ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
Τα εξηντάχρονα (22.5.1963) της στυγερής και αποτρόπαιης δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη πέρασαν μακριά από τα φώτα της επικαιρότητας λόγω του σοκαριστικού εκλογικού αποτελέσματος την προηγούμενη ημέρα της επετείου. Δύο εκδηλώσεις από όσους αρνήθηκαν να ξεχάσουν καταγράφηκαν: της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη (ΕΕΔΥΕ) και του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.. Ομως ο Λαμπράκης παραμένει δραματικά επίκαιρος, λαμβάνοντας υπόψη τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον φόβο ενός πυρηνικού «ατυχήματος», αλλά και για την πολιτική δράση του, την ταύτιση με την Αριστερά της εποχής του, την ακτιβιστική –όπως λέγεται σήμερα– δράση του στον Πειραιά, την ξεχωριστή μαχητικότητά του
Οι πρωταγωνιστές
Η «Εφ.Συν.» ζήτησε από τον Σπύρο Σακέττα, τον Αλέκο Γρίμπα και την Καίτη Τσαρουχά ένα κείμενο για τη νύχτα της δολοφονίας την οποία έζησαν από πρώτο χέρι. Ο κ. Σακέττας, ξεχωριστό πρόσωπο των Λαμπράκηδων στη Θεσσαλονίκη, διώχτηκε σκληρά και φυλακίστηκε από το χουντικό καθεστώς. Ο κ. Γρίμπας υπήρξε ιστορικό στέλεχος της φοιτητικής Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη, εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος την περίοδο 1964-1967 και εξόριστος της χούντας στη Γυάρο και στο Λακκί Λέρου για μία τετραετία.
Η κ. Τσαρουχά, κόρη του δολοφονημένου από τη χούντα βουλευτή της ΕΔΑ Γιώργη Τσαρουχά –ο οποίος το βράδυ της δολοφονίας Λαμπράκη είχε χτυπηθεί άγρια από τραμπούκους–, ήταν η μόνη που δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί, αλλά ο λόγος είναι από μόνος του μια κατάθεση αφού, όπως μας είπε, «κάθε χρόνο παγώνω αυτές τις μέρες, τα ζω όλα από την αρχή, όλα, τον πατέρα στο νοσοκομείο, τους τραμπούκους τριγύρω, μου είναι αδύνατο, δεν μπορώ ούτε να γράψω ούτε να μιλήσω σε άνθρωπο…». Ανατριχιαστική δήλωση από μια γυναίκα που βασανίστηκε άγρια από τους ίδιους βασανιστές που σκότωσαν τον πατέρα της.
Ο κ. Γρίμπας μάς έστειλε το κείμενο που δημοσιεύεται.
Ο κ. Σακέττας μάς επεφύλασσε ένα ανεκτίμητο δώρο: ένα χειρόγραφο κείμενο 4.000 λέξεων με περιγραφή της δολοφονίας, όσα ακολούθησαν, αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα και σχόλια· ένα ανεκτίμητο ιστορικό ντοκουμέντο, μικρό μέρος του οποίου δημοσιεύουμε σήμερα και μελλοντικά θα δημοσιευτεί και θα αξιοποιηθεί αναλόγως από τους ιστορικούς του μέλλοντος. Ο κ. Σακέττας για πρώτη φορά φέτος δεν παρέστη στις εκδηλώσεις στο μνημείο του Λαμπράκη επειδή νοσηλευόταν στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Η «Εφ.Συν.» του εύχεται από καρδιάς περαστικά και σύντομα να τον έχουμε ξανά κοντά μας.
Παλιό και νέο παρακράτος
Οταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε στις 27.5.2018: «Πείτε τι ενδιαφέρει ένα παιδί 17 χρόνων τι έγινε το 1963» (εκπομπή «Ακραίως», στους δημοσιογράφους Τ. Χατζή, Π. Τσίμα), αποκάλυπτε ουσιαστικά τις συνθήκες που θα διαμορφώνονταν στη χώρα κατά την πρωθυπουργία του και άρα δεν ήθελε να γίνονται συγκρίσεις με ό,τι είχε γίνει το 1963 και συγκεκριμένα με τις συνθήκες που οδήγησαν στη δολοφονία Λαμπράκη. Ο Μητσοτάκης δημιούργησε ένα παρακράτος που η μόνη διαφορά του με το παρακράτος της Δεξιάς το 1963 ήταν ότι αυτό ήταν ψηφιακό, αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες στην παρακολούθηση των αντιπάλων του. Εδώ και τέσσερα χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες των απειλών, ύβρεων και διώξεων των δικαστών που τόλμησαν να ελέγξουν την εξουσία και δημοσιογράφων που ερευνούσαν τα σκάνδαλα της Δεξιάς.
Είναι σαν να αναπολούν τις διώξεις που υπέστησαν οι δύο δικαστικοί, ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης και ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, οι οποίοι αποπέμφθηκαν από το δικαστικό σώμα το 1968. Ή την «τύχη» των δημοσιογράφων που συνέβαλαν στη διαλεύκανση της δολοφονίας: ο Βούλτεψης αυτοεξορίστηκε και οι Μπέρτσος και Ρωμαίος φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν.
Ακόμα και οι σχέσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη με το παλάτι «επικαιροποιήθηκαν» με αφορμή την κηδεία του νεκροθάφτη της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κων. Γκλίξμπουργκ. Η Ν.Δ. πέτυχε εξήντα χρόνια από τη δολοφονία του Λαμπράκη να κάνει επίκαιρους τους αγώνες του για δημοκρατία και ειρήνη. Εξήντα χρόνια μετά, στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η διαφαινόμενη επικράτηση της Δεξιάς, είναι καθήκον να εμπνεόμαστε από τους αγώνες του Λαμπράκη και να μην ξεχνάμε τους δολοφόνους του.
Ποιος ήταν ο «αθυρόκαρδος ακτιβιστής»
Συνοπτική βιογραφία του επιστήμονα, πρωταθλητή και μάρτυρα της δημοκρατίας Γρηγόρη Λαμπράκη
«Παιδί μου, λυπάμαι να σε βάλω στις λάσπες!» Η φράση αποδίδεται στον πατέρα του Λαμπράκη, Γεώργιο, και προτάσσεται στις βιογραφίες που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα. Ο Γρηγόρης ήρθε στον κόσμο στην Κερασίτσα Αρκαδίας, στους πρόποδες του Πάρνωνα, στις 3 Απριλίου του 1912. Ηταν το τρίτο, μικρότερο παιδί σε πολυμελή οικογένεια. Το 1931 γράφτηκε στη σχολή Επιχειρήσεων και Λογιστικής στον Πειραιά, ενώ το 1932 ξεκινά τις σπουδές του στην Ιατρική. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό με εντυπωσιακά αποτελέσματα: βαλκανιονίκης (σε έξι βαλκανικά πρωταθλήματα κέρδισε δώδεκα χρυσά μετάλλια), δέκα φορές πανελλήνιος πρωταθλητής, ενώ συμμετείχε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε έφεδρο αξιωματικό και το 1941, λόγω της ιατρικής του ιδιότητας, στάλθηκε στο μέτωπο, όμως τον πρόλαβε η εισβολή των Γερμανών και η κατάρρευση του μετώπου. Στη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκε στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων και στην Ενωση Ελλήνων Αθλητών που είχε κύρια δραστηριότητα τη δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγείας στους αθλητές.
Το 1950 εκλέχτηκε υφηγητής Μαιευτικής και Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέγραψε ένα δίτομο εγχειρίδιο με θέμα την ενδοκρινολογία, σχεδόν δέκα χρόνια πριν αυτή αναγνωριστεί ως ξεχωριστή ειδικότητα. Εκλέχτηκε ανεξάρτητος βουλευτής Α’ Πειραιά στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961.
