«Ημείς εδώ ζώμεν καλώς, ως φίλοι, ως συνεργάται, ως αδελφοί με τους Γερμανούς. Καλούμεν τους Κρήτας να μετανοήσουν εμπράκτως»
«Η Καθημερινή», 29/5/1941 (κύριο άρθρο)
H ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου 1942, δεν έκοψε μόνο έναν κρίσιμο δίαυλο ανεφοδιασμού του Ρόμελ στο πολεμικό μέτωπο της Βόρειας Αφρικής. Ως παράπλευρη συνέπεια επέφερε επίσης ξαφνική αλλαγή διεύθυνσης της «Καθημερινής», μιας από τις σημαντικότερες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε νόμιμα στην κατοχική Αθήνα.
Η σημασία των δύο γεγονότων δεν επιδέχεται βέβαια την παραμικρή σύγκριση. Η μελέτη του ελάσσονος σκέλους αποδεικνύεται ωστόσο αρκετά διαφωτιστική για μια πτυχή της εμπειρίας εκείνων των χρόνων που περνά συνήθως απαρατήρητη: τη λειτουργία του νόμιμου αθηναϊκού Τύπου στις ιδιόμορφες συνθήκες της ξένης στρατιωτικής κατοχής και της αντιφασιστικής αντίστασης.
Ιστορία που έχει παραμείνει στη σκιά, παρά το αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον για την Κατοχή και τους ανθρώπους της, για λόγους που δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο ν’ αντιληφθούμε.
Μια διδακτική ιστορία
Η λεπτομερέστερη (και κοντινότερη στα γεγονότα) εκδοχή για όσα συνέβησαν προέρχεται από το δημοσιευμένο ημερολόγιο της Ελένης Βλάχου, κόρης του προπολεμικού ιδιοκτήτη και διευθυντή της εφημερίδας, Γεωργίου Βλάχου (γνωστού επίσης ως Γ.Α.Β., από τα αρχικά με τα οποία υπέγραφε τα κείμενά του).
«Το βράδυ» της 28ης Νοεμβρίου 1942, μας πληροφορεί εγγραφή της επομένης, «εστάλη στην “Καθημερινή” από την Ιταλική λογοκρισία ένα άρθρο δριμύτατο και εξαιρετικά κακογραμμένο κατά των Ελλήνων ανταρτών. Και άρχισε το παζάρι. Πρώτα ζητήσαμε να μην το βάλουν καθόλου. “Αδύνατο!” μας απάντησαν. “Καλά, να το βάλουμε, αλλά να το δημοσιεύσουν και οι άλλες εφημερίδες...” “Όχι!” “Τότε να μας το υπογράψετε, με ελληνικό όνομα ή ξένο...” Ούτε και αυτό έγινε δεκτό, και μας εστάλη “τελεσίγραφο”: ή να μπει το άρθρο ή να διακοπεί η έκδοση της εφημερίδας. Αμέσως αποφασίσθηκε η διακοπή –την είχαμε ζητήσει πολλές φορές αλλά ουδέποτε μας είχε δοθεί η άδεια... Τέλος, μόλις είχαν κλείσει τα τυπογραφεία και τα πιεστήρια, ήρθε νέα διαταγή –να εκδοθούμε οπωσδήποτε, χωρίς το άρθρο. Αυτό ήταν όλο» («Πενήντα και κάτι...», τ.Α΄, Αθήνα 1991, σ.149-50).
Ο πρώτος πληθυντικός του ημερολογίου ξαφνιάζει ίσως τον διαβασμένο αναγνώστη, καθώς έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με τους πάγιους ισχυρισμούς πατέρα και κόρης ότι σε όλη της διάρκεια της Κατοχής η οικογένεια δεν είχε πια την παραμικρή σχέση με την εφημερίδα, έχοντας παραδώσει από την πρώτη μέρα τη διεύθυνση και το ταμείο της στους ίδιους τους εργαζόμενους, που την εξέδιδαν για δικό τους λογαριασμό και βιοπορισμό.
Οπως εξηγούμε στις επόμενες σελίδες, η απόσυρση αυτή δεν υπήρξε παρά ένας μηχανισμός αυτοπροστασίας, κοινός λίγο πολύ σε όλους τους εκδότες της εποχής, προκειμένου ν’ αποφύγουν την ταύτιση με το νέο καθεστώς και να ξαναπάρουν τον έλεγχο των εντύπων τους μεταπολεμικά.
Φαίνεται, πάντως, πως επ’ αυτού δεν είχαν πειστεί ούτε οι ίδιοι οι Ιταλοί. Το πρωί της επομένης συνέλαβαν έτσι τον Βλάχο και τον έκλεισαν στις φυλακές Αβέρωφ.
«Η αφορμή θα ήταν κωμική, ακόμη και αν ο πατέρας μου πραγματικά ανακατευόταν στη διεύθυνση της εφημερίδας, αλλά την είχε τελείως εγκαταλείψει. Συχνά του τηλεφωνούσαν και του ζητούσαν κάποια γνώμη, οπότε τους απαντούσε να κάνουν ό,τι θέλουν» σχολιάζει στο ημερολόγιό της η κόρη του (σ.150).
Ενας συγκρατούμενός του θα συγκρατήσει, πάντως, μια κάπως διαφορετική ανάμνηση: ο Γ.Α.Β. «είχε συλληφθή για μια τυπική παράλειψι της εφημερίδος του “Καθημερινή”» (Αλέξανδρος Ζάννας, «Η Κατοχή», Αθήνα 1964, σ.119).
Τις επόμενες μέρες οι Ιταλοί θα συλλάβουν και τον επίσημο διευθυντή, Νίκο Αναστασόπουλο. «Του πρόσφεραν σπουδαία χάρη», σχολιάζει πικρόχολα η κόρη (1/12), προτού περάσει στη συνέχεια της υπόθεσης: «Μας επέβαλαν ένα νέο διευθυντή της εκλογής τους, κάποιον Σπύρο Τραυλό, διάσημο κάθαρμα, καταχραστή, αποτυχημένο δημοσιογράφο και δήθεν στρατιωτικό. Στην εφημερίδα επικρατεί χάος. Τη φρουρούν με περιπόλους και πολυβόλα, τα πιεστήρια, τα γραφεία και τη γειτονιά, σαν να περιμένουν ποιος ξέρει τι να βγει από εκεί μέσα!» (σ.150).
Η προσωπική περιπέτεια του Γ.Α.Β. έληξε αρκετά γρήγορα και ανώδυνα, για τα δεδομένα της εποχής.
Δώδεκα μέρες μετά τη σύλληψή του μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και στις 22 Δεκεμβρίου αφέθηκε ελεύθερος, δίχως να παραπεμφθεί σε δίκη (όπ.π., σ.151-2).
Ο Αναστασόπουλος απολύθηκε κι αυτός, χωρίς να επιστρέψει στη διεύθυνση, για να σκοτωθεί έναν χρόνο αργότερα σε τυπικό αυτοκινητικό δυστύχημα της εποχής: χτυπημένος από κάποιο βιαστικό γερμανικό καμιόνι (25/1/1944).
Ο διάδοχός του δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Στέλεχος μέχρι τότε της «ελληνικής» υπηρεσίας λογοκρισίας, είχε διακριθεί από τις πρώτες μέρες της Κατοχής για τη φιλοχιτλερική δραστηριότητά του.
«Πρέπει να γράψω το όνομά του: Σπύρος Τραυλός», σημειώνει χαρακτηριστικά στις 17/6/1941 στο ημερολόγιό του ένας καθηγητής μουσικής στο Κολλέγιο Αθηνών. «Δεν τον γνωρίζω, αλλά από τη σημερινή αισχρή του ραδιοφωνική ομιλία έχω κατατοπισθή για το άτομό του. Προδότης και πληρωμένος δούλος των νέων αφεντικών μας» («Το ημερολόγιο κατοχής του Μίνου Δούνια», Αθήνα 1997, σ.45).
Φυσικά, ο νέος διευθυντής εγκαινίασε την καριέρα του με τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου, με τον εύγλωττο τίτλο «Ο θρύλος και η πραγματικότης σχετικώς με τους “συμμορίτας”» (1/12/1942).
«Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι απόστολοι, ζηλωταί και προστάται της ελευθερίας και της δικαιοσύνης», διαβάζουμε, «αλλά κοινοί κλέπται, φιλοχρήματοι και αρπακτικοί» που «ωθούνται από ένα και μόνον σκοπόν: να παχυνθούν εις βάρος του εργαζομένου λαού και να τον εκφοβίσουν διά της βίας και των δολοφονιών».
Εξ ου και «οι πληθυσμοί της υπαίθρου» οφείλουν να τους αντιτάξουν «ισχυράν και έμπρακτον άμυναν», όχι μόνο «διά της αρνήσεως πάσης βοηθείας» αλλά και «διά της διευκολύνσεως των Αρχών Κατοχής, αίτινες προτίθενται να επαναφέρουν την τάξιν».
Κάτι η πρωτοπορία στον έντυπο αντισυμμοριακό αγώνα, κάτι το γινάτι των ιδιοκτητών της εφημερίδας, ο Τραυλός υπήρξε τελικά ο μόνος Αθηναίος δημοσιογράφος που καταδικάστηκε για δωσιλογισμό -έστω και με μείωση του καταλογιζόμενου αδικήματος, από «συνειδητό όργανο του εχθρού» σε απλή «εθνική αναξιοπρέπεια».
Η ποινή που του επιβλήθηκε (14/7/1945) ήταν φυλάκιση ενός έτους (με αφαίρεση της προφυλάκισης 43 ημερών), ισόβια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και καταβολή των δικαστικών εξόδων.
Για τη σχετικά ήπια αυτή μεταχείριση, κάποιο ρόλο έπαιξε πιθανότατα η συνηγορία μαρτύρων υπεράσπισης, όπως ο προϊστάμενός του στη λογοκρισία Γεώργιος Κυριακίδης, αλλά και «κατηγορίας», όπως ο (προκατοχικός, κατοχικός και μετακατοχικός) οικονομικός διευθυντής της «Καθημερινής» Επαμεινώνδας Πέτας, που ανέλαβαν προσωπικά ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου την ευθύνη για τον διορισμό του.
Οι μαρτυρικές καταθέσεις στη δίκη του Τραυλού μάς προσφέρουν πάντως μια ολόκληρη γκάμα από αποκλίνουσες εκδοχές για τους λόγους που είχαν επιβάλει προ τριετίας την αναβολή δημοσίευσης του επίμαχου κειμένου.
Εφταιγε άραγε το μέγεθός του, όπως ισχυρίστηκε ο οικονομικός διευθυντής της «Καθημερινής»;
Ο γερμανόφιλος Αναστασόπουλος επιθυμούσε «ίσως να μειώση την θέσιν των Ιταλών έναντι των Γερμανών», όπως κατέθεσε ο πρόεδρος του Πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ, ή απλώς δεν ήθελε να πετάξει κάποιο δικό του άρθρο, όπως υποστήριξε κάποιος συντάκτης της εφημερίδας;
Μήπως πάλι τον έπεισε τηλεφωνικά ο διορθωτής του κειμένου, που «ετρομοκρατήθη» από το περιεχόμενό του –εκδοχή που πρόβαλε ο Νίκος Κρανιωτάκης του απροκάλυπτα φιλοϊταλικού (το 1941) «Πρωινού Τύπου», μαζί με τη διαβεβαίωση πως ο κατηγορούμενος «είναι Ελλην και 100% πατριώτης»;
Και πόσο βάρυνε στην τελική απόφαση η αντίδραση των τυπογράφων, που σε περίπτωση αντικατάστασης του κύριου άρθρου δεν προλάβαιναν να γυρίσουν στα σπίτια τους πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας;
Πριν Τραυλός λαλήσαι
Το μόνο βέβαιο είναι ότι το παραπάνω δημοσίευμα κάθε άλλο παρά πρωτόγνωρο υπήρξε. Η μόνη καινοτομία του αφορούσε ίσως την κατασυκοφάντηση μιας εγχώριας ένοπλης δύναμης, απροσδιόριστου ακόμη χαρακτήρα, που αναδυόταν ως εναλλακτικός πόλος εξουσίας σε μια συγκυρία ρευστή από κάθε άποψη.
Αν μη τι άλλο, η ίδια εφημερίδα είχε γράψει τα ίδια και πολύ χειρότερα κατά την πρώτη ιδίως φάση της Κατοχής, όταν η νίκη του Αξονα φάνταζε σχεδόν αυτονόητη.
Ούτε ήταν, άλλωστε, η μόνη. Η εικόνα που παρουσιάζουν όλα ανεξαιρέτως τα φύλλα του νόμιμου αθηναϊκού Τύπου, ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, είναι αυτή της πλήρους υποταγής στις ανάγκες και τις διαθέσεις του κατακτητή.
Στην καλύτερη περίπτωση το κήρυγμα της υποταγής γίνεται στο όνομα της συλλογικής επιβίωσης· τον τόνο τον δίνει ωστόσο συνήθως ένας επίπλαστος ενθουσιασμός για τη νέα κατάσταση και τις ευμενείς, υποτίθεται, επιπτώσεις της. Μεταστροφή που στους αναγνώστες προκάλεσε σοκ και αηδία, όπως πιστοποιούν ουκ ολίγα προσωπικά ημερολόγια.
Τα βασικά χαρακτηριστικά και οι μετασχηματισμοί αυτής της έντυπης προπαγάνδας θα μας απασχολήσουν αναλυτικά σε κάποιο άλλο αφιέρωμα.
Προς το παρόν, υπενθυμίζουμε δύο χαρακτηριστικά δείγματα από την αρθρογραφία των εντύπων του ΔΟΛ.
Τις βαριές εκφράσεις του μόνιμου επιφυλλιδογράφου του «Ελεύθερου Βήματος», Παύλου Παλαιολόγου, για «τα ξελιγωμένα τσουλάκια του πεζοδρομίου» και «τους λιονταρήδες των ανώνυμων εκδηλώσεων» που «εγκληματούν κατά του τόπου των» επευφημώντας διερχόμενους Βρετανούς αιχμαλώτους (3/6/1941), και την οργή των «Αθηναϊκών Νέων» (2/6/1941) για «την βρωμερότητα όλων εκείνων των εμπόρων που αισχροκερδούν εις βάρος των Γερμανών στρατιωτών, λησμονούντες κατά τον ασυνειδητότερον τρόπον την ιπποτικήν απέναντί μας στάσιν του στρατού της κατοχής» –σε συνδυασμό με την καταδίκη, στο ίδιο κύριο άρθρο, «της ηθικής πωρώσεως» όσων συμπατριωτών μας «δικαιολογούν εις τας ιδιαιτέρας συνομιλίας των τας ωμότητας που διεπράχθησαν εν Κρήτη» κατά των εισβολέων, «στιγματίζοντες το ελληνικόν όνομα και παρουσιάζοντες εις τα όμματα του κόσμου ως μίαν πρωτόγονον ζούγκλαν την πατρίδα μας».
Η δυσδιάκριτη αντίσταση
Μια ισορροπημένη αποτίμηση του νόμιμου Τύπου της Κατοχής οφείλει φυσικά να λάβει υπόψη την κεφαλαιώδη αντίφαση των ημερών, ανάμεσα στην ανάγκη των δημοσιογράφων για φυσική επιβίωση (σε συνθήκες όπου η ανεργία ισοδυναμούσε πρακτικά με θανατική καταδίκη) και την πραγματικότητα της υποχρεωτικής συνεργασίας των εφημερίδων τους με τις αρχές κατοχής.
Οι αποχρώσεις της στάσης ανθρώπων και εντύπων απέναντι σ’ αυτόν τον διπλό καταναγκασμό, ακόμη και πρακτικές όπως η παράλληλη απασχόληση των ίδιων ατόμων στον νόμιμο κατοχικό και τον παράνομο αντιστασιακό Τύπο, δεν είναι όμως εύκολο να τεκμηριωθούν. Πόσο μάλλον αφού θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει, τόσο τον μεταπολεμικό πληθωρισμό σχετικών ισχυρισμών, όσο και το πραγματικό γεγονός της σταδιακής μεταβολής διαθέσεων και στάσεων, ως αποτέλεσμα δύο καθοριστικών παραγόντων: της τροπής του πολέμου σε βάρος του Αξονα μετά το Στάλινγκραντ και το Ελ Αλαμέιν, αφ’ ενός, και της ανάπτυξης της ΕΑΜικής αντίστασης, με τη συνακόλουθη πόλωση του εγχώριου πολιτικού σκηνικού, αφ’ ετέρου.
Η εθνικά και συντεχνιακά ορθή ιστοριογραφία αναπαράγει συνήθως ως αμάχητο τεκμήριο την ομιλία του τότε προέδρου της ΕΣΗΕΑ (και διευθυντή της κατοχικής «Πρωίας»), Γιώργου Καράντζα, στην πρώτη γενική συνέλευση του κλάδου μετά την Απελευθέρωση (20/11/1944).
«Οι αθηναίοι δημοσιογράφοι», διαβάζουμε εκεί, «κατά τα τρία τέταρτα τουλάχιστον συνειργάσθησαν, με προφανείς κινδύνους, εις τον παράνομον τύπον».
Ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε ως αντεπιχείρημα στη διάχυτη τότε εντύπωση πως «οι δημοσιογράφοι τυγχάνουσιν ιδιαιτέρας ευνοίας και προνομιακής μεταχειρίσεως» (και κατά την Κατοχή «έζων σχετικώς ανετώτερον» από άλλες κατηγορίες εργαζομένων), περικλείει δε έναν αναντίρρητο πυρήνα αλήθειας: ουκ ολίγοι άνθρωποι του Τύπου έδρασαν όντως αποδεδειγμένα στις γραμμές τόσο της ΕΑΜικής όσο και της εθνικόφρονος Αντίστασης. Είναι, όμως, πρακτικά αδύνατο να επιβεβαιωθεί ως προς το αριθμητικό σκέλος του.
Ακόμη πιο δυσδιάκριτα είναι τα ίχνη των δημοσιογραφικών αντιστάσεων σε σχέση με το περιεχόμενο των νόμιμων εφημερίδων. Αντιστάσεων που προβλήθηκαν με αρνήσεις ή -συνηθέστερα- κωλυσιεργία δημοσίευσης κειμένων που κρίθηκαν ότι ξεπερνούσαν τα όρια, και οι οποίες μπορούσαν να έχουν βαρύτατες συνέπειες για όσους τις αποτολμούσαν.
Από τα λίγα πρωτογενή τεκμήρια που διαθέτουμε, διαφαίνεται πάντως πως η προβολή ενστάσεων ήταν ευκολότερη όταν τα επίμαχα κείμενα έθιγαν πατροπαράδοτες συντηρητικές αξίες.
Μ’ αυτό ακριβώς το σκεπτικό ο Γερμανός λογοκριτής δικαίωσε λ.χ. την άρνηση της «Πρωίας» να δημοσιεύσει ιταλικό άρθρο προσβλητικό για το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία (Φώκος Κουντουριώτης, «Εξήντα χρόνια δημοσιογραφία», Αθήνα 1975, σ.75-79).
Η συνέχεια του κράτους
Μια παράμετρος που, από την άλλη, διευκόλυνε τη συνεργασία των Ελλήνων δημοσιογράφων με τις αρχές Κατοχής είναι το γεγονός ότι τον Απρίλιο του 1941 ο ελληνικός Τύπος βρισκόταν ήδη στον γύψο για μια πενταετία.
Ισχύει, δηλαδή, στην περίπτωσή του η διαπίστωση του Κρις Γουντχάουζ για τη συνέχεια του κρατικού μηχανισμού μεταξύ 4ης Αυγούστου και δωσίλογης Ελληνικής Πολιτείας: «Ο Μεταξάς είχε προετοιμάσει το δρόμο για την κατοχή, προσαρμόζοντας ανάλογα την κρατική μηχανή και συνηθίζοντας το λαό σε αυταρχική διακυβέρνηση. Ο Γερμανοί, επομένως, δεν είχαν ανάγκη να επινοήσουν ένα νέο τρόπο διοικήσεως, για να γεμίσουν το κενό· χρειάστηκε μόνο να βρουν μερικά πρόσωπα, για τις κενές θέσεις των υπουργείων» («Το μήλο της έριδος», Αθήνα 1975, σ.51).
Ηδη στις 5 Αυγούστου 1936, μεταξική εγκύκλιος είχε απαγορεύσει «οιαδήποτε κρίσιν [των εφημερίδων] περί του έργου της κυβερνήσεως, εκτός αν είναι ευμενής» –καθώς και κάθε είδηση για τα πολιτικά κόμματα, τα βασιλικά ταξίδια, την οικονομία της χώρας, τον τιμάριθμο και τα εργατικά ή επαγγελματικά ζητήματα, πέρα από τις επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις.
