Σήμερα το βράδυ κανείς δεν θα γίνει σοφότερος. Οι Γάλλοι θα επιλέξουν το κόμμα της αρεσκείας τους και κατά πάσα πιθανότητα, όπως έπραξαν στις ευρωεκλογές που έφεραν το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν πρώτο στην Ευρώπη, θα το φέρουν μακράν πρώτο και στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών που αιφνιδιαστικά προκήρυξε ο πρόεδρος Μακρόν. Σοφότεροι θα γίνουν οι πάντες τη μεθεπόμενη Κυριακή, στον δεύτερο γύρο, που θα μετρηθούν πόσοι είναι οι Γάλλοι που λένε «ποτέ τη Λεπέν» και πόσοι είναι αυτοί που λένε «ας τη δοκιμάσουμε κι αυτήν». Αν είναι περισσότεροι οι δεύτεροι, τότε η Γαλλία –και ενδεχομένως μαζί της και η Ευρώπη– θα πλεύσουν προς αχαρτογράφητα νερά.
Ο πρόεδρος Μακρόν θα υποχρεωθεί να διορίσει πρωθυπουργό τον Ζορντάν Μπαρντελά –τον υπαρχηγό της Λεπέν– και να συγκατοικήσει μαζί του στα ανώτατα πολιτικά κλιμάκια. Δεν θα είναι η πρώτη συγκατοίκηση στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Γαλλίας. Μόνο που οι προηγούμενες ήταν κατά κάποιο τρόπο συναινετικές. Αυτή θα είναι μια συμβίωση εν διαστάσει. Το ξεκαθάρισε άλλωστε η ίδια η Μαριν Λεπέν, η οποία έσπευσε προεκλογικά να αμφισβητήσει ότι για τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας αρμόδιος στη Γαλλία είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ο ισχυρισμός της δεν είναι ωστόσο αβάσιμος. Το γαλλικό Σύνταγμα είναι μάλλον ασαφές επί του θέματος και οι Γάλλοι συνταγματολόγοι δεν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς το τι ακριβώς λέει. Τούτου δοθέντος, δεν αποκλείεται, για παράδειγμα, στην επόμενη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. να μεταβούν μαζί στις Βρυξέλλες Μακρόν και Μπαρντελά και να λέει άλλα ο ένας και άλλα ο άλλος. Η Μαρίν Λεπέν δεν λέει βεβαίως αυτά που έλεγε προ ετών για την Ευρώπη, περί αποχώρησης της Γαλλίας κ.λπ. Ωστόσο παρά τις μεταλλάξεις της, οι θέσεις που κατά καιρούς προβάλλει απολύτως συμβατές προς το λεγόμενο «κοινοτικό κεκτημένο» δεν είναι, και αν θελήσει να τις προωθήσει η Ε.Ε. θα εισέλθει σε περιόδους εσωστρέφειας και κρίσεων. Συν τοις άλλοις, αν ποτέ «τα βρει» –που δεν είναι βέβαιο– με την Ιταλίδα ομοϊδεάτισσά της Τζόρτζια Μελόνι, τότε από κοινού μπορούν όντως να μπλοκάρουν, εφόσον φυσικά το θελήσουν, κάθε ευρωπαϊκή διαδικασία.
Ολα αυτά δεν αποκλείεται λοιπόν να συμβούν αν η Ακροδεξιά καταφέρει τη μεθεπόμενη Κυριακή να έχει την απόλυτη πλειοψηφία στη γαλλική Εθνοσυνέλευση. Κάτι που, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ούτε αποκλείεται ούτε όμως είναι και εξαιρετικά πιθανό να συμβεί. Το πιθανότερο είναι να έχει τη σχετική πλειοψηφία, όπως δηλαδή την είχε το κόμμα του Μακρόν μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2022.
Στην περίπτωση αυτή, δύο είναι τα πιθανά σενάρια για τη διακυβέρνηση της Γαλλίας.
Το πρώτο, και πιο πιθανό, είναι, αν φυσικά συνεργαστούν, να έχουν από κοινού την απόλυτη πλειοψηφία το νέο Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς και η παράταξή Μακρόν. Στην περίπτωση αυτή, ο Γάλλος πρόεδρος θα οδηγηθεί, θέλοντας και μη, σε συγκατοίκηση με πρωθυπουργό ένα πολιτικό πρόσωπο προερχόμενο από τους κόλπους της Αριστεράς και το οποίο δεν θα είναι ο Ζαν-Λικ Μελανσόν.
Ο ίδιος θα ήθελε βεβαίως –και δεν το έκρυψε– να συνεργαστεί με ένα τμήμα του Λαϊκού Μετώπου, αφήνοντας έξω την Ανυπότακτη Γαλλία. Αυτό όμως κατά πάσα πιθανότητα δεν θα συμβεί για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι δεν βγαίνουν τα κουκιά και ο δεύτερος είναι ότι αυτή τη φορά η ενότητα της Αριστεράς χαρακτηρίζεται από ομοψυχία και ομοφωνία που δεν υπήρχαν το 2022.
