Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

28 Οκτωβρίου 1940: Η άλλη πλευρά

 28 Οκτωβρίου 1940: Η άλλη πλευρά


Η28 Οκτωβρίου σηματοδοτεί την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και την είσοδο της Ελλάδος στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που σάρωνε την Ευρώπη από το Σεπτέμβριο του 1939.

Επίσης αποτελεί σταθμό στην ελληνική ιστορία γιατί η απρόκλητη ιταλική επίθεση κατά εδαφικής ακεραιότητας της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας αντιμετωπίσθηκε από την Ελλάδα μόνο με ίδιες δυνάμεις, μέσα σε ένα πρωτοφανές πνεύμα εθνικής ομοψυχίας, υψηλού φρονήματος, ενθουσιασμού το οποίο διαπερνούσε κάθε Έλληνα από τον απλό πολίτη και μαχητή της Πίνδου, μέχρι την ανώτατη ηγεσία της Χώρας.

Η ημέρα αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία γιατί στον επιθετικό ρεβιζιονισμό του Άξονα, στον όποιο έχει υποκύψει το σύνολο σχεδόν της Ευρώπης και ανθίστατο μόνον η Μ. Βρετανία, προστέθηκε και η Ελλάδα.

Ό,τι και να γραφεί για το μέγεθος του ελληνικού εγχειρήματος είναι μικρό μπροστά στη μεγαλειώδη προσπάθεια. Το στεφάνι ανήκει πάντοτε τον νικητή, πόσο δε μάλλον όταν αυτός είναι η Πατρίδα σου, ωστόσο δεν πρέπει να αφήνουμε έξω από τη μελέτη μας τον αντίπαλο, την άλλη πλευρά, κάτι που συνήθως συμβαίνει, ώστε να τον οριοθετήσουμε στις πραγματικές του διαστάσεις και να έχουμε προ οφθαλμών όλες τις παραμέτρους του πολέμου. 

 Την 7 Απριλίου 1939, η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία. Η Βρετανία και η Γαλλία αφού έκριναν ανεπαρκείς τις ιταλικές εξηγήσεις προχώρησαν στις 13 Απριλίου 1939 σε εγγυήσεις για την ανεξαρτησία και ακεραιότητα της Ελλάδος και της Ρουμανίας, οι οποίες ωστόσο ήταν μάλλον ρητορικές παρά ουσιαστικές.

Αναμφισβήτητα η ιταλική παρουσία στην Αλβανία ανέτρεψε την ισορροπία ισχύος που είχε διαμορφωθεί στη Βαλκανική, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική Εκστρατεία και άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Η Ελλάδα βρέθηκε ενώπιον ενός στρατηγικού προβλήματος, το οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσει.

Γιατί βρέθηκε η Ιταλία στην Αλβανία; 

 1. Οι στρατηγικές επιδιώξεις. Το Ιταλικό βασίλειο μετά τη συγκρότησή του απέβλεπε στην κυριαρχία της Μεσογείου και την επέκταση της επιρροής του σε ζωτικούς χώρους της Βαλκανικής.

Η στρατηγική της φασιστικής Ιταλίας απεικονίζεται στο όραμα του Μουσσολίνι, όπως αυτό παρουσιάσθηκε την 4 Φεβρουαρίου 1939, στο Μέγα Φασιστικό Συμβούλιο και συνιστούσε μια ιταλική εκδοχή του «ζωτικού χώρου».

Σύμφωνα με αυτό, η κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας στη Μεσόγειο Θάλασσα, είχε μετατρέψει την Ιταλία ουσιαστικά σε ηπειρωτική χώρα καθώς εμπόδιζε την πρόσβασή της στους ωκεανούς και κατ’ επέκταση στην ευμάρεια, ελέγχοντας τα Στενά του Γιβραλτάρ δυτικά και τη διώρυγα του Σουέζ ανατολικά.

Περικυκλωμένη από εχθρικές χώρες και στερημένη προοπτικών επεκτάσεως η Ιταλία ήταν ένας «φυλακισμένος της Μεσογείου». Συνεπώς καθήκον της ιταλικής πολιτικής ήταν να μετατρέψει τη Μεσόγειο σε «ιταλική λίμνη», να «σπάσει τα κάγκελα της φυλακής» και να «προελάσει στον ωκεανό». Στην προέλαση αυτή όμως είτε προς τον Ινδικό, είτε προς τον Ατλαντικό, «θα έλθουμε αντιμέτωποι με την αγγλο-γαλλική αντίσταση». 

 2. Η αναθεωρητική πολιτική. Η Ιταλία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αφού άλλαξε στρατόπεδο από τις κεντρικές αυτοκρατορίες, στις δυτικές δυνάμεις, δεν έμεινε ικανοποιημένη από τις εδαφικές διευθετήσεις που προέκυψαν. Κατόπιν αυτού προσανατολίσθηκε προς τις αναθεωρητικές δυνάμεις και την 1 Νοεμβρίου 1936, με τη Γερμανία ανακοίνωσαν τη δημιουργία του Άξονα Ρώμης-Βερολίνου. 

 3. Προς διασκέδαση των αρνητικών εντυπώσεων για την Ιταλία αλλά και τον ίδιο το Μουσσολίνι. Ο Μουσσολίνι ενώ διακήρυττε την παραπάνω στρατηγική, παρέμενε συμπαραστάτης αλλά βασικά παρατηρητής του γερμανικού αναθεωρητικού επεκτατισμού, όπως αυτός εκδηλωνόταν, με την επαναστρατικοποίηση της Ρηνανίας (Μάρτιος 1936), την ένταξη της Αυστρίας στην τροχιά της Γερμανίας (Ιούλιος 1936), την προσάρτηση της Αυστρίας (Μάρτιος 1938), τον κατατεμαχισμό και κατάληψη τσεχοσλοβακικών εδαφών μετά τη Συμφωνία του Μονάχου (29 Σεπτεμβρίου 1938), και την κατάληψη των εναπομεινάντων εδαφών της Τσεχοσλοβακίας (15 Μαρτίου 1939), ενώ αυτός παρέμενε αδρανής. 

 Στις αρχές της ανοίξεως 1939 ο Μουσσολίνι εξέθεσε στον Χίτλερ τα σχέδιά του για την κατάκτησης της Βαλκανικής. Καθώς ο Χίτλερ απέβλεπε στην κατάκτηση της Ευρώπης, αναγνώρισε ως σφαίρα ιταλικής επιρροής τη Μεσόγειο. 

 Οι βρετανικές εγγυήσεις προς την Ελλάδα και τη Ρουμανία ώθησαν την Ιταλία πλησιέστερα προς τη Γερμανία μέσω της υπογραφής του Χαλύβδινου Σύμφωνου, την 22 Μαΐου 1939.

Οι δύο χώρες υποσχέθηκαν αμοιβαία στρατιωτική υποστήριξη και συμπαράσταση σε περίπτωση που κάποια από αυτές εμπλεκόταν σε πόλεμο. Η Ιταλία δεσμεύτηκε να υποστηρίξει τη Γερμανία, άνευ όρων, ακόμη και σε ένα πόλεμο που θα προκαλείτο εξολοκλήρου από τη Γερμανία. Αυτό αποδείχθηκε τραγικό στρατηγικό σφάλμα.

Ο Μουσσολίνι θα δήλωνε στο Χίτλερ αργότερα ότι υπέγραψε υπολογίζοντας ότι δεν θα εξαπολυόταν πόλεμος πριν το 1943, οπότε θα είχαν ολοκληρωθεί και οι ιταλικές προετοιμασίες. Την επομένη της υπογραφής του Χαλύβδινου Σύμφωνου, ο Χίτλερ διέταξε τους στρατηγούς του να ετοιμασθούν για πόλεμο εναντίον της Πολωνίας. Η Ιταλία αμφιταλαντεύθηκε για τη συμμετοχή της στον πόλεμο.

Προκειμένου να αποφύγει τις απορρέουσες υποχρεώσεις εκ του Συμφώνου, συνέταξε προς τη Γερμανία έναν υπερβολικό κατάλογο με στρατιωτικό υλικό και πρώτες ύλες, άμεσα παραδοτέα, τα οποία όπως ήταν φυσικό ήταν αδύνατο να παρασχεθούν. Ο Χίτλερ, έδειξε κατανόηση της θέσεως και της καταστάσεως της Ιταλίας και ζήτησε μόνο τη συνέχιση της φιλικής της στάσεως. 

 Τον Σεπτέμβριο 1939, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας μετά την εισβολή της στην Πολωνία. Ο Μουσσολίνι επέλεξε το ρόλο του «μη εμπόλεμου», λιγότερο ταπεινωτικό από αυτόν του «ουδετέρου», ενώπιoν της επεκτατικής φρενίτιδας του Χίτλερ, Πολωνία, Δανία, Νορβηγία, Κάτω Χώρες, Γαλλία, αναμένοντας την επαύξηση της οικονομικής και στρατιωτικής του ισχύος.

 Τις παραμονές της γερμανικής επιθέσεως εναντίον των Κάτω Χωρών και της Γαλλίας, ο Μουσσολίνι συναντήθηκε με τον Χίτλερ και τον διαβεβαίωσε ότι θα έμπαινε στον πόλεμο, στο πλευρό του, επεμβαίνοντας την κατάλληλη στιγμή. Δηλαδή «όταν η Γερμανία θα είχε προελαύσει νικηφόρα» και δεν θα έχανε την ευκαιρία αν οι Σύμμαχοι είχαν συντριβεί, να καταφέρει ένα δεύτερο τελειωτικό κτύπημα.

Σε περίπτωση που η προέλαση των γερμανικών δυνάμεων ήταν αργή, θα τηρούσε στάση αναμονής και θα επέλεγε το χρόνο της ιταλικής επεμβάσεως, έτσι ώστε αυτή να έχει τη μεγίστη χρησιμότητα για τη Γερμανία. 

Η Ιταλία ακολούθησε αυτή τη στρατηγική, για τους εξής λόγους:

1. Έλλειψη στρατιωτικής ετοιμότητας: Οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, είχαν ανεπαρκή ηγεσία, κακό συντονισμό, τραγική γραφειοκρατία, ελλιπή και ξεπερασμένο εξοπλισμό, ιδίως ο στρατός και ανεπαρκή προπαρασκευή για εμπλοκή σε πολεμικές επιχειρήσεις. Τον Σεπτέμβριο 1939, μόνο 10 από τις 67 Μεραρχίες ήταν ετοιμοπόλεμες. Ο στρατός και το ναυτικό δεν θα ήταν έτοιμοι πριν το 1943-44, ενώ η αεροπορία πριν από τα μέσα του 1941. Το 1940 έλαβε χώρα αποστράτευση εφέδρων για οικονομικούς λόγους (μείωση του στρατού 1.100.000 κατά 600.000).

 2. Οικονομική δυσπραγία. Η οικονομία της Ιταλίας ήταν κλονισμένη, σχεδόν χρεοκοπημένη, με περιορισμένες αμυντικές επενδύσεις και αδυναμία χρηματοδοτήσεως μακροχρόνιων επιχειρήσεων. 

 3. Δομή της εξουσίας. Ο φασισμός στην Ιταλία σε αντίθεση με το απολυταρχικό πρότυπο της ναζιστικής Γερμανίας βασιζόταν σε «ένα καρτέλ εξουσίας». Η κατάληψη της εξουσία από τον Μουσσολίνι, στην «Πορεία προς τη Ρώμη» το 1922, ήταν ένας φασιστικός μύθος. Στην πραγματικότητα η εξουσία του είχε δοθεί σε μια συμφωνία με τις εθνικές – συντηρητικές ελίτ εξουσίας. Επρόκειτο για μια «πολιτική δικτατορία που προΐστατο ενός ημι-πλουραλιστικού θεσμικού συστήματος». Οι μεγάλες επιχειρήσεις, η Καθολική Εκκλησία, η κρατική γραφειοκρατία, ο Βασιλιάς και η στρατιωτική ηγεσία διατηρούσαν ένα βαθμό ανεξαρτησίας από το φασιστικό έλεγχο. 

 4. Η απουσία ευρείας λαϊκής υποστηρίξεως προς τη συμμαχία με τη Γερμανία

Λήψη Αποφάσεως Επιθέσεως εναντίον της Ελλάδος

 Τελικά η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο την 10 Ιουνίου 1940 εναντίον της Βρετανίας και της καταρρέουσας Γαλλίας, προκειμένου να αρπάξει λίγα από τα λάφυρα της νίκης. Μετά την υπογραφή ανακωχής στις 22 Ιουνίου 1940 μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας και την 24 Ιουνίου 1940 μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας, η Ιταλία αρχίζει να παρουσιάζεται περισσότερο απειλητική προς την Ελλάδα.

 Τον Ιούλιο 1940, Ο Μουσολίνι ενημέρωσε τον Χίτλερ για απόβαση στα Ιόνια νησιά και διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας (Κροατία). Ο Χίτλερ εμπεπλεγμένος με την υπόθεση της αποβάσεως στη Βρετανία του ζητά να τηρηθεί, όπως έχουν συμφωνήσει, εκτός της συρράξεως η περιοχή του Δουνάβεως και της Βαλκανικής.

 Ο Μουσσολίνι, ωστόσο δεν εγκατέλειψε τα σχέδια εναντίον της Ελλάδος. Την 13 Αυγούστου 1940, κάλεσε επειγόντως τον Τζακομίνι (Πολιτικός Διοικητής Αλβανίας) και τον Πράσκα (Στρατιωτικός Διοικητής Αλβανίας) να παρουσιασθούν στη Ρώμη.

Ο Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο, τους ενημερώσε ότι ο Μουσολίνι επιθυμεί για πολιτικούς λόγους να καταλάβει την «Τσαμουριά». Την επομένη ο ίδιος ο Μουσολίνι ζήτησε να μάθει αν ο Πράσκα δύναται να καταλάβει αιφνιδιαστικά την Ήπειρο. Αυτός του απάντησε ότι επειδή οι κύριες δυνάμεις ήταν προσανατολισμένες προς τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα απαιτείται χρόνος περίπου 15 ημερών για αναδιάταξη και προώθηση ενισχύσεων. Οπότε ο ενωρίτερος χρόνος ενεργείας ήταν η 1 Σεπτεμβρίου. Ο Μουσσολίνι, απογοητεύθηκε και διέκοψε την ακρόαση. Ο Πράσκα στη συνέχεια επισκέφθηκε το Γενικό Επιτελείο και ανέφερε τα συμβάντα, αιφνιδιάζοντας τους πάντες καθώς δεν γνώριζαν τίποτε για τις προθέσεις του Μουσσολίνι. Επειδή διέρρευσε η ιταλική πρόθεση, την 16 Αυγούστου, ο Γερμανός ακόλουθος αμύνης στη Ρώμη, Στρατηγός Φον Ρίντελεν, επισκέφθηκε το Γενικό Επιτελείο και δήλωσε με τον κατηγορηματικότερο τρόπο ότι η Γερμανία αντιτίθεται προς το παρόν προς κάθε επέμβαση στη Βαλκανική. Τα ίδια τονίσθηκαν από τον Υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Ρίμπεντροπ προς τον Ιταλό πρεσβευτή στο Βερολίνο την επομένη. Οπότε η επίθεση αναβλήθηκε. 

 Στη συνέχεια αυτών σχεδιάσθηκε από το Γενικό Επιτελείο η αποστολή ενισχύσεων τριών Μεραρχιών στην Αλβανία. Οι κατευθύνσεις σχεδιάσεως του Γενικού Επιτελείου προς τον Πράσκα ήταν προς αντιμετώπιση τριών σεναρίων: 

  1. Επίθεση κατά της Ελλάδος προς κατάληψη της Ηπείρου και πιθανή κατάληψη της Κέρκυρας και Ιονίων νήσων, με δυνάμεις εξ Ιταλίας και κάλυψη προς τη Γιουγκοσλαβία.
  2. Επίθεση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και κάλυψη προς την Ελλάδα.
  3. Άμυνα επί των δύο μετώπων

 Με βάση αυτά συντάχθηκε το Σχέδιο Επιχειρήσεων εναντίον της Ελλάδος με την ονομασία «EMMERGENZA G» 

 Οι Ιταλοί παράλληλα δραστηριοποιούνταν επιχειρησιακά και στη Β. Αφρική εναντίον των Βρετανών. Από την κατεχόμενη Λιβύη κινούνται πολύ διστακτικά παρά τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή έναντι των Βρετανικών δυνάμεων της Αιγύπτου, από τις 13 Σεπτεμβρίου 1940 και προωθήθηκαν περίπου 100 χλμ. ανατολικότερα των συνόρων, φθάνοντας στο Σίντι Μπαράνι, με προοπτική να κινηθούν προς τη Μάρσα Ματρούχ, την πλέον προκεχωρημένη βρετανική θέση.

 Ο Μουσσολίνι εξαγριώθηκε από την πρόσκληση της Ρουμανίας (7 Οκτωβρίου 1940) να εισέλθουν γερμανικά στρατεύματα, προς προστασία των πετρελαιοπηγών από ενδεχόμενη αγγλική δραστηριότητα, καθώς θεωρούσε ότι αυτή ανήκε στην ιταλική σφαίρα επιρροής.

Έτσι στις 12 Οκτωβρίου 1940 αποφάσισε οριστικά να επιτεθεί στην Ελλάδα. Είπε στον Τσιάνο: «Ο Χίτλερ πάντα με φέρνει αντιμέτωπο με τετελεσμένα γεγονότα. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο θα αποκατασταθεί η ισορροπία».

Φυσικά δεν είχε προηγηθεί καμία συνεννόηση με την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ ο Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο, πίστευε ότι η στρατιωτική επιχείρηση θα ήταν «εύκολη και χρήσιμη». 

 Την επομένη, 13 Οκτωβρίου, ο Μουσσολίνι ενημέρωσε τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατηγό Μπαντόλιο, για την απόφαση του να επιτεθεί στην Ελλάδα, που είχε λάβει μονομερώς. Επίσης όρισε ως ημερομηνία ενάρξεως των επιχειρήσεων την 26 Οκτωβρίου.

Ο Μπαντόλιο φαίνεται ότι δεν προέβαλε αντίρρηση ούτε ζήτησε περισσότερες λεπτομέρειες για την επιχείρηση. Την 14 Οκτωβρίου, ο Μουσσολίνι ενημέρωσε τον Μπαντόλιο και τον Υπαρχηγό του Επιτελείου Στρατηγό Ροάττα ότι «η επιχείρηση εναντίον της Ελλάδος δε θα περιοριστεί στην «Τσαμουριά», αλλά θα συμπεριλάβει ολόκληρη τη Χώρα, η οποία μακροπρόθεσμα μπορεί να αποδειχθεί μπελάς».

Τα σχέδια του Στρατού για ενδεχόμενη επίθεση κατά της Ελλάδος προέβλεπαν μόνο την κατάληψη της Ηπείρου. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ροάττα μάθαινε ότι ο σχεδιασμός είχε αλλάξει και επισήμανε ότι μια επίθεση που θα έφτανε μέχρι τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα απαιτούσε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις, τις οποίες εκτιμούσε σε 20 μεραρχίες και απαιτούμενο χρόνο συγκεντρώσεως περίπου τρείς μήνες.

 Την 15 Οκτώβριου 1940 και ώρα 1100, έλαβε χώρα η τελική σύσκεψη, στο γραφείο του Μουσσολίνι, με την παρουσία και της ιταλικής στρατιωτικής ηγεσίας.

Ο Μουσσολίνι ξεκίνησε σκιαγραφώντας τους αντικειμενικούς σκοπούς της επιχειρήσεως, κατάληψη της Ηπείρου και των νησιών Ζακύνθου Κεφαλονιάς και Κέρκυρας σε πρώτη φάση και σε δεύτερη κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας. Ημερομηνία ενάρξεως των επιχειρήσεων η 26 Οκτώβριου, χωρίς ιδέα αναβολής.

Πίστευε ότι δεν θα ανέκυπταν επιπλοκές από τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία, ενώ σχεδίαζε να εντάξει στο παιχνίδι και τη Βουλγαρία, προσφέροντάς της εδάφη στη Μακεδονία.

Ο κυβερνήτης της Αλβανίας Τζιακομίνι, δήλωσε ότι η επιχείρηση αναμενόταν με ανυπομονησία, ανέφερε ενδεχόμενες δυσκολίες εφοδιασμού και προβλήματα εκ του οδικού δικτύου, εκτίμησε όμως ότι οι Έλληνες δεν θα αντιστέκονταν και το ηθικό τους ήταν χαμηλό, ενώ έθιξε το ζήτημα της βρετανικής βοηθείας προς την Ελλάδα. 

 Ο Βισκόντι Πράσκα αναφέρθηκε στη στρατιωτική κατάσταση στην Αλβανία. Ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος. Η πρώτη φάση της επιχειρήσεως είχε προετοιμασθεί «μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, και είναι τέλεια όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό» και θα χρειάζονταν 10-15 ημέρες για να καταληφθεί η Ήπειρος. Ήταν επιφυλακτικός για επιθετική ενέργεια προς τη Θεσσαλονίκη και εκτίμησε ότι θα απαιτούσε δύο μήνες.

 Ο Μπαντόλιο θεώρησε ότι οι Βρετανοί θα ήταν απασχολημένοι στην Αίγυπτο και ότι ήταν απίθανο να επιχειρήσουν ναυτικές αποβάσεις στην Ελλάδα.

Η μόνη πιθανότητα βρετανικής βοηθείας ήταν από αέρος. Πρότεινε λοιπόν τη διεξαγωγή της επιχειρήσεως εναντίον της Ελλάδος, παράλληλα με την αντίστοιχη επιχείρηση εναντίον της Μάρσα Ματρούχ, στην Αίγυπτο, δυσκολεύοντας τους Βρετανούς να ενισχύσουν την Ελλάδα.

Ο Μουσολίνι υπερθεμάτισε υπέρ της καταλήψεως της Μάρσα Ματρούχ, ακόμη και πριν την έναρξη της ελληνικής επιχειρήσεως. Επίσης μια ιταλική προώθηση ακόμη ανατολικότερα θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τους Βρετανούς να παράσχουν βοήθεια στην Ελλάδα, ενώ «μετά την απώλεια της Αιγύπτου, ακόμη και αν το Λονδίνο είναι σε θέση να συνεχίσει, η Βρετανική αυτοκρατορία θα βρεθεί μπροστά στην ήττα.»

 Ο Μπαντόλιο ενέκρινε το επιχειρησιακό σχέδιο του Πράσκα για την Ήπειρο, αλλά πίστευε ότι δεν αρκούσε να σταματήσουν εκεί. Χρειαζόταν επίσης να καταληφθούν η Πελοπόννησος και η Κρήτη μαζί με το σύνολο της Ελλάδος. Αυτό ωστόσο θα απαιτούσε 20 μεραρχίες (ο αριθμός που είχε αναφέρει ο Ροάτα την προηγουμένη) και θα έπαιρνε τρείς μήνες.

 Ο Μουσσολίνι υπολόγιζε ότι η κατάληψη της Ηπείρου θα ολοκληρωνόταν μέχρι 10-15 Νοεμβρίου, θα άφηνε στους Ιταλούς ένα μήνα περίπου για μεταφορά νέων δυνάμεων που θα χρειάζονταν για το υπόλοιπο της επιχειρήσεως. Ρώτησε πως έβλεπαν την επιχείρηση προς την Αθήνα από τη στιγμή που είχε καταληφθεί η Ήπειρος.

Ο Πράσκα δεν έβλεπε μεγάλες δυσκολίες και πίστευε ότι 5-6 Μεραρχίες ήταν επαρκείς. Ο Μπαντόλιο πρότεινε, της επιχειρήσεως εναντίον των Αθηνών να προηγηθεί η κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ο Ροάτα συμφώνησε με την άποψη του Μουσσολίνι ότι 2 Μεραρχίες θα ήταν αρκετές.

Ο Πράσκα ζήτησε να κοπεί η Ελλάδα στα δύο από την Αθήνα και η Θεσσαλονίκη μπορούσε να δεχθεί επίθεση από την ελληνική πρωτεύουσα. Επισήμανε την δυσκολία του εδάφους μεταξύ Ηπείρου και Αθηνών και πίστευε ότι θα απαιτούνταν 3 ορεινές Μεραρχίες και ότι θα μπορούσαν να σταλούν στο λιμάνι της Πρέβεζας μέσα σε μία και μόνη νύκτα.

  Η σύσκεψη έκλεισε και ο Μουσσολίνι αποφάνθηκε ότι «έχουμε εξετάσει όλες τις πλευρές του ζητήματος» και συνόψισε: «Επίθεση στην Ήπειρο, παρατήρηση και πίεση προς τη Θεσσαλονίκη και σε δεύτερη φάση προέλαση εναντίον των Αθηνών».

 Τις επόμενες ημέρες διαπιστώθηκε ότι το Ιταλικό ναυτικό δεν ήταν δυνατόν να αποβιβάσει δυνάμεις στον Αμβρακικό κόλπο, ενώ οι Ιταλικές αεροπορικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς και απαιτούσαν χρόνο συγκεντρώσεως. Σημειωτόν ότι οι Αρχηγοί των σχετικών Κλάδων δεν είχαν προσκληθεί στη σύσκεψη.

Η παράλληλη επιχείρηση στη Β. Αφρική αναβλήθηκε για μεταγενέστερο χρόνο. Η βουλγαρική εμπλοκή που θα υποβοηθούσε την επιχείρηση δεν κατέστη εφικτή. Και τέλος οι δυνάμεις παρέμεναν σε χαμηλό επίπεδο. Δηλαδή μεταβλήθηκαν βασικές παράμετροι της αποφάσεως και ως αντιστάθμισμα δόθηκε μόνο 48ωρη παράταση. 

 Η σύσκεψη στο γραφείο του Μουσσολίνι είχε διαρκέσει μόλις μιάμιση ώρα. Αποδείχθηκε τελικά ως μια από τις πιο επιδερμικές και ερασιτεχνικές συζητήσεις στρατιωτικής στρατηγικής, που έχουν καταγραφεί ποτέ, για ένα ζήτημα υψηλού κινδύνου.

Η μοιραία απόφαση της επιθέσεως εναντίον της Ελλάδος ελήφθη σε ένα κλίμα οργής, παροξυσμού και πληγωμένης υπερηφάνειας.

Ο Μουσσολίνι παρακινήθηκε σε δράση όχι μόνο από αίσθημα προσωπικής ταπείνωσης και προστασίας του κύρους του στη Χώρα, αλλά παρορμητικά και με αυθαίρετο τρόπο, χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του και του τρόπου διακυβερνήσεώς του. Ωστόσο, θεμελιώδεις και βαρύτατες ευθύνες φέρει στο ακέραιο και η στρατιωτική ηγεσία της Ιταλίας. 

Επισημαίνονται:

Τα πολλαπλά πολιτικά κέντρα εκδόσεως στρατηγικών κατευθύνσεων προς τους στρατιωτικούς.

Η έλλειψη θεσμικού πλαισίου λήψεως αποφάσεως σε πολιτικο-στρατιωτικό, αλλά και σε καθαρά στρατιωτικό πλαίσιο.

Η απουσία σαφούς, συνεκτικού και συντονισμένου στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδίου (αντικειμενικοί σκοποί, ελιγμός, δυνάμεις, χώρος, χρόνος, υποστήριξη).

Οι αποκλίνουσες απόψεις Μπαντόλιο, Πράσκα, Ροάττα και η απουσία του Ναυτικού και της Αεροπορίας, ζωτικών παραγόντων για την επιχείρηση.

Η συμφωνία εκάστου των υπευθύνων με το Μουσσολίνι κατά περίπτωση.

Η έλλειψη επαρκών δυνάμεων στο στρατό, λόγω της διαδικασίας αποστρατεύσεως, με αποτέλεσμα ο συσχετισμός δυνάμεων να μην είναι επαρκής για επιθετική επιχείρηση.

Η υπεραισιόδοξη εκτίμηση των ιταλικών δυνατοτήτων.

Η υποτίμηση των δυνατοτήτων των ελληνικών δυνάμεων.

 Συνολικά το ιταλικό αμυντικό σύστημα λειτούργησε κατακερματισμένο και αναποτελεσματικό, επί ευσεβών πόθων, παρά επί των δεδομένων της πραγματικότητας. Απέναντι σε αυτό, η Ελλάδα παρουσιάσθηκε άριστα και συστηματικά προετοιμασμένη σε όλα τα επίπεδα. 

Δυστυχώς για την Ιταλία και ευτυχώς για την Ελλάδα, αλλά και για τον ελεύθερο κόσμο, οι στρατηγικές συνθήκες που οδήγησαν την Ιταλία στον πόλεμο δεν μελετήθηκαν επαρκώς ενώ τα στρατιωτικά δεδομένα δεν αξιολογήθηκαν ρεαλιστικά, προσεγγίσθηκαν επιπόλαια και επιδερμικά και οδήγησαν στην ήττα.

 Η ιταλική περίπτωση το 1940 επιβεβαίωσε πλήρως για μια ακόμη φορά την άποψη του πρύτανη των στρατιωτικών ιστορικών Sir Michael Howard ότι: «Οι ρίζες της νίκης και της ήττας συχνά πρέπει να αναζητηθούν μακράν του πεδίου της μάχης, σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, οι οποίοι επεξηγούν γιατί οι στρατοί συμπεριφέρθηκαν και γιατί τους διαχειρίσθηκαν οι ηγέτες τους, με τον συγκεκριμένο τρόπο.» 

*Κωνσταντίνος Γκίνης. Στρατηγός ε.α. – Επίτιμος Α/ΓΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΡΕΠΟΡΤΑΖ. ΤΩΡΑ.GR

Ο Νετανιάχου διέταξε άμεσα ισχυρά πλήγματα στη Γάζα

  | (Ronen Zvulun/Pool Photo via AP)  ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ   28.10.25 18:27 efsyn.gr Α+ Α- Facebook Twitter E-mail Copy link Print Το Ισραήλ κατηγορ...