Με την ίδια διαταγή οι εφημερίδες υποχρεώνονταν να «συμβάλλωσι εις το αναμορφωτικόν έργον της κυβερνήσεως δι’ άρθρων, σχολίων και πάσης φύσεως δημοσιευμάτων».
Η πρακτική εφαρμογή αυτών των διατάξεων υλοποιήθηκε μέσω της προληπτικής λογοκρισίας, η άμεση ή έμμεση μνεία της οποίας (π.χ. με κενά ή διαφημίσεις στα λογοκριμένα σημεία) ήταν επίσης απαγορευμένη.
Οι εφημερίδες υπέβαλλαν στην αρμόδια «Διεύθυνσιν Εσωτερικού Τύπου» του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού δοκίμια των σελίδων τους πριν και μετά τη λογοκρισία, καθώς και αντίτυπο της τελικής έκδοσης για τη σχετική αντιπαραβολή· μόνο μετά τη σφράγιση αυτού του τελευταίου από τον λογοκριτή ήταν δυνατή η κυκλοφορία του φύλλου (Σπ. Λιναρδάτος, «Η 4η Αυγούστου», Αθήνα 1975, σ.76-77).
Το 1938 η μεταξική δικτατορία επέβαλε δε ως απαραίτητη προϋπόθεση απασχόλησης στον Τύπο την εγγραφή στο «μητρώο δημοσιογράφων», που με τη σειρά της προϋπέθετε την απουσία καταδίκης βάσει των νόμων προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος (ΦΕΚ 1938/Α/68, Α.Ν. 1093, άρθρ. 3-8· ΦΕΚ 1938/Α/186, διάταγμα της 27.4/8.5.1938).
Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε αυτούσιο επί Κατοχής, με απλή μετονομασία του αρμόδιου υφυπουργείου σε «Διεύθυνσιν Τύπου και Ραδιοφωνίας», υπαγόμενη κατευθείαν στον πρωθυπουργό (1/5/1941), και μόνη ουσιαστική διαφορά τον πολλαπλασιασμό των λογοκριτών, καθώς στην «ελληνική» λογοκρισία προστέθηκε η γερμανική και (μεταξύ Ιουνίου 1941 και Σεπτεμβρίου 1943), η ιταλική.
Οι δυο τελευταίες ασκούνταν από τις «Υπηρεσίες Τύπου» των αντίστοιχων πρεσβειών, με επικεφαλής η μεν ιταλική τον δόκτορα Ενρίκο Παριμπένι, η δε γερμανική τον δόκτορα Χέριμπερτ Σβέρμπελ.
Για κάποια στελέχη του εγχώριου μηχανισμού, η Κατοχή δεν άλλαξε πάντως και πολλά πράγματα: «Μετά την είσοδον των Γερμανών παραμείναμε εις την θέσιν μας και ενεργούσαμε την ελληνικήν λογοκρισίαν», θα καταθέσει το 1947 στη δίκη του Σταύρου Ευταξία, στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων, ο δημοσιογράφος Δημήτριος Ζάχος. «Την γερμανικήν λογοκρισίαν έκαναν οι Γερμανοί».
Εκτός από τον επαγγελματικό εθισμό στη λογοκρισία, πρέπει να συνυπολογιστεί εδώ μια ολόκληρη παράδοση διαπλοκής ιδιοκτητών και δημοσιογράφων με το φασίζον δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Στις 13/9/1936 η ΕΣΗΕΑ παρέθεσε λ.χ. επίσημο γεύμα στον Μεταξά, τον υφυπουργό Τύπου Θεολόγο Νικολούδη, τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωνσταντίνο Ζαβιτσιάνο, τους υπουργούς Εργασίας Αριστείδη Δημητράτο και Παιδείας Κωνσταντίνο Γεωργακόπουλο, τον διοικητή πρωτευούσης Κωνσταντίνο Κοτζιά και τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ Αλέξανδρο Παπαχελά, για ν’ ακούσει από το στόμα του δικτάτορα πως ο Τύπος ήταν πλέον υποχρεωτικά «συνεταίρος του κράτους» στο έργο «της κατευθύνσεως [διάβαζε: χειραγώγησης] της κοινής γνώμης» («Ελεύθερον Βήμα» 15/9/1936).
Παρόμοιο γεύμα παρέθεσε η ΕΣΗΕΑ και στη διάρκεια της Κατοχής προς τιμήν Γερμανοϊταλών δημοσιογράφων, όπως παραδέχτηκε ο τότε πρόεδρός της κατά την κατάθεσή του στη δίκη του Τραυλού.
Η ανύπαρκτη κάθαρση
Δεν είχαν προλάβει καλά καλά ν’ αποχωρήσουν οι Γερμανοί από την Αθήνα, όταν το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ ανέλαβε την «αυτοκάθαρση» του κλάδου, διαγράφοντας στις 12/10/1944 ως δωσίλογους 13 από τα πιο εκτεθειμένα μέλη του σωματείου.
Δέκα από τα δεκατρία ονόματα δημοσιεύτηκαν στην «Ελευθερία» της επομένης (το φύλλο της οποίας στάθηκε αδύνατο να εντοπιστεί) κι άλλα τρία σ’ εκείνο της μεθεπομένης (Σπυρίδων Τραυλός, Σταύρος Ευταξίας, Ελευθέριος Σταυρίδης).
Εφτά από τους δέκα υπόλοιπους μνημονεύονται πάντως στα απομνημονεύματα του θεατρικού επιχειρηματία Θόδωρου Κρίτα («Οπως τους γνώρισα», Αθήνα 1998, σ.199): Σπύρος Μελάς, Αχιλλέας Μαμάκης, Κλέων Παράσχος, Παναγιώτης Κατηφόρης, Κονιτόπουλος, Κώστας Καιροφύλας, Νίκος Γιοκαρίνης.
Οι περισσότεροι είχαν αρθρογραφήσει στο ελληνόφωνο ιταλικό περιοδικό «Κουαδρίβιο», ο δε Γιοκαρίνης, αρχισυντάκτης του ΔΟΛ και πάλαι ποτέ διευθυντής της Βουλής, υπήρξε ένας από τους πιο εκτεθειμένους συνεργάτες των αρχών κατοχής που τον διόρισαν διευθυντή του Πανεπιστημίου, γενικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου και γενικό επόπτη της «ελληνικής» λογοκρισίας.
Το «Κουαδρίβιο» κυκλοφορούσε κάθε Κυριακή τη διετία 1941-1943, με διευθυντή τον Τελέσιο Ιντερλάντι και διευθυντή σύνταξης κάποιον Ιωάννη Κουρούνη.
Ξεφυλλίζοντας τα διαθέσιμα τεύχη του διαπιστώνουμε ότι μεταξύ των επώνυμων συνεργατών του συγκαταλέγονταν φυσιογνωμίες του δημοσιογραφικού και λογοτεχνικού κόσμου όπως ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, ο Κώστας Καιροφύλας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Αλέκος Λιδωρίκης, ο Δημήτρης Γατόπουλος κ.ά.
«Περισσότεροι απ’ όσους περιμέναμε» θα σχολιάσει πικρά το 1943 στο προσωπικό ημερολόγιό του ο Γιώργος Θεοτοκάς («Τετράδια ημερολογίου, 1939-1953», Αθήνα 1987, σ.351).
Η «αυτοκάθαρση» αποδείχθηκε πάντως εξαιρετικά βραχύβια. Μετά τη Βάρκιζα, το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ μετέτρεψε τις ποινές οριστικής διαγραφής σε ολιγόχρονες ή αποκατέστησε πλήρως τους διωχθέντες, τα δε Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων επέδειξαν ιδιαίτερη απροθυμία ν’ ασχοληθούν με τον κλάδο.
Εχουν καταγραφεί έξι όλες κι όλες παραπομπές Αθηναίων δημοσιογράφων (Μελάς, Μαμάκης, Ευταξίας, Σταυρίδης, Τραυλός και Αριστος Καμπάνης), από τους οποίους ένας μόνο -ο Τραυλός- καταδικάστηκε τελικά.
Ακόμη και σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, τα πρακτικά της δίκης πιστοποιούν «πως η άσκηση “προπαγάνδας υπέρ του εχθρού” δεν ήταν αναγκαστικά επιλήψιμη για τη Δικαιοσύνη, ούτε για πολλούς συναδέλφους του» (Δημήτρης Κουσουρής, «Δίκες των δωσιλόγων», Αθήνα 2014, σ.560).
Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν κι από την αντίστοιχη δίκη στη Θεσσαλονίκη των δημοσιογράφων που επάνδρωσαν τις καθαρά χιτλερικές «Νέα Ευρώπη κι «Απογευματινή», με μάρτυρες υπεράσπισης κορυφαίες φυσιογνωμίες της βορειοελλαδίτικης εθνικοφροσύνης.
Το σκεπτικό της συλλογικής αυτής απαλλαγής μπορεί να συμπυκνωθεί στην κατάθεση ενός από τους μάρτυρες υπεράσπισης του Τραυλού: ο κατηγορούμενος (και κατ’ επέκταση ο κατοχικός Τύπος), υποστήριξε, μπορεί να διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην παραγωγή και διασπορά της κατοχικής προπαγάνδας, τελικά όμως ο ίδιος «δεν παρεσύρθη απ’ αυτά που εδημοσίευε».
Από τις έντεκα ημερήσιες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα την άνοιξη του 1941, τρεις έκλεισαν αμέσως μετά την άφιξη των Γερμανών: το «Ελληνικόν Μέλλον», ο «Ασύρματος» (σχετικά πρόσφατο απογευματινό φύλλο που εκδόθηκε στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και διακρινόταν για την ένθερμη υποστήριξή του προς τους Αγγλοαμερικανούς) και το ιστορικό «Εθνος», οι εγκαταστάσεις του οποίου κατασχέθηκαν για την έκδοση των ξενόγλωσσων τοπικών εντύπων του Αξονα («Deutsche Nachrichten für Griechenland» και «Giornale di Roma»).
Οι υπόλοιπες οκτώ, πέντε πρωινές και τρεις απογευματινές, συνέχισαν να κυκλοφορούν, με μια μικρή αλλά καθοριστική διαφορά: τη διακριτική «αποχώρηση» των εκδοτών και διευθυντών τους από το προσκήνιο και την (τυπική) ανάληψη της ευθύνης για την έκδοσή τους από το συντακτικό προσωπικό ή κάποια στελέχη, άμεσα συνδεόμενα συνήθως με την παλιά εργοδοσία.
Στις 26/4/1941, μία ημέρα πριν από την παράδοση της Αθήνας, τα έντυπα του ΔΟΛ «Ελεύθερον Βήμα» και «Αθηναϊκά Νέα» εμφανίστηκαν ως «έκδοση» (το πρώτο) ή «ιδιοκτησία» (τα δεύτερα) «του εργαζόμενου προσωπικού», διευθυνόμενα «από τριμελή επιτροπή», με τη διευκρίνιση πως ο ιδρυτής και μέχρι τότε εκδότης Δημήτριος Λαμπράκης (φωτ.) «εγκαταλείπει την δημοσιογραφίαν» και «εξεχώρησεν οριστικώς εις το προσωπικόν» τους τίτλους και τα περιουσιακά τους στοιχεία.Στην πραγματικότητα η εκχώρηση ήταν εικονική, η δε επιτροπή αποτελούνταν από ισάριθμους εμπίστους του. «Στοιχειώδες μέτρο προνοίας» τη χαρακτηρίζει τις επόμενες μέρες στο προσωπικό του ημερολόγιο ο Χριστόφορος Χρηστίδης, διευθυντικό στέλεχος του Ερυθρού Σταυρού με μακρά παρουσία στον αθηναϊκό Τύπο, διευκρινίζοντας ότι, «φυσικά, το δημοσιογραφικό συγκρότημα παραμένει πάντα ιδιοκτησία του δημιουργού του».
Αν κάτι ξεχωρίζει πάντως την κατοχική πολιτεία του ΔΟΛ από εκείνη των υπόλοιπων φύλλων δεν είναι αυτή η εικονική μεταβολή, αλλά ο συνακόλουθος επιχειρηματικός συνεταιρισμός του με τον επίσημο προπαγανδιστικό μηχανισμό του Ράιχ, την εταιρεία Mundus A.G. που είχαν συστήσει τα γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Προπαγάνδας για τον έλεγχο των ΜΜΕ στις κατεχόμενες χώρες.
Τον Σεπτέμβριο του 1941 η Mundus ανέλαβε το 51% των μετοχών της κοινοπραξίας («Ελεύθερον Βήμα Α.Ε.»), στο Δ.Σ. της οποίας μετείχαν, μεταξύ άλλων, ο αρχηγός της ναζιστικής ΕΣΠΟ, Γεώργιος Βλαβιανός, κι ο επικεφαλής της γερμανικής λογοκρισίας, Χέριμπερτ Σβέρμπελ.
Εξίσου έγκαιρα φρόντισε να καμουφλαριστεί και η «Εστία» των αδελφών Αχιλλέα και Κύρου Κύρου.Στις 24/4/1941 τα ονόματά τους παύουν ν’ αναγράφονται ως «διεύθυνσις», για ν’ αντικατασταθούν δυο μέρες μετά απ’ αυτό του Ι. Π. Ζωγράφου. Οπως και πριν, στην προμετωπίδα εξακολούθησε φυσικά να μνημονεύεται -σαν «Διευθυντής (1898-1918)»- ο προ πολλού εκλιπών πατέρα τους, Αδωνις Κύρου.
Την ίδια μέρα (26/4), κύριο άρθρο με τίτλο «Οπως χωρίζονται οι φίλοι» ξεκαθάρισε την πολιτεία της εφημερίδας στους δύσκολους καιρούς που ξημέρωναν: στο εξής, διαβάζουμε, «άλλαι Ελληνικαί αρεταί θα πρέπει να αντικαταστήσουν τας αρετάς εκείνας, αι οποίαι τους παρελθόντας έξι μήνας εδόξασαν και ετίμησαν την Ελλάδα»· την «προσωπικήν ανδρείαν» και «την αυταπάρνησιν [...] θα αντικαταστήσουν η χριστιανική υπομονή, η υπερήφανος εθνική εγκαρτέρησις, η ακατάβλητος Ελληνική αξιοπρέπεια».
Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Αμερικανού Λερντ Αρτσερ, στον κοινωνικό περίγυρο των εκδοτών διαδόθηκε πως οι αυτοί «προτίμησαν να ξεφορτωθούν αυτό το περιουσιακό στοιχείο, αντί να παίρνουν εντολές από τον Γκαίμπελς».
Μισό μήνα μετά (14/5/1941), στο λογότυπο της εφημερίδας εμφανίστηκε ωστόσο η συνθηματική ένδειξη «Ιδιοκτησία κληρονόμων Αδώνιδος Κύρου», ενώ η «έκδοσις και διεύθυνσις» εξακολούθησε ν’ αποδίδεται στον Ζωγράφο. Η εφημερίδα έκλεισε τελικά στα τέλη Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με την επίσημη οικογενειακή αφήγηση, το κλείσιμο αποφασίστηκε από το προσωπικό «εις ένδειξιν διαμαρτυρίας κατά του στυγνού καθεστώτος των εισβολέων», με την προσχηματική επίκληση οικονομικής αδυναμίας.
Απόσυρση του διευθυντή Στέφανου Πεσμαζόγλου είχαμε και στην «Πρωία». Τη διεύθυνση ανέλαβε ο αρχισυντάκτης Γιώργος Καράντζας, με αρχισυντάκτη τον Πέτρο Παπακωνσταντίνου. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, στον λογότυπο μνημονεύεται μόνο το όνομα του διευθυντή. Στην περίπτωση της «Καθημερινής», ο εκδότης και διευθυντής της Γεώργιος Βλάχος αποχώρησε αφήνοντας στο πόδι του ως «διευθύνοντα» τον Νίκο Αναστασόπουλο.Το όνομα του τελευταίου εμφανίζεται για πρώτη φορά στις 18/5/1941, κάτω από εκείνο του «ιδρυτή» Γ.Α.Β., που δεν αφαιρέθηκε ποτέ.
Μολονότι η επίσημη οικογενειακή αφήγηση επιμένει πως επί Κατοχής ο τελευταίος δεν είχε την παραμικρή επαφή με την έκδοση, ο πρώτος πληθυντικός του ημερολογίου της κόρης του και η έγκαιρη καταγραφή εκ μέρους της ζωτικών λεπτομερειών της λειτουργίας της εφημερίδας σκιαγραφούν μιαν αρκετά διαφορετική εικόνα.
Δυο εφημερίδες, η «Βραδυνή» και ο «Πρωινός Τύπος», άργησαν κάπως ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα των υπόλοιπων φύλλων.Η πρώτη εξακολούθησε για περίπου έναν χρόνο ν’ αναγράφει την ίδια ιδιοκτησία (Νίνα Αραβαντινού) και διεύθυνση (Λεων. Μπορτολής), ώσπου το 1942 την ανέλαβε -κι εδώ- «επιτροπή συντακτών».
Η δεύτερη είχε κυκλοφορήσει μόλις στις 9/4/1941, τρεις μέρες μετά τη γερμανική επίθεση, ως πρωινή μετεξέλιξη του απογευματινού «Τύπου» που υπήρχε από τον Δεκέμβριο του 1934. Παρέμεινε δε στα ίδια χέρια μέχρι τις 23/10/1941, όταν ο διευθυντής Νικόλαος Κρανιωτάκης κι η ιδιοκτήτρια Α.Ε. του «απεχώρησαν» παραδίδοντάς τη στο συντακτικό προσωπικό, «υπό ιδίαν αυτού ευθύνην και δι’ ίδιον λογαριασμόν».
Φαίνεται πάντως ότι εδώ η μεταβίβαση είχε ουσιαστικό περιεχόμενο, όπως πιστοποιεί η οφθαλμοφανής αλλαγή του ύφους και της γραμμής του συνεταιρικού πλέον εντύπου, που εγκατέλειψε την κραυγαλέα ταύτιση με τον κατακτητή για μια μετριοπαθέστερη στάση. Τον Μάρτιο του 1944 η εφημερίδα και οι συντάκτες της απορροφήθηκαν από την «Πρωία», για οικονομικούς πιθανότατα λόγους.
Ειδική περίπτωση αποτέλεσε η «Ακρόπολις», ο λογότυπος της οποίας στις αρχές της Κατοχής μνημόνευε δυο διευθυντές: «συντάξεως» (Νάσος Μπότσης) και «οικονομικό» (Θεόφιλος Βουτσινάς), συνιδιοκτήτες και κληρονόμους του επανιδρυτή της, Γεωργίου Βουτσινά.Το καλοκαίρι του 1941 ο Μπότσης συνελήφθη κι εκτοπίστηκε στην Ιταλία –σύμφωνα με τον αδερφό του– επειδή αρνήθηκε να δημοσιεύσει κάποιο προπαγανδιστικό άρθρο. Η εφημερίδα δεν κυκλοφόρησε δυο μέρες και στις 29/7/1941 ξαναβγήκε δίχως το όνομά του· ο Βουτσινάς παρέμεινε «οικονομικός διευθυντής» για ένα δίμηνο, με αρχισυντάκτη τον Δημήτριο Νίτσο, ώσπου αναβαθμίστηκε σε μοναδικό «διευθυντή» (19/9/1941).
Το επόμενο βήμα σημειώθηκε τον Μάρτιο του 1944, όταν η Γερμανική Υπηρεσία Τύπου διά στόματος Σβέρμπελ ανακοίνωσε στον τρίτο συνιδιοκτήτη, Αργύριο Μπότση, την απόφασή της (με τη σύμφωνη γνώμη του «γερμανόφιλου» Βουτσινά) να μετατραπεί η «Ακρόπολις» σε άτυπο βήμα της εγχώριας ναζιστικής οργάνωσης «Εθνική Ενωσις Ελλάς» (ΕΕΕ).
Ο Νίτσος παραιτήθηκε και την αρχισυνταξία ανέλαβε ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Ελευθέριος Σταυρίδης, πάλαι ποτέ γενικός γραμματέας κι αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΕ (1926-1928), συνεργάτης κατόπιν του Μανιαδάκη και του κατοχικού γενικού διευθυντή Δημοσίας Τάξεως Πολυχρονόπουλου· άνθρωπος με λαμπρό επίσης μεταπολεμικό μέλλον, ως στέλεχος του καραμανλικού παρακράτους και συντάκτης ενός από τα επιτελικά σχέδια βίας και νοθείας των εκλογών του 1961.
Η μεταβολή καταγράφηκε κι από τη βρετανική SOE, σχετική αναφορά της οποίας επισημαίνει στις 23/5/1944 ότι το όνομα του Σταυρίδη φιγουράριζε επίσης το 1941 «σε λίστα πρακτόρων της Γκεστάπο».