Ηλεκτροσόκ σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις τον Σεπτέμβριο
Αντιμέτωποι με το πρώτο κύμα μεγάλων αυξήσεων στις τιμές ρεύματος, αποτέλεσμα ενός εκρηκτικού κοκτέιλ που κρατάει σταθερά υψηλά τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος σε όλη την Ευρώπη, θα έρθουν μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά μέσα στον Σεπτέμβριο. Οι υψηλές τιμές στη χονδρεμπορική αγορά που έσπασαν κάθε ρεκόρ τον Αύγουστο, πυροδοτούμενες και από την υψηλή ζήτηση λόγω του παρατεταμένου καύσωνα, θα φέρουν –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς– αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος που θα φτάσουν μέχρι και το 50%, ασκώντας ασφυκτικές πιέσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που παλεύουν να ορθοποδήσουν από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και συνολικότερα στην κυβέρνηση ο προβληματισμός για την επιβάρυνση των καταναλωτών αλλά και των αλυσιδωτών ανατιμήσεων σε προϊόντα και υπηρεσίες από την αύξηση του ενεργειακού κόστους είναι έντονος, ωστόσο δεν υπάρχουν εργαλεία για τον περιορισμό τους, αφού κατά κύριο λόγο οι αυξήσεις είναι αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων, που συνδέονται με τη σημαντική άνοδο των τιμών των CO2 ως αποτέλεσμα της πολιτικής της Ε.Ε. για την κλιματική αλλαγή και το συνεχιζόμενο ράλι της τιμής του φυσικού αερίου.
Η Gazprom
H στάση της ρωσικής Gazprom, βασικού προμηθευτή της Ευρώπης σε φυσικό αέριο, να μην παραδίδει τις συμπληρωματικές ποσότητες που έχει ανάγκη η ευρωπαϊκή αγορά ενόψει του χειμώνα, προκειμένου να πιέσει τις ευρωπαϊκές αρχές για την έγκριση του αγωγού Nord Stream 2, σε συνδυασμό με την αύξηση της ζήτησης LNG από τις χώρες της Ασίας έχουν οδηγήσει τις τιμές του εισαγόμενου καυσίμου στα 48 ευρώ/μεγαβατώρα από τα 25 ευρώ η μεγαβατώρα τον Μάιο. Οι τιμές στις χονδρεμπορικές αγορές της Ευρώπης έχουν πάρει «φωτιά» και κινούνται σταθερά πια πάνω από τα 100 ευρώ η μεγαβατώρα, με τα υψηλότερα επίπεδα να διαμορφώνονται στις χώρες των Βαλκανίων (Βουλγαρία 155 ευρώ, Σερβία 145 ευρώ, Κροατία και Σλοβενία 125 ευρώ, Ρουμανία και Ουγγαρία 115 ευρώ) και την Ελλάδα να εξακολουθεί να κρατάει τα σκήπτρα της πιο ακριβής αγοράς, με τιμή στα 157 ευρώ η μεγαβατώρα, αυξημένη κατά 70% από τις αρχές του έτους.
Τα παράπονα των καταναλωτών που έχουν ήδη παραλάβει «φουσκωμένους» λογαριασμός ρεύματος προς τη ΡΑΕ και το υπουργείο πέφτουν βροχή το τελευταίο διάστημα, ενώ χαρακτηριστική είναι και η πρόσφατη παρέμβαση της ΓΣΕΒΕΕ, η οποία χτύπησε καμπανάκι για την επιβάρυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, εκ των οποίων μία στις τέσσερις έχει απλήρωτους λογαριασμούς ρεύματος.
Προσπάθειες συγκράτησης
Σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν τουλάχιστον κερδοσκοπικές τάσεις, αφού οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι οι τιμές θα σταθεροποιηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα υψηλά επίπεδα των 100 ευρώ η μεγαβατώρα, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ έχει ζητήσει από τη ΡΑΕ αυστηρή επιτήρηση της χονδρεμπορικής αγοράς. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η πρωτοβουλία της ΡΑΕ να θέσει σε διαβούλευση προτάσεις για την ενίσχυση της διαφάνειας των τιμολογίων, ώστε ο καταναλωτής να γνωρίζει όταν υπογράφει σύμβαση το τελικό κόστος που θα πληρώσει και με την ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής που εφαρμόζουν οι προμηθευτές, οι οποίες όμως βρίσκουν αντίθετες τις εταιρείες προμήθειας, συμπεριλαμβανομένης της ΔΕΗ. Η σχετική διαβούλευση που έληγε χθες πήρε παράταση μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου. Στο πλαίσιο συγκράτησης των αυξήσεων εντάσσεται και η απόφαση της ΡΑΕ να επιμερίσει την ανάκτηση ποσού ύψους 16,7 εκατ. ευρώ από τη ΔΕΗ που αντιστοιχεί σε υποανάκτηση εσόδου για τη χρήση του δικτύου διανομής του έτους 2019, σε ορίζοντα 8ετίας. Ετσι, το ποσό που θα περάσει στην κατανάλωση ως χρέωση τέλους δικτύου για το 2021 περιορίστηκε σε 1,2 εκατ. ευρώ που αντιστοιχεί στον ΔΕΔΔΗΕ.
Υπό συζήτηση, τέλος, φαίνεται να έχει τεθεί από κάποιες πλευρές η ελάφρυνση των λογαριασμών ρεύματος για τους οικιακούς καταναλωτές μέσω της μείωσης του ΕΤΜΕΑΡ, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε το πλεόνασμα που δημιουργείται στον ΕΛΑΠΕ από την αύξηση της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος να διαμοιραστεί στους καταναλωτές, περιορίζοντας τη συνεισφορά που καταβάλλουν οι ίδιοι. Με επιφύλαξη βλέπει η ΡΑΕ πάντως ένα τέτοιο σενάριο, καθώς εκτιμά ότι το πλεόνασμα του ΕΛΑΠΕ δεν έχει σταθεροποιηθεί.