Τι τρέχει λοιπόν με τη Deutsche Bank; | της Νατάσας Στασινού*
Ο μεγαλύτερος χρηματοπιστωτικός οργανισμός της Γερμανίας και κορυφαία επενδυτική τράπεζα της Ευρώπης, η Deutsche Bank, δέχεται εδώ και έναν χρόνο σφυροκόπημα από τις αγορές. Η μετοχή της κινείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, η χρηματιστηριακή της αξία της έχει συρρικνωθεί στο μισό και οι ανησυχίες περί κατάρρευσης ή κρατικής σανίδας σωτηρίας έχουν φουντώσει μετά και την απόφαση του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης να απαιτήσει 14 δισ. δολάρια για υπόθεση πώλησης τοξικών χρεογράφων. Δεκάδες τα δημοσιεύματα και οι αναλύσεις στον ελληνικό και διεθνή Τύπο, ακόμη περισσότερα τα σενάρια τρόμου και τα σχόλια χαιρεκακίας στα social media. Βρισκόμαστε τελικά μπροστά σε μία νέα Lehman Brothers; Tι από όσα ακούγονται έχουν βάση και τι κινούνται στη σφαίρα της υπερβολής;
Πώς φτάσαμε εδώ;
Η Deutsche Bank αντιμετωπίζει εν πολλοίς τα προβλήματα, που καλούνται αντιμετωπίσουν όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Ο συνδυασμός επίμονα αναιμικής ανάπτυξης και μηδενικών (ή και αρνητικών) επιτοκίων δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια κέρδους από τις χορηγήσεις δανείων. Τα δάνεια προς ναυτιλιακές και ενεργειακές επιχειρήσεις «σκάνε», ενώ η έκθεση σε αγορές εμπορευμάτων ύστερα από μία μεγάλη περίοδο πτώσης των τιμών «καίει». Πιέσεις ασκεί και η προσπάθεια για περιορισμό των δραστηριοτήτων επενδυτικής τραπεζικής, με στόχο να μειωθεί η έκθεση στο ρίσκο, αλλά και να ενισχυθεί η κεφαλαιακή επάρκεια. Στην περίπτωση του γερμανικού κολοσσού, ωστόσο, υπάρχει ένα πρόσθετο αγκάθι- για το οποίο ευθύνεται αποκλειστικά ο ίδιος: οι δαπανηρές νομικές περιπέτειες, απόρροια πολύκροτων σκανδάλων.
Σε πόσα σκάνδαλα χωράει μία τράπεζα;
Μάλλον σε περισσότερα από όσα θα περίμενε κανείς. Η Deutsche Bank έχει εμπλακεί τόσο σε γερμανικό έδαφος όσο και διεθνώς σε πολυάριθμες έρευνες για διαφθορά, ξέπλυμα χρήματος, απάτη σε βάρος του δημοσίου, χειραγώγηση των αγορών και εξαπάτηση επενδυτών. Στη Γερμανία βρέθηκε μεταξύ άλλων στο στόχαστρο γιαπλαστά πιστοποιητικά, που αφορούν δικαιώματα εκπομπής ρυπογόνων αερίων, ενώ οι δύο πρώην επικεφαλής της, Γιούργκεν Φίτσεν και Άνσου Γιάιν, κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για την πτώχευση του ομίλου μέσων ενημέρωσης Kirch. Στις διεθνείς υποθέσεις ξεχωρίζει ο ρόλος της στη χειραγώγηση του διατραπεζικού επιτοκίου Libor, μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις εξαπάτησης επενδυτών.
Η γερμανική τράπεζα έχει ήδη καταβάλει περισσότερα από 9 δισ. δολάρια (περίπου 8 δισ. ευρώ) σε πρόστιμα και νομικούς διακανονισμούς την τελευταία οκταετία, ενώ στα τέλη του 2015 έβαλε στην άκρη 5,5 δισ. ευρώ για νέα πιθανά νομικά έξοδα. Αυτά δεν φτάνουν, όπως φαίνεται να καλύψουν τον επιδιωκόμενο διακανονισμό στις ΗΠΑ, αλλά και ακόμη ένα σκάνδαλο, που εκκρεμεί στη Ρωσία -μία χώρα, στην οποία διαθέτει παρουσία από το 1881!