Συνεχείς ήταν οι συγκρούσεις του με τους παρακρατικούς μηχανισμούς και τους τραμπούκους που τρομοκρατούσαν τον Πειραιά (ο Μανώλης Γλέζος τον χαρακτήρισε «αθυρόκαρδο ακτιβιστή»). Αξέχαστο έμεινε το επεισόδιο στις 13 Μαρτίου 1963, όταν δίνει γροθιά στο μέτωπο του δωσίλογου Κ. Παπαδόπουλου, βουλευτή της ΕΡΕ από το Κιλκίς και «ίνδαλμα» των παρακρατικών οργανώσεων. Τον Απρίλιο του 1963, κατά την επίσκεψή της στο Λονδίνο, η Φρειδερίκη βρέθηκε αντιμέτωπη με διαδηλωτές –ανάμεσά τους ο Λαμπράκης– που ζητούσαν να χορηγηθεί αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους στην Ελλάδα. Τον ίδιο μήνα ο Λαμπράκης συμμετείχε μαζί με τους Μανώλη Γλέζο, Λεωνίδα Κύρκο και Σπύρο Λιναρδάτο στη μεγάλη πορεία ειρήνης του Ολντερμάστον, στο Ηνωμένο Βασίλειο, που ήταν οργανωμένη από την Εκστρατεία για τον Παγκόσμιο Αφοπλισμό.
Ακολουθεί η συμμετοχή του στην A’ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης στην Αθήνα (21 Απριλίου 1963). Παρά την απαγόρευση της πορείας από την κυβέρνηση Καραμανλή, τον άγριο ξυλοδαρμό όσων επιχείρησαν να βαδίσουν από τον Μαραθώνα μέχρι την Αθήνα, ο Λαμπράκης κατάφερε να πραγματοποιήσει την πορεία κρατώντας το ίδιο πανό με αυτό που κρατούσε στην πορεία του Ολντερμάστον. Εναν μήνα μετά, στις 22 Μαΐου 1963, ο Λαμπράκης τραυματίστηκε θανάσιμα στη Θεσσαλονίκη, σε συγκέντρωση των φίλων της ειρήνης, και πέντε μέρες μετά άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονήθηκε από τον συνεταιρισμό παλατιού, κράτους της Δεξιάς και φασιστικού παρακράτους διότι ενσάρκωνε όλα όσα μισούσαν.
Είμαστε στον Μάη του 1963. Αντεστραμμένος ο Μάης του 1936. Οι συμβολισμοί θα ’ρθουν μετά τη δολοφονία. Είμαι 23 ετών, επί πτυχίω φοιτητής της Νομικής. Από το 1959, στα δεκαεννιά μου χρόνια, οργανωμένος στη Νεολαία της ΕΔΑ.
Από το πανεπιστήμιο κατεβαίνω στην Τσιμισκή το απόγευμα εκείνο για να πάω στη συγκέντρωση της Επιτροπής Υφεσης και Ειρήνης, για την ομιλία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Ανεβαίνω από τη Βενιζέλου προς την Ερμού (αφού πρώτα είχε ματαιωθεί, όπως έμαθα, η συγκέντρωση στο υπόγειο χορευτικό κατάστημα «Πικαντίλλυ» στις καμάρες της οδού Αριστοτέλους […] Βλέπω από την πρώτη στιγμή να πλανάται στην περιοχή και την πόλη το χρώμα, η οσμή του θανάτου, της βίας, της ασύδοτης κακουργίας, διότι στις δύο γωνιές της διασταύρωσης Βενιζέλου-Ερμού είναι παραταγμένοι ανά 40-50 χωροφύλακες και στις απέναντι γωνίες των δύο αυτών δρόμων, προς την Εγνατία, να κυκλοφορούν τραμπούκοι ανενόχλητοι, που ουρλιάζουν, βρίζουν τον Λαμπράκη και τα «κομμούνια, Βούλγαροι, θα πεθάνετε», και πετάνε πέτρες […]
Ανεβαίνω πάνω στην αίθουσα, αφού είχα δει ήδη μερικούς τραμπούκους από τη γειτονιά μου την Καλλιθέα (Φωκάς, Φασόλας, Πέτρος, Χριστούλας) και μερικούς εκοφίτες[…] Επίσης είδα πολλούς αστυνομικούς διοικητές Αστυνομικών Τμημάτων που γνώριζα […] Στην αίθουσα ο κόσμος ήταν τρομαγμένος, αλλά και με πείσμα για τη στάση της αστυνομίας και περιμέναμε τον Λαμπράκη που ήρθε ήδη χτυπημένος στον αριστερό (απ’ ό,τι θυμάμαι) κρόταφο-μέτωπο από ομπρέλα τραμπούκου, με μελάνωμα […]
Οταν τελείωσε η ομιλία και ο κόσμος έπιασε τις σκάλες, η συνοδεία του Λαμπράκη και ο ίδιος έφτασαν στην πόρτα (που βλέπει στην οδό Ερμού απέναντι από τον «Φωκά») όπου οι αστυνομικοί τούς είπαν να μας βάλουν σε αυτοκίνητα για να φύγουμε ασφαλείς, αλλά δεν δέχθηκε ο Λαμπράκης και εμείς φοβούμενοι απαγωγή και άλλα ενδεχόμενα (εδώ η δεύτερη παγίδα – η πρώτη ήταν στο «Πικαντίλλυ» και η αλλαγή του διότι το Πικαντίλλυ δεν βόλευε στο τρίκυκλο στο πεζοδρόμιο και στις καμάρες και το μετέφεραν ακαριαία στη Σπανδωνή που βόλευε).
Και έτσι μας οδήγησαν: τον Λαμπράκη, τη συνοδεία του και 6-7 φοιτητές μαζί με τον Χατζηαποστόλου (τον Τίγρη) που βγήκαμε μαζί στην κατεύθυνση της Σπανδωνή […] με το θανάσιμο δέλεαρ της κοντινής απόστασης 25-30 μέτρων από την πόρτα του ξενοδοχείου. Δηλαδή μας κατεύθυναν εκεί που ήταν κρυμμένο το τρίκυκλο, στην οδό Σπανδωνή.
Ο Λαμπράκης και η συνοδεία της Επιτροπής Υφεσης και Ειρήνης προηγείτο (ο Γιάννης Πάτσας, Σύλλας Παπαδημητρίου, Τριανταφυλλίδης, Κοτζάν…, Τζένας, Βέρρος) και μετά οι συμφοιτητές (Αθ. Γρέβιας, Τάκης Κουλάνδρου, Λάκης Μακρής, η φίλη του Ειρήνη Λαδά, εγώ, ο Τίγρης και ενδεχομένως ένας ή δύο πίσω μας) όταν στο μέσο της διαδρομής προς το απέναντι πεζοδρόμιο της Ερμού, μαρσάροντας δαιμονισμένα, έπεσε στον σωρό το τρίκυκλο από την οδό Σπανδωνή και, περνώντας και σκορπώντας ανθρώπους, βγήκε αντίθετα στην οδό Βενιζέλου (που απαγορευότανε ως μονόδρομος) προς την Τσιμισκή. Τότε κάνοντας ο καθένας στιγμιαία πίσω, από τον κίνδυνο, είδα και είδαμε τον Λαμπράκη, χτυπημένο, ματωμένο, ξέπνοο, χωρίς αισθήσεις στον δρόμο.
Παράλληλα με το που έτρεξα στον Λαμπράκη, μαζί με τον Κώστα Βέρρο, της συνοδείας του (παλιό κομμουνιστή που είχε αποφυλακιστεί το 1961) και με τον ευρισκόμενο έξω φοιτητή Νομικής από τη Λιβαδειά Τάσο Νίκαινα που προσέτρεξε κι αυτός στον χτυπημένο Λαμπράκη, φωνάζοντας όλοι «ένα αυτοκίνητο, ένα γιατρό, δολοφόνοι», βλέπω να πηδάει για να πιάσει τον επιβαίνοντα στην καρότσα Εμμανουηλίδη και τον οδηγό Γκοτζαμάνη (τα ονόματα τα μάθαμε μετά).
Τον Βασίλη Πολάτογλου, ελαιοχρωματιστή από την Ανάληψη, νεολαίο της ΕΔΑ, που δεν κατόρθωσε να ανέβει και, διαδοχικά, με φοβερό άλμα τον Χατζηαποστόλου (Τίγρη) από τις Συκιές, που τον ξέραμε από τις συγκεντρώσεις, που κατόρθωσε να ανέβει στο τρίκυκλο παρά την ταχύτητά του και να εξουδετερώσει (όπως μάθαμε) μέχρι τη διασταύρωση της Τσιμισκή τους δολοφόνους και με πλήθος πολιτών και τον τροχονόμο Σπύρο Ασπιώτη που έκανε βάρδια να τους συλλάβουν [...]
Κανείς από τους 100 αστυνομικούς δεν πυροβόλησε στα λάστιχα του τρίκυκλου ούτε κυνήγησε με αυτοκίνητο τους δράστες. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: όταν βγήκαμε από την πόρτα, είδα τους τρεις ανώτατους αρχηγούς της Χωροφυλακής και Αστυνομίας Μακεδονίας Θράκης, Θεσσαλονίκης, Μήτσου, Καμουτσή και Δόλκα, με τις επίσημες κόκκινες στολές τους, να είναι απέναντι από την πόρτα, στο πεζοδρόμιο μπροστά από το κατάστημα Φωκά […] ουδείς από αυτούς δεν προσφέρθηκε να συνοδεύσει τον Λαμπράκη […])
Ο Λαμπράκης χτυπημένος, εμείς έξαλλοι από το φονικό μπροστά στα μάτια της ηγεσίας της αστυνομίας και 100 ακίνητοι αστυνομικοί, πασχίζουμε να βρούμε γιατρό και μέσο για το νοσοκομείο και ως εκ θαύματος και από μηχανής Θεός εμφανίζεται από το πουθενά ένα μικρό φολκσβάγκεν (ενώ η κυκλοφορία είχε διακοπεί στους κεντρικούς δρόμους Βενιζέλου-Ερμού και αλλού) οδηγημένο από έναν άνδρα, όπου στο πίσω μέρος του μικρού στενού αυτοκινήτου (επί τούτου διαλέξανε μικρό) βάλαμε τον Λαμπράκη ψυχορραγούντα.
Ο Λαμπράκης έπιασε όλο τον χώρο, έτσι ευρύστερνος που ήταν, και ο οδηγός πήγε να φύγει, όταν ο Βέρρος, πιο πεπειραμένος, μπήκε γρήγορα μπροστά στη θέση του συνοδηγού και πήγανε πρώτα στον Σταθμό Α’ Βοηθειών στο λιμάνι και από εκεί στο ΑΧΕΠΑ. Ετσι διασφαλίστηκε στα χέρια ιατρών ο ετοιμοθάνατος. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: και το αυτοκίνητο αυτό οδηγούσε αστυνομικός!!! Ο Φουρναράκος που το είχε νοικιάσει από Σχολή Οδηγών, όπως το βρήκε ο Βούλτεψης της «Αυγής»[…])
Αφού έφυγε το αυτοκίνητο είδα στον δρόμο δίπλα στα αίματα μαζί με άλλα αντικείμενα ένα πλαστικό μικρό τσαντάκι του Λαμπράκη, το ανοίγω και βλέπω να έχει σήματα Ειρήνης από όλο τον κόσμο. Προφανώς τα είχε πάρει από το Λονδίνο όπου ήταν αρχές Μαΐου, στη μεγάλη πορεία του Λονδίνου – ΟΛΟΤΕΡΜΑΝ για τον πυρηνικό αφοπλισμό.
Σκέφτηκα ακαριαία να την πάρω μαζί μου στο σπίτι στην Παναγία Φανερωμένη, αλλά είδα τραμπούκους στη Βενιζέλου (3-4 με γνώριζαν) και τον κίνδυνο να έρθουν σπίτι (η αστυνομία ήξερε το σπίτι, είχα φάκελο από τα 17 μου και πατέρα εξόριστο μέχρι το 1962) και έτσι το έδωσα στον Κοντουδάκη που επειδή ήταν από την Κρήτη δεν τον ξέρανε, για να το προωθήσει στην ΕΔΑ, μετά στην οικογένεια Λαμπράκη (όπως και έγινε)[…].
