονότητα των κλεμμένων θησαυρών από το Βρετανικό Μουσείο έχει ήδη διατεθεί στο εμπόριο – δεν υπάρχει περίπτωση να βρίσκονται επί τόσα χρόνια στην κατοχή εκείνου ή εκείνων που τα απέσπασαν από το μουσείο».
«Μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική πολιτεία»
Για τον Χρήστο Τσιρογιάννη το πρόσφατο σκάνδαλο είναι μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική πολιτεία να το προσθέσει στη φαρέτρα των επιχειρημάτων της για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα, διότι «ασφάλεια δεν σημαίνει μόνο η μη δυνατότητα να αφαιρεθούν λόγω του όγκου και της αναγνωρισιμότητάς τους· ασφάλεια σημαίνει τη φύλαξη και τη συντήρησή τους, κι εδώ το Βρετανικό Μουσείο δεν τα έχει πάει διόλου καλά. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα έχουν υποστεί βάναυσες μεθόδους συντήρησης και καθαρισμού, είτε από συντηρητές είτε από τα συνεργεία καθαρισμού. Τα Γλυπτά υποφέρουν εκεί, με τα όμβρια ύδατα να στάζουν πάνω τους από το ταβάνι. Με όλα αυτά, καταρρίπτεται το επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου ότι τα Γλυπτά δεν θα είναι ασφαλή στην Αθήνα και ότι στο Λονδίνο φυλάσσονται καλύτερα. Μου είναι, όμως, εξαιρετικά λυπηρό το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει αναδείξει το θέμα όπως ακριβώς του αξίζει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου