Ένας χρόνος μάχης με τον κορονοϊό - Συγκλονίζει η μαρτυρία γιατρού: Οι στιγμές που λυγίζουμε
Ένας χρόνος συμπληρώθηκε από το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στην Ελλάδα. Από την ημέρα που οι ζωές όλων άλλαξαν. Ένας ειδικευόμενος πνευμονολόγος περιγράφει στο Sputnik τη μάχη που εξακολουθεί να δίνει στην πρώτη γραμμή. Οι δυσκολίες, οι ελλείψεις και οι λύσεις.
Ήταν 26 Φεβρουαρίου 2020 όταν το πρώτο κρούσμα του κορονοϊού καταγράφηκε στην Ελλάδα.
Μια 38χρονη γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, που είχε επισκεφθεί τη Βόρεια Ιταλία, βρέθηκε θετική στον νέο ιό και νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο «ΑΧΕΠΑ».
Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα και η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν «αόρατο εχθρό».
«Ο εχθρός αυτός όμως έγινε ορατός, αφού το Εθνικό Σύστημα Υγείας δεν προετοιμάστηκε μετά το πρώτο κύμα, καθώς πέρασε ένα καλοκαίρι χωρίς να γίνουν τα απαραίτητα. Στο δεύτερο κύμα πάλι δεν έγιναν όσα έπρεπε, ενώ βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τρίτο κύμα που αναμένεται να είναι το χειρότερο ειδικά στο λεκανοπέδιο Αττικής και ενδεχομένως με πολλούς νεκρούς» επισημαίνει στο Sputnik o Νίκος Αθανασίου, ειδικευόμενος πνευμονολόγος στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Στην τελευταία εφημερία του Ευαγγελισμού, μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, εισήχθησαν 58 άτομα και οι νοσηλευόμενοι ξεπέρασαν τους 140. Όμως το ίδιο προσωπικό, όπως μας λέει, έπρεπε να αντιμετωπίσει πλέον δύο ανοιχτά μέτωπα, από τη μια τον κορονοϊό και από την άλλη τα υπόλοιπα νοσήματα. Τα ρεπό είναι σπάνια, ενώ έχουν αλλάξει οι αντικειμενικές συνθήκες της καθημερινής εργασίας.
«Είναι μια εμπόλεμη κατάσταση, που βρίσκει εξουθενωμένο το προσωπικό ψυχολογικά και σωματικά. Προσπαθούν να μοιράσουν την τράπουλα ανάμεσα στα ίδια άτομα, να γίνουν πολύ περισσότερα από το ήδη υπάρχον προσωπικό, ενώ κάτι τέτοιο είναι αδύνατο καθώς δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες προσλήψεις. Περιμέναμε να υπάρχει μεγαλύτερη μέριμνα από την Πολιτεία τόσο για τους απλούς πολίτες όσο και για εμάς τους υγειονομικούς» προσθέτει ο κ. Αθανασίου.
Η πιο δύσκολη στιγμή στη μάχη με την πανδημία
Ο Νίκος Αθανασίου έζησε μια πολύ διαφορετική καθημερινότητα στην κλινική COVID-19. Έχει αναγκαστεί να φορέσει την ειδική προστατευτική στολή ακόμα και για 16 ώρες συνεχόμενα.
Η ένταση είναι είναι μεγάλη και η ζέστη μέσα στη στολή μεγαλύτερη. Όσο περνούν οι ώρες, η εξάντληση δυσκολεύει την κατάσταση.
Πρωταρχικό ρόλο στο μυαλό του έχει η φροντίδα των ασθενών. Περνά περισσότερο χρόνο στα επείγοντα περιστατικά. Πρέπει να προσέχει τις κινήσεις του, να αλλάξει τα γάντια του, να μην ακουμπήσει το πρόσωπό του.
Πληθώρα εισαγωγών, βαριά ασθενείς και αρκετές διασωληνώσεις συνέθεσαν μια από τις πιο δύσκολες εφημερίες που θυμάται.
Δεν υπάρχει χρόνος για διάλειμμα.
Προσπαθεί να μιλήσει μέσα από το τζάμι με τους συγγενείς των ασθενών για το ιατρικό ιστορικό τους ή τη φαρμακευτική αγωγή που λάμβαναν.
«Είσαι μόνος με τους ασθενείς. Δεν μπορείς να τους προσφέρεις την τελευταία επαφή με τους συγγενείς τους. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο σε αυτήν την πανδημία. Είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα δει κάποιος αφού δεν θα μπορέσει να έρθει σε επαφή με τα συγγενικά του πρόσωπα» επισημαίνει, τονίζοντας ότι οι Έλληνες -όπως και οι μεσογειακοί λαοί- έχουν μεγαλύτερη ανάγκη την ανθρώπινη επαφή λόγω νοοτροπίας.
Οικογενειακές τραγωδίες
«Μέσα στον φόβο τους, οι ασθενείς αντιλαμβάνονται και τους δικούς μας φόβους. Προσπαθείς να μην τους μεταδώσεις επιπλέον φόβο και ένταση».
Πριν λίγο καιρό, ένας ασθενής νοσηλευόταν με κορονοϊό στον Ευαγγελισμό, ενώ η γυναίκα του στο Σωτηρία. Ήταν πάνω από 40 χρόνια μαζί. Όμως εκείνη «έφυγε» πριν απ' αυτόν και ο άνδρας δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία της. Είχε αναπνευστική ανεπάρκεια και δεν μπόρεσε να φύγει από το νοσοκομείο.
«Έπρεπε να διαχειριστούμε τον πόνο του και να τον πείσουμε ότι δεν μπορεί να πάει στην κηδεία της γυναίκας του».
Άλλο ζευγάρι νοσηλευόταν σε διπλανούς θαλάμους. Ο άντρας έφυγε. Δεν έπρεπε να το μάθει όμως η γυναίκα που έμεινε στη ζωή.
«Τα παιδιά δεν ήθελαν να μαθευτεί. Η ιατρική επίσκεψη έπρεπε να συνεχιστεί κανονικά».
Η προσωπική αναμέτρηση με τον κορονοϊό
Μάχη με την ασθένεια έδωσε και ο ίδιος καθότι νόσησε. Για έξι μέρες είχε υψηλό πυρετό. Το πιο δύσκολο ήταν αυτό που ακολούθησε τον κορονοϊό:
«Επί έναν μήνα ένιωθα τεράστια κόπωση. Είναι κάτι πολύ συχνό μετά τη νόσηση. Έπρεπε όμως να επανέλθω και να συνεχίσω τις εφημερίες».
Οι ελλείψεις, οι παράπλευρες απώλειες και οι λύσεις
Η πανδημία, όπως αναφέρει ο κ. Αθανασίου, ξεγύμνωσε τις ελλείψεις του Εθνικού Συστήματος Υγείας, από την υποστελέχωση ως την υποχρηματοδότηση.
«Μεγάλες οι ευθύνες και οι ελλείψεις, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πιο εύκολα» τονίζει ο ειδικευόμενος γιατρός.
Την ίδια στιγμή αυξάνεται η νοσηρότητα στην κοινωνία από άλλους non-COVID ασθενείς. Αυτό συμβαίνει και στους υγειονομικούς. Και αυτό θα δημιουργήσει τεράστιο υγειονομικό πρόβλημα. Ο γιατρός μπορεί να μεταδώσει ασθένειες στους ασθενείς του.
Αρκετές μορφές καρκίνου καλπάζουν όλο αυτό το διάστημα και δεν ήταν λίγοι όσοι άργησαν να μεταβούν στο νοσοκομείο λόγω φόβου της COVID-19. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια σειρά παράπλευρων θανάτων της πανδημίας καθώς οι άνθρωποι βρίσκονταν στο τελικό στάδιο όταν έφταναν στο νοσοκομείο».
Όπως αναφέρει, «στο τμήμα των επειγόντων περιστατικών δεν είναι μεγάλος ο χώρος και γίνεται ανάμιξη ύποπτων και θετικών κρουσμάτων. Δεν γίνονται μαζικά τεστ κορονοϊού στους υγειονομικούς, ενώ θα έπρεπε».
«Η κατάσταση θα μπορούσε να είναι ο "Δούρειος Ίππος" για να περάσουν ΣΔΙΤ (σ.σ. συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στην Υγεία). Από τη μια μεριά, (θα είναι) τα "βρώμικα" δημόσια νοσοκομεία που θα ασχολούνται με την COVID-19, ενώ από την άλλη τα ιδιωτικά, με άλλα νοσήματα. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνουν τα δημόσια νοσοκομεία τόπος εξυπηρέτησης μόνο του κορονοϊού. Να επιταχθούν εδώ και τώρα οι ιδιωτικές κλινικές».
Βασικό αίτημα παραμένουν οι κατεπείγουσες μαζικές προσλήψεις μόνιμων γιατρών.
«Οι δυσκολίες έχουν συσσωρευτεί. Συντελούν σε αυτό, η ψυχική και η σωματική κούραση. Έχουμε να πάμε σχεδόν οκτώ μήνες σπίτι μας και να έρθουμε σε επαφή με τους δικούς μας ανθρώπους».
Ερωτηθείς αν έχουν φτάσει οι γιατροί να επιλέγουν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει όπως σε άλλα κράτη αναφέρει ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε.
«Ίσως η Θεσσαλονίκη να προσέγγισε κάτι τέτοιο, ωστόσο σε κάθε περίπτωση ελπίζουμε να μην το δούμε στην Ελλάδα