Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα που άνοιξε την πόρτα στο μνημόνιο, όταν ξέσπασε η κρίση στην Ευρωζώνη, και η τελευταία που θα την κλείσει.
Πόσο έτοιμη είναι όμως, μετά από 8 χρόνια μνημονίου, να σταθεί στα πόδια της και τι μπορούν να μας διδάξουν οι περιπτώσεις άλλων χωρών που ολοκλήρωσαν πρώτες τον κύκλο του μνημονίου;
Μιλώντας στο sputnik.gr, ο επικεφαλής επενδύσεων στις αγορές συναλλάγματος των G10 της Bank of America Merrill Lynch, κ. Αθανάσιος Βαμβακίδης, επισημαίνει την ανάγκη για μια ξεκάθαρη αναπτυξιακή στρατηγική στην Ελλάδα, προκειμένου να προσελκύσει επενδύσεις και να καταστεί ανταγωνιστική. Ούτως ώστε, όπως λέει, να «μην μείνει πίσω, ρισκάροντας να βρεθεί ενώπιον μιας νέας κρίσης».
Απαραίτητες προϋποθέσεις; Μία σύγχρονη δημόσια διοίκηση, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, η φορολογική μεταρρύθμιση, οι βαθιές μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων και η αποκατάσταση των τραπεζών με τη σταδιακή εξάλειψη των χαρτοφυλακίων τους. «Μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο, πρέπει να αποφευχθεί οποιαδήποτε οπισθοχώρηση στις μεταρρυθμίσεις», τονίζει ο κ. Βαμβακίδης.
Είναι ανησυχητικό, σημειώνει, ότι η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία ως προς τις επιδόσεις στο επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον.
«Οι επενδυτές δεν τοποθετούν τα χρήματά τους κάπου που δεν αισθάνονται ευπρόσδεκτοι», παρατηρεί, παραπέμποντας στη σημασία των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. «Δεν υπάρχει η τέλεια στρατηγική και λάθη θα γίνουν σε μια μακρά και δύσκολη διαδικασία, αλλά η Ελλάδα πρέπει να ξεκινήσει. Πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις ήταν μέρος του προγράμματος της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, αλλά η έλλειψη ιδιοκτησίας οδήγησε σε πολύ αδύναμη εφαρμογή, εάν όχι καθόλου. Τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις χρειάζονται χρόνο για να εφαρμοστούν και μερικές φορές ακόμη περισσότερο χρόνο για να αποφέρουν απτά αποτελέσματα. Οι άλλες χώρες δεν μένουν ακίνητες, προσπαθούν επίσης να προσελκύσουν επενδύσεις και να αναπτυχθούν με ταχύτερο ρυθμό», αναφέρει.
Η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που «πανηγύρισε» την έξοδο από το μνημόνιο ήταν η Ιρλανδία, ακολούθησε η Ισπανία, έπειτα η Πορτογαλία και πιο πρόσφατα η Κύπρος. Η καθεμία από αυτές εφήρμοσε τις ζητούμενες από τους δανειστές μεταρρυθμίσεις και διανύει ήδη τη μεταμνημονιακή εποχή. Παρά την πρόοδο που έχουν σημειώσει, οι κίνδυνοι πάντα «παραμονεύουν». Βασικά προβλήματα παραμένουν σε όλες τις περιπτώσεις, με την Ελλάδα όμως ουραγό.
«Όλες οι άλλες χώρες στην περιοχή αντιμετώπισαν καλύτερα την κρίση τους, βγήκαν από τα προγράμματα προσαρμογής νωρίτερα και τώρα ανακάμπτουν με ταχύτερους ρυθμούς από την Ελλάδα. Είναι εύκολο να κατηγορούμε το ευρώ ή τους άλλους για τα προβλήματα της Ελλάδας, αλλά έτσι χάνουμε το νόημα», σχολιάζει ο κ. Βαμβακίδης.
Πράγματι, η Ελλάδα στο διάστημα 2009-2017 έχει σημειώσει τις χειρότερες επιδόσεις, στο σύνολο της ΕΕ, από άποψη ΑΕΠ, απασχόλησης, ιδιωτικής κατανάλωσης — και όχι μόνο — παρουσιάζοντας σημαντικές υστερήσεις έναντι των υπόλοιπων χωρών που βγήκαν από το μνημόνιο.
Πίνακας της ΕΚΤ από την Ετήσια Έκθεση του 2017 για το ΑΕΠ.
Αρκεί μια ματιά στο χρέος των εν λόγω οικονομιών. Η Ελλάδα βρίσκεται στην «κορυφή», με το χρέος της στο 178,6% του ΑΕΠ το 2017, πολύ υψηλότερα από τα επίπεδα χρέους των άλλων τεσσάρων χωρών.
Τα επίπεδα χρεών των προβληματικών χωρών της Ευρωζώνης από το 2008 έως το 2017.
«Η προσαρμογή της Ελλάδας δεν θα έπρεπε να είναι τόσο επώδυνη και όλες οι πλευρές που εμπλέκονται, ευθύνονται για πολλά λάθη. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο μη βιώσιμος κυβερνητικός δανεισμός για δεκαετίες ήταν ο κύριος λόγος που ξεκίνησε η κρίση, πόσω μάλλον όταν αυτά τα χρήματα δεν δαπανήθηκαν σε επενδύσεις που θα είχαν αυξήσει την αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας. Ήταν θέμα χρόνου να κηρύξει διάλυση», σημειώνει ο κ. Βαμβακίδης, επισημαίνοντας πως «τα πιο σημαντικά ερωτήματα σήμερα έχουν να κάνουν με τον δρόμο που θα ακολουθηθεί εφεξής». Όπως παρατηρεί, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι εξαιρετικά αδύναμη και το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη κάτω του 2% ετησίως στην Ελλάδα για την επόμενη πενταετία. «Αυτό σημαίνει σημαντική μόνιμη απώλεια της παραγωγής, η οποία εγείρει επίσης ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του χρέους, ακόμη και μετά από την επιπλέον παράταση των προθεσμιών εξόφλησης», σημειώνει, εκτιμώντας πως με ανάπτυξη άνω του 2% για τις επόμενες δεκαετίες, το χρέος θα καθίστατο «εύκολα βιώσιμο».
«Η Ελλάδα πρέπει να μειώνει το χρέος της για τις επόμενες δεκαετίες. Ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί ούτε αυτός να επωφεληθεί από τραπεζικές πιστώσεις, καθώς οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να προσπαθούν να ανακάμψουν από τις κρίσεις ρευστότητας που υπέστησαν στη διάρκεια της κρίσης και τον τεράστιο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε κάθε περίπτωση, η ιδέα ότι οι δαπάνες και η κατανάλωση με δανεισμένα χρήματα οδηγούν σε βιώσιμη ανάπτυξη έχει αποδειχτεί οδυνηρά λαθεμένη στην Ελλάδα».
Παράλληλα, η Ελλάδα έχει γνωρίσει τις μεγαλύτερες απώλειες σε ΑΕΠ στα χρόνια της κρίσης και είναι η μόνη — μεταξύ των πέντε — που έχει αρνητικό ποσοστό δαπανών των νοικοκυριών.
«Η Ελλάδα έχασε το ¼ του πραγματικού ΑΕΠ. Η ανεργία σε κάποιο σημείο αυξήθηκε σε ιστορικά υψηλά και παραμένει η υψηλότερη μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών. Το μερίδιο των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ κατέρρευσε από το 27% το 2007 στο 12% πέρυσι. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε ακόμη περισσότερο και είναι σήμερα το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών, μετά την Ιαπωνία», τονίζει ο κ. Βαμβακίδης.
Πέρα από τα λεγόμενα «success stories» της Ευρωζώνης, υπάρχει και το παράδειγμα της αποτυχημένης διάσωσης της Αργεντινής. Η είδηση ότι μετά από 17 χρόνια προσφεύγει εκ νέου στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έφερε στο προσκήνιο όλες εκείνες τις συγκρίσεις που υπήρξαν με τη χώρα μας, κατά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί το εξής: Το 2017 το ακαθάριστο δημόσιο χρέος της Αργεντινής διαμορφώθηκε στο 52,6% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, όταν στην Ελλάδα ήταν κοντά στο 180%. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα έχει 3,5 φορές το χρέος της Αργεντινής, την ώρα που η οικονομία της είναι σχεδόν 3 φορές μικρότερη σε σχέση με της Αργεντινής.
Όσο, για το πώς τα πάνε σήμερα οι χώρες που έδειξαν τον δρόμο για την έξοδο από το μνημόνιο, αυτά είναι τα κύρια σημεία:
Ιρλανδία
Η Ιρλανδία ήταν εκείνη που «εγκαινίασε» τον οικονομικό κατήφορο στην Ευρωζώνη. Ήταν η πρώτη χώρα από την οικογένεια του ευρώ που υπέπεσε σε ύφεση το 2008, αλλά και η πρώτη χώρα — μεταξύ εκείνων που χρειάστηκαν «διάσωση» — η οποία εξήλθε του μνημονίου.
Τον Νοέμβριο του 2010 και καθώς βρισκόταν αντιμέτωπη με την «κατάρρευση» της κτηματαγοράς και των τραπεζών, έλαβε διεθνή οικονομική βοήθεια ύψους 67,5 δισ. ευρώ. Έπειτα από τρία χρόνια εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής, ήτοι τον Δεκέμβριο του 2013, η Ιρλανδία μπορούσε να αναπνεύσει τον αέρα εκτός μνημονίου.
Θεωρούνταν η «καλύτερη μαθήτρια» της Ευρωζώνης, και οι επιδόσεις του ΑΕΠ της δικαιολογούν αυτόν τον χαρακτηρισμό. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό ανάπτυξης στην ΕΕ.
Οι εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν για το ΑΕΠ.
Το 2017, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 7,8%, ενώ η ανεργία διαμορφώθηκε στο 6,7%, χαράσσοντας καθοδική πορεία από τα χρόνια της κρίσης, όταν το ποσοστό των ανέργων ξεπερνούσε το 14%.
Το 2015, δύο χρόνια αφ'ότου έσπασε τα μνημονιακά δεσμά, η χώρα σημείωσε ανάπτυξη-ρεκόρ 25,6%, με τις φρενήρεις αυτές επιδόσεις να αποδίδονται πάντως στον μεγάλο αριθμό ξένων επιχειρήσεων που μετέφεραν τις έδρες τους στην Ιρλανδία, θέλοντας να επωφεληθούν από τη χαμηλή εταιρική φορολογία.
Σήμερα, οι κίνδυνοι για τη χώρα — υπόδειγμα της Ευρωζώνης έρχονται από το εξωτερικό. Δύο είναι τα επίφοβα «μέτωπα».
Πρώτον, το Brexit καθώς η Ιρλανδία εκτιμάται ότι θα είναι η χώρα που θα πληγεί περισσότερο από την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.
Δεύτερον, ο ρόλος των πολυεθνικών, καθώς η χώρα που παραδοσιακά αποτελεί πόλο έλξης για τις εταιρείες από το εξωτερικό, είναι τώρα ευάλωτη μπροστά στις αλλαγές που προωθούνται στην εταιρική φορολογία σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο λόγος για τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στις ΗΠΑ και τα μέτρα κατά της φοροδιαφυγής που δρομολογεί η ΕΕ, βάζοντας στο στόχαστρο τους «φορολογικούς παραδείσους».
Την ίδια ώρα, το ΔΝΤ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος που εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.
Πορτογαλία
Η Πορτογαλία θεωρείται μια χώρα πιο κοντά στα ελληνικά δεδομένα. Βέβαια, εκείνη εφήρμοσε ένα και μοναδικό πακέτο διάσωσης, ενώ η Ελλάδα χρειάστηκε τρία μνημόνια προκειμένου να «αναρρώσει».
Η δανειακή υποστήριξη της Πορτογαλίας ανήλθε στα 78 δισ. ευρώ και κλήθηκε να αναλάβει μια σειρά από επίπονες για τον λαό οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Η «αγωγή» διήρκησε τρία χρόνια: Από τον Μάιο του 2011 έως τον Μάιο του 2014.
Την χρονιά εκείνη της «απελευθέρωσης» από το μνημόνιο, η πορτογαλική οικονομία «έτρεξε» με ρυθμό 0,9% και το 2017 η ανάπτυξη έφτασε το 2,7%. Δυνατό της σημείο είναι ο τουρισμός και αδύναμα τα υψηλά επίπεδα χρέους και τα συσσωρευμένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στο δ' τρίμηνο του 2017, σημείωσε το τρίτο μεγαλύτερο χρέος στην ΕΕ (125,7% του ΑΕΠ), μετά από την Ελλάδα και την Ιταλία.
Σημειωτέον ότι η Moody's τοποθετεί την Πορτογαλία στην κατηγορία «junk» (Ba1). Σημαντικός παράγοντας που αποτρέπει τον οίκο από το να μετακινήσει τη χώρα στην «επενδυτική βαθμίδα», είναι το υψηλό χρέος που προβλέπεται ότι θα παραμείνει κοντά στα επίπεδα του 117% το 2021. Πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά παγκοσμίως, μεταξύ των χωρών που αξιολογεί η Moody's, γεγονός που αφήνει «ανοχύρωτη» τη χώρα μπροστά σε ενδεχόμενο σοκ.
Τα μηνύματα από τον τομέα της απασχόλησης είναι ανάμικτα. Το 2017, η ανεργία διαμορφώθηκε στο 8,9%, κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, ο ΟΟΣΑ, καταδεικνύοντας τις αδυναμίες της αγοράς εργασίας στη χώρα, παρατηρεί ότι η ανεργία, αν και μειούμενη, παραμένει πάνω από τα προ-κρίσης επίπεδα. Η κρίση, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, υπέδειξε βαθιά ριζωμένες διαρθρωτικές αδυναμίες — παθογένειες, οι οποίες δεν μπόρεσαν να ξεπεραστούν ούτε με το πακέτο μεταρρυθμίσεων. Η αγορά εργασίας παραμένει κατακερματισμένη (με μεγάλο μέρος του πληθυσμού να εργάζεται σε καθεστώς προσωρινής απασχόλησης ή με τη μορφή άλλων άτυπων συμβάσεων), οι αποδοχές χρήζουν βελτιώσεως και τα κίνητρα για αναζήτηση εργασίας είναι περιορισμένα.
Ενδεικτικό είναι, άλλωστε, ότι μεγάλη μερίδα του πορτογαλικού πληθυσμού εγκαταλείπει τη χώρα του για εξεύρεση μιας καλύτερης τύχης. Σύμφωνα με τα ευρήματα της Eurostat, το 2017 η χώρα σημείωσε ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά κινητικότητας πληθυσμού σε παραγωγική ηλικία (24-60 ετών) στην ΕΕ, αγγίζοντας το 13,9%.
Τα στοιχεία της Eurostat για τα επίπεδα ανεργίας στις χώρες της ΕΕ τον Μάρτιο.
Ισπανία
Τον Ιούνιο του 2012 η Ισπανία συμφώνησε με τους Ευρωπαίους σε πακέτο βοήθειας για την αναδιάρθρωση των τραπεζών της, οι οποίες είχαν δεχθεί ισχυρό πλήγμα από το σκάσιμο της «φούσκας» ακινήτων. Τον Ιανουάριο του 2014, είχε ήδη ολοκληρώσει το πρόγραμμα, υλοποιώντας μεταρρυθμίσεις ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς στον ισπανικό λαό.
Στο ερώτημα εάν η διάσωση της Ισπανίας ήταν ένα «success story», η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Οι προβλέψεις για τις προοπτικές της ισπανικής οικονομίας είναι ευοίωνες, με τις εξαγωγές να στηρίζουν σταθερά την ανάπτυξη. Η οικονομία της αναπτύσσεται με σταθερούς ρυθμούς, αλλά η αγορά εργασίας εξακολουθεί να εκπέμπει «sos».
Παρά το γεγονός ότι έχει καταφέρει να θέσει την ανεργία σε πτωτική τροχιά, δεν την έχει «δαμάσει». Η χώρα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με το μεγαλύτερο ποσοστό ανέργων στην ΕΕ (17,2% το 2017), μετά την Ελλάδα.
Οι θετικές επιδόσεις της οικονομίας δεν φαίνεται να έχουν σημαντικό αντίκρυσμα στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων — σε ό,τι αφορά έστω μια μερίδα του πληθυσμού, αφού στη χώρα παρατηρείται και αυξημένη εισοδηματική ανισότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, από το 2008 έως το 2016, η Ισπανία γνώρισε την τρίτη μεγαλύτερη αύξηση στα ποσοστά των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού, μετά την Ελλάδα και την Κύπρο.
Κύπρος
Ήταν Μάρτιος του 2013, όταν η Κύπρος έφτασε σε συμφωνία με τους διεθνείς πιστωτές για ένα πακέτο διάσωσης ύψους 10 δισ. ευρώ και μεταξύ άλλων, «κούρεμα» καταθέσεων. Τον Μάρτιο του 2016 και τρία χρόνια μετά από τις δραματικές εκείνες στιγμές που έζησε ο κυπριακός λαός, το μνημόνιο φτάνει στο τέλος του. Όμως, η κατάσταση του τραπεζικού τομέα εγείρει κινδύνους για την οικονομία.
Οι οίκοι αξιολόγησης διατηρούν το αξιόχρεο της Κύπρου στα «σκουπίδια», προειδοποιώντας για τον όγκο των NPLs, με την Κεντρική Τράπεζα της χώρας να τονίζει ότι «ο αργός ρυθμός μείωσής τους, δυσχεραίνουν τις προσπάθειες επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης».
Μείζον πρόβλημα συνιστά και το υπέρμετρο χρέος των νοικοκυριών, φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.
Τα στοιχεία ΕΚΤ από την Ετήσια Έκθεση για το 2017, για το χρέος των νοικοκυριών στην Ευρωζώνη.
Την ίδια ώρα, το δημόσιο χρέος οδεύει, σύμφωνα με την Κομισιόν, προς το 105,7% του ΑΕΠ.
Οι διεθνείς οργανισμοί, πάντως, αναγνωρίζουν τις προσπάθειες της Κύπρου. Από την τελευταία ύφεση του 2014 (-1,4%), η οικονομία της έφτασε να αναπτύσσεται κατά 3,9% το 2017, τροφοδοτούμενη από τις επενδύσεις από το εξωτερικό και από την ιδιωτική κατανάλωση. Παράλληλα, η ανεργία έχει υποχωρήσει κάτω από το 10%.
Το Deja vu στην Αργεντινή
Η περίπτωση διάσωσης της Αργεντινής, κατά γενική ομολογία, δεν ήταν επιτυχημένη. Η χρεοκοπία του 2001, η προσφυγή στο ΔΝΤ, η λιτότητα που επιβλήθηκε στα χρόνια της κρίσης, όλα αυτά αποτελούν ζωντανές μνήμες για τον λαό της Αργεντινής, ο οποίος σήμερα βλέπει την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Με τον πληθωρισμό στα ύψη και το πέσο στον πάτο, το Μπουένος Άιρες καταφεύγει και πάλι στο Ταμείο.
Το ΔΝΤ αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους Αργεντίνους. Δεκαεπτά χρόνια μετά από τον εφιάλτη του 2001, οι συνθήκες ζωής τους δεν έχουν βελτιωθεί. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Αργεντινή κατέχει τη θλιβερή πρωτιά, μεταξύ των χωρών της Λατινικής Αμερικής, στα επίπεδα φτώχειας και εισοδηματικών ανισοτήτων, στο διάστημα 2004-2008. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017, το 28,6% του πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες φτώχειας, ενώ το 6,2% βίωνε την απόλυτη φτώχεια.
Ο υψηλός πληθωρισμός αποτελεί χρόνιο πρόβλημα για τη χώρα. Το 2017, «εκτοξεύτηκε» στο 25,7%, το υψηλότερο ποσοστό στη Λατινική Αμερική μετά τη Βενεζουέλα.