Κουβεντιάζοντας με τη συγγραφέα Ασλί Ερντογάν. Τα "εγκλήματά" της κατά της Τουρκίας, οι 136 μέρες στη φυλακή και οι πληγές ενός τόπου που δεν «χορταίνει το αίμα»
Εν αναμονή της δίκης και της απειλής της ισόβιας κάθειρξης παραμένει η πιο ηχηρή και «σπαρακτική» φωνή της πατρίδας της
Δεν θέλω να γίνω συνένοχη για το εντελώς καμένο σαγόνι που βρέθηκε σε ένα υπόγειο και ανήκει σε ένα παιδί δώδεκα χρονών. Ούτε για τους μαύρους σάκους που παραδίδουν λέγοντας «Αυτός είναι ο πατέρας σου», «αυτό είναι το παιδί σου», «πέντε κιλά το πολύ κρέας και κόκαλα»...Ούτε στο τρομερό έγκλημα που διαπράττεσαι απέναντι σε μια μάνα που περιμένει εβδομάδες ολόκληρες μπροστά απ′ το νοσοκομείο εκλιπαρώντας «Κι έστω ένα κοκαλάκι του το δέχομαι»*
Δεν έχω ιδέα πώς να σας συστήσω την Ασλί Ερντογάν. Μοιάζει να είναι τόσα πολλά πράγματα μαζί που μοιραία συγκρούονται όπως αντίρροπες δυνάμεις της φύσης με τον κίνδυνο η μία να εξουδετερώσει την άλλη. Και στο τέλος τι μένει; Τι είναι αυτό που «μετράει»; Μπορώ να σας πω ότι είναι από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας αλλά υποτιμημένη στη χώρας της. Πως κάποιοι κριτικοί την τοποθετούν στη λίστα των 50 συγγραφέων που θα αφήσουν το σημάδι τους στον 21ο αιώνα και πως τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 15 γλώσσες, αν και είναι σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα. Πώς είναι γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, πως σπούδασε με υποτροφία στο CERN Φυσική των Στοιχειωδών Σωματιδίων αλλά τα παράτησε όλα για τη συγγραφή…
Αλλά έτσι δεν θα γνωρίσετε την Ασλί.
Για να την περιγράψει κανείς πρέπει πρώτα να κάνει την αφαίρεση. Να τα αφήσει όλα τα παραπάνω στην άκρη. Εξάλλου «το να είσαι συγγραφέας δεν έχει να κάνει με τη φήμη και το χρήμα αλλά με την εκπλήρωση της υπόσχεσης να δώσεις φωνή σε αυτούς που δεν μπορούν να φωνάξουν». Και στην περίπτωσή της αυτό δεν είναι από ένα τσιτάτο της σύγχρονης διανόησης που αναζητά απελπισμένα να προσδώσει λίγο ειδικό βάρος στην ύπαρξη της. Όπως έχει γράψει «αναλαμβάνω πλήρως τη μοίρα και την ευθύνη μιας λογοτεχνικής φράσης που διάβασα: Αν δεν σου καεί το χέρι δεν γράφεις».
Και την ανέλαβε. Σήμερα μια από τις πιο σπαρακτικές φωνές που υψώνονται με συνέπεια και ένταση κατά του καθεστώτος Ερντογάν, των μαζικών επιθέσεων του κουρδικού πληθυσμού στην Ανατολική Τουρκία, τις μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις, δημοσιογράφων, δικαστών, δικηγόρων, πολιτικών, φοιτητών, την οξεία κριτική στις «ανοιχτές πληγές της Τουρκίας όπως η Γενοκτονία των Αρμενίων», ο εθνικισμός, ο μισογυνισμός, η βία της τουρκικής κοινωνίας. Η αρθρογραφία της, που μοιάζει με ποίηση σε ελεύθερο στίχο, και η θέση της ως σύμβουλος έκδοσης στην εφημερίδα Οζγκύρ Γκιουντέμ την έστειλαν για 136 ημέρες στη φυλακή.
Ακόμη και αυτά όμως μπορούν να μπουν στην άκρη. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι πως αυτό το πλάσμα, το τόσο μοναχικό, το τόσο εύθραυστο και κάπως απόκοσμο, σαν αερικό, τη στιγμή που αντιμετωπίζει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης (για κατηγορίες όπως συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και σε δραστηριότητες που απειλούν την ασφάλεια του κράτους) δεν σταματά να μιλά. Παίρνει το ρίσκο που μπορεί να της κοστίσει τη ζωή της, πάει κόντρα στο φόβο και όπου βρεθεί και σταθεί μιλά για τα εγκλήματα που διαπράττονται στη χώρα της ενώ περιμένει να δικαστεί.
Δεν θέλω να γίνω συνένοχη για το εντελώς καμένο σαγόνι που βρέθηκε σε ένα υπόγειο και ανήκει σε ένα παιδί δώδεκα χρονών. Ούτε για τους μαύρους σάκους που παραδίδουν λέγοντας «Αυτός είναι ο πατέρας σου», «αυτό είναι το παιδί σου», «πέντε κιλά το πολύ κρέας και κόκαλα»...Ούτε στο τρομερό έγκλημα που διαπράττεσαι απέναντι σε μια μάνα που περιμένει εβδομάδες ολόκληρες μπροστά απ′ το νοσοκομείο εκλιπαρώντας «Κι έστω ένα κοκαλάκι του το δέχομαι»*
Δεν έχω ιδέα πώς να σας συστήσω την Ασλί Ερντογάν. Μοιάζει να είναι τόσα πολλά πράγματα μαζί που μοιραία συγκρούονται όπως αντίρροπες δυνάμεις της φύσης με τον κίνδυνο η μία να εξουδετερώσει την άλλη. Και στο τέλος τι μένει; Τι είναι αυτό που «μετράει»; Μπορώ να σας πω ότι είναι από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας αλλά υποτιμημένη στη χώρας της. Πως κάποιοι κριτικοί την τοποθετούν στη λίστα των 50 συγγραφέων που θα αφήσουν το σημάδι τους στον 21ο αιώνα και πως τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 15 γλώσσες, αν και είναι σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα. Πώς είναι γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, πως σπούδασε με υποτροφία στο CERN Φυσική των Στοιχειωδών Σωματιδίων αλλά τα παράτησε όλα για τη συγγραφή…
Αλλά έτσι δεν θα γνωρίσετε την Ασλί.
Για να την περιγράψει κανείς πρέπει πρώτα να κάνει την αφαίρεση. Να τα αφήσει όλα τα παραπάνω στην άκρη. Εξάλλου «το να είσαι συγγραφέας δεν έχει να κάνει με τη φήμη και το χρήμα αλλά με την εκπλήρωση της υπόσχεσης να δώσεις φωνή σε αυτούς που δεν μπορούν να φωνάξουν». Και στην περίπτωσή της αυτό δεν είναι από ένα τσιτάτο της σύγχρονης διανόησης που αναζητά απελπισμένα να προσδώσει λίγο ειδικό βάρος στην ύπαρξη της. Όπως έχει γράψει «αναλαμβάνω πλήρως τη μοίρα και την ευθύνη μιας λογοτεχνικής φράσης που διάβασα: Αν δεν σου καεί το χέρι δεν γράφεις».
Και την ανέλαβε. Σήμερα μια από τις πιο σπαρακτικές φωνές που υψώνονται με συνέπεια και ένταση κατά του καθεστώτος Ερντογάν, των μαζικών επιθέσεων του κουρδικού πληθυσμού στην Ανατολική Τουρκία, τις μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις, δημοσιογράφων, δικαστών, δικηγόρων, πολιτικών, φοιτητών, την οξεία κριτική στις «ανοιχτές πληγές της Τουρκίας όπως η Γενοκτονία των Αρμενίων», ο εθνικισμός, ο μισογυνισμός, η βία της τουρκικής κοινωνίας. Η αρθρογραφία της, που μοιάζει με ποίηση σε ελεύθερο στίχο, και η θέση της ως σύμβουλος έκδοσης στην εφημερίδα Οζγκύρ Γκιουντέμ την έστειλαν για 136 ημέρες στη φυλακή.
Ακόμη και αυτά όμως μπορούν να μπουν στην άκρη. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι πως αυτό το πλάσμα, το τόσο μοναχικό, το τόσο εύθραυστο και κάπως απόκοσμο, σαν αερικό, τη στιγμή που αντιμετωπίζει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης (για κατηγορίες όπως συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και σε δραστηριότητες που απειλούν την ασφάλεια του κράτους) δεν σταματά να μιλά. Παίρνει το ρίσκο που μπορεί να της κοστίσει τη ζωή της, πάει κόντρα στο φόβο και όπου βρεθεί και σταθεί μιλά για τα εγκλήματα που διαπράττονται στη χώρα της ενώ περιμένει να δικαστεί.
Μιλά και γράφει. Μνημονεύοντας στίχους του Σεφέρη και του Ρίλκε, του Σενέκα και του Σαίξπιρ. Περιγράφοντας με τη σκληρή ειλικρίνεια της απλότητας τις πιο δύσκολες στιγμές της στη φυλακή, τη βία στην παιδική της ηλικίας που αντικατοπτρίζεται σαν καθρέφτης της βίας στην τουρκική κοινωνία, όπως λέει, ενός τόπου που όπως και η ίδια αναρωτιέται «δεν έχει χορτάσει πια το αίμα;».
Έχει από ώρα ξημερώσει, η μέρα όμως κρέμεται σε τσιγκέλι, σε ένα ορίζοντα κόκκινο σαν το αίμα [...] Σαν μια συνέχεια, μια προέκταση μάλλον της νύχτας, παρά σαν μέρα...Το φως που φτάνει από έναν πιο απόμακρο και κρύο ήλιο δεν έχει υποσχέσεις να δώσει στις ζωές που σώθηκαν ή χάθηκαν.
Το ερώτημα βέβαια είναι από που αντλεί τόση δύναμη, τι την οπλίζει με ένα θάρρος ικανό να αψηφήσει τις τόσο δραματικές συνέπειες των επιλογών της. Η απάντηση θα έρθει στο τέλος μιας συζήτησης τόσο ιδιαίτερης όσο και η ίδια η Ασλί Ερντογάν, σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας.
Με τον ήλιο κόντρα στο πρόσωπό της να αποκαλύπτει τις βαθιές ρυτίδες της που μοιάζουν να μαρτυρούν και από μία σκληρή ιστορία και τα γαλανά της μάτια, φωτεινά να σε κοιτάζουν διεισδυτικά σαν να θέλει να σιγουρευτεί πως έχεις καταλάβει…
«Ας καθίσουμε εδώ. Έχουμε θέα την Ακρόπολη, έχουμε καφέ, έχουμε τσιγάρα, τι άλλο να ζητήσει κανείς…». Λέει χαμογελώντας σαν ένα μικρό κορίτσι που μοιράζεται ένα μυστικό. Και θα ακολουθήσουν και άλλα. Είναι εκείνη αυτή που ξεκινά τη συζήτηση από το πιο δύσκολο θέμα. Τις 132 ημέρες κράτησής της στις τουρκικές φυλακές του Μπακίρκιοϊ. Και από τη στιγμή που ξεκινά την αφήγηση της, τίποτα δεν τη σταματάει. Δεν μιλάει όμως μηχανικά ή αποστασιοποιημένα και ας έχει ερωτηθεί για εκείνη την περίοδο κι ας έχει απαντήσει τόσες φορές μέχρι σήμερα σε πολλά διεθνή ΜΜΕ. Μοιάζει σαν να είναι πάλι η πρώτη. Και είναι φορές που και τώρα, ένα χρόνο πια από την αποφυλάκισή της τον Δεκέμβριο του 2016 το ζει ξανά από την αρχή και φαίνεται στο πρόσωπό της. Δεν μοιάζει όμως να κρατά τίποτα πίσω. Κι ας ξέρει πως αυτές οι αφηγήσεις θα τις φέρουν και πάλι, όπως λέει, τους γνώριμους, επαναλαμβανόμενους εφιάλτες που έχει κάθε νύχτα και την κρατούν συχνά ξάγρυπνη έως τις 5 το πρωί.
Πρώτα θέλει να μιλήσει για τις λέξεις. «Ελευθερία», «αξιοπρέπεια», «επιβίωση», «αλληλεγγύη»… Λέξεις που τις έχουν γίνει κάτι σαν εμμονή και επαναλαμβάνονται στα άρθρα της, όπως παρουσιάζονται και στο βιβλίο «Μήτε η σιωπή είναι πια δική σου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ποταμός», όπως και το πρώτο μυθιστόρημα της Ερντογάν «Ο Θαυμαστός Μανδαρίνος».
Τούρκικες σημαίες όλων των μεγεθών, κάποιοι τυλίγονται σαν σάβανο τη σημαία...Οι στρατιώτες του Μουσταφά Κεμάλ άφησαν τους φαντάρους του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να τους αρπάξουν τα σύμβολα. Σειρά τους τώρα να πουν: «Είναι δική μας αυτή η πατρίδα, είναι δικό μας το κράτος»...
«Στη φυλακή μπορούν να σου συμβούν τα πιο περίεργα πράγματα. Πόσα χρόνια έγραφα για αυτές τις λέξεις. Μου ήταν πάντα πολύτιμες, μου προκαλούσαν δέος. Από τη στιγμή όμως που άκουσα τη φράση “αστυνομία, ανοίξτε” απέκτησαν ένα τελείως διαφορετικό περιεχόμενο. Πριν την φυλακή ήταν λέξεις που συμβόλιζαν όμορφες ιδέες, ιδανικά. Αλλά μέχρι εκεί. Όσο και εάν νόμιζα πως τις κατανοούσα σε βάθος η αλήθεια τους που διέφευγε. Παλιά, όταν πήγαινα σε “βάρδιες ελευθερίας” ή άλλες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας (σ.σ. έξω από τις φυλακές για τους πολιτικούς κρατούμενους) συνθήματα όπως “η ανθρώπινη αξιοπρέπεια θα νικήσει τα βασανιστήρια” δεν τα φώναζα. Δεν μου άρεσαν τα συνθήματα. Τώρα όμως ξέρω την ουσιώδη αλήθεια που κρύβουν μέσα τους. Η φυλακή μου το έμαθε αυτό».
Ακόμη και σήμερα βέβαια, δηλώνει πως δεν ξέρει τι σημαίνει «ελευθερία» αλλά γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει «απελευθέρωση» γιατί «την ένιωσα όταν πέρασα την πόρτα της φυλακής για να επιστρέψω στον έξω κόσμο...Βέβαια και αυτό το “έξω” έχει πολλές φυλακές, που της έχω φτιάξει εγώ. Ο καθένας για τον εαυτό του».
Τις λέξεις όμως «αξιοπρέπεια» και «αλληλεγγύη» τις γνωρίζει πια καλά. «Δεν πίστεψα ποτέ πως είμαι καμιά ανθεκτική, ατρόμητη αγωνίστρια. Έρχεται όμως μια στιγμή που αν και ξέρεις πως θέτεις τη ζωή σου σε κίνδυνο δεν μπορείς πια να κάνεις ούτε ένα βήμα πίσω. Και δεν το κάνεις για λόγους αξιοπρέπειας. Έτσι έγινε και με εμένα. Η αξιοπρέπεια δεν μου επέτρεψε να κάνω ούτε ένα βήμα πίσω και έτσι άντεξα στη φυλακή. Γιατί ήξερα πως από ένα σημείο και μετά το να υποχωρήσεις σημαίνει πως δεν θα μπορέσεις ποτέ ξανά να ζήσεις όπως πριν».
Στον δυτικό Τύπο που δεν μας χωνεύει γιατί είμαστε δυνατοί, δημοσιεύονταν κάτι «περίεργες» ειδήσεις: πόλεις που είχαν προηγουμένως αποκλειστεί χτενίζονταν επί μέρες, άνοιγαν πυρ σε πλήθη που ακολουθούσαν κηδείες, εξαφανίζονταν άνθρωπο, ένα διανοητικά καθυστερημένο παιδί είχε συρθεί δεμένο πίσω από ένα πάντσερ επειδή φορούσε ένα τρίχρωμο βραχιολάκι (σ.σ. τα χρώματα του Κουρδιστάν)
Η «αλληλεγγύη» είναι το δεύτερο πράγμα που έμαθε στη φυλακή και όπως λέει. «Αυτή ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που ένιωσα τέτοιο κύμα αλληλεγγύης, τόσο νοιάξιμο. Περίεργο ε; Να μην βρίσκεις την αλληλεγγύη έξω και να την βρίσκεις στη φυλακή που φτιάχτηκε και λειτουργεί με αποκλειστικό στόχο να σε “τσακίσει”. Και το κελί ξέρεις μπορεί να τσακίσει και τις πιο δυνατές ψυχές. Κάθε μέρα που ξυπνάς έρχεται μια νέα, άγνωστη μάχη. Και πέρα από την αξιοπρέπεια υπάρχει και η αλληλεγγύη που κρατά ζωντανό. Ζωντανό και όρθιο. Χρειάζεσαι τους ανθρώπους, που είναι μέσα και αυτούς που είναι έξω. Περισσότερο από ποτέ. Και έτσι επιβιώνεις. Το πείσμα σου να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου και η αλληλεγγύη, σου χαρίζουν την επιβίωση».
