Εδώ και πάνω από μισόν αιώνα, από ενάρξεώς του το 1974 δηλαδή, το Διευρυμένο Πρόγραμμα Ανοσοποίησης (Expanded Programme on Immunization – EPI) έχει αποτρέψει περίπου 154 εκατ. θανάτους παιδιών. Ωστόσο, το 2023 φαίνεται ότι η καμπύλη της εμβολιαστικής προόδου των τελευταίων δεκαετιών κινείται καθοδικά. Η μεγαλύτερη πρόοδος στη δημόσια υγεία του 20ού αιώνα απειλείται με οπισθοδρόμηση.
Μια νέα ανάλυση, που εντάσσεται στο Global Burden of Disease Study και η οποία καλύπτει 204 χώρες και πάνω από 40 χρόνια δεδομένων, αποκαλύπτει την απότομη επιβράδυνση της εμβολιαστικής κάλυψης, που οφείλεται αρχικώς στη στασιμότητα και στη συνέχεια στις αλυσιδωτές επιπτώσεις της πανδημίας της COVID-19.
Απότομη επιβράδυνση της εμβολιαστικής κάλυψης, που οφείλεται αρχικώς στη στασιμότητα και στη συνέχεια στις αλυσιδωτές επιπτώσεις της πανδημίας της COVID-19, καταγράφει πρόσφατη παγκόσμια έκθεση.
Η παρούσα έκθεση χαρτογραφεί λεπτομερώς αυτές τις μετατοπίσεις, αξιολογεί την πρόοδο σε σχέση με την Ατζέντα για τον Εμβολιασμό 2030 (IA2030) του ΠΟΥ και προσδιορίζει τις περιοχές και τους πληθυσμούς που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο να υστερήσουν στην εμβολιαστική κάλυψη.
Το σχόλιο της προέδρου της Επιτροπής Εμβολιασμού
Παρά την επιτυχία που έχει σημειωθεί από τις ιατρικές κοινότητες παγκοσμίως, καθώς τα εμβόλια έχουν αποτρέψει εκατομμύρια θανάτους παιδιών, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι πολλοί από τους στόχους δεν έχουν επιτευχθεί ακόμη. Παγκοσμίως υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά που δεν έχουν πάρει καν μία δόση εμβολίου (φαινόμενο zero dose), το οποίο οφείλεται κυρίως σε οικονομικά και γεωγραφικά κριτήρια.
Επίσης τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται έντονα η τάση διστακτικότητας για τους εμβολιασμούς, κυρίως διότι εν μέρει οι νεότερες γενιές δεν έχουν ζήσει την «εποχή των λοιμωδών νοσημάτων». Επομένως, όταν δεν έχουν γνωρίσει τα νοσήματα, δεν ξέρουν και τον κίνδυνο.
Τέλος, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πως μέχρι σήμερα υπάρχει μία σχετική στασιμότητα παγκοσμίως στην εμβολιαστική κάλυψη από την πανδημία και μετά. Είναι σαφές άρα πως χωρίς επείγουσα δράση από τις κυβερνήσεις και τους ερευνητές, οι παγκόσμιοι στόχοι για τον εμβολιασμό έως το 2030 δεν θα επιτευχθούν με επιτυχία.
Μαρία Θεοδωρίδου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών
1980 – 2019: Σαράντα χρόνια εξάπλωσης
Η παγκόσμια εξάπλωση των εμβολίων κατά της διφθερίτιδας, του τετάνου, του κοκκύτη, της πολιομυελίτιδας, της ιλαράς και της φυματίωσης μεταμόρφωσε, θα μπορούσε να πει κανείς, τη ζωή και την ευεξία των παιδιών. Μεταξύ 1980 και 2019, η κάλυψη σχεδόν διπλασιάστηκε και για τα πέντε αρχικά εμβόλια της κατηγορίας του Διευρυμένου Προγράμματος Ανοσοποίησης (EPI).
Οσον αφορά τη χώρα μας, πάντως, ο αριθμός των παιδιών με μηδενική δόση στην Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά χαμηλός, αλλά δεν είναι μηδενικός – ένα γεγονός που απαιτεί στοχευμένη επαγρύπνηση.
Ωστόσο, η πρόοδος επιβραδύνθηκε κατά τη δεκαετία του 2010. Σε 100 χώρες, η κάλυψη του DTP1 ή του MCV1 μειώθηκε μεταξύ 2010 και 2019, ακόμα και πριν ηχήσει ο παγκόσμιος υγειονομικός συναγερμός του κορωνοϊού.
