Αίσθηση, όπως ήταν φυσικό, προκαλεί το δημοσίευμα της εφημερίδας “Τα ΝΕΑ” και συγκεκριμένα ρεπορτάζ που αφορά στην επαφή στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, ανάμεσα στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι δυο χώρες φέρονται να έχουν αποφασίσει να αποτυπώσουν τη διμερή στρατηγική συνεργασία σε κείμενο, στο οποίο θα περιέχονται οι άξονες της συνεργασίας Ελλάδας και Γαλλίας. Επίκεντρο της συνεργασίας είναι η περιοχή της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου, όπου τα συμφέροντα των δυο χωρών, διαπιστώνεται ότι βρίσκονται πολύ κοντά, έως ταυτίζονται.
Στο πλαίσιο αυτό, κεντρικό ρόλο στη συμφωνία έχει η ένταξη της Ελλάδας στο ναυπηγικό πρόγραμμα των νέων, αποκαλούμενων ως “ψηφιακών” φρεγατών Belh@rra της κρατικής γαλλικής Naval Group. Σύμφωνα λοιπόν με το ρεπορτάζ και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η προμήθεια των Belh@rra φέρεται ως δεδομένη.
Η Ελλάδα έχει εκφράσει την επιθυμία να αποκτήσει δύο από τα πλοία του τύπου. Ωστόσο, πριν καν εξετάσουμε το θέμα, ο αριθμός κρίνεται ανεπαρκής. Δεν επαρκούν οι δυο φρεγάτες όχι υπό την έννοια της κάλυψης των αναγκών του Πολεμικού Ναυτικού, που μπορεί να επιλέξει και άλλες σχεδιάσεις – προμηθευτές επιπρόσθετα, αλλά για να δικαιολογήσει έναν νέο τύπο πολεμικού πλοίου στον Στόλο.
Η εμπειρία έχει αποδείξει πως όταν οι συμφωνίες για προμήθεια κύριων οπλικών συστημάτων γίνονται με αυτό τον τρόπο με την πάγια αιτιολογία “δεν υπάρχουν λεφτά”, στο τέλος η χώρα πληρώνει “τον κούκο αηδόνι”. Μας στοιχίζουν πανάκριβα.
Από τη στιγμή που το Πολεμικό Ναυτικό αποφασίζει ότι το πλοίο του κάνει και υπάρχει σαφής εικόνα για τις ανάγκες, το ορθολογικό είναι εξ αρχής να τοποθετηθεί μεγαλύτερη παραγγελία (π.χ. τέσσερις μονάδες) ώστε να μειωθεί σημαντικά το μοναδιαίο κόστος εξ αρχής, κι ας επεκταθεί χρονικά ο ορίζοντας παράδοσης.
Λόγω και της σημαντικής διεθνούς φήμης της επιχειρησιακής αξίας του Πολεμικού Ναυτικού που έρχεται να συμπληρώσει την ελληνική ναυτοσύνη, σε κάθε συναλλαγή του τύπου υπάρχει και μια προστιθέμενη αξία από την οποία επωφελούνται όλοι.
Η Ελλάδα οφείλει να χρησιμοποιήσει διαπραγματευτικά αυτό το δεδομένο για να πετύχει καλύτερους όρους, αφού η απόκτηση ενός πλοίου από το Πολεμικό Ναυτικό είναι διαβατήριο εξαγωγικής επιτυχίας. Αυτό ας μην το υποτιμούμε καθόλου.
Η ουσία δεν είναι όμως αυτή. Το θέμα είναι πόσο κοντά επί της ουσίας είναι η χώρα στην υπογραφή συμφωνίας – συβολαίου, καθότι μόνο τότε θα μπορούμε να μιλάμε για τελειωμένη ελληνογαλλική συμφωνία. Αρκεί να υπενθυμίσει κανείς ότι στην περίπτωση των φρεγατών FREMM υπήρχε μέχρι και απόφαση ΚΥΣΕΑ και ποτέ δεν κατέληξαν στην Ελλάδα.
Προς το παρόν, το πρόγραμμα των Belh@rra έχει περάσει από το Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ). Πρέπει να πάει να συζητηθεί στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής και μόλις ληφθεί το πράσινο φως να συγκληθεί το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ, με τις δυο τελευταίες λέξεις να αντικαθίστανται σταδιακά, μάλλον ορθώς, με το “Εθνικής Ασφαλείας“) για να ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη διαδικασία.
Εξίσου ισχύει βέβαια το ότι όταν υπάρχει πολιτική βούληση, οι διαδικασίες στην Ελλάδα προωθούνται με την ταχύτητα της αστραπής… Κοντός ψαλμός αλληλούια που λέμε. Οι πληροφορίες στο ρεπορτάζ του καλού συναδέλφου στην εφημερίδα “Τα ΝΕΑ“, κάνει λόγο για πρόθεση υπογραφής της ελληνογαλλικής συμφωνίας εντός Ιουλίου.
Το ζητούμενο είναι να διαπιστωθεί εάν η συμφωνία θα έχει τη μορφή ενός MoU (Memorandum of Understanding / Μνημόνιο Κατανόησης), όπου οι δυο χώρες θα αποτυπώσουν τις γενικές αρχές της συνεργασίας τους, θα διατυπωθεί και εγγράφως η καταρχήν απόφαση ένταξης της Ελλάδας στο ναυπηγικό πρόγραμμα των Belh@rra και στη συνέχεια θα δοθεί χρόνος ομαλής διεκπεραίωσης των προβλεπομένων διαδικασιών.
Χρήματα αγαπητοί ποτέ δεν υπήρχαν, προτεραιότητες όμως πάντα
Μια τελευταία κουβέντα θα πρέπει να ειπωθεί για την περίφημη έλλειψη χρημάτων. Στην τρέχουσα περίοδο είναι σαφέστατα γεγονός. Ωστόσο, με την ίδια δικαιολογία παρούσα αγοράστηκαν άρματα μάχης και όχι πυρομαχικά, υποβρύχια χωρίς τορπίλες κ.λπ. Και όπως αναφέρθηκε, στο τέλος τα πληρώναμε όλα ακριβότερα. Πολύ ακριβότερα, ενώ με τα επιπλέον λεφτά που μας κόστισαν, θα μπορούσαμε να έχυμε κλείσει άλλες “τρύπες”.
Όλα είναι και ζήτημα προτεραιοτήτων. Είναι λογικό ο εκάστοτε… Σταϊκούρας να επαναλαμβάνει στερεοτυπικά ότι δεν υπάρχουν λεφτά. Όμως εάν δεν αντιλαμβάνεται πως η ανανέωση των μέσων του Πολεμικού Ναυτικού ΔΕΝ μπορεί να περιμένει άλλο, διότι σε μια πενταετία απλά δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει ότι… θα πλέουν και αυτά που έχουμε, τότε αυτός είναι ακατάλληλος κι εμείς συλλογικά ως κοινωνία, άξιοι της μοίρας μας.
Κι ας μην ανοίξουμε καλύτερα το θέμα του τι χρηματοδοτεί το ελληνικό Δημόσιο βάζοντάς τα σε υψηλότερη προτεραιότητα από την εθνική άμυνα, διότι θα… στενοχωρηθούμε πολύ. Διότι το επιχείρημα που ακούγεται ενίοτε στα πολιτικά γραφεία “οι φρεγάτες δεν ψηφίζουν” δεν χρειάζεται καν να το σχολιάσεις. Όσοι το πιστεύουν και το συνυπολογίζουν, ιδίως στη σημερινή συγκυρία, καλύτερα να μην τους πληροφορήσουμε ποιο αδίκημα διαπράττουν…
Είχε μήπως λεφτά η Ελλάδα του Μεταξά πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ή την εποχή που αποκτήθηκε το “ΑΒΕΡΩΦ” που έκρινε στη συνέχεια πολέμους; Δεν έμεινε όμως με τα χέρια σταυρωμένα και έγραψε ένδοξες σελίδες στην Ιστορία της. Χωρίς να είναι ποτέ επιτιθέμενος. Είχε όμως συναίσθηση της κατάστασης και προτεραιότητες.
Προτεραιότητες, διότι οι πολιτικοί της ηγέτες αντιλαμβάνονταν ορισμένα δεδομένα του διεθνούς περιβάλλοντος, τα οποία σήμερα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου έχει εκπαιδευθεί να αντιμετωπίζει ως αδιανόητα. Το περίφημο “ταμπού” στη αξιοποίηση της στρατιωτικής ισχύος, παρότι η Ελλάδα έχει το… προνόμιο ενός κάκιστου γείτονα που έχει αναγάγει σε επιστήμη την “πολιτική των κανονιοφόρων“.
Και σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία εάν κάποιος εμβαθύνει στην ελληνική ρητορική αποστροφή “η Τουρκία βρίσκεται στον 19ο αιώνα“. Δηλαδή το ζήτημα είναι αν εμείς είμαστε… μοντέρνοι και θεωρούμε τον αντίπαλο ως οπισθοδρομικό, ή αυτά που διακυβεύονται για την ελληνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, από την ανεξάρτητη επιλογή του αντιπάλου να μας αντιμετωπίζει με όρους του 19ου αιώνα;
Διότι δεδομένης της γενικευμένης απροθυμίας της διεθνούς κοινότητας να αντιμετωπίσει αυτή την “οπισθοδρομική Τουρκία” και τις μεθόδους της, μάλλον αναγορεύει σε εξαιρετικά… πρωτοποριακή τη σκέψη της, εάν αφεθεί να παράξει αποτελέσματα. Αυτά θα καταγράψει η Ιστορία. Διότι είναι αυτή ακριβώς η απροθυμία ουσιαστικής και συντονισμένης αντιμετώπισης εκ μέρους των εταίρων και συμμάχων της Ελλάδας, είναι που δίνει το πλεονέκτημα στην Τουρκία.
Η Ελλάδα πρέπει αν είναι πάντα έτοιμη να αρνείται αξιόπιστα και έμπρακτα, εάν απαιτηθεί, τους στόχους του “οπισθοδρομικού” αντιπάλου της. Για να αποδείξει στην πράξη ότι τέτοιες πρακτικές επιστροφής στο παρελθόν δεν παράγουν αποτελέσματα και πρέπει να εγκαταλειφθούν. Αλλιώς θα προκύψει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Με τον τρόπο αυτό θα παράσχει πραγματικές υπηρεσίες στη διατήρηση της ειρήνης και “περιφρούρησης” αυτού του “ταμπού” που αφορά τουλάχιστον την τεράστια απροθυμία προσφυγής στη στρατιωτική βία. Εάν η χώρα ακρωτηριαστεί, τότε νομοτελειακά θα βρεθούν μιμητές της Τουρκίας και ο κόσμος θα εισέλθει σε ακόμα πιο επικίνδυνες ατραπούς.
Μόνο υπ’ αυτή την έννοια μπορεί αν γίνει δεκτό το επιχείρημα ορισμένων μεγαλόσχημων, που υποστηρίζουν δημοσίως ότι η Ελλάδα δεν έχει ευθύνη μόνο να αποφύγει τον πόλεμο με την Τουρκία, αλλά και να διαφυλάξει την ειρήνη σε ολόκληρη την περιοχή. Διαφορετικά πρόκειται για άλλη μία μνημειώδη ανοησία στο πλαίσιο του ιδιότυπου ελληνικού δημόσιου διαλόγου.
Διότι το ερώτημα που καθένας οφείλει να απαντήσει είναι μέχρι ποιου σημείου θεωρείται μια υποχώρηση θεμιτή προς επίτευξη του “κοινού καλού”. Τη στιγμή μάλιστα που οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι κρατικοί δρώντες αδρανούν και κρύβονται, αφήνοντας μόνη της την Ελλάδα απέναντι στο λυσσασμένο θηρίο.
Επιπρόσθετα και καταληκτικά, επειδή είναι θέμα χρόνου να ακουστούν και γνωστές απόψεις ότι “θα τα βρούμε διπλωματικά με τους Τούρκους” οπότε ας περιμένουμε καλύτερη οικονομική συγκυρία, να υπενθυμίσουμε ορισμένα τετριμμένα τα οποία βολικά λησμονούν, ή απλώς αδυνατούν να αντιληφθούν λόγω προσωπικής πολιτικής ανεπάρκειας ορισμένοι.
Διακομματικά, διότι θυμόμαστε ασφαλώς το “θα το ρισκάρουμε με την Τουρκία”. Ας επαναλάβουμε λοιπόν: Οι αποφάσεις μας σήμερα θα παράξουν αποτέλεσμα σταδιακά και σε βάθος χρόνου. Ενώ η όποια προσέγγιση, που δεν θα είναι καθόλου εύκολη ούτε θα ακυρώσει τον πυρήνα των διεκδικήσεων της Τουρκίας, μπορεί να αναστραφεί μέσα σε ένα βράδυ.
www.defence-point.gr