Μετά το «ναυάγιο» στο Eurogroup της 22.5.17, η κυβέρνηση εναποθέτει τις ελπίδες της, ότι η αξιολόγηση θα κλείσει και θα συμφωνηθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, είτε σ’ αυτό της 15.6.17 είτε στη σύνοδο κορυφής της 22.6.17.
Ενώ υπάρχει πιθανότητα να κλείσει η αξιολόγηση και να εκταμιευθεί η δόση των 7 ή 9 δισ. ευρώ προκειμένου να εξοφληθούν οι δόσεις των δανείων που λήγουν τον Ιούλιο, είναι αμφίβολο, λόγω διαφωνίας ΔΝΤ - Ευρωπαίων, αν θα υπάρξει τώρα συμφωνία για μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Σε ό,τι αφορά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για να καταστεί βιώσιμο το (μη βιώσιμο σήμερα) δημόσιο χρέος της χώρας, στο διάστημα που μεσολάβησε από τις 22.5.17 μέχρι σήμερα έγιναν γνωστά τα σενάρια που παρουσιάστηκαν στη συνεδρίαση του Eurogroup της 22.5.17, τα οποία απορρίφθηκαν από τον Ελληνα υπουργό Οικονομικών, καθώς και άλλα παρόμοια.
Εμφανίστηκε επίσης και μια πρόταση της Γαλλίας σύμφωνα με την οποία η αποπληρωμή του χρέους πρέπει να συνδεθεί με τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ένα σενάριο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης και ένα Plan B των Ευρωπαίων.
Ολα τα σενάρια αναφέρονται σε μια περίοδο που εκτείνεται από σήμερα μέχρι το 2060 και αφορούν το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που πρέπει να επιτυγχάνονται -δηλαδή, το ποσό κατά το οποίο τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης πρέπει να υπερβαίνουν τις δαπάνες της, με εξαίρεση των τόκων– ως ποσοστό του ΑΕΠ, τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας καθώς και τα μέτρα για την επέκταση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, το ύψος των επιτοκίων κ.ά.
Με βάση τα σενάρια αυτά, τα πρωτογενή πλεονάσματα που αναφέρονται ξεκινούν από το 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2021 ή το 2022 και για τα επόμενα χρόνια μέχρι το 2060 να κυμαίνονται κατά μέσο όρο, ανάλογα με το σενάριο, από 1,5% έως 2,6% του ΑΕΠ και ο ρυθμός ανάπτυξης (πέρα από τους προβλεπόμενους για το 2017 και το 2018) κατά μέσο όρο από 1,0% έως 1,5%.
Σε ό,τι αφορά τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους αναφέρονται διάφορες παρατάσεις εξόφλησης του χρέους, αναβολής πληρωμής των τόκων και επιστροφής των κερδών των κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών της ευρωζώνης από την αγορά ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου κ.ά.
Σε ό,τι αφορά όλα τα παραπάνω, το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι τα όσα προβλέπονται για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για το 2017 και το 2018 κάθε άλλο από βέβαιο είναι ότι θα επιτευχθούν, δεδομένου ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας αναθεωρούνται (π.χ. για το 2017 ο ρυθμός 2,7% μειώθηκε στο 2,0%).
Για την περίοδο 2019-2022 η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% υπονομεύεται από τα μέτρα που ψήφισε πρόσφατα η κυβερνητική πλειοψηφία, δηλαδή τη νέα περικοπή των συντάξεων το 2019 και τη μεγάλη μείωση του αφορολογήτου το 2020, μέτρα που, επιπλέον, θα πλήξουν κυρίως τους οικονομικά αδύνατους, δεδομένου ότι τα αντίμετρα, αν εφαρμοστούν, δεν αντισταθμίζουν τη μεγάλη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος εκατομμυρίων φορολογουμένων.
Για τα έτη μετά το 2022 και μέχρι το 2060 είναι αδύνατο να γίνουν οποιεσδήποτε προβλέψεις, δεδομένου ότι είναι πάρα πολλοί οι παράγοντες που επηρεάζουν την ελληνική οικονομία και που έχουν σχέση με τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία (π.χ. ποιος μπορεί να προβλέψει σήμερα το κόστος της ενέργειας), στην Ε.Ε. (βλέπε Brexit) και στην ευρωζώνη (εξαιτίας των αρνητικών επιδράσεων της πολιτικής που έχει επιβάλει η Γερμανία σε όλα τα κράτη-μέλη της).
Επιπλέον, ποιος μπορεί να προβλέψει με τι επιτόκιο θα δανείζεται η χώρα μας από τις αγορές προκειμένου να εξοφλεί τις δόσεις των χρεών που λήγουν (στην περίπτωση, φυσικά, που θα καταστεί δυνατή μετά το 2018 η προσφυγή σ’ αυτές);
Με βάση όλα τα παραπάνω είναι σαφές ότι όλα τα σενάρια για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους που έχουν δει το φως της δημοσιότητας είναι ουσιαστικά ασκήσεις επί χάρτου και το μόνο βέβαιο είναι ότι κανένα από αυτά δεν πρόκειται να απαλλάξει τη χώρα μας από τον «βραχνά» του υψηλού δημόσιου χρέους.
Η Ελλάδα, δηλαδή, στην προσπάθειά της να εξοφλεί τα τοκοχρεολύσια του δυσβάστακτου χρέους, θα αδυνατεί να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για όσο διάστημα οι δανειστές της θα αρνούνται να παραδεχτούν ότι η μόνη λύση για να απαλλαγεί από αυτόν τον «βραχνά» είναι το γενναίο «κούρεμά» του, όπως έγινε με εκείνο της Γερμανίας το 1953 («κούρεμα», το οποίο η χώρα αυτή δεν θέλει να το θυμάται και αρνείται πεισματικά να καταβάλει τα όσα οφείλει στη χώρα για τις αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο).
*πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