Αυτή η επιβίωση όμως, σηματοδοτεί και πάλι πολύ περισσότερα από όσα πριν όταν είσαι φυλακισμένος. «Όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι αντεπιτίθενται στο σύστημα με το δικό τους τρόπο και μέσα στη φυλακή. Και απαντούν στην επίθεση του συστήματος που θέλει να τους συνθλίψει επιβιώνοντας. Η επιβίωση σε αυτή την περίπτωση είναι άμυνα αλλά και αντεπίθεση. Είναι αντίσταση. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στην Τουρκία έχουν μακρά εμπειρία σε αυτή τη μορφή αντίστασης».
Βέβαια πολλά από όλα αυτά στην αρχή τα κάνεις τελείως διαισθητικά και άλλα τα μαθαίνεις με τη βοήθεια των συγκρατουμένων σου. Έτσι έμαθε και εκείνη. Από την πρώτη μέρα που τρομαγμένη, ανίδεη για όσα την περίμεναν, βρέθηκε στο κελί της απομόνωσης. Εκεί που που όπως λέει ξεχνάς να μιλάς, να περπατάς, να κοιτάζεις. «Τις πρώτες μέρες με είχαν στην απομόνωση. Δεν είχα τίποτα. Μπήκα μόνο με τα ρούχα μου. Τίποτε άλλο δεν επιτρέπεται. Κάποιες φορές σου παίρνουν ακόμη και αυτά. Δεν έχεις τίποτα να φας, να πιεις, ούτε μια πετσέτα, λίγο χαρτί υγείας...Το πιστεύεις; Τίποτα. Ό,τι είχα ανάγκη όμως μου τα πρόσφεραν οι συγκρατούμενοι μου. Αφέθηκα και εκείνοι με βοήθησαν να σταθώ στα πόδια μου». Και ξαφνικά χαμογελάει. Εκείνη τη στιγμή που αφηγείται τις πιο σκοτεινές ώρες της ζωής της. «Έριξαν ένα σκοινί και μου έστειλαν νερό, τσάι, φαγητό, εσώρουχα. Δεν είχα ούτε εσώρουχα να αλλάξω για 18 μέρες...Δυστυχώς βέβαια δεν μου έδωσαν τσιγάρα γιατί κανείς τους δεν κάπνιζε...». Στη συνέχεια πήγε στην πτέρυγα των κρατουμένων και τότε, όπως λέει, την πήραν από κοντά και της εξήγησαν τι πρέπει να κάνει για κρατηθεί ζωντανή. «Το πιο σημαντικό είναι να να πέσεις σε κατάθλιψη: βγες στο προαύλιο, αθλήσου, διάβασε. Υποκρίσου πως η ζωή σου συνεχίζεται όπως πριν. Αυτό είναι το πιο κρίσιμο. Κανείς δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην σκληρή πραγματικότητα της φυλακής μέσα σε μερικές ημέρες. Χρειάζεται χρόνια».
Και βέβαια μέσα στη φυλακή δημιουργούνται πολύ δυνατές φιλίες. Κυρίως, όπως λέει μεταξύ των γυναικών επειδή οι σχέσεις τους έχουν ένα πολύ ισχυρό μητρικό στοιχείο. «Ειδικά όταν μια γυναίκα αρρωσταίνει...Μια άγνωστη μέχρι τότε πηγαίνει και την περιποιείται. Το ίδιο και με τις ηλικιωμένες που πλέον δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Τις περιποιούνται σαν μωρά, τις ταϊζουν, τις πλένουν. Δεν νομίζω πως οι άντρες θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Να το αντέξουν. Και εγώ αναρωτιόμουν “πώς να το κάνω αυτό; Δεν μπορώ”. Αλλά γίνεται. Δεν μπορείς...μέχρι που θα μπορέσεις».
«Ποιος τόπος είναι εδώ, ποιο βασίλειο ποια του κόσμου ακτή;» (Σενέκας). Εδώ είναι ο τόπος της σιωπής μας όπως την ύφαναν οι τελευταίες στιγμές, οι τελευταίες φωνές και κραυγές της ζωής, η ερημιά που μοιραζόμαστε με τους νεκρούς.
Όπως δηλώνει άλλωστε «οι γυναίκες έχουν ένα περίεργο κουράγιο. Μπορεί να μην επιτίθενται αλλά δεν υποχωρούν κιόλας. Γι αυτό και τις θαυμάζω τόσο».
Αν έπρεπε όμως να κρατήσει μια εικόνα, έναν ήχο, μια στιγμή από αυτές τις 136 ημέρες; «Φοβάμαι πως δεν θα είμαι καθόλου πρωτότυπη. Κάθε μέρα βλέπουμε στην τηλεόραση ταινίες για τη ζωή στις φυλακές. Είναι όπως αυτό που βλέπετε να συμβαίνει σε αμερικάνικες ταινίες. Ψηλοί τοίχοι ορθώνονται γύρω σου, τα πάντα είναι από πέτρα, συρματοπλέγματα παντού, στολές, όπλα, όλα γκρίζα. Και πάντα οι κλειδαριές. Ο ήχος του κλειδιού που γυρίζει...Αυτή είναι η εικόνα και ο ήχος από τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις. Μένουν στο μυαλό σου. Και από τη φυλακή να βγεις από αυτή την εικόνα και τον ήχο δεν ξεφεύγεις».
Το χειρότερο όμως είναι πως δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσει όλο αυτό. «Το λέω πάντα. Είναι σαν να βρίσκεται σε έναν έρημο σταθμό, μέσα στο κρύο και να περιμένεις μαζί με άλλους, άγνωστους μέχρι τότε, ένα τρένο που δεν ξέρεις εάν και πότε θα έρθει...».
Το χιούμορ βέβαια σώζει. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια ιστορία με έναν ακόμη σύμβουλο έκδοσης της εφημερίδας που είχε φυλακιστεί πριν από μερικά χρόνια. Τον πήγαν σε πολύ σκληρές ανδρικές φυλακές. Όταν έφτασε οι κρατούμενοι από τα άλλα κελιά άρχισαν να του φωνάζουν. “Καλωσήρθες, τι χρειάζεσαι;” Με το πού έλεγε “ψωμί”, του πέταγαν. “νερό”, του πέταγαν ξανά, “σαπούνι” το ίδιο. Και τότε τους ανακοίνωσε πως αυτό το “σύστημα” θα πρέπει να έχει την κωδική ονομασία “Kurdistan Airways” (σ.σ. η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών κρατουμένων είναι Κούρδοι)». Και η ίδια όμως ανακάλυψε πως διαθέτει ισχυρές δόσεις μαύρου χιούμορ όπως λέει.. «Μια φορά τον μήνα μπαίνουν απροειδοποίητα στα κελιά οι στρατιώτες για έρευνα. Φωνάζουν, πετάνε και αναποδογυρίζουν τα πάντα. Κουνάνε τα όπλα τους. Οι κρατούμενες προσπαθούν να σώσουν ό, τι είναι πιο πολύτιμο γι αυτές. Συνήθως μια φωτογραφία κάποιου αγαπημένου προσώπου. Είναι τρομακτικό. Την πρώτη φορά που ήμουν παρούσα έβαλα τα κλάματα. Τη δεύτερη ήμουν πιο προετοιμασμένη. Τους παρατηρούσα. Έβρεχε και οι μπότες τους ήταν γεμάτες λάσπες. Βρόμισαν το κελί μας...Κάποια στιγμή έφυγαν, και αρχίσαμε όλες να τακτοποιούμε. Ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή. Το ηθικό είναι πεσμένο. Και τότε είπα “ελάτε κορίτσι...που αλλού θα μπορούσαμε να έχουμε 50 άνδρες μέσα στο δωμάτιο μας. Είναι σαν μια σεξουαλική φαντασίωση”...αλλά μάλλον δεν το εκτίμησαν και πολύ. Τα ανέκδοτα περί σεξ δεν είναι εύκολα αποδεκτά. Υπάρχει το ταμπού βλέπεις...».
Μέσα στη φυλακή έγραφε πολύ λίγο. Ξεκίνησε μια ιστορία αλλά έμεινε στη μέση. «Έγραψα όμως την απολογία μου και αυτοί που τη διάβασαν μου είπαν πως είναι ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο...Δυόμιση μήνες μου πήρε. Αυτή την περίοδο νομίζω πως η μεγαλύτερη προσφορά των Τούρκων συγγραφέων στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι οι απολογίες τους. Η μια μετά την άλλη. Και είναι πραγματικά όλα τα κείμενα των συγγραφέων, δημοσιογράφων εξαιρετικά. Ίσως να μπορούσαμε να εκδώσουμε ένα βιβλίο με τις απολογίες αυτές».
Ποιος ξέρει τι με ωθεί και χωρίς να σκεφτώ καν τι ώρα είναι, τηλεφωνώ στη μητέρα μου. Είναι ένας άλλος χρόνος αυτός, ένας χρόνος όπου τα ρολόγια δεν προχωρούν, όπου τίποτα δεν τρεμοπαίζει απ' τη θέση του....Θέλω να ακούσω μια φωνή από μακριά, να πιαστώ απ' αυτή και να σταθώ όρθια μες στο τσαντίρι που μπήκα στη δική μου νύχτα...«Εσύ τι δουλειά έχεις εκεί;» με ρωτά και αναστενάζει
Από όταν αποφυλακίστηκε δεν γράφει πολύ. «Όταν είδα το πρόσωπό μου μετά την αποφυλάκιση είχα τρομάξει. Όσα έζησα ήταν σαν να χαράχτηκαν πάνω του. Δεν πρόκειται να αλλάξει πια. Χαράχτηκαν όμως και μέσα μου. Δεν έχω τη ματιά που είχα πριν. Νιώθω σαν να ήμουν σε αποσύνθεση. Δεν έχω συνέλθει ή δεν έχω ακόμη το θάρρος ή την αυτοπεποίθηση να ξεκινήσω να γράφω ξανά. Ακόμα υποφέρω από αϋπνίες, βλέπω εφιάλτες. Κοιμάμαι στις 5 τα ξημερώματα. Έχω συνέχεια άγχος. Για την υπόθεσή μου στην Τουρκία αλλά και γιατί ξέρω πως όλοι με παρακολουθούν και προσέχουν τι θα πω. Οι τουρκικές αρχές, οι κρατούμενοι, όλοι. Είμαι συνέχεια στο μικροσκόπιο. Σαν να περνάω κάθε μέρα ένα τεστ και φοβάμαι πως όλοι περιμένουν να κάνω ένα λάθος».
Όσο για την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολη, της λείπει κυρίως γιατί, όπως λέει δεν μπορεί να επιστρέψει και ίσως να μην μπορέσει ποτέ εάν καταδικαστεί. Ξέρει όμως πως εάν επέστρεφε, μετά από τρεις μέρες θα αναρωτιόταν γιατί το έκανε. Όσο και να θέλει να κάνει μια βόλτα πλάι στο Βόσπορο και να αντικρίσει ξανά Αγια Σοφια που είναι το αγαπημένο της σημείο στην Πόλη αλλά «Πώς να ζήσεις σε μια χώρα σαν τη Τουρκία; Είναι μεγάλο το ρίσκο. Η επιβίωση δεν είναι εύκολη ούτε έξω από τη φυλακή. Η κατάσταση που επικρατεί δεν είναι παιχνιδάκι. Ακόμη και για έναν tweet μπορεί να κατηγορηθείς. Χιλιάδες νέοι μας είναι στις φυλακές. Τα νιάτα, το μέλλον της χώρας. Οι φοιτητές μας επειδή θέλουν να πουν πως ο Ερντογάν είναι δικτάτορας πάνε φυλακή για 1,5 χρόνο για προσβολή του προέδρου, σύμφωνα με το νέο νόμο. Θέλουν να το πουν να το φωνάξουν και η ηλικία τους τους κάνεις ασυγκράτητους και ατρόμητους. Κανείς δεν μαθαίνει γι αυτούς κανείς δεν θέλει να ασχοληθεί. Υπάρχει φόβος. Ο κόσμος είναι μουδιασμένος. Δεν βλέπουν, δεν ακούν, δεν μιλάνε. Γιατί το τίμημα είναι βαρύ. Αλλά κάποιοι είναι και πολλοί κακομαθημένοι. Υπάρχουν οι αποκαλούμενοι «λευκοί Τούρκοι» (σ.σ. στα μεγάλα αστικά κέντρα της “ευρωπαϊκής” Τουρκίας). Έχουν την καλύτερη μόρφωση, ταξιδεύουν ανά τον κόσμο, νομίζουν πως ξέρουν τα πάντα και δεν ενδιαφέρονται για την φτωχή κούρδισα που της έβαλαν φωτιά και την έκαψαν στο Τσιζρέ της Ανατολικής Τουρκίας».
Πώς να μην νιώθει, όπως λέει, «απογοητευμένη» και συχνά «ηττημένη»; Εξάλλου μεταξύ αυτών που αδιαφορούν είναι οι ίδιοι οι συνάδελφοί της όπως και η συντριπτική πλειοψηφία της διανόησης στην Τουρκία. «Όλοι τους με έχουν απογοητεύσει πολλές φορές. Το έχω πει και θα το λέω: οι διανοούμενοι στην Τουρκία βρίσκονται πολύ κοντά και σε συνεργασία με την εξουσία και το καθεστώς. Τους αρέσει πάρα πολύ η εξουσία. Και βέβαια στην τουρκική κοινωνία και πραγματικότητα, το τι λέει για σένα ο κόσμος, πως σε αντιλαμβάνεται και σε υπολογίζει η κοινή γνώμη έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από την ηθική. Για να υπερασπιστείς την τιμή του άντρα προσβάλλεις πχ μια γυναίκα. Σε θέματα όπως η γενοκτονία των Αρμενίων ή το Κουρδικό επίσης κανείς δεν θέλει να υψώσει πρώτος τη φωνή του. Και εάν το κάνεις θα νιώσεις πολύ μόνος, θα σε αφήσουν εκτεθειμένο όπως συνέβη και σε μένα όταν μίλησα για την Γενοκτονία και για όσα συμβαίνουν στην Ανατολική Τουρκία, στους Κούρδους κρατούμενους κα. Όταν βέβαια η πλάστιγγα γείρει προς την άλλη πλευρά, αλλάζουν και αυτοί στρατόπεδο».
Μάλιστα δεν ξεχνά πως η πλειοψηφία διανοούμενων, συγγραφέων , ποιητών, καλλιτεχνών, που την υπερασπίστηκαν εμπράκτως ήταν κυρίως Ευρωπαίοι αλλά και Κούρδοι πολιτικοί, δικηγόροι, συγγραφείς κα. «Αργότερα υπήρξαν και Τούρκοι αλλά λιγότεροι. Με εξέπληξαν που έρχονταν και κάθονταν έξω από τις φυλακές (σ.σ. στις Βάρδιες Ελευθερίας). Ίσως το έκαναν από τύψεις γιατί ξέρουν πως με είχαν αδικήσει πολύ στο παρελθόν, ή γιατί δεν υπερασπίστηκαν τον Αχμέτ Αλτάν που είχε επίσης φυλακιστεί πριν. Ξαφνικά κάποιοι μάλιστα ανακάλυψαν πως είμαι “μεγάλη συγγραφέας”». Παραδέχεται βέβαια πως πολλοί φοβούνται και αυτό το κατανοεί. Ξέρει όμως πως δεν φοβούνταν μόνο τη φυλακή, αλλά οτι θα χάσουν τη θέση τους, την κρατική επιχορήγηση, την οικονομική επιφάνεια. «Το καταλαβαίνω αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είμαι και θυμωμένη. Έρχονται στιγμές που πρέπει να ρισκάρεις τη βόλεψή σου και αυτή είναι η στιγμή να το κάνουμε. Πρέπει να περάσουμε αυτό το κατώφλι του φόβου. Όλοι θα χάσουμε. Χάνουμε ήδη. Ο ένας μετά τον άλλο. Και πρέπει να σταματήσει».
Βρισκόμαστε ακόμη μια φορά εκεί που «τα λόγια σταματούν»! Σε αυτό ακριβώς το σημείο, αρχίζουμε να αποδίδουμε για άλλη μια φορά στις λέξεις τις χαμένες τους έννοιες, το χαμένο τους νόημα...Ξέρουμε πως μπροστά στον τοίχο της σιωπής, θα κερδίσουμε λέξη τη λέξη, ξανά τη ζωή.
Ο τρόπος βέβαια που μπορεί να γίνει αυτό σε μια δικτατορία που κρύβεται πίσω από τον φερετζέ των εκλογών και της ελεύθερης ψήφου ελέγχοντας με πρωτοφανή τρόπο όλο σύστημα αλλά και την κοινωνική ζωή, δεν είναι εύκολος. Ωστόσο το σίγουρο είναι πως η σιωπή δεν είναι και η λύση. «Το καθεστώς τώρα είναι πιο ύπουλο και απειλητικό. Ναι ψηφίζουμε αλλά δείτε τι γίνεται στη χώρα. Μην ξεχνάμε πως στις εκλογές βρέθηκαν 2,5εκατ ψήφοι χωρίς σφραγίδα. Δεν ήταν “καθαρές” εκλογές...Μερικές φορές σκέφτομαι πως ίσως να προτιμούσα τη Χούντα (σ.σ. πραξικόπημα του 1980). Τότε όλα ήταν ξεκάθαρα Ενήργησε σαν ένα τανκ ισοπεδώνοντας ό,τι θεωρούσε αντιπολίτευση και αντίσταση. Υπήρχε μια μορφή λογικής αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Ήξερες τι αντιμετώπιζες. Τώρα δεν ξέρεις. O κίνδυνος είναι παντού. Στα πιο μικρά πράγματα. Επίσης αν και παράδοξο, η χούντα έλεγε πάντα “δεν ήρθαμε για να μείνουμε. Θέλουμε να προχωρήσουμε τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού και θα αποχωρήσουμε. Θέλουμε να φέρουμε σε πέρας αυτή τη μετάβαση”. Βέβαια πάντα είχαν αυξημένο έλεγχο της πολιτικής ζωής. Αυτή η κυβέρνηση και το καθεστώς όμως λέει πως θέλει να μείνει για πάντα, μόνιμα. Θυμίζει το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ και του ενός κόμματος. Είναι εντυπωσιακό μάλιστα πως ένας από τους στενότερους συμβούλους, που τον έχω μελετήσει πολύ, χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους προπαγάνδας με τον Χίτλερ, τους ίδιους μηχανισμούς καταπίεσης και μάλιστα σε μια κοινωνία που η ηθική και οι αξίες δεν μετράνε. Στην Τουρκία ο δικαστής φυλακίζει κάποιον επειδή ενοχλεί το κράτος. Επειδή το θέλει κάποιος. Στην Τουρκία είναι πολύ δύσκολο να βρεις έναν τέτοιο δικαστή. Και εάν υπήρχαν τώρα είναι σίγουρα φυλακή. Ο φασισμός στην Τουρκία ξεκινά από την κορυφή και έχει διαποτίσει όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Στο σχολείο, στη δουλειά, στην οικογένεια όπου ο πιο δυνατός καταπιέζει τον πιο αδύναμο, με τα λεφτά του, με τη γροθιά του, με το πέος του. Η δύναμη του καταπιεστή αυτή την περίοδο μοιάζει να είναι απόλυτη».
Η Ασλί την ένιωσε από πρώτο χέρι. Όχι μόνο τώρα, στα χρόνια του Ερντογάν και με τη φυλάκιση της. Τα παιδικά της χρόνια είναι μια παραστατική αφήγηση της κατάστασης που επικρατεί στην τουρκική κοινωνία και εκείνη, ένα κοριτσάκι 4-5 ετών που είχε ήδη μάθει και να διαβάσει μόνο του, που παρατηρούσε τα πάντα γύρω του, το κατάλαβε πολύ γρήγορα. «Είχα μία βίαιη παιδική ηλικία. Ο πατέρας μου είχε βίαιες τάσεις. Δεν έχω καμία επαφή μαζί του. Όταν ήμουν πέντε χρονών οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι…Μετά τη βία του φύλου η βία του κράτους. Εξελίχθηκα πνευματικά αλλά παράλληλα αποτραβήχτηκα από οτιδήποτε άλλο. Στροφή προς τα μέσα. Μετά σπούδασα, διάβαζα περισσότερο διεθνή λογοτεχνία και όχι τουρκική, έζησα αρκετά στο εξωτερικό. Η φυγή και η αποστασιωποίηση ίσως να ήταν η αντίδραση μου στη βία και έτσι έμεινα κατά κάποιο τρόπο ανάπηρη, ανίκανη να δεθώ με το περιβάλλον μου. Είμαι καταδικασμένη να νιώθω παντού ξένη. Δεν ξέρω γιατί. Δύσκολο να το εξηγήσω».
Ναι αλλά πως ένας άνθρωπος που αισθάνεται πως αδυνατεί να έρθει σε επαφή, να αισθανθεί πως συνδέεται με τους γύρω του, ρισκάρει τη ζωή του για τους άλλους;
«Εάν δεν ανήκεις πουθενά και δεν σου ανήκει τίποτα και κανείς το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να συνδέεσαι με όλους και όλα. Όταν δεν δένεσαι με το α, το β ή το γ έρχεσαι σε επαφή με τον άνθρωπο. Την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό αναζητάς. Εκεί εστιάζεις και αφιερώνεσαι. Εκεί είναι η απάντηση σε όλα. Για τον άθρωπο θέλω να μιλήσω και αυτόν θέλω να υπερασπιστώ δίνοντας του φωνή».
*Αποσπάσματα από άρθρα της Ασλί Ερντογάν στην τουρκική εφημερίδα Οζκύλ Γκιουντέμ, όπως δημοσιεύονται στο βιβλίο ”Μήτε η σιωπή είναι πια δική σου”. Μετάφραση Ανθή Καρρά, εκδόσεις ”Ποταμός”.
Μιλά και γράφει. Μνημονεύοντας στίχους του Σεφέρη και του Ρίλκε, του Σενέκα και του Σαίξπιρ. Περιγράφοντας με τη σκληρή ειλικρίνεια της απλότητας τις πιο δύσκολες στιγμές της στη φυλακή, τη βία στην παιδική της ηλικίας που αντικατοπτρίζεται σαν καθρέφτης της βίας στην τουρκική κοινωνία, όπως λέει, ενός τόπου που όπως και η ίδια αναρωτιέται «δεν έχει χορτάσει πια το αίμα;».
Έχει από ώρα ξημερώσει, η μέρα όμως κρέμεται σε τσιγκέλι, σε ένα ορίζοντα κόκκινο σαν το αίμα [...] Σαν μια συνέχεια, μια προέκταση μάλλον της νύχτας, παρά σαν μέρα...Το φως που φτάνει από έναν πιο απόμακρο και κρύο ήλιο δεν έχει υποσχέσεις να δώσει στις ζωές που σώθηκαν ή χάθηκαν.
Το ερώτημα βέβαια είναι από που αντλεί τόση δύναμη, τι την οπλίζει με ένα θάρρος ικανό να αψηφήσει τις τόσο δραματικές συνέπειες των επιλογών της. Η απάντηση θα έρθει στο τέλος μιας συζήτησης τόσο ιδιαίτερης όσο και η ίδια η Ασλί Ερντογάν, σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας.
Με τον ήλιο κόντρα στο πρόσωπό της να αποκαλύπτει τις βαθιές ρυτίδες της που μοιάζουν να μαρτυρούν και από μία σκληρή ιστορία και τα γαλανά της μάτια, φωτεινά να σε κοιτάζουν διεισδυτικά σαν να θέλει να σιγουρευτεί πως έχεις καταλάβει…
«Ας καθίσουμε εδώ. Έχουμε θέα την Ακρόπολη, έχουμε καφέ, έχουμε τσιγάρα, τι άλλο να ζητήσει κανείς…». Λέει χαμογελώντας σαν ένα μικρό κορίτσι που μοιράζεται ένα μυστικό. Και θα ακολουθήσουν και άλλα. Είναι εκείνη αυτή που ξεκινά τη συζήτηση από το πιο δύσκολο θέμα. Τις 132 ημέρες κράτησής της στις τουρκικές φυλακές του Μπακίρκιοϊ. Και από τη στιγμή που ξεκινά την αφήγηση της, τίποτα δεν τη σταματάει. Δεν μιλάει όμως μηχανικά ή αποστασιοποιημένα και ας έχει ερωτηθεί για εκείνη την περίοδο κι ας έχει απαντήσει τόσες φορές μέχρι σήμερα σε πολλά διεθνή ΜΜΕ. Μοιάζει σαν να είναι πάλι η πρώτη. Και είναι φορές που και τώρα, ένα χρόνο πια από την αποφυλάκισή της τον Δεκέμβριο του 2016 το ζει ξανά από την αρχή και φαίνεται στο πρόσωπό της. Δεν μοιάζει όμως να κρατά τίποτα πίσω. Κι ας ξέρει πως αυτές οι αφηγήσεις θα τις φέρουν και πάλι, όπως λέει, τους γνώριμους, επαναλαμβανόμενους εφιάλτες που έχει κάθε νύχτα και την κρατούν συχνά ξάγρυπνη έως τις 5 το πρωί.
Πρώτα θέλει να μιλήσει για τις λέξεις. «Ελευθερία», «αξιοπρέπεια», «επιβίωση», «αλληλεγγύη»… Λέξεις που τις έχουν γίνει κάτι σαν εμμονή και επαναλαμβάνονται στα άρθρα της, όπως παρουσιάζονται και στο βιβλίο «Μήτε η σιωπή είναι πια δική σου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ποταμός», όπως και το πρώτο μυθιστόρημα της Ερντογάν «Ο Θαυμαστός Μανδαρίνος».
Τούρκικες σημαίες όλων των μεγεθών, κάποιοι τυλίγονται σαν σάβανο τη σημαία...Οι στρατιώτες του Μουσταφά Κεμάλ άφησαν τους φαντάρους του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να τους αρπάξουν τα σύμβολα. Σειρά τους τώρα να πουν: «Είναι δική μας αυτή η πατρίδα, είναι δικό μας το κράτος»...
«Στη φυλακή μπορούν να σου συμβούν τα πιο περίεργα πράγματα. Πόσα χρόνια έγραφα για αυτές τις λέξεις. Μου ήταν πάντα πολύτιμες, μου προκαλούσαν δέος. Από τη στιγμή όμως που άκουσα τη φράση “αστυνομία, ανοίξτε” απέκτησαν ένα τελείως διαφορετικό περιεχόμενο. Πριν την φυλακή ήταν λέξεις που συμβόλιζαν όμορφες ιδέες, ιδανικά. Αλλά μέχρι εκεί. Όσο και εάν νόμιζα πως τις κατανοούσα σε βάθος η αλήθεια τους που διέφευγε. Παλιά, όταν πήγαινα σε “βάρδιες ελευθερίας” ή άλλες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας (σ.σ. έξω από τις φυλακές για τους πολιτικούς κρατούμενους) συνθήματα όπως “η ανθρώπινη αξιοπρέπεια θα νικήσει τα βασανιστήρια” δεν τα φώναζα. Δεν μου άρεσαν τα συνθήματα. Τώρα όμως ξέρω την ουσιώδη αλήθεια που κρύβουν μέσα τους. Η φυλακή μου το έμαθε αυτό».
Ακόμη και σήμερα βέβαια, δηλώνει πως δεν ξέρει τι σημαίνει «ελευθερία» αλλά γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει «απελευθέρωση» γιατί «την ένιωσα όταν πέρασα την πόρτα της φυλακής για να επιστρέψω στον έξω κόσμο...Βέβαια και αυτό το “έξω” έχει πολλές φυλακές, που της έχω φτιάξει εγώ. Ο καθένας για τον εαυτό του».
Τις λέξεις όμως «αξιοπρέπεια» και «αλληλεγγύη» τις γνωρίζει πια καλά. «Δεν πίστεψα ποτέ πως είμαι καμιά ανθεκτική, ατρόμητη αγωνίστρια. Έρχεται όμως μια στιγμή που αν και ξέρεις πως θέτεις τη ζωή σου σε κίνδυνο δεν μπορείς πια να κάνεις ούτε ένα βήμα πίσω. Και δεν το κάνεις για λόγους αξιοπρέπειας. Έτσι έγινε και με εμένα. Η αξιοπρέπεια δεν μου επέτρεψε να κάνω ούτε ένα βήμα πίσω και έτσι άντεξα στη φυλακή. Γιατί ήξερα πως από ένα σημείο και μετά το να υποχωρήσεις σημαίνει πως δεν θα μπορέσεις ποτέ ξανά να ζήσεις όπως πριν».
Στον δυτικό Τύπο που δεν μας χωνεύει γιατί είμαστε δυνατοί, δημοσιεύονταν κάτι «περίεργες» ειδήσεις: πόλεις που είχαν προηγουμένως αποκλειστεί χτενίζονταν επί μέρες, άνοιγαν πυρ σε πλήθη που ακολουθούσαν κηδείες, εξαφανίζονταν άνθρωπο, ένα διανοητικά καθυστερημένο παιδί είχε συρθεί δεμένο πίσω από ένα πάντσερ επειδή φορούσε ένα τρίχρωμο βραχιολάκι (σ.σ. τα χρώματα του Κουρδιστάν)
Η «αλληλεγγύη» είναι το δεύτερο πράγμα που έμαθε στη φυλακή και όπως λέει. «Αυτή ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που ένιωσα τέτοιο κύμα αλληλεγγύης, τόσο νοιάξιμο. Περίεργο ε; Να μην βρίσκεις την αλληλεγγύη έξω και να την βρίσκεις στη φυλακή που φτιάχτηκε και λειτουργεί με αποκλειστικό στόχο να σε “τσακίσει”. Και το κελί ξέρεις μπορεί να τσακίσει και τις πιο δυνατές ψυχές. Κάθε μέρα που ξυπνάς έρχεται μια νέα, άγνωστη μάχη. Και πέρα από την αξιοπρέπεια υπάρχει και η αλληλεγγύη που κρατά ζωντανό. Ζωντανό και όρθιο. Χρειάζεσαι τους ανθρώπους, που είναι μέσα και αυτούς που είναι έξω. Περισσότερο από ποτέ. Και έτσι επιβιώνεις. Το πείσμα σου να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου και η αλληλεγγύη, σου χαρίζουν την επιβίωση».
Αυτή η επιβίωση όμως, σηματοδοτεί και πάλι πολύ περισσότερα από όσα πριν όταν είσαι φυλακισμένος. «Όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι αντεπιτίθενται στο σύστημα με το δικό τους τρόπο και μέσα στη φυλακή. Και απαντούν στην επίθεση του συστήματος που θέλει να τους συνθλίψει επιβιώνοντας. Η επιβίωση σε αυτή την περίπτωση είναι άμυνα αλλά και αντεπίθεση. Είναι αντίσταση. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στην Τουρκία έχουν μακρά εμπειρία σε αυτή τη μορφή αντίστασης».
Βέβαια πολλά από όλα αυτά στην αρχή τα κάνεις τελείως διαισθητικά και άλλα τα μαθαίνεις με τη βοήθεια των συγκρατουμένων σου. Έτσι έμαθε και εκείνη. Από την πρώτη μέρα που τρομαγμένη, ανίδεη για όσα την περίμεναν, βρέθηκε στο κελί της απομόνωσης. Εκεί που που όπως λέει ξεχνάς να μιλάς, να περπατάς, να κοιτάζεις. «Τις πρώτες μέρες με είχαν στην απομόνωση. Δεν είχα τίποτα. Μπήκα μόνο με τα ρούχα μου. Τίποτε άλλο δεν επιτρέπεται. Κάποιες φορές σου παίρνουν ακόμη και αυτά. Δεν έχεις τίποτα να φας, να πιεις, ούτε μια πετσέτα, λίγο χαρτί υγείας...Το πιστεύεις; Τίποτα. Ό,τι είχα ανάγκη όμως μου τα πρόσφεραν οι συγκρατούμενοι μου. Αφέθηκα και εκείνοι με βοήθησαν να σταθώ στα πόδια μου». Και ξαφνικά χαμογελάει. Εκείνη τη στιγμή που αφηγείται τις πιο σκοτεινές ώρες της ζωής της. «Έριξαν ένα σκοινί και μου έστειλαν νερό, τσάι, φαγητό, εσώρουχα. Δεν είχα ούτε εσώρουχα να αλλάξω για 18 μέρες...Δυστυχώς βέβαια δεν μου έδωσαν τσιγάρα γιατί κανείς τους δεν κάπνιζε...». Στη συνέχεια πήγε στην πτέρυγα των κρατουμένων και τότε, όπως λέει, την πήραν από κοντά και της εξήγησαν τι πρέπει να κάνει για κρατηθεί ζωντανή. «Το πιο σημαντικό είναι να να πέσεις σε κατάθλιψη: βγες στο προαύλιο, αθλήσου, διάβασε. Υποκρίσου πως η ζωή σου συνεχίζεται όπως πριν. Αυτό είναι το πιο κρίσιμο. Κανείς δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην σκληρή πραγματικότητα της φυλακής μέσα σε μερικές ημέρες. Χρειάζεται χρόνια».
Και βέβαια μέσα στη φυλακή δημιουργούνται πολύ δυνατές φιλίες. Κυρίως, όπως λέει μεταξύ των γυναικών επειδή οι σχέσεις τους έχουν ένα πολύ ισχυρό μητρικό στοιχείο. «Ειδικά όταν μια γυναίκα αρρωσταίνει...Μια άγνωστη μέχρι τότε πηγαίνει και την περιποιείται. Το ίδιο και με τις ηλικιωμένες που πλέον δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Τις περιποιούνται σαν μωρά, τις ταϊζουν, τις πλένουν. Δεν νομίζω πως οι άντρες θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Να το αντέξουν. Και εγώ αναρωτιόμουν “πώς να το κάνω αυτό; Δεν μπορώ”. Αλλά γίνεται. Δεν μπορείς...μέχρι που θα μπορέσεις».
«Ποιος τόπος είναι εδώ, ποιο βασίλειο ποια του κόσμου ακτή;» (Σενέκας). Εδώ είναι ο τόπος της σιωπής μας όπως την ύφαναν οι τελευταίες στιγμές, οι τελευταίες φωνές και κραυγές της ζωής, η ερημιά που μοιραζόμαστε με τους νεκρούς.
Όπως δηλώνει άλλωστε «οι γυναίκες έχουν ένα περίεργο κουράγιο. Μπορεί να μην επιτίθενται αλλά δεν υποχωρούν κιόλας. Γι αυτό και τις θαυμάζω τόσο».
Αν έπρεπε όμως να κρατήσει μια εικόνα, έναν ήχο, μια στιγμή από αυτές τις 136 ημέρες; «Φοβάμαι πως δεν θα είμαι καθόλου πρωτότυπη. Κάθε μέρα βλέπουμε στην τηλεόραση ταινίες για τη ζωή στις φυλακές. Είναι όπως αυτό που βλέπετε να συμβαίνει σε αμερικάνικες ταινίες. Ψηλοί τοίχοι ορθώνονται γύρω σου, τα πάντα είναι από πέτρα, συρματοπλέγματα παντού, στολές, όπλα, όλα γκρίζα. Και πάντα οι κλειδαριές. Ο ήχος του κλειδιού που γυρίζει...Αυτή είναι η εικόνα και ο ήχος από τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις. Μένουν στο μυαλό σου. Και από τη φυλακή να βγεις από αυτή την εικόνα και τον ήχο δεν ξεφεύγεις».
Το χειρότερο όμως είναι πως δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσει όλο αυτό. «Το λέω πάντα. Είναι σαν να βρίσκεται σε έναν έρημο σταθμό, μέσα στο κρύο και να περιμένεις μαζί με άλλους, άγνωστους μέχρι τότε, ένα τρένο που δεν ξέρεις εάν και πότε θα έρθει...».
Το χιούμορ βέβαια σώζει. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια ιστορία με έναν ακόμη σύμβουλο έκδοσης της εφημερίδας που είχε φυλακιστεί πριν από μερικά χρόνια. Τον πήγαν σε πολύ σκληρές ανδρικές φυλακές. Όταν έφτασε οι κρατούμενοι από τα άλλα κελιά άρχισαν να του φωνάζουν. “Καλωσήρθες, τι χρειάζεσαι;” Με το πού έλεγε “ψωμί”, του πέταγαν. “νερό”, του πέταγαν ξανά, “σαπούνι” το ίδιο. Και τότε τους ανακοίνωσε πως αυτό το “σύστημα” θα πρέπει να έχει την κωδική ονομασία “Kurdistan Airways” (σ.σ. η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών κρατουμένων είναι Κούρδοι)». Και η ίδια όμως ανακάλυψε πως διαθέτει ισχυρές δόσεις μαύρου χιούμορ όπως λέει.. «Μια φορά τον μήνα μπαίνουν απροειδοποίητα στα κελιά οι στρατιώτες για έρευνα. Φωνάζουν, πετάνε και αναποδογυρίζουν τα πάντα. Κουνάνε τα όπλα τους. Οι κρατούμενες προσπαθούν να σώσουν ό, τι είναι πιο πολύτιμο γι αυτές. Συνήθως μια φωτογραφία κάποιου αγαπημένου προσώπου. Είναι τρομακτικό. Την πρώτη φορά που ήμουν παρούσα έβαλα τα κλάματα. Τη δεύτερη ήμουν πιο προετοιμασμένη. Τους παρατηρούσα. Έβρεχε και οι μπότες τους ήταν γεμάτες λάσπες. Βρόμισαν το κελί μας...Κάποια στιγμή έφυγαν, και αρχίσαμε όλες να τακτοποιούμε. Ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή. Το ηθικό είναι πεσμένο. Και τότε είπα “ελάτε κορίτσι...που αλλού θα μπορούσαμε να έχουμε 50 άνδρες μέσα στο δωμάτιο μας. Είναι σαν μια σεξουαλική φαντασίωση”...αλλά μάλλον δεν το εκτίμησαν και πολύ. Τα ανέκδοτα περί σεξ δεν είναι εύκολα αποδεκτά. Υπάρχει το ταμπού βλέπεις...».
Μέσα στη φυλακή έγραφε πολύ λίγο. Ξεκίνησε μια ιστορία αλλά έμεινε στη μέση. «Έγραψα όμως την απολογία μου και αυτοί που τη διάβασαν μου είπαν πως είναι ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο...Δυόμιση μήνες μου πήρε. Αυτή την περίοδο νομίζω πως η μεγαλύτερη προσφορά των Τούρκων συγγραφέων στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι οι απολογίες τους. Η μια μετά την άλλη. Και είναι πραγματικά όλα τα κείμενα των συγγραφέων, δημοσιογράφων εξαιρετικά. Ίσως να μπορούσαμε να εκδώσουμε ένα βιβλίο με τις απολογίες αυτές».
Ποιος ξέρει τι με ωθεί και χωρίς να σκεφτώ καν τι ώρα είναι, τηλεφωνώ στη μητέρα μου. Είναι ένας άλλος χρόνος αυτός, ένας χρόνος όπου τα ρολόγια δεν προχωρούν, όπου τίποτα δεν τρεμοπαίζει απ' τη θέση του....Θέλω να ακούσω μια φωνή από μακριά, να πιαστώ απ' αυτή και να σταθώ όρθια μες στο τσαντίρι που μπήκα στη δική μου νύχτα...«Εσύ τι δουλειά έχεις εκεί;» με ρωτά και αναστενάζει
Από όταν αποφυλακίστηκε δεν γράφει πολύ. «Όταν είδα το πρόσωπό μου μετά την αποφυλάκιση είχα τρομάξει. Όσα έζησα ήταν σαν να χαράχτηκαν πάνω του. Δεν πρόκειται να αλλάξει πια. Χαράχτηκαν όμως και μέσα μου. Δεν έχω τη ματιά που είχα πριν. Νιώθω σαν να ήμουν σε αποσύνθεση. Δεν έχω συνέλθει ή δεν έχω ακόμη το θάρρος ή την αυτοπεποίθηση να ξεκινήσω να γράφω ξανά. Ακόμα υποφέρω από αϋπνίες, βλέπω εφιάλτες. Κοιμάμαι στις 5 τα ξημερώματα. Έχω συνέχεια άγχος. Για την υπόθεσή μου στην Τουρκία αλλά και γιατί ξέρω πως όλοι με παρακολουθούν και προσέχουν τι θα πω. Οι τουρκικές αρχές, οι κρατούμενοι, όλοι. Είμαι συνέχεια στο μικροσκόπιο. Σαν να περνάω κάθε μέρα ένα τεστ και φοβάμαι πως όλοι περιμένουν να κάνω ένα λάθος».
Όσο για την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολη, της λείπει κυρίως γιατί, όπως λέει δεν μπορεί να επιστρέψει και ίσως να μην μπορέσει ποτέ εάν καταδικαστεί. Ξέρει όμως πως εάν επέστρεφε, μετά από τρεις μέρες θα αναρωτιόταν γιατί το έκανε. Όσο και να θέλει να κάνει μια βόλτα πλάι στο Βόσπορο και να αντικρίσει ξανά Αγια Σοφια που είναι το αγαπημένο της σημείο στην Πόλη αλλά «Πώς να ζήσεις σε μια χώρα σαν τη Τουρκία; Είναι μεγάλο το ρίσκο. Η επιβίωση δεν είναι εύκολη ούτε έξω από τη φυλακή. Η κατάσταση που επικρατεί δεν είναι παιχνιδάκι. Ακόμη και για έναν tweet μπορεί να κατηγορηθείς. Χιλιάδες νέοι μας είναι στις φυλακές. Τα νιάτα, το μέλλον της χώρας. Οι φοιτητές μας επειδή θέλουν να πουν πως ο Ερντογάν είναι δικτάτορας πάνε φυλακή για 1,5 χρόνο για προσβολή του προέδρου, σύμφωνα με το νέο νόμο. Θέλουν να το πουν να το φωνάξουν και η ηλικία τους τους κάνεις ασυγκράτητους και ατρόμητους. Κανείς δεν μαθαίνει γι αυτούς κανείς δεν θέλει να ασχοληθεί. Υπάρχει φόβος. Ο κόσμος είναι μουδιασμένος. Δεν βλέπουν, δεν ακούν, δεν μιλάνε. Γιατί το τίμημα είναι βαρύ. Αλλά κάποιοι είναι και πολλοί κακομαθημένοι. Υπάρχουν οι αποκαλούμενοι «λευκοί Τούρκοι» (σ.σ. στα μεγάλα αστικά κέντρα της “ευρωπαϊκής” Τουρκίας). Έχουν την καλύτερη μόρφωση, ταξιδεύουν ανά τον κόσμο, νομίζουν πως ξέρουν τα πάντα και δεν ενδιαφέρονται για την φτωχή κούρδισα που της έβαλαν φωτιά και την έκαψαν στο Τσιζρέ της Ανατολικής Τουρκίας».
Πώς να μην νιώθει, όπως λέει, «απογοητευμένη» και συχνά «ηττημένη»; Εξάλλου μεταξύ αυτών που αδιαφορούν είναι οι ίδιοι οι συνάδελφοί της όπως και η συντριπτική πλειοψηφία της διανόησης στην Τουρκία. «Όλοι τους με έχουν απογοητεύσει πολλές φορές. Το έχω πει και θα το λέω: οι διανοούμενοι στην Τουρκία βρίσκονται πολύ κοντά και σε συνεργασία με την εξουσία και το καθεστώς. Τους αρέσει πάρα πολύ η εξουσία. Και βέβαια στην τουρκική κοινωνία και πραγματικότητα, το τι λέει για σένα ο κόσμος, πως σε αντιλαμβάνεται και σε υπολογίζει η κοινή γνώμη έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από την ηθική. Για να υπερασπιστείς την τιμή του άντρα προσβάλλεις πχ μια γυναίκα. Σε θέματα όπως η γενοκτονία των Αρμενίων ή το Κουρδικό επίσης κανείς δεν θέλει να υψώσει πρώτος τη φωνή του. Και εάν το κάνεις θα νιώσεις πολύ μόνος, θα σε αφήσουν εκτεθειμένο όπως συνέβη και σε μένα όταν μίλησα για την Γενοκτονία και για όσα συμβαίνουν στην Ανατολική Τουρκία, στους Κούρδους κρατούμενους κα. Όταν βέβαια η πλάστιγγα γείρει προς την άλλη πλευρά, αλλάζουν και αυτοί στρατόπεδο».
Μάλιστα δεν ξεχνά πως η πλειοψηφία διανοούμενων, συγγραφέων , ποιητών, καλλιτεχνών, που την υπερασπίστηκαν εμπράκτως ήταν κυρίως Ευρωπαίοι αλλά και Κούρδοι πολιτικοί, δικηγόροι, συγγραφείς κα. «Αργότερα υπήρξαν και Τούρκοι αλλά λιγότεροι. Με εξέπληξαν που έρχονταν και κάθονταν έξω από τις φυλακές (σ.σ. στις Βάρδιες Ελευθερίας). Ίσως το έκαναν από τύψεις γιατί ξέρουν πως με είχαν αδικήσει πολύ στο παρελθόν, ή γιατί δεν υπερασπίστηκαν τον Αχμέτ Αλτάν που είχε επίσης φυλακιστεί πριν. Ξαφνικά κάποιοι μάλιστα ανακάλυψαν πως είμαι “μεγάλη συγγραφέας”». Παραδέχεται βέβαια πως πολλοί φοβούνται και αυτό το κατανοεί. Ξέρει όμως πως δεν φοβούνταν μόνο τη φυλακή, αλλά οτι θα χάσουν τη θέση τους, την κρατική επιχορήγηση, την οικονομική επιφάνεια. «Το καταλαβαίνω αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είμαι και θυμωμένη. Έρχονται στιγμές που πρέπει να ρισκάρεις τη βόλεψή σου και αυτή είναι η στιγμή να το κάνουμε. Πρέπει να περάσουμε αυτό το κατώφλι του φόβου. Όλοι θα χάσουμε. Χάνουμε ήδη. Ο ένας μετά τον άλλο. Και πρέπει να σταματήσει».
Βρισκόμαστε ακόμη μια φορά εκεί που «τα λόγια σταματούν»! Σε αυτό ακριβώς το σημείο, αρχίζουμε να αποδίδουμε για άλλη μια φορά στις λέξεις τις χαμένες τους έννοιες, το χαμένο τους νόημα...Ξέρουμε πως μπροστά στον τοίχο της σιωπής, θα κερδίσουμε λέξη τη λέξη, ξανά τη ζωή.
Ο τρόπος βέβαια που μπορεί να γίνει αυτό σε μια δικτατορία που κρύβεται πίσω από τον φερετζέ των εκλογών και της ελεύθερης ψήφου ελέγχοντας με πρωτοφανή τρόπο όλο σύστημα αλλά και την κοινωνική ζωή, δεν είναι εύκολος. Ωστόσο το σίγουρο είναι πως η σιωπή δεν είναι και η λύση. «Το καθεστώς τώρα είναι πιο ύπουλο και απειλητικό. Ναι ψηφίζουμε αλλά δείτε τι γίνεται στη χώρα. Μην ξεχνάμε πως στις εκλογές βρέθηκαν 2,5εκατ ψήφοι χωρίς σφραγίδα. Δεν ήταν “καθαρές” εκλογές...Μερικές φορές σκέφτομαι πως ίσως να προτιμούσα τη Χούντα (σ.σ. πραξικόπημα του 1980). Τότε όλα ήταν ξεκάθαρα Ενήργησε σαν ένα τανκ ισοπεδώνοντας ό,τι θεωρούσε αντιπολίτευση και αντίσταση. Υπήρχε μια μορφή λογικής αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Ήξερες τι αντιμετώπιζες. Τώρα δεν ξέρεις. O κίνδυνος είναι παντού. Στα πιο μικρά πράγματα. Επίσης αν και παράδοξο, η χούντα έλεγε πάντα “δεν ήρθαμε για να μείνουμε. Θέλουμε να προχωρήσουμε τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού και θα αποχωρήσουμε. Θέλουμε να φέρουμε σε πέρας αυτή τη μετάβαση”. Βέβαια πάντα είχαν αυξημένο έλεγχο της πολιτικής ζωής. Αυτή η κυβέρνηση και το καθεστώς όμως λέει πως θέλει να μείνει για πάντα, μόνιμα. Θυμίζει το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ και του ενός κόμματος. Είναι εντυπωσιακό μάλιστα πως ένας από τους στενότερους συμβούλους, που τον έχω μελετήσει πολύ, χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους προπαγάνδας με τον Χίτλερ, τους ίδιους μηχανισμούς καταπίεσης και μάλιστα σε μια κοινωνία που η ηθική και οι αξίες δεν μετράνε. Στην Τουρκία ο δικαστής φυλακίζει κάποιον επειδή ενοχλεί το κράτος. Επειδή το θέλει κάποιος. Στην Τουρκία είναι πολύ δύσκολο να βρεις έναν τέτοιο δικαστή. Και εάν υπήρχαν τώρα είναι σίγουρα φυλακή. Ο φασισμός στην Τουρκία ξεκινά από την κορυφή και έχει διαποτίσει όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Στο σχολείο, στη δουλειά, στην οικογένεια όπου ο πιο δυνατός καταπιέζει τον πιο αδύναμο, με τα λεφτά του, με τη γροθιά του, με το πέος του. Η δύναμη του καταπιεστή αυτή την περίοδο μοιάζει να είναι απόλυτη».
Η Ασλί την ένιωσε από πρώτο χέρι. Όχι μόνο τώρα, στα χρόνια του Ερντογάν και με τη φυλάκιση της. Τα παιδικά της χρόνια είναι μια παραστατική αφήγηση της κατάστασης που επικρατεί στην τουρκική κοινωνία και εκείνη, ένα κοριτσάκι 4-5 ετών που είχε ήδη μάθει και να διαβάσει μόνο του, που παρατηρούσε τα πάντα γύρω του, το κατάλαβε πολύ γρήγορα. «Είχα μία βίαιη παιδική ηλικία. Ο πατέρας μου είχε βίαιες τάσεις. Δεν έχω καμία επαφή μαζί του. Όταν ήμουν πέντε χρονών οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι…Μετά τη βία του φύλου η βία του κράτους. Εξελίχθηκα πνευματικά αλλά παράλληλα αποτραβήχτηκα από οτιδήποτε άλλο. Στροφή προς τα μέσα. Μετά σπούδασα, διάβαζα περισσότερο διεθνή λογοτεχνία και όχι τουρκική, έζησα αρκετά στο εξωτερικό. Η φυγή και η αποστασιωποίηση ίσως να ήταν η αντίδραση μου στη βία και έτσι έμεινα κατά κάποιο τρόπο ανάπηρη, ανίκανη να δεθώ με το περιβάλλον μου. Είμαι καταδικασμένη να νιώθω παντού ξένη. Δεν ξέρω γιατί. Δύσκολο να το εξηγήσω».
Ναι αλλά πως ένας άνθρωπος που αισθάνεται πως αδυνατεί να έρθει σε επαφή, να αισθανθεί πως συνδέεται με τους γύρω του, ρισκάρει τη ζωή του για τους άλλους;
«Εάν δεν ανήκεις πουθενά και δεν σου ανήκει τίποτα και κανείς το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να συνδέεσαι με όλους και όλα. Όταν δεν δένεσαι με το α, το β ή το γ έρχεσαι σε επαφή με τον άνθρωπο. Την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό αναζητάς. Εκεί εστιάζεις και αφιερώνεσαι. Εκεί είναι η απάντηση σε όλα. Για τον άθρωπο θέλω να μιλήσω και αυτόν θέλω να υπερασπιστώ δίνοντας του φωνή».
*Αποσπάσματα από άρθρα της Ασλί Ερντογάν στην τουρκική εφημερίδα Οζκύλ Γκιουντέμ, όπως δημοσιεύονται στο βιβλίο ”Μήτε η σιωπή είναι πια δική σου”. Μετάφραση Ανθή Καρρά, εκδόσεις ”Ποταμός”.
PLUS:
PLUS:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου