Είμαστε στον Μάη του 1963. Αντεστραμμένος ο Μάης του 1936. Οι συμβολισμοί θα ’ρθουν μετά τη δολοφονία. Είμαι 23 ετών, επί πτυχίω φοιτητής της Νομικής. Από το 1959, στα δεκαεννιά μου χρόνια, οργανωμένος στη Νεολαία της ΕΔΑ.
Από το πανεπιστήμιο κατεβαίνω στην Τσιμισκή το απόγευμα εκείνο για να πάω στη συγκέντρωση της Επιτροπής Υφεσης και Ειρήνης, για την ομιλία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Ανεβαίνω από τη Βενιζέλου προς την Ερμού (αφού πρώτα είχε ματαιωθεί, όπως έμαθα, η συγκέντρωση στο υπόγειο χορευτικό κατάστημα «Πικαντίλλυ» στις καμάρες της οδού Αριστοτέλους […] Βλέπω από την πρώτη στιγμή να πλανάται στην περιοχή και την πόλη το χρώμα, η οσμή του θανάτου, της βίας, της ασύδοτης κακουργίας, διότι στις δύο γωνιές της διασταύρωσης Βενιζέλου-Ερμού είναι παραταγμένοι ανά 40-50 χωροφύλακες και στις απέναντι γωνίες των δύο αυτών δρόμων, προς την Εγνατία, να κυκλοφορούν τραμπούκοι ανενόχλητοι, που ουρλιάζουν, βρίζουν τον Λαμπράκη και τα «κομμούνια, Βούλγαροι, θα πεθάνετε», και πετάνε πέτρες […]
Ανεβαίνω πάνω στην αίθουσα, αφού είχα δει ήδη μερικούς τραμπούκους από τη γειτονιά μου την Καλλιθέα (Φωκάς, Φασόλας, Πέτρος, Χριστούλας) και μερικούς εκοφίτες[…] Επίσης είδα πολλούς αστυνομικούς διοικητές Αστυνομικών Τμημάτων που γνώριζα […] Στην αίθουσα ο κόσμος ήταν τρομαγμένος, αλλά και με πείσμα για τη στάση της αστυνομίας και περιμέναμε τον Λαμπράκη που ήρθε ήδη χτυπημένος στον αριστερό (απ’ ό,τι θυμάμαι) κρόταφο-μέτωπο από ομπρέλα τραμπούκου, με μελάνωμα […]
Οταν τελείωσε η ομιλία και ο κόσμος έπιασε τις σκάλες, η συνοδεία του Λαμπράκη και ο ίδιος έφτασαν στην πόρτα (που βλέπει στην οδό Ερμού απέναντι από τον «Φωκά») όπου οι αστυνομικοί τούς είπαν να μας βάλουν σε αυτοκίνητα για να φύγουμε ασφαλείς, αλλά δεν δέχθηκε ο Λαμπράκης και εμείς φοβούμενοι απαγωγή και άλλα ενδεχόμενα (εδώ η δεύτερη παγίδα – η πρώτη ήταν στο «Πικαντίλλυ» και η αλλαγή του διότι το Πικαντίλλυ δεν βόλευε στο τρίκυκλο στο πεζοδρόμιο και στις καμάρες και το μετέφεραν ακαριαία στη Σπανδωνή που βόλευε).
Και έτσι μας οδήγησαν: τον Λαμπράκη, τη συνοδεία του και 6-7 φοιτητές μαζί με τον Χατζηαποστόλου (τον Τίγρη) που βγήκαμε μαζί στην κατεύθυνση της Σπανδωνή […] με το θανάσιμο δέλεαρ της κοντινής απόστασης 25-30 μέτρων από την πόρτα του ξενοδοχείου. Δηλαδή μας κατεύθυναν εκεί που ήταν κρυμμένο το τρίκυκλο, στην οδό Σπανδωνή.
Ο Λαμπράκης και η συνοδεία της Επιτροπής Υφεσης και Ειρήνης προηγείτο (ο Γιάννης Πάτσας, Σύλλας Παπαδημητρίου, Τριανταφυλλίδης, Κοτζάν…, Τζένας, Βέρρος) και μετά οι συμφοιτητές (Αθ. Γρέβιας, Τάκης Κουλάνδρου, Λάκης Μακρής, η φίλη του Ειρήνη Λαδά, εγώ, ο Τίγρης και ενδεχομένως ένας ή δύο πίσω μας) όταν στο μέσο της διαδρομής προς το απέναντι πεζοδρόμιο της Ερμού, μαρσάροντας δαιμονισμένα, έπεσε στον σωρό το τρίκυκλο από την οδό Σπανδωνή και, περνώντας και σκορπώντας ανθρώπους, βγήκε αντίθετα στην οδό Βενιζέλου (που απαγορευότανε ως μονόδρομος) προς την Τσιμισκή. Τότε κάνοντας ο καθένας στιγμιαία πίσω, από τον κίνδυνο, είδα και είδαμε τον Λαμπράκη, χτυπημένο, ματωμένο, ξέπνοο, χωρίς αισθήσεις στον δρόμο.