Στις ΗΠΑ, όπου στην περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης είχε λάβει άκρως γενναιόδωρη κρατική στήριξη, η Deutsche Bank κατηγορείται για την πώληση τοξικών τιτλοποιημένων δανείων. Στη Ρωσία η ίδια η τράπεζα ανακάλυψε ύποπτες συναλλαγές της τάξης των 10 δισ. δολαρίων, οι οποίες ενδεχομένως να σχετίζονται με ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Η τοπική θυγατρική της φέρεται να βοήθησε πελάτες ναμεταφέρουν παρανόμως χρήματα εκτός χώρας.
Γιατί είναι τόσο σημαντική;
Ιδρυθείσα το 1870, απασχολεί περί τους 100.000 εργαζομένους σε επτά χώρες. Όταν συστήθηκε στόχος ήταν να διευκολύνει το εμπόριο ανάμεσα στη Γερμανία και τις άλλες χώρες. Πολύ σύντομα δημιούργησε δεσμούς σε κορυφαία οικονομικό κέντρα από το Λονδίνο έως τη Σαγκάη και το Μπουένος Άιρες. Είναι λοιπόν ιστορική τράπεζα. Αλλά δεν είναι αυτό, που μας ενδιαφέρει.
Με ενεργητικό 1.8 τρισ. ευρώ είναι ένας οργανισμός με μέγεθος, που αντιστοιχεί στο ήμισυ σχεδόν της γερμανικής οικονομίας. Είναι επίσης ένας επενδυτικός γίγαντας (αν και φέτος υποχώρησε στην έκτη θέση διεθνώς στην επενδυτική τραπεζική, όταν τα προηγούμενα χρόνια ήταν σταθερά στην πρώτη τριάδα). Η ακαθάριστη ονομαστικήέκθεσή της σε παράγωγα είναι 46 τρισ. ευρώ, ενώ η έκθεσή της σε κρατικό χρέος, αν και έχει μειωθεί αισθητά, εξακολουθεί να υπερβαίνει τα 9 τρισ. ευρώ (ναι, σωστά διαβάσατε, τρισ.!).
Στα τελευταία stress test της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής πέρασε μεν, με χαμηλό βαθμό δε, γεγονός που σημαίνει ότι χρειάζεται να ενισχύσει περισσότερο την κεφαλαιακή βάση της. Συνδέεται επίσης (είτε μέσω δανεισμού, είτε μέσω συνεργασιών) με 28 μεγάλες τράπεζες ανά τον κόσμο. Για αυτό και σε έκθεσή του τον περασμένο Ιούνιο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την προσδιόρισε ως τον κορυφαίο συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό τομέα.
Έχουμε μία νέα υπόθεση Lehman Brothers;
Η κεφαλαιοποίησή της έχει συρρικνωθεί περίπου 50% από τις αρχές του έτους, με αποτέλεσμα να εμφανίζει ένα «έλλειμμα αξιοπιστίας» 37 δισ. ευρώ. Τόση είναι η διαφορά μεταξύ των ενσώματων παγίων στον ισολογισμό της και τη χρηματιστηριακή αξία της. Οι πρόσφατες πληροφορίες, που ήθελαν hedge funds να αποσύρουν κεφάλαια και εγγυήσεις από την DB ξύπνησαν πράγματι μνήμες από την εποχή της Lehman Brothers. H τελευταία κατέρρευσε ξεμένοντας από ρευστό και ρευστοποιήσιμο ενεργητικό, όταν πελάτες και εταίροι της άρχισαν να τρέχουν προς την πόρτα της εξόδου.
Η Deutsche Bank δεν είναι Lehman. H αμερικανική επενδυτική τράπεζα ήταν πολύ πιο εξαρτημένη για τη χρηματοδότησή της από την αγορά repo και τα hedge funds. Η γερμανική εμφανίζει ρευστότητα 223 δισ. ευρώ, η οποία αντιστοιχεί στο 12% του ενεργητικού της. Συνολικά στον ισολογισμό των 992 δισ. ευρώ, η συμβολή των hedge funds είναι μόλις 33 δισ. ευρώ. Έναν μήνα πριν από την κατάρρευσή της η Lehman διέθετε αντιθέτως ρευστότητα μόλις 45 δισ. δολαρίων.
Είναι η στάση των αμερικανικών αρχών «εκδικητική»;
Η απαίτηση των 14 δισ. δολαρίων είναι πολύ υψηλότερη των αρχικών εκτιμήσεων, που ήθελαν η Deutsche Bank να κλείνει την υπόθεση με ένα πρόστιμο ύψους της τάξης των 2 – 2,5 δισ. ευρώ. Ευλόγως σκέφτηκαν πολλοί ότι αυτή ήταν η απάντηση των Αμερικανών στο πρόστιμο ύψους 13 δισ. ευρώ, που επέβαλε η Κομισιόν στην Apple, αλλά και ένα σκληρό «μήνυμα» σε μία τράπεζα, η οποία έλαβε χείρα βοηθείας από το αμερικανικό δημόσιο, αλλά δεν «συμμορφώθηκε». Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι τα παραπάνω διαδραμάτισαν ρόλο στην απόφαση. Ωστόσο τα 14 δισ. δολάρια είναι το σημείο εκκίνησης μίας διαπραγμάτευσης, που μπορεί να οδηγήσει σε αρκετά χαμηλότερο πρόστιμο. Αναλυτές υπολογίζουν ότι ο πέλεκυς θα είναι τελικά μεταξύ 4 και 8 δισ. δολαρίων.
Η γερμανική τράπεζα δεν είναι ο πρώτος οργανισμός που μπαίνει στο στόχαστρο για το ρόλο του στη χρηματοπιστωτική κρίση. Οι μεγάλοι της Wall Street έχουν επίσης κληθεί να πληρώσουν. Tο 2014 η Bank of America κατέβαλε το ποσό- ρεκόρ των 17 δισ. δολαρίων για να ρυθμίσει παρόμοια υπόθεση πώλησης τιτλοποιημένων δανείων. Τον ίδιο χρόνο το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης είχε απαιτήσει από τη Citigroup 12 δισ. δολάρια, αλλά το τελικό πρόστιμο, στο οποίο οδήγησε ο διακανονισμός, ήταν 7 δισ. δολάρια (περίπου 6,3 δισ. ευρώ). Η Goldman Sachs συμφώνησε μόλις τον περασμένο Απρίλιο να καταβάλει το ποσό των 5,06 δισ. δολαρίων σε υπόθεση παραπλάνησης επενδυτών, ενώ για την Morgan Stanley ο πέλεκυς περιορίστηκε στα 2,6 δις. δολάρια.
Ποια είναι η στάση του Βερολίνου;
Η γερμανική κυβέρνηση θεωρείται σχεδόν αδύνατο να οδηγηθεί σε ένα bail out, όπως αυτά που ζήσαμε στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Πολιτικά θα ήταν καταστροφικό να επιβαρύνει τους φορολογούμενους πολίτες για τη διάσωση μίας τράπεζας, η οποία έχει μάλιστα αποκτήσει τόσο κακή φήμη. Επιπλέον το Βερολίνο πρωτοστάτησε στην υιοθέτηση των κανόνων του bail in, που πλέον ισχύουν για όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης και οι οποίοι προβλέπουν επιβάρυνση ομολογιούχων, αλλά και ανασφάλιστων καταθετών. Και ένα bail in, όμως, θα πυροδοτούσε αναταράξεις τόσο στις αγορές όσο και στην πραγματική οικονομία. Το μήνυμα λοιπόν, που στέλνει, το Βερολίνο είναι σαφές: η Deutsche Bank πρέπει να σταθεί στα πόδια της.
Τι μέλλει γενέσθαι
Ανεξάρτητα από το τελικό ύψος του αμερικανικού προστίμου, η Deutsche Bank θα πρέπει να προβεί τόσο σε αλλαγές στο προβληματικό, όπως χαρακτηρίζεται, επιχειρησιακό μοντέλο όσο και σε κινήσεις, που θα της προσφέρουν άμεσα κεφάλαια. Ήδη έχει προβεί στη πώληση ενεργητικού (όπως για παράδειγμα τις βρετανικές ασφαλιστικές δραστηριότητές της), ενώ έχει αντλήσει την τελευταία εβδομάδα 4,5 δισ. δολάρια από την πώληση ομολόγων. Αναπόφευκτη θεωρείται και η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Τόσο το Κατάρ, εκ των μεγαλύτερων μετόχων της, όσο και μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις εμφανίζονται έτοιμες να τη στηρίξουν σε μία τέτοια κίνηση.
*Η Νατάσα Στασινού είναι δημοσιογράφος του διεθνούς οικονομικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα Ναυτεμπορική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου