Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

(δεύτερο μέρος)

ΕΔΩ το πρώτο μέρος

Ο Βασίλης Γ. Διαμαντόπουλος ήταν 21 ετών το 1922 όταν κλήθηκε να υπηρετήσει την θητεία του.

Στάλθηκε στην Μικρά Ασία και πήρε μέρος στην Εκστρατεία.

Πολέμησε προελαύνοντας, αγωνίστηκε οπισθοχωρώντας, και στο τέλος μαζί με πολλούς συμπολεμιστές του συνεληφθη αιχμάλωτος των Τούρκων, όταν η μονάδα του παραδόθηκε.

Έζησε φόβο, μαρτύρια και ταπεινώσεις.

Αρρώστησε αλλά άντεξε.

Κράτησε βαθειά χαραγμένα στο μυαλό και την ψυχή του τα όσα τράβηξε.

Και τα δημοσιοποίησε να μάθουν όλοι την βαρβαρότητα των Τούρκων.

Στο πρώτο μέρος περιγράφει την παράδοση τμήματος του Στρατού.

Στην συνέχεια την απόλυτη κτηνωδία που ακολούθησε…

ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΚΑΙ ΒΙΑΣΜΟΙ

«Όταν αρχίσαμε να μπαίνουμε στην πόλη , πήραν τ’ άλογα των αξιωματικών μας και τα ξίφη των και τους έταξαν κι’ αυτούς στη φάλαγγα και βάδιζαν μαζί μας πεζοί.

 Όπως μούλεγαν τότε τουρκομαθείς συνάδελφοι κάπου κάπου μέσα απ’ αυτό τον τούρκικο όχλο ακουγόταν η φωνή κανενός Τούρκου ο όποιος μας έλεγε :

 «μη φοβόσαστε παιδιά’ αυτά έχουν οι στρατοί πολεμήσαμε τόσα χρόνια’ μας νικήσατε, τώρα σας νικήσαμε μείς, σας πιάσαμε, δεν έχετε να πάθετε τίποτα, θα περάσετε καλά ! ».

Μ’ αυτές τις τρομοκρατικές συνθήκες, παραδομένοι στον εξαγριωμένο όχλο, χωρίς καμιά προστασία, βαδίσαμε τον όλο στροφές κατηφορικό, γκαρτερημωμένο δρόμο μέσα στη πόλη και ύστερα από πορεία συνολικά 2½  – 3 ωρών από τον τόπο της παράδοσής μας, φτάσαμε έξω από μεγάλο χτίριο που ήταν πριν το τούρκικο Διοικητήριο και στο διάστημα της κατοχής της Μ. ‘Ασίας από τον Ελληνικό στρατό, στεγαζόταν σ’ αυτό το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο .

Στο πίσω μέρος του το χτίριο αυτό είχε αυλή μαντρωμένη με αρκετά ψηλό τοίχο και μεγάλους χώρου. 

Μας έβαναν σ’ αυτή την αυλή και κει περάσαμε την πρώτη νύχτα της αιχμαλωσίας μας .

Πώς όμως μπήκαμε σ’ αυτή την αυλή ;

 Για να μπούμε μέσα έπρεπε να, διαβούμε. μεγάλη θολωτή πόρτα στο πλάι της οποίας ήταν και βρύση νερού. 

Και στις δύο πλευρές της πόρτας αυτής στέκονταν Τούρκοι στρατιώτες, οι όποιοι κρατούσαν ρόπαλα με τα όποια χτυπούσαν τους αιχμαλώτους καθώς ομαδικά περνούσαν, με τόση σκληρότητα ώστε πολλοί έπεφταν κάτω αναίσθητοι ή νεκροί.

 Τόσοι χτυπημένοι  είχαν πέσει, ώστε οι επόμενοι που περνούσαν αυτή την είσοδο πατούσαν πάνω στους πεσμένους.

“Όταν έφτασα σ’ αυτή την είσοδο, στριμωγμένος σ’ ομάδα συναδέρφων είδα δεξιά μου Τούρκο στρατιώτη, ο οποίος με εφ’ όπλου λόγχη κινιόταν να λογχίσει , άλλος χτυπούσε με τον υποκόπανο του όπλου του.

Πέρασα αυτή την είσοδο σπρωχνόμενος από τους τρομαγμένους συναδέρφους, χωρίς τα πόδια μου να πατούν το έδαφος και βρέθηκα μέσα στην αυλή χωρίς να χτυπηθώ.

Μέσα σ’ αυτό τον μαντρωμένο χώρο ήσαν και άλλοι πολλοί αιχμάλωτοι, στρατιώτες και πολίτες ‘Έλληνες, γυναίκες και παιδιά.

 Μας διάταξαν να καθίσουμε κάτω και να μη σηκωνόμαστε.

Περάσαμε αυτή τη νύχτα καθισμένοι κάτω και στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλο . Ακούγονταν βαριοί στεναγμοί, απελπισμένες κραυγές των δερομένων, από τους οποίους οι τούρκοι άρπαζαν τα πάντα :

 Χρήματα, ρούχα.

 Παπούτσια και ότι άλλο είχαν.

 Συνεχώς ακούγονταν οι επιτακτικές φωνές των Τούρκων «αγιακταν κακ»= «σήκω επάνω» και το’ «τσικαρ»= «βγάλτο ». 

Αλλά ακούγονταν και κάτι φοβερότερο.

 Οι απελπισμένες κραυγές των βιαζομένων Ελληνίδων.

 Τις κατέβαζαν στο υπόγειο του χτιρίου, απ’ όπου όλη την νύχτα ακούγονταν οι κραυγές, τα βογγητά των και ο θρήνος των. 

Κάποια στιγμή μέσα στο σκοτάδι, είδα τρεις – τέσσαρες Τούρκους στρατιώτες να περνούν απ’ εμπρός μου, συνοδεύοντάς τους περί τούς δεκαπέντε πολίτες, προφανώς ‘Έλληνες, τους οποίους κατέβασαν στο υπόγειο του χτιρίου και ύστερα από λίγο, ακούστηκε απ’ εκεί υπόκωφη ομοβροντία πυροβολισμών’ αναμφίβολα τους σκότωσαν.

Ξημέρωσε ή 29 Αυγούστου, ημέρα Δευτέρα. Είδαμε ότι κατά διαστήματα πάνω στον τοίχο της μάντρας ήσαν Τούρκοι στρατιώτες οι οποίοι κρατούσαν οπλοπολυβόλα με τις κάννες των στραμμένες προς τα μέσα, που βρισκόμαστε όλοι οι αιχμάλωτοι, έτοιμοι προς πυροβόληση . 

Μπρός το μαρτύριο της πρώτης αυτής νύχτας, και το οποίο εξακολουθούσε, όλοι μας ευχόμαστε να μας σκότωναν για να γλιτώσουμε έτσι από το μαρτύριό μας.

Δεν τόκαναν όμως αυτό και το μαρτύριό μας συνεχιζόταν. 

Νερό δεν βρισκόταν να χορτάσουμε τη δίψα μας. 

‘Όσοι κατά τύχη βρέθηκαν κοντά στη βρύση που ήταν στην είσοδο μπόρεσαν να πιούν .

Βλέπαμε Τούρκους πολίτες οπλισμένους και αγριωπούς να φέρνουν μέσα στη μάντρα πολίτες γέρους, γυναίκες και παιδιά, προφανώς χριστιανούς ‘Έλληνες και άλλους κατατσακισμένους από τον ξυλοδαρμό τους, τραυματισμένους, κουρελιασμένους, πραγματικά ανθρώπινα ράκη . 

Το γδύσιμό μας εξακολουθούσε. 

‘Ήρθε και μένα η σειρά μου .

 Τούρκος στρατιώτης αξίωσε να του δώσω το στρατιωτικό πανταλόνι που φορούσα . 

Το έβγανα και το πήρε.

 Ευτυχώς δεν μου πήρε και το σώβρακο που ήταν καινούργιο. 

Αντίθετα, αφού πήρε το πανταλόνι, μου έδωσε ένα σώβρακο από κάμποτ, το όποιο έβανα αντί του πανταλονιού, πάνω στ’ άλλο που φορούσα. 

Από την πείνα, τη δίψα, τον ξυλοδαρμό και το γδύσιμό μας είχαμε αλλάξει στην όψη που δεν γνωριζόμαστε μεταξύ μας.

 Κατά ώρα περίπου 9 π.μ. μας έταξαν κατά τετράδες μέσα σ’ αυτή τη μάντρα και είπαν ότι θα μας δώσουν ψωμί.

Χωρίς όμως να μας δώσουν ψωμί, όπως είχαμε ταχθεί σε τετράδες προχωρούσαμε, βγαίναμε έξω από την πόρτα της μάντρας και σχηματιζόταν φάλαγγα ή οποία, βάδιζε στο δρόμο που περνούσε από την τούρκικη συνοικία της Σμύρνης, από την παραλία μέχρι την αντίθετη ανατολική άκρη της πόλης. Μέσα σ’ αυτό το δρόμο οι αιχμάλωτοι δοκιμάσαμε τις φρικτότερες στιγμές του μαρτυρίου μας. 

Στις πλευρές του δρόμου αυτού είχε βγει άπειρος τούρκικος όχλος, οπλισμένος με ρόπαλα, όπλα, μάχαιρες, ξιφολόγχες και ότι άλλο .

Ορμούσαν κατ’ επάνω μας με αλαλαγμούς, με βρισιές, άρπαζαν τα πηλήκιά μας και τα πετούσαν, μας πρόσταζαν να φωνάζουμε «Γιασασυν Κεμαλ Πασά» και κτυπούσαν με ότι είχαν στα χέρια τους ανελέητα.»

ΛΥΝΤΣΑΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΞΟΝΤΩΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