Πριν από λίγες ημέρες, η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, κατηγόρησε την Ελλάδα για παραβίαση της αρχής συνεργασίας μεταξύ κρατών επειδή «μπλόκαρε μέχρι το 2018 όλες τις διεθνείς πρωτοβουλίες συνεργασίας με τη Δημοκρατία της Μακεδονίας» ενώ εξαπέλυσε «πυρά» και για την Κύπρο. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτή τη στρατηγική; 

Ο διεθνολόγος και πρώην Γενικός Διευθυντής - Γενικής Διεύθυνσης Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ) Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, Κωνσταντίνος Μπαλωμένος, εξηγεί στο CNN Greece ότι:«Η στρατηγική αυτή, που συνοδεύει τον χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως "εχθρικής χώρας", αποσκοπεί στη δημιουργία ενός τεχνητού ρήγματος μεταξύ κράτους και κοινωνίας, με στόχο την καλλιέργεια φιλορωσικών τάσεων και την αμφισβήτηση του ευρωατλαντικού προσανατολισμού της χώρας».Στην συνέχεια, ο ίδιος υπογραμμίζει:

«Μέσω αυτής της επίθεσης, η κα. Ζαχάροβα επιχειρεί να σπείρει αμφιβολίες για τη διεθνή θέση της Ελλάδας — μιας χώρας που διαχρονικά πορεύεται στο διεθνές περιβάλλον με γνώμονα τις αρχές του διεθνούς δικαίου, τον σεβασμό στην κυριαρχία των κρατών και την προσήλωση στις αξίες της ειρήνης και της συνεργασίας — και να αποσταθεροποιήσει τη χώρα, υπονομεύοντας τη συνοχή και την εθνική ενότητα του ελληνικού λαού».

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αναλυτής αναφέρεται στη ρωσική στρατηγική του «υβριδικού πολέμου» που φαίνεται ότι εφαρμόζει το τελευταίο διάστημα η Μόσχα, τους στόχους της ενώ παράλληλα παραθέτει τις στρατηγικές και τα μέτρα που μπορεί να εφαρμόσει η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει αυτές τις ρωσικές τακτικές.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε τη Ρωσία να χρησιμοποιεί όχι μόνο στρατιωτικά μέσα, αλλά και εργαλεία προπαγάνδας, παραπληροφόρησης και ψυχολογικών επιχειρήσεων. Πώς θα περιγράφατε τη συνολική στρατηγική του λεγόμενου «υβριδικού πολέμου» που εφαρμόζει η Μόσχα απέναντι στα ευρωπαϊκά κράτη; Ποιοι είναι οι βασικοί της στόχοι;

«Η στρατηγική του υβριδικού πολέμου που εφαρμόζει η Ρωσία απέναντι στα ευρωπαϊκά κράτη είναι πολυσύνθετη, συστηματική και διαχρονική.

Δεν πρόκειται για μια αποσπασματική τακτική, αλλά για πάγιο τρόπο δράσης (modus operandi) που επιδιώκει να επεκτείνει τη ρωσική επιρροή όχι μόνο μέσω της στρατιωτικής ισχύος και της ενεργειακής εξάρτησης, αλλά και μέσω της προπαγάνδας, της παραπληροφόρησης και των ψυχολογικών επιχειρήσεων.

Κεντρικός άξονας αυτής της στρατηγικής είναι η διεξαγωγή επιχειρήσεων που στοχεύουν το γνωστικό (cognitive) πεδίο, δηλαδή την αντίληψη των ηγετών και στελεχών κρατικών ή μη κρατικών διεθνών δρώντων που η Ρωσία θέλει να επηρεάσει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρατηγικής αυτής είναι η αξιοποίηση drones και άλλων μη επανδρωμένων συστημάτων σε υβριδικές ενέργειες εναντίον ευρωπαϊκών κρατών, με στόχο την παρακολούθηση, την υπονόμευση κρίσιμων υποδομών και τη δημιουργία ψυχολογικής πίεσης, σε συνδυασμό με πληροφοριακές εκστρατείες.
Παράλληλα, η ίδια προσέγγιση αλλά με διαφορετικά μέσα, εφαρμόζεται και στη διαδικασία ειρήνευσης στην Ουκρανία. Η Μόσχα επιχειρεί να επηρεάσει το διεθνές αφήγημα, εμφανίζοντας τον εαυτό της ως «υπεύθυνο διαπραγματευτή» και τη Δύση ως τον κύριο υπεύθυνο της σύγκρουσης.

Επίσης, αξιοποιεί δίκτυα επιρροής και μηχανισμούς παραπληροφόρησης, ώστε να διαμορφώσει συνθήκες ευνοϊκές για τις δικές της θέσεις και να μεταθέσει σε άλλους τις ευθύνες για την παρατεταμένη αστάθεια.

Επιπλέον, η Ρωσία χρησιμοποιεί τη στρατηγική παραπλάνησης στο πλαίσιο ευρύτερων πληροφοριακών επιχειρήσεων, επιδιώκοντας να προβάλει μια εν μέρει κατασκευασμένη εικόνα ισχύος και να παρουσιαστεί ως «νικήτρια δύναμη» ικανή να επιβάλλει τους όρους της στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ρωσία επιχειρεί να εκμεταλλευθεί τις τρωτότητες των δημοκρατιών, να καλλιεργήσει σύγχυση, να διχάσει τις κοινωνίες και να αποδυναμώσει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς τους. Με αυτόν τον τρόπο, δεν χρειάζεται απαραίτητα να επιβληθεί στρατιωτικά, αφού μπορεί να επιτύχει στρατηγικά αποτελέσματα με χαμηλό κόστος και υψηλό επικοινωνιακό αντίκτυπο.

Απώτερος στόχος των ρωσικών υβριδικών επιχειρήσεων είναι η απονομιμοποίηση της Δύσης, η παρουσίαση των δημοκρατικών κρατών ως αδύναμων ή διχασμένων και η διαμόρφωση ενός αφηγήματος όπου η ίδια εμφανίζεται ως ηθική, σταθερή και ικανή να επιβάλλει τη βούλησή της.

Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια μορφή πολέμου της αντίληψης, όπου η νίκη δεν επιτυγχάνεται στο πεδίο των μαχών, αλλά στο μυαλό των ανθρώπων. Εκεί όπου διαμορφώνονται οι αποφάσεις, οι στάσεις και οι στρατηγικές επιλογές των κρατών».

Επισημάνατε ότι οι ρωσικές υβριδικές επιχειρήσεις στοχεύουν το γνωστικό πεδίο, επιδιώκοντας να επηρεάσουν ηγεσίες και κοινωνίες. Πώς εκδηλώνεται αυτή η τακτική ειδικά απέναντι στην Ελλάδα και ποια είναι τα κύρια μέσα που χρησιμοποιεί;

«Η Ρωσία μέσω μιας συστηματικής και στοχευμένης εκστρατείας υβριδικού πολέμου που εκμεταλλεύεται τις τρωτότητες της Ελλάδας, διεξάγει πληροφοριακές και ψυχολογικές επιχειρήσεις που καλλιεργούν αντι-δυτικά αφηγήματα και ενισχύουν ακραίες ή περιθωριακές φωνές που υπονομεύουν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.

Ενδεικτικά, η πρόσφατη επίθεση της Εκπροσώπου Τύπου του ρωσικού ΥΠΕΞ κας Ζαχάροβα, κατά της Ελλάδας, η οποία αξιοποιεί παλαιά και νέα προπαγανδιστικά αφηγήματα με στόχο την αποδόμηση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στρατηγικής.

Συγκεκριμένα, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι έχει παραβιάσει τις αρχές της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι, επικαλούμενη πως η χούντα των Συνταγματαρχών «επενέβη στην Κύπρο ως προσπάθεια προσάρτησης από την Αθήνα» και ότι η Ελλάδα «μπλόκαρε διεθνείς πρωτοβουλίες συνεργασίας προς τη Δημοκρατία της Μακεδονίας» έως το 2018.

Η κίνηση αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική πληροφοριακού πολέμου, που στοχεύει στην αναβίωση ιστορικών εντάσεων και στη δημιουργία ψευδών συνδέσεων με υπαρκτές κοινωνικές και εθνικές ευαισθησίες.

Μέσω αυτής της επίθεσης, η κα. Ζαχάροβα επιχειρεί να σπείρει αμφιβολίες για τη διεθνή θέση της Ελλάδας — μιας χώρας που διαχρονικά πορεύεται στο διεθνές περιβάλλον με γνώμονα τις αρχές του διεθνούς δικαίου, τον σεβασμό στην κυριαρχία των κρατών και την προσήλωση στις αξίες της ειρήνης και της συνεργασίας — και να αποσταθεροποιήσει τη χώρα, υπονομεύοντας τη συνοχή και την εθνική ενότητα του ελληνικού λαού.

Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, αξιοποιούνται ευαίσθητα εθνικά ζητήματα όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το μεταναστευτικό, η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από τη Ρωσία ή ζητήματα Ορθοδοξίας, με στόχο την αποδυνάμωση του ευρωατλαντικού προσανατολισμού της Ελλάδας, τη δημιουργία εσωτερικών ρηγμάτων, την απονομιμοποίηση της πολιτικής ηγεσίας και τη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών για τα ρωσικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.

Για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής, δίκτυα «αναλυτών», «δημοσιογράφων» και «ινστιτούτων» αναπαράγουν αφηγήματα που παρουσιάζουν τη Ρωσία ως «φυσικό και αξιόπιστο σύμμαχο» λόγω θρησκευτικών και ιστορικών δεσμών, ενώ καλλιεργούν την ψευδαίσθηση, ότι η αποστασιοποίηση από τη Δύση θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Στην πραγματικότητα, αποτελούν όργανα μιας υβριδικής επιχείρησης που αποσκοπούν όχι μόνο στην υπονόμευση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και στη δημιουργία μιας κοινωνίας ευάλωτης σε ξένα αφηγήματα, έτοιμης να διχαστεί και να αμφισβητήσει τις θεμελιώδεις επιλογές ασφάλειας της χώρας.

Απτά παραδείγματα αυτής της στρατηγικής αποτελούν η επιθετική ρητορική του Προέδρου Πούτιν και υψηλόβαθμων Ρώσων αξιωματούχων κατά της Ελλάδας και του Έλληνα Πρωθυπουργού. Η ρητορική αυτή δεν μένει στο επίπεδο των δηλώσεων, αλλά βρίσκει άμεση αντανάκλαση στον ρωσικό Τύπο, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα επιθετικά άρθρα της Pravda, όπου η Ελλάδα παρουσιάζεται ως «χώρα μηδαμινής ισχύος», υπερχρεωμένη και με ηγεσία «εκτός πραγματικότητας» προβάλλοντας έτσι, ένα αφήγημα αδυναμίας και ανεπάρκειας, το οποίο εξυπηρετεί τη ρωσική στρατηγική απονομιμοποίησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η επίσημη απόφαση της ρωσικής κυβέρνησης να κατατάξει την Ελλάδα –μαζί με την Κύπρο– στον κατάλογο των χωρών με «καταστροφικές συμπεριφορές» που δήθεν αντιστρατεύονται τις «παραδοσιακές ρωσικές πνευματικές και ηθικές αξίες».

Ο κατάλογος αυτός, συνιστά όχι μόνο ένα εργαλείο επικοινωνιακής πίεσης και ιδεολογικής στοχοποίησης, αλλά και μια έμπρακτη απόδειξη της αναγνώρισης της Ελλάδας από τη Μόσχα ως «εχθρικής χώρας», με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για τη περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα.

Επιπλέον, η Μόσχα επιχειρεί να διαχωρίσει την ελληνική κοινωνία από την πολιτική της ηγεσία, προβάλλοντας συστηματικά το αφήγημα ότι «τιμωρεί» τις κυβερνήσεις, αλλά εξακολουθεί να «εκτιμά» τους λαούς.

Η στρατηγική αυτή, που συνοδεύει τον χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως «εχθρικής χώρας», αποσκοπεί στη δημιουργία ενός τεχνητού ρήγματος μεταξύ κράτους και κοινωνίας, με στόχο την καλλιέργεια φιλορωσικών τάσεων και την αμφισβήτηση του ευρωατλαντικού προσανατολισμού της χώρας.

Μέσω επιλεκτικών αναφορών σε «παραδοσιακούς δεσμούς» και «κοινές αξίες της Ορθοδοξίας», η ρωσική προπαγάνδα επιχειρεί να εμφυσήσει την ιδέα ότι η Δύση είναι ξένη και εχθρική προς τα ελληνικά συμφέροντα, ενώ η Ρωσία αποτελεί τον «φυσικό σύμμαχο» της Ελλάδας.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν μηχανισμό ψυχολογικής και πληροφοριακής επιρροής, ο οποίος αξιοποιεί τις κοινωνικές ευαισθησίες, τις οικονομικές ανισότητες και τα εθνικά ζητήματα, με σκοπό να αποδυναμώσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στις θεσμικές επιλογές της χώρας και να καταστήσει την ελληνική κοινωνία πιο ευάλωτη στη ρωσική υβριδική στρατηγική.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της διαίρεσης κράτους–κοινωνίας, η Ρωσία ενισχύει τις προσπάθειές της με μια στρατηγική δαιμονοποίησης των αντιπάλων, στοχεύοντας συγκεκριμένα την ελληνική πολιτική ηγεσία.

Ειδικότερα, μέσω αυτής της τακτικής επιχειρεί να διχάσει, να καλλιεργήσει αμφιβολίες και να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στους θεσμούς, ενώ παράλληλα, προβάλλει τον εαυτό της ως «φυσικό σύμμαχο» με ηθική υπεροχή, εξυπηρετώντας τα γεωπολιτικά και στρατηγικά της συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια».

Ποιες στρατηγικές και μέτρα μπορεί να εφαρμόσει η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τις ρωσικές υβριδικές τακτικές και να ενισχύσει την ανθεκτικότητά της απέναντι σε πληροφοριακές και ψυχολογικές επιχειρήσεις;

«Μπροστά σε αυτή την πολυσχιδή απειλή, η Ελλάδα οφείλει να μην παραμείνει παθητική και αδρανής, αλλά να ενισχύσει άμεσα την ανθεκτικότητά της σε κάθε επίπεδο απέναντι σε κάθε προσπάθεια εξωτερικής επιρροής.

Η απάντηση δεν μπορεί να περιορίζεται σε κυβερνητικές δηλώσεις ή διαψεύσεις, αλλά απαιτεί συνολική στρατηγική εθνικής ασφάλειας που συνδυάζει εκπαιδευτικά προγράμματα για την ενίσχυση της κριτικής σκέψης των πολιτών, θεσμικά μέτρα διαφάνειας για την παρακολούθηση ξένων δικτύων επιρροής και θέσπιση μηχανισμών ταχείας αντίδρασης σε πληροφοριακές επιθέσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται επιτακτική η ενίσχυση της ψηφιακής ασφάλειας και ανίχνευσης παραπληροφόρησης μέσω της δημιουργίας εξειδικευμένων ομάδων παρακολούθησης και ανάλυσης ψηφιακών πλατφορμών για την έγκαιρη ανίχνευση ψευδών ειδήσεων, bots και στοχευμένων επιθέσεων.

Επίσης, η θωράκιση της κοινωνίας, η ενίσχυση της στρατηγικής επικοινωνίας του κράτους και η στενή συνεργασία με τους ευρωατλαντικούς εταίρους αποτελούν κρίσιμους πυλώνες για την αποτροπή της ρωσικής επιρροής.

Η Ελλάδα οφείλει να προωθήσει μια ολιστική προσέγγιση, που συνδυάζει θεσμική εγρήγορση, ενημέρωση των πολιτών και συλλογική στρατηγική συνείδηση, ώστε να διασφαλίσει τον σταθερό προσανατολισμό της στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, να προστατεύσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και να ενδυναμώσει την κοινωνική της συνοχή απέναντι σε κάθε προσπάθεια χειραγώγησης.

Συνεπώς, η ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι στην παραπληροφόρηση δεν είναι μόνο ζήτημα ασφάλειας, αλλά και ζήτημα θεσμικής και εθνικής ευθύνης»