Παράλληλα με το που έτρεξα στον Λαμπράκη, μαζί με τον Κώστα Βέρρο, της συνοδείας του (παλιό κομμουνιστή που είχε αποφυλακιστεί το 1961) και με τον ευρισκόμενο έξω φοιτητή Νομικής από τη Λιβαδειά Τάσο Νίκαινα που προσέτρεξε κι αυτός στον χτυπημένο Λαμπράκη, φωνάζοντας όλοι «ένα αυτοκίνητο, ένα γιατρό, δολοφόνοι», βλέπω να πηδάει για να πιάσει τον επιβαίνοντα στην καρότσα Εμμανουηλίδη και τον οδηγό Γκοτζαμάνη (τα ονόματα τα μάθαμε μετά).
Τον Βασίλη Πολάτογλου, ελαιοχρωματιστή από την Ανάληψη, νεολαίο της ΕΔΑ, που δεν κατόρθωσε να ανέβει και, διαδοχικά, με φοβερό άλμα τον Χατζηαποστόλου (Τίγρη) από τις Συκιές, που τον ξέραμε από τις συγκεντρώσεις, που κατόρθωσε να ανέβει στο τρίκυκλο παρά την ταχύτητά του και να εξουδετερώσει (όπως μάθαμε) μέχρι τη διασταύρωση της Τσιμισκή τους δολοφόνους και με πλήθος πολιτών και τον τροχονόμο Σπύρο Ασπιώτη που έκανε βάρδια να τους συλλάβουν [...]
Κανείς από τους 100 αστυνομικούς δεν πυροβόλησε στα λάστιχα του τρίκυκλου ούτε κυνήγησε με αυτοκίνητο τους δράστες. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: όταν βγήκαμε από την πόρτα, είδα τους τρεις ανώτατους αρχηγούς της Χωροφυλακής και Αστυνομίας Μακεδονίας Θράκης, Θεσσαλονίκης, Μήτσου, Καμουτσή και Δόλκα, με τις επίσημες κόκκινες στολές τους, να είναι απέναντι από την πόρτα, στο πεζοδρόμιο μπροστά από το κατάστημα Φωκά […] ουδείς από αυτούς δεν προσφέρθηκε να συνοδεύσει τον Λαμπράκη […])
Ο Λαμπράκης χτυπημένος, εμείς έξαλλοι από το φονικό μπροστά στα μάτια της ηγεσίας της αστυνομίας και 100 ακίνητοι αστυνομικοί, πασχίζουμε να βρούμε γιατρό και μέσο για το νοσοκομείο και ως εκ θαύματος και από μηχανής Θεός εμφανίζεται από το πουθενά ένα μικρό φολκσβάγκεν (ενώ η κυκλοφορία είχε διακοπεί στους κεντρικούς δρόμους Βενιζέλου-Ερμού και αλλού) οδηγημένο από έναν άνδρα, όπου στο πίσω μέρος του μικρού στενού αυτοκινήτου (επί τούτου διαλέξανε μικρό) βάλαμε τον Λαμπράκη ψυχορραγούντα.
Ο Λαμπράκης έπιασε όλο τον χώρο, έτσι ευρύστερνος που ήταν, και ο οδηγός πήγε να φύγει, όταν ο Βέρρος, πιο πεπειραμένος, μπήκε γρήγορα μπροστά στη θέση του συνοδηγού και πήγανε πρώτα στον Σταθμό Α’ Βοηθειών στο λιμάνι και από εκεί στο ΑΧΕΠΑ. Ετσι διασφαλίστηκε στα χέρια ιατρών ο ετοιμοθάνατος. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: και το αυτοκίνητο αυτό οδηγούσε αστυνομικός!!! Ο Φουρναράκος που το είχε νοικιάσει από Σχολή Οδηγών, όπως το βρήκε ο Βούλτεψης της «Αυγής»[…])
Αφού έφυγε το αυτοκίνητο είδα στον δρόμο δίπλα στα αίματα μαζί με άλλα αντικείμενα ένα πλαστικό μικρό τσαντάκι του Λαμπράκη, το ανοίγω και βλέπω να έχει σήματα Ειρήνης από όλο τον κόσμο. Προφανώς τα είχε πάρει από το Λονδίνο όπου ήταν αρχές Μαΐου, στη μεγάλη πορεία του Λονδίνου – ΟΛΟΤΕΡΜΑΝ για τον πυρηνικό αφοπλισμό.
Σκέφτηκα ακαριαία να την πάρω μαζί μου στο σπίτι στην Παναγία Φανερωμένη, αλλά είδα τραμπούκους στη Βενιζέλου (3-4 με γνώριζαν) και τον κίνδυνο να έρθουν σπίτι (η αστυνομία ήξερε το σπίτι, είχα φάκελο από τα 17 μου και πατέρα εξόριστο μέχρι το 1962) και έτσι το έδωσα στον Κοντουδάκη που επειδή ήταν από την Κρήτη δεν τον ξέρανε, για να το προωθήσει στην ΕΔΑ, μετά στην οικογένεια Λαμπράκη (όπως και έγινε)[…].
* Συνοδός του Λαμπράκη, μάρτυρας στη δίκη των δολοφόνων