Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να έχει εισέλθει σε μια νέα φάση μετά την ουκρανική αντεπίθεση, τη «μερική επιστράτευση» του Πούτιν, η οποία συνοδεύτηκε από ανανεωμένες πυρηνικές απειλές, και την προσάρτηση που ακολούθησε τα ενορχηστρωμένα από το Κρεμλίνο «δημοψηφίσματα» σε κατεχόμενα εδάφη, πολλά είναι τα ερωτηματικά και τα διλήμματα ως προς την εξέλιξη της σύγκρουσης. Ο πυρηνικός εφιάλτης φαίνεται να επανέρχεται δυναμικά (ο Πούτιν είπε χαρακτηριστικά ότι «δεν μπλοφάρει», ενώ φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία στις πρωτεύουσες της Δύσης πως οι απειλές αυτές δεν γίνεται να μη λαμβάνονται σοβαρά), ενώ, με την υποβολή επίσημου αιτήματος ένταξης στο ΝΑΤΟ από την Ουκρανία, τις ρωσικές δυνάμεις να εμφανίζονται σε μειονεκτική θέση και το Κρεμλίνο να σπεύδει να τις ενισχύσει μέσω επιστράτευσης, η οποία έχει προκαλέσει αντιδράσεις εντός της Ρωσίας, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα πώς και πότε θα τελειώσει ο πόλεμος.Πού μπορεί να οδηγήσουν οι νέες εξελίξεις; Η Ντομίνικα Κουνέρτοβα, senior researcher στη Global Security Team του Center for Security Studies στο ETH Zurich, μιλώντας στη HuffPost Greece, απαντά σε μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τις νέες εξελίξεις- ενώ παράλληλα, σε σχετικό άρθρο, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πόλεμος επηρεάζει το μέλλον του ΝΑΤΟ.
Πυρηνική απειλή
Το πρώτο και πλέον ανησυχητικό για όλους ερώτημα είναι αυτό των πυρηνικών απειλών από πλευράς του Κρεμλίνου: Απώτερος στόχος των «δημοψηφισμάτων» σε ουκρανικά εδάφη ήταν να ανοίξει ο δρόμος για την προσάρτησή τους από τη Ρωσία, με σκοπό να βρεθούν κάτω από την «πυρηνική ομπρέλα» της Ρωσίας. Οι απειλές ως προς την χρήση «όλων των διαθέσιμων μέσων» για την υπεράσπιση της «εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας» από πλευράς του Πούτιν, καθώς και αντίστοιχα σχόλια από τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ έχουν προκαλέσει διεθνή προβληματισμό.
«Κάποιοι μπορεί να το απορρίπτουν ως μπλόφα, μα η περιορισμένη χρήση πυρηνικών όπλων δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πιστεύω ότι απευθύνοντας την πυρηνική απειλή στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Πούτιν απευθυνόταν κυρίως στο ρωσικό κοινό στο εσωτερικό, για να ενισχύσει τη θέση του μετά από ταπεινωτικές οπισθοδρομήσεις στο ουκρανικό πεδίο μάχης. Ρώσοι εθνικιστές αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πως η φαντασίωση για την “ειδική στρατιωτική επιχείρηση” καταρρέει. Το ίδιο ισχύει και για τη μερική επιστράτευση. Ο Πούτιν πρέπει να δώσει μήνυμα δύναμης» λέει η κ. Κουνέρτοβα.
Επιστράτευση: Πώς θα επηρεάσει τον πόλεμο
Η μερική επιστράτευση θεωρείται ότι θα βάλει στον πόλεμο μέχρι και 300.000 επιπλέον στρατιώτες από πλευράς της Ρωσίας. Ωστόσο το πόσο γρήγορα και σε τι βαθμό θα μπορούσε να επηρεάσει αυτό τις επιχειρήσεις στο μέτωπο της Ουκρανίας δεν μπορεί να διαπιστωθεί με βεβαιότητα: «Η επιστράτευση- μόνο μερική επιστράτευση στρατιωτικών εφεδρειών, υποτίθεται- θα χρειαζόταν μήνες για να έχει πραγματική επίδραση επί του πεδίου. Υπάρχει έλλειψη αξιωματικών για την εκπαίδευση των εφεδρειών, αλλιώς το να αποσταλούν πρόωρα θα αντιστοιχούσε στη χρήση τους ως “κρέας για τα κανόνια”. Θα βοηθούσαν τη Ρωσία να συγκρατήσει τις γραμμές της στην Ουκρανία, μα δεν θα ήταν αρκετά καλοί για να λάβουν χώρα νέες επιθέσεις. Είναι πολύ νωρίς για να πούμε εάν οι ευρείες διαδηλώσεις στη Ρωσία κατά της επιστράτευσης αυτής θα δημιουργήσουν ένα μεγάλο momentum μεταξύ του ρωσικού πληθυσμού ενάντια στον πόλεμο γενικότερα».
«Δημοψηφίσματα»: Μοντέλο Κριμαίας
Η πραγματοποίηση δημοψηφισμάτων σε ελεγχόμενα από τη Ρωσία τμήματα του Ντονέτσκ, του Λουχάνσκ, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια «ήταν πρόσχημα για την επίσημη προσάρτησή τους από τη Ρωσία, όπως στην Κριμαία το 2014. Αυτό παρέχει στον Πούτιν τη δικαιολογία της “εδαφικής ακεραιότητας” εάν απειλούσε με πυρηνική απάντηση σε περίπτωση που η Ουκρανία προσπαθήσει να ανακτήσει αυτές τις περιοχές, καθώς οι ουκρανικές επιθέσεις εκεί θα συνιστούσαν έτσι επιθέσεις κατά ρωσικού εδάφους».
Πώς αλλάζει το μέλλον του ΝΑΤΟ
Όσον αφορά στην επίδραση του πολέμου της Ουκρανίας στο μέλλον του ΝΑΤΟ, πρόκειται για το αντικείμενο άρθρου που συνέταξε η κ. Κουνέρτοβα με τον Νίκλας Μασούρ, επίσης senior researcher της Global Security Team στο Center for Security Studies του ETH Zurich.
Όπως υπογραμμίζεται, η ρωσική εισβολή υπενθύμισε στις ευρωπαϊκές χώρες τη σημασία του ΝΑΤΟ ως κύριου οργανισμού συλλογικής άμυνας για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, με τα μέλη της Συμμαχίας να αρχίζουν να ενισχύουν τις άμυνές τους και να παρέχουν υλική στήριξη στην Ουκρανία. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΝΑΤΟ απέδειξε την αξία του ως προς τη συλλογική λήψη αποφάσεων, παρέχοντας ένα forum για διαμοιρασμό πληροφοριών, αξιοποίηση πόρων και συντονισμού δραστηριοτήτων. Ωστόσο, εντός της Συμμαχίας παραμένει δύσκολη η επίτευξη ομοφωνίας ως προς το πώς θα έπρεπε να χειριστεί τον πόλεμο και ποιοι θα ήταν οι βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι- ως εκ τούτου, η Γαλλία και η Γερμανία έχουν λάβει θέσεις που διαφέρουν από αυτές των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και πολλών συμμάχων στην ανατολική Ευρώπη.
Ως προς τις δαπάνες του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, αρκετές χώρες του ΝΑΤΟ έχουν δεσμευτεί για αύξησή τους ώστε να πιάσουν αυτόν τον στόχο- και σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι εντυπωσιακές γερμανικές εξαγγελίες για ταμείο 100 δισ. ευρώ. Ως προς την αποτροπή, ωστόσο, όπως τονίζεται στο άρθρο, κύριος πολιτικός στόχος του ΝΑΤΟ είναι η προστασία των μελών του και όχι η είσοδος σε πόλεμο με τη Ρωσία για την Ουκρανία: «Η Συμμαχία εμμένει σε αυτόν τον στόχο συλλογικά και μεμονωμένα, σκοπεύοντας να αποτρέψει την κλιμάκωση της σύγκρουσης τόσο κάθετα (προς το πυρηνικό όριο) όσο και οριζόντια (γεωγραφικά). Ωστόσο εφόσον οι Ουκρανοί απέκρουσαν την αρχική επίθεση κατά της πρωτεύουσάς τους, οι ΗΠΑ και άλλοι έχουν διακηρύξει ανοιχτά την πρόθεσή τους για αποδυνάμωση των ρωσικών δυνατοτήτων. Κάποια ευρωπαϊκά μέλη της Συμμαχίας, κυρίως η Γαλλία και η Γερμανία, έχουν αποφύγει να υιοθετήσουν αυτόν τον στόχο».
Ως εκ τούτου, ως σημεία- κλειδιά για το μέλλον του ΝΑΤΟ παρατίθενται τα εξής:
- Οι χώρες του ΝΑΤΟ θα έπρεπε να υιοθετήσουν μια κοινή κατανόηση/ προσέγγιση σχετικά με την πορεία της συλλογικής τους δράσης σε περίπτωση που ο πόλεμος στην Ουκρανία κλιμακωθεί οριζόντια ή κάθετα.
- Οι χώρες του ΝΑΤΟ πρέπει να αυξήσουν την παραγωγή όπλων για να συνεχίσουν την παροχή οπλισμού στην Ουκρανία, ενώ αναπληρώνουν τα δικά τους αποθέματα.
- Το ΝΑΤΟ πιθανώς οδεύει προς εντονότερες πολιτικές αντιπαραθέσεις ως προς το ποια θα είναι η στάση του απέναντι τόσο στη Μόσχα όσο και στο Κίεβο, κάτι που θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή του.Οι χώρες του ΝΑΤΟ πρέπει να είναι ξεκάθαρες όταν επικοινωνούν στη Ρωσία την αποφασιστικότητά τους για αποτροπή και τους στρατηγικούς τους στόχους. «Η εξάντληση των ρωσικών δυνατοτήτων μεμονωμένα/ σε απομόνωση δεν είναι βιώσιμος δρόμος προς τα εμπρός».
Πέραν αυτών, υπογραμμίζεται πως, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, είναι η πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό που η δέσμευση των ΗΠΑ στη Συμμαχία φαίνεται τόσο αδιαμφισβήτητη, ενώ στην υποστήριξη της άμυνας της Ουκρανίας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο οι αποστολές όπλων από μέλη της Συμμαχίας και οι πρωτοβουλίες για αντικατάσταση όπλων που στέλνονται στην Ουκρανία- πχ η παροχή Patriot προς αντικατάσταση του κενού που δημιούργησε η αποστολή σλοβακικών S-300 στην Ουκρανία, καθώς και τα προγράμματα «tank swap» για την αποστολή σοβιετικής κατασκευής αρμάτων από χώρες της ανατολικής Ευρώπης, τα οποία αντικαθίστανται από δυτικής προέλευσης.
Πάντως, στο άρθρο υπογραμμίζεται πως οι πολιτικές διαφωνίες και αντιπαραθέσεις για τη διαχείριση της ρωσικής εισβολής εντός της Συμμαχίας, αλλά και σε εθνικό επίπεδο, αναμένεται να γίνουν εντονότερες- ειδικά στον απόηχο της αύξησης των τιμών της ενέργειας. «Αυτή η αυξανόμενη πόλωση θα επηρεάσει τις συζητήσεις σε εθνικό επίπεδο ως προς την αντιμετώπιση της Ρωσίας. Πέρα από εκκλήσεις για άρση κυρώσεων από επιχειρηματικούς και βιομηχανικούς φορείς που γενικότερα έχουν μια προδιάθεση για πιο ήπια γραμμή απέναντι στη Ρωσία, υπάρχουν στρατηγικά επιχειρήματα υπέρ της επανέναρξης του εμπορίου με τη Μόσχα όταν η εισβολή φτάσει σε ένα αποδεκτό τέλος (ή αδιέξοδο)...αυτό το επιχείρημα θα είναι αντιμέτωπο με επικρίσεις περί ξεπουλήματος της Ουκρανίας. Πέρα από αυτές τις πολιτικές διαφωνίες, το μέλλον των δυναμικών αντιπαράθεσης και αποτροπής θα λειτουργήσει ως όριο στο τι μπορεί να κάνει το ΝΑΤΟ. Πολιτικά, η διατήρηση της συνοχής εντός της Συμμαχίας θα γίνει πιθανώς μια πιο δύσκολη και εν δυνάμει τοξική αποστολή. Συγκεκριμένα, ούτε η γεωγραφική θέση της Ρωσίας ούτε το γεγονός του πυρηνικού της οπλοστασίου θα αλλάξουν...ενώ το Κρεμλίνο έχει καταφέρει να αντέξει τη θύελλα της προβληματικής του αρχικής εισβολής και έχει καταφέρει ακόμα και να αυξήσει την στήριξη του κοινού, η ασφάλειά του μεσοπρόθεσμα δεν διασφαλίζεται. Αυτό μπορεί να ισχύσει ακόμα πιο έντονα όταν οι οικονομικές κυρώσεις αρχίσουν να υποβαθμίζουν υλικά τα ρωσικά οικονομικά και βιοτικά επίπεδα».
Ως προς τη φθορά των ρωσικών συμβατικών στρατιωτικών δυνατοτήτων στην Ουκρανία, στο άρθρο σημειώνεται πως «δεν είναι απαραίτητα καλό νέο για το ΝΑΤΟ. Εν συντομία, μια Ρωσία χωρίς τη δυνατότητα να κλιμακώσει με τεθωρακισμένες ταξιαρχίες θα κοιτάξει πιο σύντομα προς τα πυρηνικά όπλα. Αυτό έχει επιπτώσεις για τη στρατηγική σταθερότητα μεταξύ του ΝΑΤΟ και του αντιπάλου του, με το πυρηνικό όριο της Ρωσίας ως αποτέλεσμα να χαμηλώνει- εφόσον οι πολιτικοί της στόχοι παραμένουν σε γενικές γραμμές οι ίδιοι».
Ο δρόμος του Κιέβου
Οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν αποσαφηνίσει πως η Συμμαχία δεν θέλει να μπει σε πόλεμο με τη Ρωσία, και ως εκ τούτου δεν έχουν αποσταλεί στρατεύματα στην Ουκρανία, ούτε έχει επιβληθεί ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, καθώς αυτά θα προκαλούσαν σοβαρή κλιμάκωση και απευθείας πόλεμο μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας.
Κάτω από αυτό το επίπεδο, αναφέρεται πως υπάρχει ένα φάσμα στήριξης προς την Ουκρανία. Αυτό περιλαμβάνει τη στάση προς την ηγεσία της, η οποία, όπως τονίζεται, «δικαιολογημένα έχει προτεραιότητες που μπορεί να μην ευθυγραμμίζονται με αυτές του ΝΑΤΟ ως Συμμαχίας ή με τις προτεραιότητες του κάθε κράτους- μέλους. Η διπλωματία του Κιέβου έχει υποδείξει “καλούς εταίρους” για να ασκούν πίεση σε αυτούς που δεν χαρακτηρίζονται ως τέτοιο...η συζήτηση για άρση κυρώσεων που έρχεται το φθινόπωρο σίγουρα θα λαμβάνει υπόψιν της όχι μόνο ευρωπαϊκά, μα και ουκρανικά συμφέροντα. Αντίστοιχα, μπορεί να υπάρξουν διαφωνίες μεταξύ μελών του ΝΑΤΟ ως προς το τι ορίζεται ως νίκη της Ουκρανίας. Αυτό μπορεί να ισχύσει ιδιαίτερα ως προς την άποψη του ΝΑΤΟ για το αν το Κίεβο μπορεί να θεωρεί την Κριμαία και άλλες περιοχές ως “δυνατό στόχο” ή αν τέτοιες επιθέσεις για την ανάκτηση αυτών των περιοχών θα αποτελούσαν μη αποδεκτό κίνδυνο κλιμάκωσης. Εν τέλει, ακόμα και μετά από μια πιθανή κατάπαυση πυρός, οι ουκρανικές δυνάμεις θα χρειαστούν στρατιωτικές δυνατότητες για να παραμείνουν ικανές να αμυνθούν απέναντι σε μελλοντική ρωσική επιθετικότητα. Οι διαφωνίες αυτές, ως εκ τούτου, δεν θα περιορίζονται σε περιόδους εχθροπραξιών».
Πέρα από την Ουκρανία
Όλα αυτά τα διλήμματα έχουν ως αποτέλεσμα το ΝΑΤΟ να πρέπει να θέσει ξεκάθαρες προτεραιότητες ως προς τον αμυντικό πόλεμο της Ουκρανίας, τονίζεται στο άρθρο. «Η ρωσική πυρηνική ρητορική είναι ένδειξη πως η Μόσχα ανησυχεί για τις συμβατικές δυνατότητες του ΝΑΤΟ. Σε μια τέτοια ρευστή κατάσταση, το πώς θα επικοινωνηθεί η αποτροπή θα γίνει ακόμα πιο σημαντικό. Οι ΗΠΑ και άλλοι προσπάθησαν να αποτρέψουν μια ρωσική εισβολή δημοσιοποιώντας τις κινήσεις ρωσικών στρατευμάτων και τα πιθανά σχέδια, και μια τέτοια στρατηγική χρήση της διαφάνειας μπορεί να είναι πολύτιμη- αυτό ειδικά επειδή ο παρών πόλεμος μπορεί να θεωρηθεί πως θέτει νόρμες για μια πιο έντονη φάση αντιπαλότητας...το σημαντικότερο, το ΝΑΤΟ χρειάζεται να παραμείνει σε επαγρύπνηση ως προς τις απόπειρες της Ρωσίας για την εκμετάλλευση διαφωνιών μεταξύ χωρών του ΝΑΤΟ για τη σταδιακή πρόκληση εντάσεων και διαταραχής στη Συμμαχία».
Σε παρεμφερές πλαίσιο, «η αποδυνάμωση της Ρωσίας χωρίς ευρύτερο στρατηγικό στόχο αποτελεί προβληματική πολιτική. Το ΝΑΤΟ πρέπει να λάβει υπόψιν τα διλήμματα που δημιουργεί ο πόλεμος της Ρωσίας για να δημιουργήσει έναν ελάχιστο βαθμό σταθερότητας- τόσο στο εσωτερικό όσο και με τη Ρωσία, που στην παρούσα της μορφή θα παραμείνει πιθανότατα μια εχθρική δύναμη. Παρόλα αυτά, η Μόσχα δεν θα έπρεπε να ανταμειφθεί που κατέφυγε στην εισβολή σε έναν ειρηνικό γείτονα. Για όσο η Ρωσία παραμένει στην παρούσα της πορεία, μια μεταπολεμική τάξη θα πρέπει να διαχειριστεί τη συγκράτηση της Ρωσίας ενώ εισάγει εκ νέου ένα στοιχείο στρατηγικής σταθερότητας. Πιθανότατα η Μόσχα θα συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του παράγοντα χάους. Ως εκ τούτου το ΝΑΤΟ πρέπει να βρει τρόπο αποτροπής μιας συμβατικά αποδυναμωμένης Ρωσίας από το να τo κάνει σε πυρηνικό επίπεδο...επί της παρούσης, η επιβολή προϋποθέσεων για την επανέναρξη του Διαλόγου Στρατηγικής Σταθερότητας ΗΠΑ- Ρωσίας φαίνεται ο πιο πολλά υποσχόμενος δρόμος για να ακολουθήσει η Ουάσινγκτον. Τέτοιες προϋποθέσεις θα έπρεπε να περιλαμβάνουν τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και συμφωνίες για την ανοικοδόμηση της χώρας ή τουλάχιστον έναν βαθμό αποκατάστασης/ αποζημίωσης από τη Ρωσία».