Μάλιστα, ο πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής, κατά τη διάρκεια της Ολομέλειας, προανήγγειλε νέες νομοθετικές παρεμβάσεις, αυτή τη φορά σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο, στη λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου, όπως είπε, «να πετύχουμε σχετική επιτάχυνση των υποθέσεων που φτάνουν στο Ανώτατο Δικαστήριο». Μετά την ψήφιση των νέων Ποινικών Κωδίκων που τέθηκαν επίσημα σε ισχύ από χθες και επιβάλλουν ασφυκτικό κλοιό στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αφαιρώντας αρμοδιότητες από δικαστήρια πολυπρόσωπων συνθέσεων, πλέον μπαίνει στο στόχαστρο και το Ανώτατο Δικαστήριο του οποίου οι υποθέσεις, σύμφωνα με πληροφορίες, θα επαφίενται στην κρίση μόνο ενός δικαστή που θα χρεώνεται κάθε υπόθεση μέχρι τέλους! Με πρόφαση για ακόμη μία φορά την «επιτάχυνση» της Δικαιοσύνης.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδης, σε ολιγόλεπτη παρέμβασή του λίγα λεπτά πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, προανήγγειλε ακόμα νέες παρεμβάσεις στον «Δικαστικό Χάρτη», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο και νέων τροποποιήσεων – προκαταλαμβάνοντας έτσι ουσιαστικά την αποτυχία του κυβερνητικού νομοθετήματος που στόχο έχει την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και προκάλεσε τη σκληρή αποδοκιμασία της νομικής κοινότητας και σύσσωμης της αντιπολίτευσης.
Είναι ενδεικτικό πως αντιδράσεις για τον νέο Δικαστικό Χάρτη ξέσπασαν πανελλαδικά, αφού καταργούνται 154 Ειρηνοδικεία ως δικαστικοί σχηματισμοί. Με την κατάργηση των Ειρηνοδικείων, οι ειρηνοδίκες θα κληθούν να αναλάβουν (και) καθήκοντα πρωτοδικών, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την ασφάλεια δικαίου και την ποιότητα απόδοσης της δικαιοσύνης. Οι ίδιοι οι ειρηνοδίκες είχαν αντιδράσει έντονα στη μεταπήδησή τους σε άλλη βαθμίδα δικαιοσύνης, επιφορτισμένοι να χειριστούν ένα αντικείμενο σχεδόν άγνωστο σε αυτούς.
Κλιμακούμενες κινητοποιήσεις έκαναν και οι δικαστικοί υπάλληλοι, με αίτημα να μη συγχωνευτεί καμία δικαστική υπηρεσία, αφού το νέο νομοσχέδιο οδηγεί στην αποψίλωση των υπηρεσιών με σκοπό την υποτίμηση και σταδιακά την απονέκρωση δικαστηρίων με υψηλό κόστος συντήρησης.
Οσο για τους δικηγόρους, η αποδοκιμασία μπορεί να συνοψιστεί και σε αριθμούς, αφού ειδικά στην Αττική προβλέπεται η λειτουργία ουσιαστικά 8 διαφορετικών δικαστηρίων σε ακατάλληλες κτιριακές εγκαταστάσεις, με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία των δικηγόρων που θα πρέπει, όταν ο νόμος τεθεί σε εφαρμογή, να μετακινούνται από τη μια περιοχή της Αττικής στην άλλη, ακόμη και μέσα στην ίδια μέρα όταν εκδικάζονται δύο υποθέσεις. Αξιοσημείωτο είναι πως έπειτα από το δημοψήφισμα που έγινε στους Δικηγορικούς Συλλόγους της Αθήνας και του Πειραιά, φάνηκε πως η συντριπτική πλειοψηφία των δικηγόρων τάχθηκε κατά των νομοθετικών αλλαγών του υπουργείου Δικαιοσύνης σε ποσοστό που ξεπερνά το 90%.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης
Για δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων έκανε λόγο ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Σ. Φάμελλος, τονίζοντας πως το νομοσχέδιο «θέτει σε ταλαιπωρία και κόστος τους πολίτες και τις μικρές επιχειρήσεις, που δεν θα έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στα κατά τόπους Ειρηνοδικεία για να επιλύσουν υποθέσεις τους. Κλείνει δικαστικές μονάδες σε άγονες και απομακρυσμένες περιοχές, δημιουργώντας επιπλέον προβλήματα από τη νησιωτικότητα και την ορεινότητα».
Για «προχειρότητα» και απουσία συνεκτικού σχεδίου για την αναμόρφωση της Δικαιοσύνης έκανε λόγο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝ.ΑΛΛ., Ν. Ανδρουλάκης, λέγοντας πως «η αλλαγή που φέρνετε, βιαστικά και πρόχειρα, είναι για να μη χάσετε τα λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης, δεν επιλύει το πρόβλημα που υπάρχει και θα δημιουργήσει νέα, μεγαλύτερα».
Μεταρρυθμίσεις για μια «πιο εχθρική, πιο απρόσιτη, πιο ακριβή» δικαιοσύνη απέδωσε στο νομοσχέδιο ο γ.γ. του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας, με τις οποίες «κλείνουν και συγχωνεύονται δικαστικές υπηρεσίες σε όλη την Ελλάδα και καταργείται ο βαθμός των Ειρηνοδικείων τα οποία έλυναν σημαντικές διαφορές στην καθημερινότητα πολλών ανθρώπων».
Για νομοθέτηση απέναντι στην κοινωνία και ερήμην της κοινωνίας επέκρινε την κυβέρνηση ο αγορητής της Νέας Αριστεράς, Δ. Τζανακόπουλος, ο οποίος εκτίμησε ότι το νομοσχέδιο «μετατρέπει τους ειρηνοδίκες, που πλέον γίνονται πρωτοδίκες, σε περιοδεύοντα θίασο», αφού σε πολλές περιπτώσεις με το κλείσιμο των Ειρηνοδικείων θα πρέπει να μετακινούνται σε μακρινές περιοχές για τα καθήκοντά τους.