Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ σηματοδοτεί, πρώτα από όλα, την επιλογή μεγαλύτερων και πιο αποφασισμένων μερίδων του αμερικανικού κεφαλαίου για μια πιο επιθετική πολιτική σε όλα τα μέτωπα του εσωτερικού και εξωτερικού πολέμου που οξύνονται κατακόρυφα στην εποχή μας. Κορυφαίος εκπρόσωπος αυτών των μερίδων είναι ο Έλον Μάσκ και επιπρόσθετο σαφές δείγμα, η επιλογή του Τζεφ Μπέζος να μην στηρίξει την Κάμαλα Χάρις.
Ο πολιτικός και πολιτισμικός διχασμός στις ΗΠΑ είναι όχι μόνον υπαρκτός, αλλά και βαθύτατος, ακόμα και στο εσωτερικό της αστικής τάξης, φτάνοντας μέχρι τις απόπειρες δολοφονίας του Τραμπ. Ο διχασμός είναι πρώτα από όλα κοινωνικός και ταξικός. Η σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού κόμματος αποτελεί στρεβλή έκφρασή του.
Ο πιο επιθετικός αστικός πόλος βρήκε την έκφρασή του στο ακροδεξιό, αντεργατικό, αντιφεμινιστικό, αντι-οικολογικό και αντικομμουνιστικό πρόγραμμα του Τραμπ. Σε αυτή την κύρια κατεύθυνση, κατάφερε να παρασύρει μεγάλα εργατικά και λαϊκά στρώματα με την παραπλανητική υπόσχεση για προστασία από τις ξένες πολυεθνικές και τους ξένους εργάτες κι εργάτριες.
Αντίθετα, το πρόγραμμα της Χάρις και η πολιτική των Δημοκρατικών, παρά την κραυγαλέα στήριξη από μεγάλες αστικές μερίδες και τα περισσότερα αστικά ΜΜΕ, από τη μια πλευρά, δεν εξέφρασαν με συνέπεια τις απαιτήσεις του κεφαλαίου και από την άλλη, δεν μπορούν να εκφράσουν τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα, παρά μόνον σε ορισμένες τριτεύουσες πλευρές. Εξάλλου, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν στην τετραετία Μπάιντεν, ενώ ο ίδιος δεν δίστασε να απαγορεύσει την πανεθνική απεργία των σιδηροδρομικών. Ξόδεψε πάνω από 100 δισ. δολάρια για τους πολέμους στην Ουκρανία και του Ισραήλ κόβοντας από την κοινωνική πολιτική. Το κυριότερο, η πολιτική Μπάιντεν και το προεκλογικό πρόγραμμα της Χάρις αποδείχτηκαν μια συνεχής προσχώρηση στην ακροδεξιά «ατζέντα» του Τραμπ, στο μεταναστευτικό, το περιβάλλον, τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, την υποστήριξη του σιωνιστή Νετανιάχου.
Η αναγκαία υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, την οποία πρόβαλε η Χάρις, από τη μια αποδείχτηκε κενό γράμμα στην τετραετία Μπάιντεν, όπου σκοτώθηκαν περισσότεροι μαύροι ακόμη και από την προηγούμενη τετραετία Τραμπ, ενώ δεν συνοδεύτηκε από το απαιτούμενο φιλολαϊκό οικονομικό πρόγραμμα. Στο μόνο πεδίο που οι Δημοκρατικοί στάθηκαν αποφασιστικά, στο ζήτημα των αμβλώσεων, φάνηκε ότι και κινητοποίησαν τις γυναίκες και επηρέασαν τον αντίπαλο.
Το πρώτο κρίσιμο συμπέρασμα για τη μαχόμενη και ανατρεπτική Αριστερά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, από τις αμερικανικές εκλογές, είναι ότι η αριστερή υπόκλιση στην εθνικιστική, ρατσιστική και σεξιστική πολιτική της Ακροδεξιάς οδηγεί στην ενίσχυσή της.
Η πολιτική Τραμπ διαφέρει από την πρόσφατη πολιτική κατεύθυνση των Δημοκρατικών, όχι πλέον ως προς τον ουσιαστικό προσανατολισμό της, αλλά ως προς τη σαφήνειά της, την αποφασιστικότητα και τον κυνισμό που είναι αναγκαίες για να αντιμετωπιστούν η βαθύτατη κρίση και παρακμή του καπιταλιστικού κόσμου, ιδιαίτερα στη Δύση, αλλά και οι ανοδικές απαιτήσεις της σύγχρονης αμερικανικής εργατικής τάξης και γενικότερα, του κόσμου της εκμεταλλευόμενης εργασίας.
Γενικότερα, στη διαμάχη που χαρακτήρισε την προηγούμενη δεκαετία, μετά την δομική καπιταλιστική κρίση, ανάμεσα στις δύο πτέρυγες της αστικής πολιτικής που συμφωνούν στον στρατηγικό πυρήνατων οικονομικών πολιτικών, αλλά διχάζονται πολιτικά και πολιτισμικά, η μία υιοθετώντας τον φιλελευθερισμό των «ατομικών δικαιωμάτων» και η άλλη τον ακροδεξιό νεοσυντηρητισμό, νικήτρια κατά κράτος βγαίνει η δεύτερη.
Μπροστά μας βρίσκεται μια σκοτεινή περίοδος επιθετικότητας του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, σε όλο τον κόσμο, γενίκευσης και ανόδου όλων των ακροδεξιών, νεοφασιστικών, ανορθολογικών και σκοταδιστικών τάσεων. Οι ΗΠΑ, με την προεδρία Τραμπ, είναι πιθανό να οδηγήσουν τον πόλεμο στην Ουκρανία σε έναν συμβιβασμό. Η γενική γραμμή τους όμως θα είναι η όξυνση όλων των άλλων μετώπων και πρώτα από όλα στο Παλαιστινιακό και τη Μέση Ανατολή, καθώς και στην Άπω Ανατολή και τη Λατ. Αμερική.
Υπάρχει ελπίδα; Φαίνεται ότι η υπερψήφιση της Χάρις από μέρος των λαϊκών στρωμάτων και κόσμο της Αριστεράς έγινε κάτω από το τεράστιο βάρος του διλήμματος και χωρίς εμφανή εναλλακτική. Η ήττα των Δημοκρατικών, όμως, δεν είναι δική τους. Πολύ περισσότερο, δεν είναι ήττα της ανεξάρτητης μαχόμενης Αριστεράς. Είναι ήττα εκείνης της Αριστεράς στις ΗΠΑ, που όχι μόνο συμβιβάστηκε με το δεύτερο κόμμα του αμερικανικού κεφαλαίου, το Δημοκρατικό, αλλά και κάλεσε να στηριχθεί η Χάρις, ως το «μικρότερο κακό».
Το δεύτερο κρίσιμο και ιδιαίτερα χρήσιμο συμπέρασμα από τις αμερικανικές εκλογές, για το εργατικό λαϊκό κίνημα, τη μαχόμενη και ανατρεπτική Αριστερά στην Ευρώπη και ειδικά στη χώρα μας είναι, ότι ο χειρότερος δρόμος για να αντιμετωπιστεί η Ακροδεξιά είναι η στήριξη της «δημοκρατικής» αστικής πτέρυγας και των κομμάτων της.
Από αυτή την πλευρά, η ανεξάρτητη στάση μικρών αλλά σημαντικών, για το μαζικό κίνημα, αμερικανικών κομμάτων ταξικής, σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής αναφοράς, καθώς και άλλων ρευμάτων, αγωνιστών και αγωνιστριών, αποτελούν σπουδαία παραδείγματα σθένους και ανυπότακτου φρονήματος. Πρόκειται για μειοψηφικές τάσεις που αξίζουν την προσοχή μας και οι οποίες φέρουν εντός τους μια βαθύτερη δυναμική και θα επηρεάσουν θετικά ταλαντευόμενα ρεύματα, όπως δείχνει η μετεκλογική και εν μέρει αυτοκριτική τοποθέτηση του Μπέρνι Σάντερς.
Αυτές οι τάσεις είναι γαλβανισμένες από τις σκληρές αντιθέσεις και την ταξική πάλη στην «καρδιά του κτήνους». Αυτές είναι που μπορούν να εκφράσουν τις δυνατότητες της σύγχρονης εργατικής τάξης στην εποχή μας, να ανοίξουν δημιουργικούς δρόμους για το κίνημα, το μέτωπο και το κόμμα, για μια αντιστροφή του ιστορικού βέλους, απέναντι στις καταστροφικές τάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού.
ΜΕΤΑΒΑΣΗ – Οργάνωση για την ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