Αν η αποχή έλυνε
προβλήματα, τότε στην Αμερική, όπου οι Πρόεδροι εκλέγονται με τις μισές
ψήφους του μισού εκλογικού σώματος, ο λαός θα ζούσε εδώ και δεκαετίες
σε παράδεισο.
Αν η αποχή εμπόδιζε τη λήψη αντιλαϊκών μέτρων,
τότε το 50% της αποχής στις ευρωεκλογές του 2014 θα είχε εμποδίσει την
ΕΕ να κινείται στην κατεύθυνση των ομολογημένων ή ανομολόγητων
Μνημονίων.
Όσοι την Κυριακή λογαριάζουν να μην πάνε να ψηφίσουν, ας το σκεφτούν:
Η αποχή τους θα ενοχλήσει μια στάλα τον τραπεζίτη που πήρε το
κομματάκι που του αναλογούσε από τα 250 δισεκατομμύρια των πενταετών
«ανακεφαλαιοποιήσεων»; Με την αποχή του θα προβληματιστούν τάχα οι
βιομήχανοι που αναμένουν μετεκλογικά την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών
απολύσεων;
Πόσο αυτή η μορφή της «διαμαρτυρίας», η οποία
κατά καιρούς λανσάρεται από το ίδιο το σύστημα σαν «ενδεδειγμένη», θα
εμποδίσει τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους πρόθυμους συνεταίρους τους να
ερμηνεύουν την αποχή κατά το δοκούν και να την ενσωματώνουν στην
προπαγανδιστική διπολική φαρέτρα;
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ένα μεγάλο μέρος του
κόσμου που δεν θα πάει την Κυριακή να ψηφίσει θεωρεί ότι με αυτόν τον
τρόπο εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του απέναντι στο πολιτικό ψεύδος, την
υποκρισία, την εξαπάτηση, την προδοσία και ότι άλλο «φιλολαϊκό» του
έχουν σερβίρει οι κάθε λογής «σωτήρες» του.
Και είναι πολύ λογική αυτή η δυσαρέσκεια. Όταν
το πολιτικό κατεστημένο έχει καταστήσει την πολιτική συνώνυμο της
γελοιοποίησης εννοιών και αξιών, της δημαγωγίας, των «θα», των
ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, του μαυρογιαλουρισμού. Όταν πολιτική λογίζεται η
πασαρέλα του τίποτα, η αποθέωση της βλακείας, η φωταψία της υποκρισίας
και του εξυπνακισμού, τότε ο αναχωρητισμός από τα κοινά μοιάζει με
«κίνηση διαφυγής».
Έτσι θέλουν να μοιάζει όλοι αυτοί που αφού
έκαναν εμπόριο ελπίδας, αφού ξεπούλησαν δημοψηφίσματα, αφού εξευτέλισαν
κάθε τους υπόσχεση, έφτασαν δεκαπενταυγουστιάτικα, άγρια χαράματα,
μεταξύ μαγιό και πιτζάμας, να φορέσουν στον λαό ένα ακόμα τρίχρονο
μνημονιακό χαλκά.
Μοιάζει, λοιπόν, σαν «κίνηση διαφυγής». Αλλά δεν
είναι. Στην πραγματικότητα είναι ομηρία και εγκλωβισμός σε όλα εκείνα
τα κηρύγματα που πριμοδοτούν την ιδιώτευση, το «δε βαριέσαι», το «έλα
τώρα καημένε», το «όλοι ίδιοι είναι», το «δε βγαίνει τίποτα», το
«ασχολήσου με την πάρτη σου», .
Και όσο εσύ θα (νομίζεις ότι) ασχολείσαι με την πάρτη σου, κάποιοι άλλοι θα ασχολούνται μαζί σου…
Πάντα έτσι γινόταν και πάντα έτσι θα γίνεται.
Από την εποχή που οι αρχαίοι Έλληνες με τη λέξη
«ιδιώτης» χαρακτήριζαν εκείνον που αποστρεφόταν τα κοινά – για να έρθουν
αιώνες αργότερα οι Άγγλοι, να πάρουν την ελληνική λέξη και να την
κάνουν «idiot» για να περιγράψουν τον «ηλίθιο» – οι ισχυροί το ίδιο
επιδιώκουν: Να μετατρέψουν τα υποζύγιά τους σε αφοπλισμένους και
ακίνδυνους παρατηρητές.
Από την εποχή του Σόλωνα, που οι νόμοι
αφαιρούσαν τα πολιτικά δικαιώματα από όποιον επέλεγε την «ουδετερότητα»
στις πολιτικές αντιπαραθέσεις και από την εποχή του Θουκυδίδη και του
Περικλή, που ο αδρανής δεν εθεωρείτο «φιλήσυχος» αλλά «αχρείος», δηλαδή
άχρηστος, η ίδια μάχη δινόταν: Να μη χαθεί και να μη σαμποταριστεί η
έννοια της συλλογικότητας μέσα στη φενάκη και τα αδιέξοδα του ατομισμού.
Μακριά από μας κάθε ματαιόσπουδη επίδειξη
αρχαιογνωσίας. Αφήνουμε την αρχαιοπληξία για εκείνους που θέλουν να
μακροημερεύσει το σύστημα με τους σύγχρονους είλωτες. Οι μαρξιστές
δανειζόμαστε αυτές τις υψηλές έννοιες, αναγνωρίζοντας πόσο δίκιο είχε ο
Λένιν που μέσα στο καμίνι της Επανάστασης δε σταματούσε να μελετά το
«Μετά τα Φυσικά» του Αριστοτέλη, και υπεραμυνόμαστε του δικαιώματος του
ανθρώπου του μόχθου (και όχι του «πολίτη» γενικά) να «μετέχει κρίσεως
και αρχής».
Που σημαίνει:
- Αντίσταση σε εκείνους που επειδή ξεπουλήθηκαν οι ίδιοι θέλουν να
ενσταλάξουν στη συνείδηση των ανθρώπων και ειδικά των νέων ότι όλα είναι
ξεπουλημένα.
- Μετατροπή της απογοήτευσης και της διάψευσης σε εμπειρία και γνώση
που αντιπαλεύει την παραίτηση, το μπέρδεμα, την παραλυτική σύγχυση και
τα μετασχηματίζει σε στέρεο πολιτικό συμπέρασμα και αφετηρία νέας
διεκδίκησης.
- Μετάπλαση της άσφαιρης διαμαρτυρίας και των ματαιωμένων ψευδαισθήσεων σε ριζοσπαστική συνείδηση.
- Άρνηση του μηδενισμού και της «ιλουστρασιόν» όχθης της αποξένωσης.
- Δραπέτευση από το θερμοκήπιο του «ωχαδερφισμού» που θέλει να
εκτονώσει τη συσσωρευμένη οργή και να προτείνει στο ψέμα την κίβδηλη
απάντηση του τίποτα.
Μακριά από εμάς το αμετάκλητο ύφος εισαγγελέα
προς όσους δεν πάνε να ψηφίσουν αηδιασμένοι από τον νεοΠΑΣΟΚισμό του
ΣΥΡΙΖΑ και από τα παραμύθια παρθενογένεσης της ΝΔ. Αλλά και δεν είναι η
ώρα να «χαϊδεύουμε τα αυτιά» της παραίτησης. Ούτε πρόκειται να
μετατραπούμε σε ειδικούς αγορητές της «ανάγκης να πάνε στην κάλπη» και
πέραν τούτου ουδέν.
Αντίθετα, εκείνο που λέμε είναι πως ακόμα κι αν
πήγαιναν να ψηφίσουν, και ψήφιζαν εκείνους που τους οδηγούν στη φυλακή
της δήθεν «ιδιωτικής» απόδρασης, ή τα φασιστικά απόβλητα αυτού του
συστήματος, ή την επανέκδοση των προηγούμενων αυταπατών, πάλι μια τρύπα
στο νερό θα κάνανε.
Το φλέγον, ειδικά για τους νέους ανθρώπους που
είδαν το «Όχι» της γενιάς τους να ξεπουλιέται και να γίνεται ένα
επαίσχυντο «Ναι», είναι να αντισταθούν στην ισοπέδωση.
Να μη συνθηκολογήσουν με το κήρυγμα ότι τα
πράγματα έχουν πάρει μια «αμετάκλητη» και «μοιραία» τροπή, αλλά να
συναντηθούν με το αίτημα της ανατροπής και να γίνουν ο καθένας χωριστά
και όλοι μαζί οι φορείς της εναλλακτικής που θα σαρώσει τους
κρυφοθατσερίσκους που τους εξαπάτησαν.
Να μην αφήσουν τη δύναμή τους να μετατραπεί σε
μπούμερανγκ εναντίον τους, «ψηφίζοντας» διά της απουσίας τους και της
σιωπής τους δυνάστες τους.
Θα το επαναλάβουμε: Οι εκλογές είναι μόνο μια
στιγμή. Επαφίεται στον καθένα αν αυτή η στιγμή θα προσμετρηθεί είτε στην
άσφαιρη και ξεστρατισμένη «εξέγερση» του καναπέ, είτε στα φληναφήματα
περί «συμμετοχής» γενικώς και αορίστως, είτε στο δυναμικό «παρών» για τη
διεκδίκηση μιας κοινωνίας ανθρώπινης μέσα από μια στάση ζωής αγωνιστική
και διεκδικητική, όπου κι αν κανείς βρίσκεται: Στο εργοστάσιο ή στην
αναζήτηση του μεροκάματου, στο γραφείο ή στη βιοπάλη του μικρομάγαζου,
στο χωράφι, στο θρανίο του σχολείου ή τη βάρδια της ημιαπασχόλησης, στο
αμφιθέατρο, στην κάλπη.
Πηγή:
enikos.gr