Η πανδημία, στη συνέχεια, δοκίμασε, όπως έχουμε δει πολλές φορές, τα εθνικά συστήματα υγείας, τις αντοχές και τα όριά τους.
2020 – 2023: Η πανδημική αναστροφή
Η εμφάνιση και η εξάπλωση της COVID-19 προκάλεσε μία από τις μεγαλύτερες ανατροπές στην ιστορία του εμβολιασμού διεθνώς. Ολα ανεξαιρέτως τα θεμελιώδη εμβόλια παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές απώλειες κάλυψης, ιδίως σε περιοχές με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα.
Η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική υπέστησαν από τις πιο απότομες μειώσεις. Το DTP1 μειώθηκε κατά περισσότερες από 11 ποσοστιαίες μονάδες μόνο το 2021.
Η άνοδος και η επιστροφή των παιδιών με μηδενική δόση
Ο αριθμός των παιδιών που δεν λαμβάνουν κανένα εμβόλιο –εκείνα που στερούνται την πρώτη δόση DTP1 πριν από την ηλικία του 1 έτους– είχε μειωθεί κατά 75% μεταξύ 1980 και 2019.
Παρά ταύτα, η πανδημία ανέτρεψε αυτή την τάση, ωθώντας τον αριθμό ξανά πάνω από τα 15 εκατ.
Το 2023, πάνω από το 51% των παιδιών με μηδενική δόση ζούσαν σε μόλις οκτώ χώρες, οι περισσότερες εκ των οποίων πλήττονται από συγκρούσεις ή αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα πόρων, όπως δείχνει και ο πίνακας.
Νεότερα εμβόλια: Η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε, αλλά δεν σταμάτησε
Τα εμβόλια που εισήχθησαν μετά το 2000 –π.χ. PCV3 (κυκλοϊός των χοίρων), MCV2 (β΄ δόση ιλαράς), RotaC (ροταϊός)– συνέχισαν να κλιμακώνονται κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά έπεσαν πολύ κάτω από τους αντίστοιχους ρυθμούς ανάπτυξης.
Η κάλυψη συνέχισε να διευρύνεται λόγω των νέων εμβολίων, αλλά η εξάπλωση διακόπηκε από διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού, ελλείψεις εργατικού δυναμικού και lockdowns.
Η «εμβολιαστική κόπωση» στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η εμβολιαστική κάλυψη των παιδιών παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη εθνική μελέτη από τον ΕΟΔΥ, τα ποσοστά για τα βασικά παιδικά εμβόλια (διφθερίτιδας, τετάνου, κοκκύτη και πολιομυελίτιδας) φτάνουν το 91,5% για τις τρεις δόσεις στην ηλικιακή ομάδα 12–24 μηνών.
Στη χώρα μας η εμβολιαστική κάλυψη των παιδιών δεν έχει υποστεί σημαντική κάμψη μετά την πανδημία, σε αντίθεση με τους ενήλικες που βιώνουν τη λεγόμενη «εμβολιαστική κόπωση».
Οπως σημειώνει στην «Κ» η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου, «στη χώρα μας η εμβολιαστική κάλυψη των παιδιών δεν έχει υποστεί σημαντική κάμψη μετά την πανδημία, σε αντίθεση με τους ενήλικες που βιώνουν τη λεγόμενη “εμβολιαστική κόπωση”. Σε αυτό έχει συμβάλει καθοριστικά ο ρόλος του παιδιάτρου, που βρίσκεται σε άμεση σχέση εμπιστοσύνης με τους γονείς και διασφαλίζει την έγκαιρη ενημέρωση και συμμόρφωση με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού».
Παρά τα θετικά στοιχεία, πιο ευάλωτη εμφανίζεται η κάλυψη με τη δεύτερη δόση του εμβολίου ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς (MMR). «Είναι ένα σημείο που μας απασχολεί, καθώς παρατηρείται και διεθνώς αύξηση των κρουσμάτων ιλαράς. Γι’ αυτόν τον λόγο μειώσαμε το ηλικιακό όριο της δεύτερης δόσης από τα 5 στα 3 έτη», τονίζει η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμού.
Παρατηρείται και διεθνώς αύξηση των κρουσμάτων ιλαράς. Γι’ αυτόν τον λόγο μειώσαμε το ηλικιακό όριο της δεύτερης δόσης από τα 5 στα 3 έτη.
Οσον αφορά τις περιοχές με χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού, η Μαρία Θεοδωρίδου αναφέρει ότι «πλέον, με βάση τα στοιχεία ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, μπορούμε να εντοπίζουμε γεωγραφικά τις περιοχές όπου απαιτείται εντατικοποίηση των δράσεων».
Εκτιμάται στην Ελλάδα πως χάρη στον σωστό εμβολιασμό παιδιών και εφήβων αποτρέπονται κάθε χρόνο σχεδόν 289.000 κρούσματα, 266 θάνατοι και περισσότερα από 7.470 χαμένα έτη ζωής.
Τέλος, εκτιμάται στην Ελλάδα πως χάρη στον σωστό εμβολιασμό παιδιών και εφήβων αποτρέπονται κάθε χρόνο σχεδόν 289.000 κρούσματα, 266 θάνατοι και περισσότερα από 7.470 χαμένα έτη ζωής. Η χώρα δεν καταγράφει επιδημικές εξάρσεις νοσημάτων που προλαμβάνονται με εμβόλια, αλλά, όπως σημειώνει η κ. Θεοδωρίδου, «παραμένει κρίσιμο να διατηρηθεί υψηλή εμπιστοσύνη και συμμόρφωση, ώστε να πετύχουμε τους στόχους του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για κάλυψη άνω του 90% στα βασικά νοσήματα έως το 2030».
Η Ατζέντα 2030 – Στόχοι και Προβλέψεις
Η Ατζέντα για τον Εμβολιασμό 2030 (IA2030) του ΠΟΥ έχει δύο κεντρικούς στόχους:
1) Μείωση των παιδιών με μηδενική δόση παγκοσμίως κατά 50% από τα επίπεδα του 2019 και
2) Επίτευξη 90% παγκόσμιας κάλυψης για τα DTP3, PCV3 και MCV2.
Οι προβλέψεις δείχνουν ότι, με την τρέχουσα πορεία, κανένα από τα τρία εμβόλια –πλην του DTP3– δεν θα επιτύχει τον στόχο του 90%, σύμφωνα με τα αισιόδοξα σενάρια.
Περιφερειακές ανισότητες
Ενώ ορισμένες περιφέρειες βρίσκονται σε καλό δρόμο, άλλες, όπως όλα δείχνουν, θα χρειαστούν πρωτοφανή επιτάχυνση για να επιτύχουν τους στόχους του 2030.
Οι περισσότερες εξ αυτών των χωρών οφείλουν να σπάσουν όλα τα παγκόσμια ρεκόρ ανάπτυξης από το 2000 κι εντεύθεν για να επιτύχουν τα κριτήρια αναφοράς για το 2030.
Εξαιρετική πρόοδος, αλλά όχι εγγυημένη
Ο πλανήτης έχει σημειώσει εξαιρετική πρόοδο στον παιδικό εμβολιασμό, αλλά η πορεία δεν θεωρείται, εξ όσων συνάγεται, εγγυημένη. Με 15,7 εκατ. παιδιά με μηδενική δόση, χωρίς να έχει επιτευχθεί κανένας από τους βασικούς στόχους κάλυψης της IA2030 και με τις επιπτώσεις της COVID-19 να επιμένουν, η επιτυχία θα απαιτήσει άμεση και στοχευμένη παρέμβαση.
Χωρίς ανάσχεση της εμβολιαστικής πορείας, ο κόσμος κινδυνεύει να εισέλθει στην επόμενη δεκαετία έχοντας χάσει την πιο βασική υπόσχεση της καθολικής ανοσοποίησης – ότι κανένα παιδί, οπουδήποτε στον πλανήτη, δεν θα μείνει απροστάτευτο.
Αυτό που θα καθορίσει την επόμενη πενταετία δεν είναι μόνον η επιστημονική ικανότητα, αλλά η πολιτική βούληση και η στρατηγική αφοσίωση· ιδίως όσον αφορά την προσέγγιση των παιδιών που ζουν σε χώρες όπου δύσκολα φτάνει η εμβολιαστική σωτηρία.
Χωρίς τον αναπροσανατολισμό της πορείας της εμβολιαστικής στρατηγικής και κάλυψης, ο κόσμος κινδυνεύει να εισέλθει στην επόμενη δεκαετία έχοντας χάσει την πιο βασική υπόσχεση της καθολικής ανοσοποίησης – ότι κανένα παιδί, οπουδήποτε στον πλανήτη, δεν θα μείνει απροστάτευτο.