Το δεύτερο πιθανό σενάριο είναι να προκύψει από τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου ότι είναι αδύνατη η επίτευξη οποιασδήποτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Με δεδομένο ότι το γαλλικό Σύνταγμα απαγορεύει τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών στη χώρα πριν από την πάροδο ενός έτους από τις προηγούμενες, ο Μακρόν θα κάνει χρήση των απεριόριστων ομολογουμένως προνομίων που έχει στη Γαλλία ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εχει το δικαίωμα, για παράδειγμα, να διορίζει πρωθυπουργό και κυβέρνηση χωρίς να είναι απαραίτητη η ψήφος εμπιστοσύνης των βουλευτών και να νομοθετεί με προεδρικά διατάγματα. Το μόνο που μπορεί να κάνει η αντιπολίτευση είναι η υπερψήφιση πρότασης μομφής κατά του πρωθυπουργού από την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της Εθνοσυνέλευσης, δηλαδή από την Ακροδεξιά και την Αριστερά μαζί. Κάτι που δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανό.
Τέλος, υπάρχει και το απίθανο σενάριο, αυτό δηλαδή της ανάκαμψης του κόμματος Μακρόν. Οι δημοσκοπήσεις κάθε άλλο παρά την προβλέπουν, τα στελέχη του κόμματος ένα-ένα το εγκαταλείπουν και ο ίδιος ο Μακρόν διαπιστώνει ότι οι υποψήφιοί του αποφεύγουν ακόμα και τις φωτογραφήσεις μαζί του. Η ερμαφρόδιτη παράταξη που ο ίδιος δημιούργησε το 2017 σιγά σιγά καταρρέει και ο διαχωρισμός ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά, προς μεγάλη του λύπη, επιστρέφει. Μα, «c’ est la vie», που λένε και οι Γάλλοι.
Μανώλης Σπινθουράκης
Πώς ριζοσπαστικοποιήθηκε μέρος της γαλλικής κοινωνίας
Η απόφαση του Εμανουέλ Μακρόν να διαλύσει το Κοινοβούλιο και να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές αιφνιδίασε τους πάντες και αποσταθεροποίησε πλήρως το γαλλικό πολιτικό σύστημα. Η κύρια συνέπεια αυτής της απόφασης είναι ότι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν (Εθνικός Συναγερμός-Ressemblement National) θα είναι η πρώτη πολιτική δύναμη σε αριθμό βουλευτών στο τέλος των εκλογών δύο γύρων που θα διεξαχθούν στις 30 Ιουνίου και στις 7 Ιουλίου. Μένει να δούμε αν θα έχει απόλυτη πλειοψηφία και θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση με τους συμμάχους του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πρωτοβουλία του Μακρόν προκάλεσε έναν πολιτικό σεισμό που βύθισε το κόμμα του σε καθίζηση και τη Γαλλία στην αβεβαιότητα. Πώς όμως φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση; Και ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες;
Η αδυσώπητη άνοδος της Εθνικού Συναγερμού (πρώην Μετώπου) –ενός κόμματος που ιδρύθηκε από συνεργάτες των Waffen SS και των ναζί τη δεκαετία του 1970– βασίζεται σε τρεις δομικούς παράγοντες: Ο πρώτος παράγοντας είναι η ύπαρξη ρατσιστικών προκαταλήψεων σε σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στο αποικιοκρατικό παρελθόν της χώρας. Οι προκαταλήψεις αυτές έχουν επιδεινωθεί από την έντονη πολιτική εκμετάλλευση από ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις της μεταναστευτικής κρίσης των τελευταίων ετών, όπως σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο δεύτερος δομικός παράγοντας είναι η αυξανόμενη ανισότητα που χαρακτηρίζει πλέον τη γαλλική κοινωνία, η οποία παραδοσιακά διέθετε ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας και εκτεταμένες δημόσιες υπηρεσίες. Οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες εντάθηκαν διαδοχικά υπό τις προεδρίες Σαρκοζί και Ολάντ και έχουν φτάσει στα άκρα υπό τον Μακρόν: ιδιωτικοποιήσεις, υποχρηματοδότηση των δημόσιων υπηρεσιών, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, φορολογικά δώρα προς τους πλουσιότερους και επιβολή μιας λογικής γενικευμένου ανταγωνισμού σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Στη Γαλλία, η συσσώρευση πλούτου από την αστική τάξη και το κεφάλαιο έχει σπάσει ρεκόρ τα τελευταία χρόνια όπως, αντίστοιχα, και η φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων.
Η μεγαλοαστική τάξη, οι καθιερωμένοι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες και οι δημοσιογράφοι των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης καλούν τώρα σε μπαράζ κατά του Νέου Λαϊκού Μετώπου. Η επιλογή τους είναι ξεκάθαρη: προτιμούν να δουν τη ρατσιστική Ακροδεξιά να έρχεται στην εξουσία, γιατί ξέρουν ότι θα διασφαλίσει τα ταξικά τους συμφέροντα, παρά τη ριζοσπαστική Αριστερά
Ο τρίτος δομικός παράγοντας είναι η συνεχής ποδοπάτηση των αρχών της αστικής και φιλελεύθερης δημοκρατίας από τους κυβερνώντες. Σε δύο περιπτώσεις, το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα δύο γύρων που ισχύει στη Γαλλία ανάγκασε τους ψηφοφόρους, ιδίως της Αριστεράς, να ψηφίσουν τον Μακρόν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017 και του 2022 για να αποφύγουν νίκη της Λεπέν. Αντί να λάβει υπόψη του αυτό το θεμελιώδες γεγονός, το στρατόπεδο του Μακρόν, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μειοψηφία στη χώρα, ακολούθησε μια αντικοινωνική και αυταρχική πολιτική: βίαιη καταστολή των κοινωνικών κινημάτων, νεοφιλελεύθερες απορρυθμίσεις που επιβλήθηκαν ενάντια στη θέληση του λαού, αλαζονεία της εξουσίας κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελευταία απορρύθμιση του συνταξιοδοτικού, παρά την αντίθεση της πλειοψηφίας και ενός μαζικού κινήματος αντίστασης που διήρκεσε πάνω από έξι μήνες το 2023, επιβλήθηκε τελικά με διάταγμα, χωρίς ψήφιση από τη Βουλή.
Η κοινωνική αδικία και η περιφρόνηση των βασικών αρχών της δημοκρατίας κατέληξαν να ριζοσπαστικοποιήσουν ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού –ιδίως τους μικρομεσαίους που ζουν στην περιφέρεια των αστικών κέντρων και στις αγροτικές περιοχές, όπου και συγκεντρώνεται η εκλογική δύναμη της Ακροδεξιάς– τα οποία αισθάνονται εγκαταλελειμμένα και αποκλεισμένα από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Κολακευμένοι από τον ξενοφοβικό λαϊκισμό της Λεπέν, οι άνθρωποι αυτοί έφτασαν να ενστερνίζονται την ιδέα ότι αιτία του κοινωνικού υποβιβασμού τους δεν είναι ο αχαλίνωτος καπιταλισμός, αλλά οι ξένοι εργάτες, οι μετανάστες και οι φτωχοί που ζουν από κοινωνικά επιδόματα.
Οι καταλύτες αυτής της διολίσθησης ήταν, από τη μια πλευρά, ο πολιτικός καιροσκοπισμός του Μακρόν στην προσπάθειά του να ανταγωνιστεί τον Εθνικό Συναγερμό από τα δεξιά, ο οποίος ενίσχυσε την εξάπλωση αυτής της εμετικής ιδεολογίας στη γαλλική κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, το σύστημα των ΜΜΕ το οποίο γίνεται όλο και πιο κραυγαλέα αντιδραστικό, ως επιστέγασμα της κατάληψής του από τους ολιγάρχες της χώρας. Τέλος, η μαζική επένδυση της Ακροδεξιάς στα κοινωνικά δίκτυα –με κύριο εκφραστή τον πρόεδρο του Εθνικού Συναγερμού, Ζορντάν Μπαρντελά, και το ενάμισι εκατομμύριο followers του στο TikTok– της επέτρεψε να κερδίσει καινούργια ακροατήρια, όπως οι νέοι.
Γιατί όμως ο Μακρόν προκήρυξε αυτές τις εκλογές που, από ό,τι διαφαίνεται, θα του επιφέρουν μια οδυνηρή ήττα; Το σχέδιό του ήταν να εκμεταλλευτεί τη διαίρεση στην Αριστερά μεταξύ της Ανυπότακτης Γαλλίας (France Insoumise) του Ζαν-Λικ Μελανσόν, που υπερασπίζεται ένα πρόγραμμα σαφούς ρήξης με τον νεοφιλελευθερισμό και μια αντιρατσιστική γραμμή, και ορισμένων από τα ρεφορμιστικά και φιλελεύθερα στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Πρασίνων. Η ταχεία συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου (Nouveau Front Populaire, το όνομα του οποίου αποτελεί αναφορά στην αντιφασιστική συμμαχία που ανήλθε στην εξουσία το 1936), που συγκεντρώνει όλα τα αριστερά και κεντροαριστερά κόμματα, φάνηκε να ματαιώνει αυτό το σχέδιο. Ωστόσο, αυτή η συμμαχία είναι επισφαλής και αποτελεί μια καιροσκοπική επιλογή για τη φιλελεύθερη πτέρυγά της.
Επιπλέον, από την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, το σύστημα της πολιτικής, οικονομικής και μιντιακής εξουσίας έχει εξαπολύσει μια προπαγανδιστική εκστρατεία ενάντια στον Μελανσόν και τους συντρόφους του, οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί αντισημίτες λόγω της υποστήριξής τους στην Παλαιστίνη, με στόχο την όξυνση των διαιρέσεων στην Αριστερά. Οι Γάλλοι δεν έχουν ξαναζήσει ποτέ τέτοια διολίσθηση. Η μεγαλοαστική τάξη, οι καθιερωμένοι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες και οι δημοσιογράφοι των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης καλούν τώρα σε μπαράζ κατά του Νέου Λαϊκού Μετώπου. Η επιλογή τους είναι ξεκάθαρη: προτιμούν να δουν τη ρατσιστική Ακροδεξιά να έρχεται στην εξουσία, γιατί ξέρουν ότι θα διασφαλίσει τα ταξικά τους συμφέροντα, παρά τη ριζοσπαστική Αριστερά.
Τα πιο πιθανά σενάρια είναι είτε η δημιουργία μιας κυβέρνησης «εθνικής ένωσης» με τους μακρονιστές και τους δεξιούς και κεντροαριστερούς συμμάχους τους, είτε μια κυβέρνηση του Εθνικού Συναγερμού με τους δεξιούς συμμάχους του, είτε μια κατάσταση πλήρους ακυβερνησίας.
Οποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, θα εγκαινιάσει μια περίοδο ακραίας αστάθειας για τη Γαλλία, με σοβαρές συνέπειες για την Ευρώπη. Τα πιο πιθανά σενάρια είναι είτε η δημιουργία μιας κυβέρνησης «εθνικής ένωσης» με τους μακρονιστές και τους δεξιούς και κεντροαριστερούς συμμάχους τους, είτε μια κυβέρνηση του Εθνικού Συναγερμού με τους δεξιούς συμμάχους του, είτε μια κατάσταση πλήρους ακυβερνησίας. Ετσι, πολλά θα εξαρτηθούν από την επιλογή των μακρονιστών στο δίλημμα του δεύτερου γύρου που στις περισσότερες περιπτώσεις θα είναι Ακροδεξιά ή Αριστερά.
Σε κάθε περίπτωση, οι πιέσεις της Ε.Ε. και του χρηματιστικού κατεστημένου έχουν ήδη αρχίσει να θέτουν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας, με σοβαρές περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες, και μια ακόμη πιο αυταρχική ή ακόμη και ανοιχτά ρατσιστική πολιτική. Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (ή ό,τι θα έχει απομείνει από αυτό μετά τις εκλογές) πρέπει να είναι σε θέση να αποτελέσει την κύρια δύναμη της αντιπολίτευσης. Αν συμβεί αυτό, θα έχει πιθανότητες να έρθει στην εξουσία το 2027 ή ακόμη και νωρίτερα, σε περίπτωση κι άλλων πρόωρων εκλογών, που πάντως δεν μπορούν να προκηρυχθούν σε λιγότερο διάστημα από το ένα έτος. Ετσι, αυτές οι εκλογές δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή ενός μακροχρόνιου αγώνα. Αυτός ο αγώνας μπορεί να έχει ευτυχή κατάληξη μεσοπρόθεσμα, αρκεί η Αριστερά να παραμείνει σταθερή και ακλόνητη στις βασικές της αρχές και αξίες.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας της Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης. Συγγραφέας του βιβλίου «Ολιγοπώλιο του Διαδικτύου. Πώς Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής ζωής μας», από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις.
«Το αίσθημα της εγκατάλειψης και της ανασφάλειας φουσκώνει τα ποσοστά της Ακροδεξιάς»
Φαμπιέν Περιέ, Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας
Συνεντευξη στην Κορίνα Βασιλοπούλου
Η καθ’ όλα δυνατή νίκη της Ακρας Δεξιάς, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο όχι μόνο για τη Γαλλία, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη, και παράλληλα η ελπίδα που δημιουργεί το νεοσυσταθέν Λαϊκό Μέτωπο από τα κόμματα της Αριστεράς ως ανάχωμα στην ακροδεξιά επέλαση, δίνουν, χωρίς υπερβολή, έναν χαρακτήρα ιστορικών διαστάσεων σε αυτές τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Για όλα αυτά μιλήσαμε, εν όψει του αυριανού πρώτου γύρου, με τον Γάλλο δημοσιογράφο Φαμπιέν Περιέ. Ο ανταποκριτής, μεταξύ άλλων, της γαλλικής Libération και της βελγικής Le Soir, καθώς και συγγραφέας του βιβλίου «Αλέξης Τσίπρας και οι μεταμορφώσεις της πολιτικής» (εκδ. Τόπος), είναι παλιός μας γνώριμος στην «Εφ.Συν.» και δέχτηκε με χαρά να απαντήσει στις ερωτήσεις μας.
● Η Ακροδεξιά προ των πυλών της γαλλικής κυβέρνησης. Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο;
Το αποτέλεσμα αυτό δεν συνιστά έκπληξη. Το Εθνικό Μέτωπο (FN) που ιδρύθηκε το 1984 από τον Ζαν-Μαρί Λεπέν και άλλους νοσταλγούς της «Γαλλικής Αλγερίας», καθώς και της κατοχικής κυβέρνησης του Βισί, εγκαταστάθηκε σταδιακά στο πολιτικό σκηνικό, προωθήθηκε από τα ΜΜΕ και εξύφανε τον ιστό του σε τοπικό επίπεδο, κυρίως στις αγροτικές περιοχές ή τις «περιφέρειες», αλλά και σε εθνικό. Μία φορά ο Ζαν-Μαρί Λεπέν με το Εθνικό Μέτωπο και στη συνέχεια δύο φορές η κόρη του, Μαρίν, πέρασαν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Εδώ και 40 χρόνια αυξάνουν σχεδόν συνεχώς τα ποσοστά τους στις εθνικές και στις τοπικές εκλογές.
Υστερα από κάθε εκλογική διαδικασία, τα μηνύματα που στέλνουν οι πολίτες δεν εισακούονται. Αντίθετα, ο λόγος του Εθνικού Συναγερμού, που στηρίζεται στην απόρριψη του άλλου, συναντά ολοένα μεγαλύτερη απήχηση: η βάση της ρητορικής του συνίσταται στο «φταίνε οι μετανάστες», «οι δημόσιες υπηρεσίες κοστίζουν πολύ, φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι προνομιούχοι...», «οι Βρυξέλλες κάνουν κουμάντο»
Η αύξηση αυτή οφείλεται σε εγχώριους, ευρωπαϊκούς και διεθνείς παράγοντες. Κατ’ αρχάς, η άνοδος του FN συνοδεύεται από τη διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών, την αύξηση της ανεργίας και τη φτωχοποίηση της κοινωνίας, την αύξηση των αποστάσεων ανάμεσα στον τόπο κατοικίας και στον τόπο της εργασίας, τις πικρίες της κοινωνίας που τη σπρώχνουν στην αναζήτηση ενός αποδιοπομπαίου τράγου κι έναν κοινωνικό ιστό που αποσυντίθεται.
Παράλληλα, όποτε κυβέρνησε η Αριστερά, απογοήτευσε. Κατά την κυβέρνηση της πλουραλιστικής Αριστεράς (1997-2002), όταν ήταν πρωθυπουργός ο Λιονέλ Ζοσπέν, οι παράγοντες της απογοήτευσης ήταν οι ιδιωτικοποιήσεις, η ισχνή υποχώρηση των ανισοτήτων και η αδυναμία της συνειδητοποίησης για την ύπαρξη ενός δομικού ρατσισμού στην κοινωνία, ο οποίος οδηγούσε ένα μέρος του πληθυσμού στην απόρριψη της πολιτικής τάξης. Οταν ήταν πρόεδρος ο Φρανσουά Ολάντ, οι πρωθυπουργοί του πέρασαν έναν νόμο για τα εργασιακά που έβγαλε στους δρόμους ένα σημαντικό κομμάτι του κόσμου, η τιμή της στέγης αυξήθηκε, ενώ δεν εφαρμόστηκαν ούτε φιλόδοξες πολιτικές για τις δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ.
Ολα αυτά έχουν οξύνει το αίσθημα της εγκατάλειψης και της κοινωνικής ανασφάλειας, με συνέπεια την αυξανόμενη αποχή των λαϊκών τάξεων από τις εκλογές. Αυτή η αποχή είναι που φουσκώνει τα ποσοστά του Εθνικού Συναγερμού (RN). Εν συνεχεία, το εκλογικό σύστημα σε σπρώχνει να ψηφίζεις για να «φράξεις τον δρόμο» του άλλου στον δεύτερο γύρο, τόσο στις προεδρικές όσο και στις βουλευτικές εκλογές. Με αυτή τη φραγή, κρύβουμε τη σκόνη κάτω από το χαλί. Ομως, ύστερα από κάθε εκλογική διαδικασία, τα μηνύματα που στέλνουν οι πολίτες δεν εισακούονται. Αντίθετα, ο λόγος του RN, που στηρίζεται στην απόρριψη του άλλου, συναντά ολοένα μεγαλύτερη απήχηση: η βάση της ρητορικής του συνίσταται στο «φταίνε οι μετανάστες», «οι δημόσιες υπηρεσίες κοστίζουν πολύ, φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι προνομιούχοι...», «οι Βρυξέλλες κάνουν κουμάντο». Κι ενώ οι φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες πολιτικές εμφανίζονται παντού στην Ευρώπη ως οι μόνες εφικτές, ο RN αναπτύσσει έναν αντιευρωπαϊκό λόγο.
Τέλος, μια μερίδα των ηγετών της «Αριστεράς» ή ενός αδιευκρίνιστου «Κέντρου» μοιάζουν αποκομμένοι από τα προβλήματα των εργαζομένων και των ανέργων, ανίκανοι να δώσουν απαντήσεις στα καθημερινά τους προβλήματα (κόστος ζωής, δυσκολία εύρεσης κατοικίας...).
● Ο Εθνικός Συναγερμός σήμερα είναι ο ίδιος με την εποχή που ιδρύθηκε;
Με την άφιξη της Μαρίν Λεπέν στην ηγεσία του κόμματος και κατόπιν, του «πουλέν» της, του Ζορντάν Μπαρντελά, το Εθνικό Μέτωπο, που είχε γίνει πια Εθνικός Συναγερμός, επιχείρησε να προβάλει το προσωπείο ενός κόμματος που είναι έτοιμο να κυβερνήσει, προσπαθώντας να κερδίσει αξιοπιστία και στρατολογώντας στελέχη που είχαν φοιτήσει σε σοβαρές σχολές, όπως ο Φαμπρίς Λεζερί, ο πρώην επικεφαλής της Frontex.
Παρόλο που ο σημερινός αρχηγός εμφανίζεται ως ένας νέος, «καλό παιδί», με καθαρό πρόσωπο, οι πολιτικές που πρεσβεύει έχουν ως βάση την «εθνική προτεραιότητα», την απόρριψη του άλλου και τις νεοφιλελεύθερες επιλογές. Ο λόγος του παραμένει υπεραπλουστευτικός: «φταίει οι Ευρώπη», «φταίνε οι μετανάστες»... Ο Εθνικός Συναγερμός επωφελήθηκε από τη βοήθεια που του προσέφεραν τα τηλεοπτικά κανάλια, τις εφημερίδες και τα περιοδικά ενός ιδιωτικού ομίλου προκειμένου να αυξήσει την προβολή του από τα ΜΜΕ.
Μέσω αυτών μπόρεσε να αντιπαρατεθεί τόσο με τον Εμανουέλ Μακρόν και το κόμμα του, όσο και με την αριστερά. Ο Εθνικός Συναγερμός προσέλκυσε κόσμο με τον ακροδεξιό λαϊκισμό του, ενώ παράλληλα έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις μεταξύ του πληθυσμού η ακραία αντιδημοφιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας και του επιτελείου του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ψήφος υπέρ του Εθνικού Συναγερμού συγκεντρώνει διάφορους τύπους ψηφοφόρων, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις: ψήφο επιδοκιμασίας, ψήφο διαμαρτυρίας ή ψήφο απόρριψης των άλλων κομμάτων.
Η ψήφος αυτή διαπερνά όλες τις κοινωνικές τάξεις, παρόλο που στους πτυχιούχους και τα αστικά κέντρα είναι μικρότερη η ιδεολογική διείσδυση του RN. Επιπλέον, υπάρχει μια φράση που επαναλαμβάνεται διαρκώς: «είναι οι μόνοι που δεν έχουμε δοκιμάσει ακόμα». Tα αποτελέσματα των ευρωεκλογών απλά επιβεβαίωσαν αυτή την τάση η οποία οξύνθηκε τρομακτικά επί θητείας Μακρόν. Μολονότι όλα τα υλικά της καταστροφής ήταν ορατά και γνωστά, ο γάλλος πρόεδρος πήρε την πιο τρελή απόφαση, να διαλύσει πρόωρα τη Βουλή στερώντας επιπλέον τη χώρα από κάθε δημοκρατικό διάλογο. Οι εκλογές θα γίνουν σε δύο γύρους: στις 30 Ιουνίου και στις 7 Ιουλίου. Αυτό σημαίνει ότι 20 μέρες προεκλογικής εκστρατείας δεν ήταν αρκετές για να δοθούν απαντήσεις στα διακυβεύματα της κατάστασης και στις επιλογές που έχει απέναντί της η κοινωνία.
● Υπάρχει πραγματικά ελπίδα για νίκη του νέου Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές;
Θα πρέπει πρώτα να θέσουμε το πλαίσιο για να εκτιμήσουμε αυτή τη δυνητική «ελπίδα»: η Γαλλία έχει ημιπροεδρικό καθεστώς – ο πρόεδρος εκλέγεται με άμεση, καθολική ψήφο και ως αρχηγός του κράτους έχει τις δικές του αρμοδιότητες. Διορίζει την κυβέρνηση, επομένως και τον πρωθυπουργό. Η κυβέρνηση λογοδοτεί στη Βουλή η οποία αποτελείται από δύο Σώματα: την Εθνοσυνέλευση και τη Γερουσία. Η Εθνοσυνέλευση έχει 577 έδρες, όσες είναι και οι εκλογικές περιφέρειες.
Υπάρχει, λοιπόν, ένας βουλευτής ανά περιφέρεια. Το να διορίσει ο πρόεδρος πρωθυπουργό από το πρώτο κόμμα, είναι μια συνήθεια, όχι όμως και συνταγματική επιταγή. Ο πρώτος κίνδυνος είναι να μην προκύψει απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Σε αυτή την περίπτωση, δεν αποκλείεται ο πρόεδρος να επιδιώξει τη διάσπαση και να προτείνει μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Αν κερδίσει το νέο Λαϊκό Μέτωπο, μια πρώτη δοκιμασία θα είναι η ικανότητά του να διατηρήσει την ενότητά του μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια δυναμική για την Αριστερά, αλλά κανείς δεν ξέρει αν αυτοί που προτιμούν την αποχή και οι οποίοι αυξάνονται διαρκώς θα κινητοποιηθούν αυτή τη φορά. Αν λοιπόν δούμε τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών σαν να επρόκειτο για βουλευτικές, τα αστικά κέντρα και οι πέριξ αυτών περιφέρειες διατηρούν μια αριστερή βάση. Αντίθετα, η Ακροδεξιά κερδίζει στις επαρχίες
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των ευρωεκλογών τα διάφορα κόμματα της γαλλικής Αριστεράς επιδόθηκαν σε εκατέρωθεν βρισιές. Μπόρεσαν να συσπειρωθούν μετά το κάλεσμα του βουλευτή της Ανυπότακτης Γαλλίας, Φρανσουά Ρουφέν, του πρώτου που έριξε την ιδέα για ένα λαϊκό μέτωπο. Κατάφεραν να θέσουν μέσα σε τέσσερις ημέρες τις βάσεις ενός προγράμματος και να ορίσουν τη μοιρασιά των υποψηφιοτήτων.
Ωστόσο, ακόμα και ο παραμικρός διχασμός στην Αριστερά λαμβάνει τεράστια μεγέθυνση από τα ΜΜΕ. Ορισμένοι πολιτικοί, όπως ο Ζαν-Λικ Μελανσόν ή ο σοσιαλιστής Ραφαέλ Γκλικσμάν, συνιστούν απωθητικές φιγούρες για ένα κομμάτι του αριστερού εκλογικού σώματος. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια δυναμική για την Αριστερά, αλλά κανείς δεν ξέρει αν αυτοί που προτιμούν την αποχή και οι οποίοι αυξάνονται διαρκώς, θα κινητοποιηθούν αυτή τη φορά. Αν λοιπόν δούμε τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών σαν να επρόκειτο για βουλευτικές, τα αστικά κέντρα και οι πέριξ αυτών περιφέρειες διατηρούν μια αριστερή βάση. Αντίθετα, η Ακροδεξιά κερδίζει στις επαρχίες. Η πιθανότητα της Αριστεράς, επομένως, να νικήσει έγκειται στην ικανότητά της να συσπειρώσει κόσμο σε αυτά τα μέρη.
● Ας εξετάσουμε το πιο απαισιόδοξο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο ο Εθνικός Συναγερμός πετυχαίνει την απαραίτητη πλειοψηφία για να κυβερνήσει, ενδεχομένως χάρη στη συνεργασία με τους δεξιούς Ρεπουμπλικανούς. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για τη Γαλλία και την Ευρώπη; Θα μπορούσαμε να αναμένουμε επανάληψη μιας τέτοιας συνεργασίας ανάμεσα στην Ακροδεξιά και την παραδοσιακή Δεξιά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο;
Αυτό το σενάριο είναι ίσως το πιο απαισιόδοξο, όχι όμως και το λιγότερο πιθανό. Η Γαλλία καλείται να κάνει μια κοινωνική επιλογή που ενδεχομένως να τη ρίξει στα χέρια ενός ξενοφοβικού, ρατσιστικού, αναθεωρητικού, αντιφεμινιστικού, αντιδραστικού και ανελεύθερου κόμματος. Αρκεί να δούμε μερικές δηλώσεις στελεχών του RN για να πειστούμε. Ο Ζιλ Μπουρντουλέ, ο υποψήφιος του κόμματος στην περιφέρεια Μεν ε Λουάρ δήλωσε: «Ισως ο Χίτλερ να μη σκότωσε αρκετούς». Στο Βαρ, ο υποψήφιος Φρεντερίκ Μποκαλετί, που διατηρούσε ένα αντισημιτικό και αναθεωρητικό βιβλιοπωλείο, αποκάλεσε κάποιους νεαρούς «βρομοαράπηδες» και τους κυνήγησε με όπλο. Ο Ζιλιέν Ρανκούλ, ένας άλλος υποψήφιος, είπε μέσω τουίτερ σε δυο βουλεύτριες «τράβα να φτιάξεις καμιά σούπα, τσούλα».
Eξάλλου, η πολιτική που εφαρμόζει είναι ήδη γνωστή. Στις προηγούμενες κοινοβουλευτικές περιόδους, ο RN ψήφισε κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού και των συντάξεων, κατά των νόμων που βελτιώνουν τη ζωή των γυναικών, ακόμα και κατά των τροποποιήσεων που πρότεινε η Αριστερά για την πρόσληψη γιατρών, όπου δημιουργούνται κενά. Ο RN είναι υπέρ μιας σειράς ιδιωτικοποιήσεων, όπως αυτή που αφορά το δημόσιο δίκτυο ενημέρωσης. Σε σχέση με το οικονομικό πρόγραμμα, παραμένει αυστηρά δεξιά. Με την πολιτική του, ο διχασμός της γαλλικής κοινωνίας, που αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για την Ακροδεξιά, κινδυνεύει να γίνει ακόμα εντονότερος. Εξάλλου, ο RN έχει συνάψει στρατηγική συμμαχία με ένα τμήμα της γαλλικής Δεξιάς η οποία σίγουρα θα του χρησιμεύσει και στη σύναψη επιπλέον δεσμών με την ευρωπαϊκή Δεξιά. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι δεσμοί προϋπήρχαν σε επίπεδο κρατών, ανάμεσα στα κόμματα που ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και τον Εθνικό Συναγερμό. Ψηφίζουν συχνά παρόμοια πράγματα στα εθνικά τους Κοινοβούλια, ενώ βρίσκονται πολύ κοντά και σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου.
Εν πάση περιπτώσει, ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας τεράστιας πολιτικής κρίσης με άγνωστες συνέπειες. Ενα είναι βέβαιο: το εκτόπισμα της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη θα μεγαλώσει αν ο RN αναλάβει την κυβέρνηση της Γαλλίας. Παίρνοντας το ρίσκο να δώσει τα κλειδιά της εξουσίας στην Ακρα Δεξιά, ο Εμανουέλ Μακρόν εισάγει στην Ευρωπαϊκή Ενωση τον σπόρο της καταστροφής της.
● Στην Ελλάδα, τα ακροδεξιά κόμματα έλαβαν συνολικά πάνω από 18% στις ευρωεκλογές. Θα βλέπατε το ενδεχόμενο επανάληψης του γαλλικού φαινομένου στο μέλλον;
Η Γαλλία και η Ελλάδα έχουν ακολουθήσει διαφορετικές πορείες. Η Γαλλία δεν γνώρισε δικτατορία τη δεκαετία του 1970. Μέχρι σήμερα, δεν είχε σε κάποια κυβέρνησή της μέλη της Ακρας Δεξιάς. Δεν είχε γνωρίσει, επίσης, την είσοδο ενός νεοναζιστικού κόμματος στη Βουλή. Οπως έλεγα, «η σκόνη κάτω από το χαλί». Στην Ελλάδα, η σκόνη έχει κάνει ήδη την επανεμφάνισή της.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για κανονικοποίηση της Ακρας Δεξιάς. Στη Γαλλία, το σύνθημα «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» θα έχανε όλη τη σημασία του με μια κυβέρνηση που θα βρισκόταν στον αντίποδά του. Το πρόσωπο της Γαλλίας θα άλλαζε στην ευρωπαϊκή σκηνή και πιθανότατα θα συνεισέφερε στην απενοχοποίηση της Ακροδεξιάς σε πολλές χώρες. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να φοβόμαστε ότι την άφιξη αυτή θα τη χαιρέτιζε ένα κομμάτι της Ακροδεξιάς και κάποια από τα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή και βγήκαν ενισχυμένα από τις πρόσφατες ευρωεκλογές.
● Ποια διδάγματα θα μπορούσε να αντλήσει η Ελλάδα από τη Γαλλία, τόσο σε ό,τι αφορά τη Δεξιά και την Ακροδεξιά όσο και την Αριστερά;
Μέσα στο απροσδιόριστο παγκόσμιο ιδεολογικό πλαίσιο από τη δεκαετία του 1990 και μετά, η Ακροδεξιά επιπλέει ισορροπώντας πάνω στη βία της κοινωνικής κρίσης που προκαλεί στον κόσμο τον φόβο μήπως αλλάξει κοινωνική τάξη. Το μόνο που ξέρει είναι να κραδαίνει το ταυτοτικό ζήτημα ως απάντηση στον φιλελεύθερο εκσυγχρονισμό. Στη Γαλλία, τα ΜΜΕ συνέβαλαν στην κανονικοποίηση του κόμματος της Ακρας Δεξιάς παραμερίζοντας την όποια σκέψη για κοινωνική αλλαγή, όπως δείχνει και η κρίση που μαστίζει τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Την ίδια στιγμή, όμως, η αριστερά έχει απομακρυνθεί από τις λαϊκές τάξεις.
Θα πρέπει να επανενωθεί μαζί τους μέσα από τη δουλειά επί του πεδίου και αναλύοντας τις αγωνίες των ψηφοφόρων και τις δυσκολίες της καθημερινότητάς τους. Η αριστερά οφείλει να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας, αντί να επαναλαμβάνει τα μηνύματα περί εύκολης επιτυχίας και το όνειρο του «αυτοδημιούργητου» το οποίο απέχει πολύ από την πραγματικότητα που βιώνει η πλειονότητα των Γάλλων.
Η πολιτική μέσω TikTok ή Instagram εμποδίζει έναν δημοκρατικό διάλογο σε βάθος. Εν ολίγοις, αυτές οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τις οποίες εμφανίζεται κάποιος ως ένας «cool υποψήφιος» δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη δουλειά επί του πεδίου. Με άλλα λόγια, όσο η Αριστερά δεν ανανεώνει την επαφή της με τις λαϊκές τάξεις, τους φτωχοποιημένους, τους ανθρώπους που εργάζονται και νιώθουν ότι δεν αμείβονται αξιοπρεπώς, όσο λησμονεί τον συνδετικό, συνδικαλιστικό ιστό που θα της χρησιμεύσει ως βάση και σημείο αναφοράς, είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Είναι αναγκαίο, επομένως, να σκεφτούμε ένα όραμα για την κοινωνία, να αναζωογονήσουμε παντού τις σχέσεις μας χάρη στη δουλειά επί του πεδίου, χωρίς να περιμένουμε κάποιον υπέρτατο σωτήρα, αλλά εμπλέκοντας πραγματικά τον κόσμο σε όλο του το φάσμα, ηλικιακό, επαγγελματικό, κοινωνικό και μορφωτικό