* Συνοδός του Λαμπράκη, μάρτυρας στη δίκη των δολοφόνων
Η ανακοίνωση της ημερομηνίας των εκλογών από τον γόνο Μητσοτάκη ξύπνησε θύμησες παλιές που νομίζεις ότι έχουν θαφτεί οριστικά αλλά που πεισματικά ξυπνάνε εκεί που δεν το περιμένεις. Είναι, άραγε, τυχαία η επιλογή της 21ης Μάη ως ημερομηνίας εκλογών από τον πολιτικό που διακηρύσσει, χωρίς ντροπή, ότι οι νέοι και οι νέες δεν πρέπει να ενδιαφέρονται για το τι έγινε το 1963; Γιατί μία μέρα μετά τις εκλογές συμπληρώνονται εξήντα χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από το σφιχταγκαλιασμένο με το κράτος της Δεξιάς, φασιστικό παρακράτος.
Η θύμηση ζωντάνεψε μέσα μου, ηρωική και πένθιμη, και ταξίδεψα με τη σκέψη στις 22 Μαΐου 1963, στη δολοφονία του Λαμπράκη, στους φοιτητές που αγωνιούσαν στα χορταράκια μπροστά στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, στη θλίψη όταν, μετά από πέντε μέρες, ανακοινώθηκε ο θάνατος, αλλά και στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που οργανώσαμε στη Θεσσαλονίκη. Τις μέρες εκείνες, μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, κάθε άλλη δραστηριότητα για τους νέους, τους μετέπειτα Λαμπράκηδες, είχε παραμεληθεί. Ολες οι συνεδριάσεις, τα συνθήματα στους τοίχους και οι έντονες συζητήσεις στους δρόμους ήταν «αφιερωμένες» στην καταγγελία της δολοφονίας.
Μία από τις κινητοποιήσεις εκείνων των ημερών που έρχεται «ολοζώντανη» στη μνήμη μου είναι κι αυτή: Η οργάνωση των φοιτητών είχε αποφασίσει εκείνη τη μέρα να ρίξει αργά το απόγεμα λουλούδια στον τόπο της δολοφονίας και να γράψει στο πεζοδρόμιο με ασβέστη «ο Λαμπράκης ΖΕΙ», ενώ στη συνέχεια θα γινόταν μια ομιλία και θα φωνάζαμε συνθήματα. Την καθορισμένη ώρα μαζευτήκαμε 20 με 25 νέοι και νέες στον τόπο της δολοφονίας.
Ο Γιάννης είχε το χαρτί με το κείμενο της ομιλίας που θα εκφωνούσε, ο Κοντουδάκης κρατούσε τον κουβά με τον ασβέστη και τη βούρτσα και σαν καλλιτέχνης θα έγραφε το σύνθημα στον δρόμο. Το «παπί», ένα όμορφο κορίτσι, που το όνομά της δεν το έμαθα ποτέ, κρατούσε μια αγκαλιά λουλούδια. Με την κατάθεση των λουλουδιών άρχισε ο Γιάννης την ομιλία, αλλά δεν ακουγόταν τίποτε, οπότε κάποιος φώναξε: «Ρε, δεν έχουμε μνημόσυνο».
Τότε εγώ, γνωρίζοντας ότι ο Μιχάλης ο Σεπετίδης, που φώναξε για το μνημόσυνο, είχε φωνή καμπάνα, βάζω το κεφάλι μου από πίσω στα πόδια του και τον σηκώνω στον ώμο μου. Η φωνή αντιλάλησε, δεν άργησε όμως η ώρα που μια ομάδα χωροφύλακες με τα ρόπαλα μας ανάγκασε να το βάλουμε στα πόδια τρέχοντας ανάμεσα στους ανθρώπους που κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα στην αγορά.
Τα λουλούδια έμειναν στο πεζοδρόμιο, ο Κοντουδάκης πέταξε τον κουβά με τον ασβέστη στον δρόμο που απλώθηκε στον τόπο που έπεσε ο Λαμπράκης. Το σύνθημα που είχαμε σχεδιάσει να γράψουμε, «ο Λαμπράκης ζει», δεν γράφτηκε, παρέμεινε όμως για πάντα το άπλωμα του ασβέστη στον μοιραίο δρόμο και ίσως αυτός ο απλωμένος ασβέστης να έδωσε την ιδέα στον Γαβρά να εμφανίσει στην οθόνη το πελώριο ΖΗΤΑ και να δώσει αυτόν τον τίτλο στην υπέροχη ταινία του.
Εξήντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, το ηλεκτρονικό παρακράτος και η καταστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων που υλοποιεί το καθεστώς Μητσοτάκη επιβεβαιώνουν τη λαϊκή παροιμία: «ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του»…
* Δικηγόρος, συγγραφέας του βιβλίου «Αναμνήσεις, 65 χρόνια Αριστερά», εκδ. Νησίδες
Οι τρεις δημοσιογράφοι-ερευνητές του 1963
και οι κρυφοί πόθοι της σημερινής κυβέρνησης
Τρεις δημοσιογράφοι, ο Γιάννης Βούλτεψης, ο Γιώργος Μπέρτσος και ο Γιώργος Ρωμαίος, συνέβαλαν με την έρευνά τους, που σε πολλές περιπτώσεις κάλυψε τα εσκεμμένα κενά της αστυνομικής έρευνας, στην αποκάλυψη της συνωμοσίας για τη δολοφονία του Λαμπράκη.
Χωρίς τη δική τους έρευνα, που αποκάλυψε πλείστα στοιχεία, ελάχιστα θα μπορούσαν να πράξουν ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας και ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης που είχαν αναλάβει τη διερεύνηση της δολοφονίας και δέχονταν επιπλέον και τις πιέσεις του Κωνσταντίνου Κόλλια, γενικού εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Για την προσφορά τους στην υπόθεση υπέστησαν διώξεις από τη χούντα. Ο Βούλτεψης διεγράφη από την ΕΣΗΕΑ τρεις μέρες, μόλις, μετά το πραξικόπημα και αυτοεξορίστηκε στη Ρώμη. Ο Μπέρτσος καταδικάστηκε από στρατοδικείο της χούντας και κλείστηκε στις φυλακές Επταπυργίου. Ο Ρωμαίος συνελήφθη και κρατήθηκε επί έναν μήνα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και στη συνέχεια φυλακίστηκε έξι μήνες στις φυλακές Κορυδαλλού.
Είναι βέβαιο ότι πολλοί στη Νέα Δημοκρατία και στην κυβέρνηση αναπολούν εκείνη την εποχή που οι ερευνητές δημοσιογράφοι φυλακίζονταν διότι έκαναν το καθήκον τους. Αλλωστε, δεν έχει περάσει πολύς καιρός που ο ίδιος ο Μητσοτάκης χαρακτήριζε «συμμορίτες» δημοσιογράφους που αθωώθηκαν από τα δικαστήρια, ενώ είναι αποδεδειγμένη πλέον η παρακολούθηση δημοσιογράφων που ερευνούσαν σημαντικές υποθέσεις.
● Οι Γιάννης Βούλτεψης («Αυγή»), Γιώργος Μπέρτσος («Ελευθερία») και Γιώργος Ρωμαίος («Βήμα») συνέβαλαν καθοριστικά στην αποκάλυψη των ενόχων και διώχθηκαν ανηλεώς από τη χούντα. Σήμερα ο ίδιος ο πρωθυπουργός χαρακτηρίζει «συμμορίτες» μη βολικούς δημοσιογράφους και παρακολουθεί όσους ερευνούν σημαντικές υποθέσεις.
◾️ Βιβλιογραφία
▸ Βασίλη Βασιλικού, «Ζ», εκδόσεις Θεμέλιο
▸ Γιάννη Βούλτεψη, «Υπόθεση Λαμπράκη», εκδόσεις Αλκυών
▸ Εύης Γκοτζαρίδη, «Η ζωή και ο θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη - Ενας ειρηνιστής στη δίνη του εμφύλιου διχασμού», εκδόσεις ΚΨΜ
▸ Μιχάλη Ιγνατίου και Κώστα Παπαϊωάννου, «Ποιος επιτέλους κυβερνά αυτή τη χώρα;», εκδόσεις Λιβάνη
▸ Σπύρου Κουζινόπουλου, «Οι μεγάλες πολιτικές δολοφονίες», εκδόσεις Ιανός
▸ Παύλου Πετρίδη, «Δολοφονία Λαμπράκη - Ανέκδοτα Ντοκουμέντα 1963-1966», εκδόσεις Προσκήνιο
▸ Πάνου Τριγάζη, «Ο Λαμπράκης και το κίνημα ειρήνης», εκδόσεις Ταξιδευτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου