Η κυβερνητική εκπρόσωπος Ουλρίκε Ντέμερ αρνήθηκε να σχολιάσει δημοσίευμα εφημερίδας σύμφωνα με το οποίο ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ πρότεινε τη χαλάρωση της απαίτησης προς την Αθήνα να διατηρήσει πλεόνασμα προϋπολογισμού ύψους 3,5% μεσοπρόθεσμα. Η Ντέμερ δήλωσε ότι οι απόψεις του Βερολίνου παραμένουν αμετάβλητες.
«Δεν υπάρχει καμία αλλαγή στην πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης», δήλωσε η κυβερνητική εκπρόσωπος Ουλρίκε Ντέμερ σε τακτική ενημέρωση των δημοσιογράφων. «Ο στόχος είναι να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος».
«Εξαντλείται η υπομονή μου»
Από την πλευρά του ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μιλώντας σε εκδήλωση, άφησε να εννοηθεί ότι εξαντλείται η υπομονή του με τη διαδικασία σημειώνοντας ότι η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, διαφορετικά θα καταλήξει σε αδιέξοδη κατάσταση.
«Εάν η Ελλάδα επανειλημμένα δεν κάνει αυτό στο οποίο έχει δεσμευτεί, αυτό εντέλει δεν θα αποδώσει», δήλωσε ο Σόιμπλε σε επιχειρηματική συνάντηση στο Σααρμπρίκεν της δυτικής Γερμανίας.
«Εκρηκτική αλληλογραφία»
Η εφημερίδα Handelsblatt, πάντως, αποκάλυψε σήμερα μια αλληλογραφία με «εκρηκτικό» περιεχόμενο για τη συνοχή του κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο.
Αποστολέας είναι ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και παραλήπτης η Άνγκελα Μέρκελ. Στην επιστολή, η οποία έχει ημερομηνία 2 Ιανουαρίου, ο Γκάμπριελ εκφράζει παράπονο στην «προϊσταμένη» του για την πολιτική του υπουργού Οικονομικών Β. Σόιμπλε έναντι της Ελλάδος και εκφράζει ανησυχία για τις συζητήσεις γύρω από το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης.
Πιέσεις ή συμβιβασμός;
«Ιδιαίτερα οι θέσεις του υπουργείου Οικονομικών και του ΔΝΤ αποκλίνουν τόσο πολύ, που φαίνεται αμφίβολη αυτήν τη χρονική περίοδο κάποια συμφωνία» γράφει ο Γκάμπριελ. «Οι επικείμενες εκλογές στην Ευρώπη θα μπορούσαν να στενέψουν τα περιθώρια χρόνου, γι’ αυτό η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει εποικοδομητική στάση».
Ο Γερμανός αρθρογράφος επισημαίνει ότι τέσσερις εβδομάδες αργότερα η κατάσταση δεν έχει αλλάξει, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν υλοποιεί τις μεταρρύθμισεις και παραμένει ασαφής η συμμετοχή του ΔΝΤ.
Σε ό,τι αφορά τον υπογράφοντα την επιστολή, ανησυχεί και ως υπουργός Εξωτερικών για τη συνέχιση του προγράμματος, όπως τουλάχιστον διαβεβαιώνει το περιβάλλον του, ενώ πολλοί εμπλεκόμενοι στη Ευρώπη βλέπουν ότι η κατάσταση διολισθαίνει σε μια αναθέρμανση της κρίσης του Ιουνίου του 2015, όταν η Ελλάδα ήταν με το ένα πόδι εκτός ευρωζώνης.
Η γερμανική εφημερίδα επικεντρώνει τη διαμάχη ανάμεσα στους δύο υπουργούς της Μέρκελ στο βασικό ερώτημα, πώς πρέπει να συμπεριφερθεί κανείς στην Ελλάδα επτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
«Η εμπειρία Σόιμπλε επιτάσσει τη μέγιστη πίεση, εν ανάγκη διακινδυνεύοντας και κλιμάκωση» σημειώνει ο αρθρογράφος και συνεχίζει: «Αντίθετα, ο Γκάμπριελ και το SPD υποστηρίζουν ότι η διένεξη θα πρέπει να μετριαστεί μέσω συμβιβασμού, ενώ εικάζουν ότι ο υπουργός Οικονομικών έχει άλλα κίνητρα, δηλαδή τραβά σκόπιμα σε μάκρος τις διαπραγματεύσεις για να επιτύχει αυτό που επεδίωκε τον Ιούνιο του 2015, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Την άποψη, που απορρίπτει το περιβάλλον Σόιμπλε, συμμερίζονται και Έλληνες πολιτικοί που κατηγορούν τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών ότι σαμποτάρει το πρόγραμμα διάσωσης».
Στο άρθρο η οικονομική εφημερίδα περιγράφει την εμμονή Σόιμπλε στους σκληρούς όρους λιτότητας και στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% για τα επόμενα δέκα χρόνια, στις αιτιάσεις του ΔΝΤ ότι αυτό δεν είναι ρεαλιστικό και στη συμβιβαστική λύση που προτείνει ο Γκάμπριελ για πλεόνασμα του 3,5%, αλλά μόνο για τα επόμενα τρία χρόνια, όπως ζητά και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Ο Σόιμπλε παίζει με τον χρόνο
Δεκατέσσερις ημέρες αργότερα ήρθε απαντητική επιστολή, όχι από την Άγκελα Μέρκελ, αλλά από τον ίδιο τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Σε αυτήν ο Σόιμπλε απορρίπτει ως αντιπαραγωγικές τις προτάσεις Γκάμπριελ, εξηγεί ότι όσο περισσότερο μειώνεται το πρωτογενές πλεόνασμα, τόσο μεγαλώνει η ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους, ότι θέλει να κρατήσει χαμηλό τον λογαριασμό που θα κληθούν να πληρώσουν οι χώρες του ευρώ και ότι πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% μόνο για τρία και όχι για δέκα χρόνια, όπως θέλει ο Σόιμπλε, θα ανέβαζε τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας στα 100 δισ. ευρώ.
Στο δημοσίευμα, η Handelsblatt παρουσιάζει και άλλες ενδείξεις που κάνουν το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να πιστεύει ότι ο Σόιμπλε ποντάρει στο Grexit. Υπενθυμίζει τις αντικρουόμενες απόψεις που διατύπωσε σε δύο προηγούμενες συνεντεύξεις του. Στη μια περιέγραφε σενάριο ελληνικής διάσωσης χωρίς ΔΝΤ, αλλά στη θέση του τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ΕΜΣ, και στην άλλη απειλούσε ότι θα τελειώσει το ελληνικό πρόγραμμα, εάν η κυβέρνηση δεν τηρήσει τις συμφωνίες χωρίς το ΔΝΤ στο νέο. Για όλα αυτά το περιβάλλον του διαβεβαιώνει ότι ο Σόιμπλε δεν επιχειρεί νέο Grexit, γιατί γνωρίζει ότι η Μέρκελ δεν το θέλει και διότι μεσούσης της προεκλογικής εκστρατείας μια τέτοια «επιχείρηση - καμικάζι» θα έβαζε το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα σε δύσκολη θέση.
«Κύκλοι των δανειστών παραδέχονται πάντως ότι το παιγνίδι σύγχυσης του Σόιμπλε έφερε μια επιτυχία, την αύξηση των πιέσεων από την Κομισιόν προς την Αθήνα (…) ο λόγος; Οι Βρυξέλλες δεν έχουν κανένα συμφέρον να γίνει πραγματικότητα το σενάριο του Σόιμπλε, για ένα τέταρτο μνημόνιο με την ενεργότερη συμμετοχή του EMΣ. Στο τελευταίο Eurogroup οι υπουργοί Οικονομικών συνέπτυξαν ένα κοινό μέτωπο, μόνο η Γαλλία υποστηρίζει ακόμη την Αθήνα, γι’ αυτό και ο Τσίπρας θέλει να πάρει την επόμενη δόση πριν τις γαλλικές εκλογές, γιατί ποιος ξέρει ποιος θα κυβερνά μετά στο Παρίσι» περιγράφει η γερμανική εφημερίδα για να καταλήξει: «όπως υποστηρίζουν κυβερνητικοί κύκλοι στο Βερολίνο, ο Σόιμπλε μπορεί να παίξει με τον χρόνο μιας και η Αθήνα μόνο όταν της τελειώνουν τα χρήματα, αρχίζει να κινείται. Μέχρι τον Ιούνιο υπάρχει χρόνος. Ο υπολογισμός είναι ότι για να αποφύγει τη χρεοκοπία ο Τσίπρας θα αναγκαστεί να επιβάλει τα μέτρα στο κοινοβούλιο. Και μόνο τότε θα μπορεί να συμμετάσχει το ΔΝΤ, όπως το υποσχέθηκαν η Μέρκελ και ο Σόιμπλε στην κοινοβουλευτική τους ομάδα».
Ο αρθογράφος μεταφέρει τη θέση του Ταμείου πως ακόμη κι αν επιτύχει το σχέδιο Σόιμπλε, το χρέος παραμένει μη βιώσιμο, κάτι που διατύπωσε ο Πολ Τόμσεν στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, όταν τον επισκέφθηκε προχθές και χθες στο Βερολίνο.