Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Η πανδημία ως «πόλεμος»

Η πανδημία ως «πόλεμος»

«Μετά τον πόλεμο ενάντια στον ιό, τα μνημεία προς τιμήν των παλιών πολεμιστών θα δείχνουν φοβερά» (γαλλικό σκίτσο του Deligne). Το ηρώο είναι αφιερωμένο «στους φαντάρους μας»
 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 

Η πανδημία ως «πόλεμος»


«Eίμαστε σε πόλεμο». Η φράση, συνοδευόμενη από πολλές συναφείς μεταφορές («πρώτη γραμμή», «πολεμιστές») έγινε τόσο κοινόχρηστη που φαντάζει αυτονόητη. Μία επιδημία σημαίνει ρήξη στη «φυσιολογική» ζωή. Μπορεί να πυροδοτήσει ριζικές αλλαγές. Και, βέβαια, συχνά συνδέεται με κάποιον πόλεμο, πραγματικό πόλεμο: από τον λοιμό στην κλασική Αθήνα μέχρι την ισπανική γρίπη, μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός συνωστισμού στα τείχη ή στα χαρακώματα, μιας μετακίνησης στρατευμάτων· μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά την πορεία του πολέμου ή να τον αναστείλει· μπορεί να συμβάλει στην κατάκτηση ολόκληρων ηπείρων. Αλλά «πόλεμος» εναντίον της επιδημίας; Αυτό είναι κάτι σχετικά νέο.
Η επιδημία, γεγονός συγκλονιστικό και απρόσμενο, δεν μπορεί εύκολα να συλληφθεί ως κομμάτι της κανονικής ανθρώπινης ιστορίας. Αλλά πρέπει να της αποδοθεί ένα νόημα. Συνήθως αυτό γινόταν στο πλαίσιο της θρησκείας. Ηταν η θεϊκή οργή ή τιμωρία, όπως στην Εξοδο, όπου ο θεός τιμωρεί τους Αιγυπτίους, ή στην Ιλιάδα, όπου ο Απόλλωνας τιμωρεί τον Αγαμέμνονα για την προσβολή του ιερέα του.
Εναν ανάλογο ρόλο σήμερα μπορεί να παίζουν και οι θεωρίες συνωμοσίας. Η κήρυξη λοιπόν από το κράτος ενός «πολέμου» έρχεται κατ’ αρχήν να δώσει νόημα στο ίδιο το γεγονός, με βάση διαθέσιμα νοητικά εργαλεία που βρίσκονται στα θεμέλια της ίδιας της συγκρότησης του σύγχρονου κράτους.
«Ο αόρατος εχθρός θα είναι σύντομα σε πλήρη υποχώρηση»! - Ντόναλντ Τραμπ (10/4/2020, μήνυμα στο τουίτερ)
Τα πλεονεκτήματα που προσφέρει στα κράτη αυτή η ρητορική είναι προφανή: ισχυρή νομιμοποίηση της εξουσίας, και κυρίως του ηγέτη που βρίσκεται στο τιμόνι, αναστολή των πολιτικών και κοινωνικών ανταγωνισμών. Αλλά δεν αρκούν να την ερμηνεύσουν. Ο πραγματικός πόλεμος είναι τόσο ριζικά διαφορετικής φύσης από την αντιμετώπιση της πανδημίας ώστε η σύνδεσή τους δημιουργεί αστείες αντιφάσεις αλλά και οργισμένες αντιδράσεις.
Οταν ο γνωστός ιστορικός των επιδημιών Φρανκ Σνόουντεν σε μια συνέντευξή του σε ελληνικό ιστότοπο ρωτήθηκε για το αν ζούμε έναν «πόλεμο», εξανέστη:
«Δεν είμαστε σε πόλεμο, ο πόλεμος δεν διεξάγεται πάνω στη βάση της επιστήμης και της αλληλεγγύης. Τώρα είναι η ώρα που οι αρετές, η ποιότητα των ανθρώπων ενεργοποιούνται και σίγουρα δεν είναι ίδιες με τις αξίες του πολέμου και του θανάτου. Τώρα είμαστε στη φάση που σώζουμε τις ζωές, δεν τις αφαιρούμε. […] [Ο πόλεμος] σημαίνει ότι οι στρατιώτες είναι αναλώσιμοι για τους στρατηγούς. Οι ζωές των γιατρών, των νοσηλευτών, των εργαζομένων στα σούπερ μάρκετ, δεν είναι αναλώσιμες. Δεν είναι στρατιώτες που έχουν δεσμευτεί να πεθάνουν, είναι συνάνθρωποί μας που έχουν δεσμευτεί να προσπαθήσουν να σώσουν τους άλλους. Η διαφορά είναι κεφαλαιώδης. Αρνούμαι την αναλογία με τον πόλεμο ως πολύ παραπλανητική» (iefimerida, 9/4/2020).
Μπορούμε να υποψιαστούμε ότι η ερώτηση προς τον Σνόουντεν αναζητούσε ακόμα μία επιβεβαίωση εκ μέρους του για την πολιτική σοφία του Ελληνα πρωθυπουργού που είχε ήδη κηρύξει τον πόλεμο, δεδομένου ότι άλλες ερωτήσεις (που τον πληροφορούσαν ότι ο πρωθυπουργός διαβάζει το βιβλίο του «Epidemics and Society» ή ότι εισηγήθηκε στην Ε.Ε. να αγοράσει πατέντες) έγιναν με προφανή στόχο να εκμαιεύσουν το χειροκρότημά του. Διάβασε ο πρωθυπουργός και τη συνέντευξη του Σνόουντεν; Αν ναι, διόλου δεν πείστηκε να εγκαταλείψει τη γλώσσα του πολέμου.

Τα μηνύματα των πολέμαρχων

Τον τόνο τον έδωσε ο Εμανουέλ Μακρόν στο διάγγελμά του προς το γαλλικό έθνος στις 16 Μαρτίου. Μετά από ανάκρουση της Μασσαλιώτιδας, εμφανίστηκε ο όγδοος πρόεδρος της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, που ίδρυσε ο στρατηγός Ντε Γκολ, και επανέλαβε έξι συνεχόμενες φορές ότι «είμαστε σε πόλεμο»:
«Είμαστε σε πόλεμο […], ο εχθρός είναι εκεί, αόρατος, ακατάβλητος, προελαύνει. Και αυτό απαιτεί τη γενική επιστράτευσή μας. […] Είμαστε σε πόλεμο. Καλώ όλους τους πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, συλλογικούς φορείς, όλους τους Γάλλους να στρατευθούν σε αυτή την εθνική ενότητα η οποία έχει επιτρέψει στη χώρα μας να ξεπεράσει τόσες κρίσεις. Είμαστε σε πόλεμο, και το Εθνος θα υποστηρίξει τα παιδιά του που […] είναι στην πρώτη γραμμή [...]. Από αύριο το μεσημέρι, τα σύνορα […] θα είναι κλειστά. Θα νικήσουμε, αλλά αυτή η περίοδος θα μας έχει διδάξει πολλά. […] Θα είμαστε πιο δυνατοί ηθικά […]. Γνωρίζω ότι μπορώ να βασίζομαι σε εσάς. Ζήτω η République! Ζήτω η Γαλλία!»
Ο Μακρόν θα ξεδιπλώσει περαιτέρω το πολεμικό ρεπερτόριο, ειδικά σε επισκέψεις του στην «πρώτη γραμμή», φορώντας μάσκα. Το περιβάλλον του θα κάνει συγκρίσεις με τις περιοδείες του Κλεμανσό στα χαρακώματα και αναφορές στη «θαυματουργή παρουσία» του (όρος που παραπέμπει στην πρωτοποριακή μελέτη του Μαρκ Μπλοκ για τους Rois thaumaturges, τους βασιλιάδες που «θεράπευαν» τη χοιράδωση ακουμπώντας τους ασθενείς υπηκόους τους).
Στις 17 Μαρτίου, μία μέρα μετά τον Μακρόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα κάνει απλά μια παραλλαγή στο ίδιο μοτίβο: «Είμαστε σε πόλεμο, με έναν εχθρό που είναι αόρατος». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι και η οικονομία οφείλει να είναι «οικονομία πολέμου», χωρίς να είναι σίγουρο για το τι εννοούσε ή καταλάβαινε με αυτή τη φράση. Ενάμιση μήνα μετά, ανακοινώνοντας την αρχή της άρσης των μέτρων, θα επαναλάβει: «Οφείλουμε να συνεχίσουμε τον πόλεμο με τον αόρατο εχθρό, που θα παραμονεύει να χτυπήσει με τον παραμικρό εφησυχασμό».
Στο μεταξύ, ο Μπόρις Τζόνσον επιχειρούσε να ακολουθήσει μια ιδιαίτερη, «βρετανική», πολιτική, υποβαθμίζοντας την πανδημία. Ωστόσο, ο Βρετανός πρωθυπουργός έχει ως πρότυπό του τον Τσόρτσιλ –έχει γράψει και μια βιογραφία του– κι έτσι, όταν υποχρεώθηκε να αλλάξει πολιτική, του δόθηκε η ευκαιρία να τον υποδυθεί. Ο Τύπος τού είχε υποδείξει αυτήν τη γραμμή, ως εκπλήρωση του προσωπικού του πεπρωμένου: «Είναι η στιγμή Τσώρτσιλ τού Τζόνσον», έγραψε η Sun στις 15 Μαρτίου, «αλλά έχει να αντιμετωπίσει έναν κρυμμένο εχθρό»· και οι Financial Times στις 17 Μαρτίου: «Οπως ο Τσόρτσιλ το 1940, ο Τζόνσον έχει την ευθύνη σε μια στιγμή υπέρτατης εθνικής κρίσης. Οπως και για τον Τσόρτσιλ, η βρετανική κοινωνία γνωρίζει το άστατο παρελθόν του. Αλλά θα του δώσει μια ευκαιρία, αν μπορέσει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων».
Και πράγματι, στις 23 Μαρτίου ο Τζόνσον, έχοντας κάνει στροφή 180 μοιρών, απευθύνεται στο βρετανικό έθνος. «Αναγκάστηκε επιτέλους να εκφωνήσει τον λόγο για τον οποίο από παιδί έκανε πρόβες μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου. Για τους φερέλπιδες ηθοποιούς είναι η ομιλία στην απονομή των Οσκαρ. Για τον Τζόνσον ήταν πάντα ο Τσόρτσιλ που πάει σε πόλεμο» (The Guardian, 24/3/2020).
Ο Τζόνσον θα καλέσει τους Βρετανούς σε «μια μάχη όπου ο καθένας θα επιστρατευθεί άμεσα», από την οποία «θα βγούμε ισχυρότεροι από ποτέ. Θα νικήσουμε τον κορονοϊό και θα τον νικήσουμε μαζί». Χτυπημένος όμως από τον ύπουλο εχθρό, θα μπει στο νοσοκομείο στις 5 Απριλίου.
Την ίδια ημέρα, η βασίλισσα Ελισάβετ κάνει μία από τις σπάνιες ομιλίες της στο έθνος. Εχοντας ζήσει η ίδια τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αυτόν αναφέρεται σαφώς όλη η ομιλία της· ειδικά το κλείσιμο, με το «We will meet again», το διάσημο τραγούδι του πολέμου, το τραγούδι του αποχωρισμού αυτών που πηγαίναν στο μέτωπο, το οποίο γινόταν τώρα ένα τραγούδι για την καραντίνα.
Η ρητορική του πολέμου δεν συνδέεται απαραίτητα με μια «σκληρή» πολιτική απέναντι στην πανδημία. Ο Ντόναλντ Τραμπ, που ήταν τελείως αρνητικός σε μέτρα που πλήττουν την οικονομία μέχρι να συναινέσει απρόθυμα, κήρυξε με πολύ μεγαλύτερο ενθουσιασμό τον «πόλεμο». Πράγμα εντελώς αναμενόμενο σε μια χώρα όπου η ιδέα και η μεταφορά του πολέμου ήταν πάντα τόσο καθοριστική και όπου ο επικεφαλής της δημόσιας υγείας για να εκφράσει τη σοβαρότητα της κατάστασης μιλάει για «στιγμή Περλ Χάρμπορ» ή «11ης Σεπτεμβρίου».
Ηδη από τις 18 Μαρτίου, δύο μέρες δηλαδή μετά τον Μακρόν, ο Τραμπ αρχίζει να μιλάει σαν «wartime president»: «Τώρα ήρθε η ώρα μας. Πρέπει να θυσιαστούμε μαζί, γιατί είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτό, και μαζί θα το ξεπεράσουμε. […] Κάθε γενιά Αμερικανών κλήθηκε να κάνει θυσίες για το καλό του έθνους». «Είμαστε σε πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό», γράφει την ίδια μέρα στο Twitter. Εναν «αόρατο εχθρό» που «είναι σκληρός και έξυπνος».
Αυτή η ρητορική «κατάστασης πολέμου» του Τραμπ κάθε άλλο, βέβαια, παρά αντίστοιχη είναι με την αντιμετώπιση της πανδημίας. Του επιτρέπει όμως να επιτεθεί σε όσους ήδη θεωρεί εχθρούς του έθνους: στις 21 Απριλίου, «υπό το φως της επίθεσης από τον Αόρατο Εχθρό, καθώς και της ανάγκης προστασίας των θέσεων εργασίας των ΣΠΟΥΔΑΙΩΝ Αμερικανών Πολιτών μας», ανακοινώνει την απαγόρευση της μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ. Ο άλλος εχθρός είναι η Κίνα. Ο Τραμπ καθιερώνει τον όρο «κινέζικος ιός», δείχνοντας την προέλευση της «επίθεσης» που δέχεται η χώρα και την ουσία του «πολέμου» του.
Ο μόνος, ίσως, ηγέτης που όχι μόνο δεν υιοθέτησε την πολεμική ρητορεία, αλλά αντέδρασε ήταν ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ. Στο δικό του μήνυμα, στις 11 Απριλίου, τόνιζε: «Οχι, αυτή η πανδημία δεν είναι πόλεμος. Δεν έχουμε έθνη εναντίον άλλων εθνών, ούτε στρατιώτες εναντίον άλλων στρατιωτών. Είναι μια δοκιμασία της ανθρωπιάς μας».
Αυτή η γερμανική ιδιαιτερότητα απηχεί σίγουρα την πολύ διαφορετική θέση της εικόνας του πολέμου στην επίσημη πολιτική κουλτούρα των ηττημένων του Β' Παγκοσμίου πολέμου, σε σχέση με αυτήν των νικητών – χωρίς να λείπει και ένα «καρφί» για τον Μακρόν. Η γερμανική ηγεσία επιλέγει να τονώσει τον εθνικισμό της μέσω μιας εικόνας ήρεμης δύναμης που βρίσκεται υπεράνω του πανικού των άλλων.

Ο νέος πόλεμος των Ελλήνων και η πανδημία ως «ευλογία»

Ηταν φυσικό οι πολεμικές παραβολές στην Ελλάδα να ενταθούν με την ευκαιρία της 25ης Μαρτίου. Στο μήνυμά της, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνέδεσε στην ίδια φράση την «πρωτόγνωρη απειλή» της πανδημίας, την «επιθετικότητα της Τουρκίας», τις «ένοπλες δυνάμεις που προστατεύουν τα σύνορά μας» και τους «νέους ήρωες» που «παρελαύνουν μπροστά μας». Και καθώς δεν έγινε στρατιωτική παρέλαση, τα κανάλια προέβαλαν αντ’ αυτής το (μάλλον όχι τόσο αυθόρμητο) «μήνυμα» ενός ανώνυμου πιλότου που υπερίπτατο με F16, ένα «μήνυμα» πιο προεδρικό και από της Προέδρου: «Ελληνίδες, Ελληνες. Ολοι μαζί, ενωμένοι ας συνεχίσουμε να δίνουμε νόημα στις θυσίες των προγόνων μας. Στα 199 χρόνια από την Επανάσταση του ’21 η Ελλάδα είχε πολλές ένδοξες στιγμές αλλά αντιμετώπισε και πολλές δυσκολίες. Πάντα έβγαινε πιο δυνατή. Αυτό θα γίνει και τώρα».
Η δημοφιλής ιστορικός Μαρία Ευθυμίου δημοσίευσε ένα άρθρο που συνέδεε άμεσα τον πόλεμο του 1821 με αυτόν ενάντια στον κορονοϊό: «Ανοιξη του 1821: οι Ελληνες μπαίνουν σε πόλεμο, με αβέβαιη έκβαση, κατά των Οθωμανών, ελπίζοντας ότι θα νικήσουν. Ανοιξη του 2020: οι Ελληνες μπαίνουν σε πόλεμο, με αβέβαιη έκβαση, κατά μιας πανδημίας, ελπίζοντας ότι θα νικήσουν. […] Μέσα από την πρόκληση του κορωνοϊού, η ελληνική κοινωνία μοιάζει να βρήκε το πρόσωπο που διακόσια χρόνια τώρα επεδίωκε να διαμορφώσει. Να πίστεψε στις αξίες της και στα προτάγματά της. Να πέρασε από το “εγώ” στο “εμείς”» (Athens Voice, 17-3-2020).
Μια πανδημία, λοιπόν, όπως και ένας πόλεμος μπορεί να είναι γεγονότα ευεργετικά, αναζωογονητικά, για το έθνος. Στις 25 Μαρτίου, ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, μιλώντας στις ειδήσεις του ΣΚΑΪ, τόνιζε ότι «αυτό που ξεκινάει ως συμφορά μπορεί να εξελιχθεί, και έχει σε έναν βαθμό ήδη εξελιχθεί, σε μορφές ευλογίας». Την ίδια έκφραση θα χρησιμοποιήσει και ο φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος σε μια συνέντευξη που φέρει τίτλο: «Ο κορωνοϊός μπορεί να εξελιχθεί σε ευλογία» (iefimerida, 9-4-2020).
Αυτή η αντίληψη της «πανδημίας ως ευλογίας» εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη διάδοση της ρητορικής της πανδημίας ως πολέμου. Γιατί παραπέμπει άμεσα –είτε συνειδητά είτε όχι– στους τρόπους με τους οποίους πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες στήριξαν φιλοσοφικά, ηθικά και αισθητικά τον πόλεμο ως μια «ευλογία», ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού αιώνα, προετοιμάζοντας και νομιμοποιώντας τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στον μεσοπόλεμο.
Η «ευλογία» είναι έννοια θρησκευτικής προέλευσης. Χαρακτηρίζοντας έτσι ένα γεγονός απόλυτου ολέθρου, μια επιδημία ή έναν πόλεμο, κάνει κανείς το ακριβώς αντίστροφο από την παραδοσιακή ταύτισή του με θεϊκή οργή ή κατάρα: προσδίδει στο τρομακτικό γεγονός ένα νόημα, αλλά ένα νέο θετικό νόημα, στο πλαίσιο μιας μεταφυσικής ιστορίας του έθνους: υπάρχει ένα είδος θείας πρόνοιας που στέλνει τη δοκιμασία στο έθνος, για να το αφυπνίσει, να το αναζωογονήσει από την παρακμή του.
Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα μια τέτοια υπεράσπιση της ιδέας πολέμου έγινε κυρίως με μια ανορθολογική και νιτσεϊκή γλώσσα. Το έκαναν και σχετικά πιο «νηφάλιοι» διανοούμενοι όπως ο Werner Sombart ή ο Wilhelm Jerusalem (ένας Βιεννέζος Εβραίος φιλόσοφος, που δήλωνε ότι αισθανόταν Γερμανός), που το 1915 στη μελέτη του για τον «Πόλεμο υπό το φως της κοινωνικής θεωρίας» έγραφε ότι απέναντι στην εντεινόμενη πολυπλοκότητα της πνευματικής δομής του σύγχρονου ανθρώπου «πολλοί αισθάνονται την απλοποίηση, τη σταθεροποίηση και ενοποίηση της ψυχής που φέρνει ο πόλεμος σαν μια ευλογία, σαν μια καθαρτική καταιγίδα». «Ο πόλεμος είναι θεραπευτικός, όχι καταστροφικός, είναι ευλογία, όχι κατάρα», έγραφε στις 30/3/1917 το περιοδικό North American Review.
Ο Καζαντζάκης, ο μεγαλύτερος υμνητής του πολέμου στον ελληνικό μεσοπόλεμο, έγραφε από την Ισπανία το 1937: «Οι επικίντυνες περιπέτειες, ο εμφύλιος σπαραγμός, έρχονται σα δώρα ενός αιμοβόρου θεού. [...] Αλλοτε ο λαός τούτος κοιμόταν, [...] κυλιούνταν στα καφενεία και χασμουριόταν. Τώρα –ας είναι ευλογημένος ο φρικαλέος αυτός πόλεμος!– όλοι οι Ισπανοί, δεξιοί κι αριστεροί ξύπνησαν» («Η Καθημερινή», 17/1/1937). Αντιγράφοντάς τον μάλλον, ο Σπύρος Μελάς έγραφε αρχές του 1941: «Ευλογημένος να είναι ο πόλεμος! […] Μας ξεσκέπασε τη μετριότητα του καθημερινού μας βίου. Και άνοιξε το δρόμο προς όλα τα μεγαλεία» («Η Καθημερινή», 17/1/1941). Στη Γερμανία, τον Μάρτιο του 1940, ο Robert Ley, επικεφαλής του ναζιστικού Εργατικού Μετώπου, διακήρυσσε ότι «ο πόλεμος είναι μια θεϊκή ευλογία, η αιώνια πηγή από την οποία γεννιούνται νέες γενιές ανθρώπων» («Der Angriff», 27/3/1940).
Για τον Wilhelm Jerusalem, μία «λυτρωτική» αλλαγή που έφερνε ο πόλεμος ήταν η συμφιλίωση με το κράτος, το οποίο, μέσα από την ταύτιση στρατού και λαού γινόταν «μια ζωντανή, απτή πραγματικότητα», εντείνοντας «την αίσθηση του ανήκειν». Ο Στέλιος Ράμφος δηλώνει ότι η μάχη με την πανδημία έχει φέρει μια νέα σχέση με το κράτος, που «έδειξε δείγματα ότι υπάρχει»· ο Μπαμπινιώτης μίλησε για «έναν εξαγνισμό του κράτους» στα μάτια του Ελληνα, που «ήταν πάντοτε καχύποπτος και αρνητικός»· αλλά και άλλων μορφών εξουσίας, «των μέσων ενημέρωσης», του «δημοσιογράφου». Κι αν για τους υμνητές του έναν αιώνα πριν, ο πόλεμος σήμαινε μια ευεργετική ανατροπή της τετριμμένης καθημερινότητας, σήμερα μπορούμε, έστω και κλεισμένοι σπίτι μας, «μέσα από αυτήν την υπέρβαση να ξεπερνάμε την καθημερινότητα και να ανεβαίνουμε πιο ψηλά».
Η αναπαράσταση της πανδημίας ως πολέμου δεν εξιδανικεύει μόνο την πανδημία, αλλά κυρίως τον πόλεμο. Η εξιδανίκευση του πραγματικού πολέμου γινόταν πάντα μέσα από εικόνες θυσίας, ηρωισμού, ανδρισμού, «αναγέννησης», μέσα από την ταύτισή του με την ουσία του έθνους. Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και ο θάνατος μπορεί να ωραιοποιηθεί και να αισθητικοποιηθεί, παρακάμπτοντας τη μαζική και παράλογη σφαγή, το σωματικό και ψυχολογικό σακάτεμα ολόκληρων γενιών.
Η θετική αναπαράσταση της πανδημίας ως πολέμου και «ευλογίας» γίνεται από τον διανοούμενο μέσα από μια ναρκισσιστική εξιδανίκευση της καραντίνας, ως στροφής στον εαυτό, αναστοχασμού, βυθίσματος στην τέχνη και στα βιβλία, και την υποβάθμιση όχι μόνο του θανάτου και του πόνου αλλά των προβλημάτων ψυχικής υγείας, του άγχους, της ενδοοικογενειακής βίας, της ανεργίας, της καταστροφής τόσο πολλών ανθρώπων. Σε έναν βαθμό στηρίζεται σε ψευδαισθήσεις: το 1914, ο ενθουσιασμός με τον πόλεμο στηριζόταν στην αυταπάτη ότι θα είναι σύντομος, σχετικά ανώδυνος και σύμφωνος με τις ρομαντικές αναπαραστάσεις του 19ου αιώνα.

Ο «αόρατος εχθρός»

Ενα κοινό χαρακτηριστικό της πολεμικής ρητορικής των ηγετών είναι η αναφορά σε έναν «αόρατο εχθρό». Εκείνος που αρέσκεται περισσότερο είναι ο Τραμπ, και η επιμονή του αυτή έχει να κάνει κυρίως με τον Ψυχρό πόλεμο. Παλαιότερες «απειλές» που είχε αντιμετωπίσει ή κατασκευάσει ο αμερικανικός εθνικισμός, εξωτερικές ή εσωτερικές (όπως οι Ινδιάνοι, οι Μαύροι, οι Ιάπωνες μετανάστες στον Β' Παγκόσμιο), ήταν αρκούντως ορατές.
Μετά τον πόλεμο όμως ο «κομμουνισμός» αναπαραστάθηκε ως μια «αόρατη απειλή», μια υπόγεια συνωμοσία που διείσδυε ύπουλα σε νευραλγικές θέσεις, στο κράτος, στην εκπαίδευση, στον κινηματογράφο. Οι φορείς της ήταν άνθρωποι που εκ πρώτης όψεως δεν ξεχώριζαν, γι’ αυτό και χρειαζόταν το μακαρθικό κυνήγι μαγισσών για να τους ξεσκεπάσει.
Ενα φιλμάκι του στρατού το 1950 ενημέρωνε το κοινό «πώς να εντοπίσεις έναν κομμουνιστή», προειδοποιώντας ότι «η εξωτερική εμφάνιση δεν δίνει καμία ένδειξη».
Ο Αρτσιμπαλντ Ρούσβελτ, γιος του Φραγκλίνου και ιδρυτής της αντικομμουνιστικής οργάνωσης The Alliance, στην κατάθεσή του στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων το 1957 υποστήριζε ότι μια αόρατη κομμουνιστική εισβολή είχε ήδη ξεκινήσει:
«Είναι ένας πολιτικός στρατός που εμφανίζεται ως πολίτες που περπατούν στους δρόμους της Αμερικής, χωρίς να διακρίνονται από τον υπόλοιπο πληθυσμό. […] Είναι ένας αόρατος εχθρός που δρα πίσω από τα μέτωπα […] Ενοπλες εισβολές, όπως αυτές της τελευταίας 15ετίας στην Α. Ευρώπη […] είναι τουλάχιστον ορατές, […] ωστόσο, είναι απλά η συνέχεια μιας προηγούμενης εισβολής. […] Η πραγματική εισβολή στην Ουγγαρία ξεκίνησε το 1917 μέσω της μετανάστευσης μετά την μπολσεβίκικη επανάσταση. Η εισβολή στην Αμερική από σοβιετικές μεταναστευτικές δυνάμεις ξεκίνησε την ίδια περίοδο. […] Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μια φρικτή σφαγή Αμερικανών πατριωτών, που θα κάνει την ουγγρική εμπειρία να φαντάζει αθώα» («Hearings Before the Committee on Un-American Activities, House of Representatives», 1957, σ. 6143.)
Πιο πρόσφατα, αυτή η ρητορική του «αόρατου εχθρού» θα ανανεωνόταν με τον «πόλεμο» ενάντια στην τρομοκρατία.

Ο «κομμουνιστικός ιός»

Παράλληλα, η ίδια απειλή γινόταν αντιληπτή ως μια «επιδημία». Ηδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, η αναπαράσταση του σοσιαλισμού ή του αναρχισμού στον πολιτικό λόγο των ΗΠΑ βασιζόταν στην ιατρική γλώσσα της παθολογίας και της επιδημίας. Ηταν η μολυσματική μετάδοση μιας επίβουλης «ξένης» ιδεολογίας που έφερναν, μαζί με άλλα μικρόβια, οι μετανάστες από την Ευρώπη.
Ενα αντισοσιαλιστικό φυλλάδιο του 1910 ανέπτυσσε αυτήν τη μεταφορά:
«Ο σοσιαλισμός είναι ασθένεια. Μια ασθένεια του νου και, το χειρότερο, μια μεταδοτική ασθένεια και η αναρχία δεν είναι παρά ένα οξύ στάδιο της νόσου. Είναι, κατ’ αρχήν, σχεδόν ανίατη, για τον απλό λόγο ότι η ύπουλη ανάπτυξή της τυφλώνει την ηθική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο και τι άδικο. […] Είναι ύπουλη, σαν τον καρκίνο ή τη λέπρα. Οταν προσβάλει τον ασθενή, είναι ανίατη» (P. H. Scullin, «Socialism Means Slavery for the Working Man»).
Ετσι, την εποχή του μακαρθισμού, η εικόνα της «επιδημίας» θα συνοδεύει εκείνη του «αόρατου εχθρού». Ο Τζέι Εντγκαρ Χούβερ, ο πανίσχυρος ισόβιος αρχηγός του FBI, θα κλείσει ως εξής την κατάθεσή του στην Επιτροπή το 1947:
«Η νίκη μας θα διασφαλιστεί όταν εντοπιστούν και εκτεθούν οι κομμουνιστές, επειδή το κοινό θα κάνει το πρώτο βήμα βάζοντάς τους σε καραντίνα, ώστε να μην μπορούν βλάψουν. Ο κομμουνισμός, στην πραγματικότητα, δεν είναι πολιτικό κόμμα. Είναι ένας τρόπος ζωής – ένας επίβουλος και μολυσματικός τρόπος ζωής. Μια κατάσταση παρόμοια με μια ασθένεια που εξαπλώνεται σαν επιδημία. Και όπως σε μια επιδημία, η καραντίνα είναι απαραίτητη για να αποτρέψει τη μόλυνση του έθνους» (J. Edgar Hoover, «Speech Before the House Committee on Un-American Activities», 26/3/1947).
Στην Ελλάδα αυτή η ρητορική ήρθε την εποχή του ιδιώνυμου. Συχνά, και εδώ, η μετάδοση της «επιδημίας» συνδέθηκε με πρόσφυγες. Το 1930 διαβάζουμε ότι «το μικρόβιον του κομμουνισμού είχε προσβάλει και την πόλιν του Κιλκίς, μεταδοθέν εις τα σχολεία διά καθηγητών του γυμνασίου, καταγομένων εκ Ρωσίας» («Ελεύθερον Βήμα», 10/3/1930).
Λίγο μετά την 4η Αυγούστου, η εισηγητική έκθεση του Νόμου 117/1936 για την «καταπολέμησιν του κομμουνισμού», ανέφερε ότι «η κοινωνική αύτη επιδημία […] ήτο επόμενον, παρ’ όλην την φυσικήν αντίδρασιν εκ των παραδόσεων του Ελληνος, να επιδράσει και επί της Ελληνικής κοινωνίας […] Αι προκληθείσαι μεταπολεμικώς βιολογικαί συνθήκαι και η επαύξησις της ανεργίας παρέσχον πρόσφορον το έδαφος […] επέτυχαν να ενσταλάξουν το ψυχοφθόρον του κομμουνισμού μικρόβιον εις τας ψυχάς μεγάλου μέρους της εργατικής τάξεως» («Ελεύθερον Βήμα», 19/9/1936).
Μετά τον πόλεμο, η Μακρόνησος θα νοηματοδοτηθεί ως ένα «θεραπευτήριο», «αναρρωτήριο», που προστατεύει την κοινωνία από τον «διηθητό ιό» του κομμουνισμού: «Η Πατρίς, σαν στοργική μητέρα πονούσα […] εδημιούργησε ένα Ασκληπιείον, Εθνικόν Σανατόριον, το Γ' Τάγμα Σκαπανέων, όπου γίνεται […] ο εμβολιασμός Εθνικών Ιδεωδών και η αποκατάστασις της Εθνικής μας υγείας», διαβάζουμε στο περιοδικό «Σκαπανεύς» που εκδιδόταν εν ονόματι των «ανανηψάντων» (Στρατής Μπουρνάζος, «Στρατόπεδο Μακρονήσου, 1947-1950…», στο συλλογικό Οι χρόνοι της Ιστορίας για μια ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, Αθήνα 1998, σ. 117-140).

Πανδημία και «παγκοσμιοποίηση»

Παρατηρούμε μια ενδιαφέρουσα αντίφαση: έχουμε την κήρυξη ενός «πολέμου» στην πανδημία, σε μια απειλή που είναι –για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία– τόσο συγχρονικά παγκόσμια. Ωστόσο, αυτός ο «πόλεμος» δεν μπαίνει σε κάποιο υπερεθνικό πλαίσιο, αλλά νοείται από το κάθε έθνος-κράτος ως ένας τυπικά εθνικός πόλεμος: ως μια μάχη που διεξάγεται σε αντιδιαστολή, ή και σε αντίθεση, με τα άλλα έθνη: εθνικιστικός λόγος, κλείσιμο συνόρων, «πόλεμος της μάσκας», καχυποψία, απόδοση ευθυνών στους άλλους.
Η οποία εθνική «νίκη» σε αυτόν τον «πόλεμο» αποτιμάται με τις απώλειες, όχι τόσο της «δικής μας» χώρας όσο με αυτές των άλλων, με τις οποίες γίνεται μια ανταγωνιστική σύγκριση. Εκείνο, βέβαια, που τροφοδοτεί τον βαθύτερο ανταγωνισμό είναι ο φόβος της μεγάλης επερχόμενης κρίσης. Η επίκληση του «πολέμου», που «εξαγνίζει» το κράτος, που ενισχύει το εθνικό «εμείς», αποκτά έτσι μια πιο σοβαρή διάσταση, προετοιμασίας για μια περίοδο εντεινόμενων διεθνών συγκρούσεων και εσωτερικών κοινωνικών κρίσεων.
Ενας κοινός τόπος είναι ότι η πανδημία υπονομεύει την «παγκοσμιοποίηση». Αν όμως εκλάβουμε την τελευταία όχι απλά σαν μια τεχνική δυνατότητα μετακίνησης ανθρώπων, αλλά ως μια βαθιά και μακράς διάρκειας διαδικασία ομοιογενοποίησης του κόσμου, μπορούμε να δούμε την πανδημία όχι μόνο ως ένα αποτέλεσμα και σύμπτωμα αυτής της διαδικασίας αλλά και ως ένα προωθητικό συστατικό της: μια καινοφανή ακραία κατάσταση ανθρώπινης εμπειρίας, που αφορά ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Θα λέγαμε μάλλον ότι η πανδημία δεν υπονομεύει την «παγκοσμιοποίηση», αλλά αποκαλύπτει πιο έντονα τη δεδομένη φύση της, που είναι βαθιά συγκρουσιακή και βαθιά άνιση.
Ο εθνικισμός, τόσο σαν ιδεολογία όσο και σαν κρατικές πολιτικές, κάθε άλλο παρά είναι το αντίθετο της παγκοσμιοποίησης· είναι ένα αναπόσπαστο, απαραίτητο, κομμάτι της. Αντίθετα απ’ ό,τι θέλουν να πιστεύουν οι εθνικιστές, ομοιογενοποιεί τους ανθρώπους ανά τον κόσμο, τους κάνει να μοιάζουν, να λατρεύουν παρόμοιες σημαίες, να εμπιστεύονται τους αρχηγούς όταν τους λένε «είμαστε σε πόλεμο». Γι’ αυτό και ίσως κινδυνεύουμε να δούμε αυτήν την κρίση να αποκτά μια όχι απλώς μεταφορική σχέση με τον πόλεμο.

Eνας διάλογος μεταξύ μικροβίων

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για την επικράτηση της ορολογίας της επιδημίας είναι ένα χρονογράφημα της Ελένης Βλάχου στην «Καθημερινή» το 1951, όπου συνομιλούν μεταξύ τους δύο μικρόβια: η διφθερίτιδα και ο κομμουνισμός.
«[Διφθερίτις:] …με συγχωρείτε... Δεν σας βλέπω καλά. Είσθε αόρατος;
[Κομμουνιστικό μικρόβιο:] Εντελώς…
[Δ.:] Κολλητικός;..
[Κ.:] Πολύ. Και σχεδόν ανίατος. […] Αλλά δεν με έχουν ακόμη καταλάβει και εργάζομαι σχετικώς ανενόχλητος. Εχω και ανθρώπους που με υποστηρίζουν. Εφημερίδες που με βοηθούν…
[Δ.:] Τι τύχη!.. Εμάς και τους συναδέλφους μου, μας μάχονται πλέον όλοι. Μα ποιος είσθε; Πώς εργάζεσθε; Τι προσβάλλετε; Είσθε θανατηφόρος;
[Κ.:] Θα σας πω... Εχω εντελώς νέας μεθόδους. Δεν ασχολούμαι βλέπετε με το σώμα του ανθρώπου. Προσβάλλω τον νου του, την ψυχή του, την λογική του, τα αισθήματά του. Με γνωρίζουν, βέβαια […] αλλά επειδή δεν με πιάνει κανένα επιστημονικό εργαλείο, επειδή είμαι αόρατο, δεν με πολυπιστεύουν. Είναι, αγαπητή μου, ηλίθιοι οι άνθρωποι! Και σας, τόσα χρόνια, τόσους αιώνας σάς πιστεύανε; […] Τότε, στην μεγάλη μου επιδημία του Δεκεμβρίου 1944, είχαν τρομάξει. Πώς να μην τρομάξουν; Τριάντα χιλιάδες θύματα –νεκρούς– είχα στο ενεργητικό μου. […] Εάν είχε κατορθώσει το δέκατον, το εκατοστόν καμμιά συνάδελφός σας, καμμιά χολέρα, καμμιά πανώλης, θα είχε αναστατωθεί η υφήλιος, θα είχε αποκλεισθεί η Ελλάς. […] Θα άφηναν ποτέ να κυκλοφορούν ελεύθεροι γνωστοί φορείς του μικροβίου; Το φαντάζεσθε ποτέ; […] Ενώ σε εμένα αυτό συμβαίνει συχνότατα. […] Ευτυχώς. Ευτυχώς και μπορώ και εργάζομαι ελεύθερα με την ησυχία μου, με το σύστημά μου. Αρχίζω σταγόνα, σταγόνα και μοιράζω πρώτα το δηλητήριο. Το αίσθημα του μίσους. Φθόνος, πικρία, κακία, αυτά είναι τα πρώτα συμπτώματα. Χαλάρωσις κάθε ευγενικού αισθήματος συνδεδεμένου με πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, παράδοση είναι τα δεύτερα…».
(Ε., «Διάλογος», Η Καθημερινή, 4 Οκτωβρίου 1951)
*Επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΡΕΠΟΡΤΑΖ. ΤΩΡΑ.GR

Gold Switzerland: «Ο Μπάιντεν και το βαθύ κράτος κάνουν ότι μπορούν για να ξεκινήσουν τον Γ’ ΠΠ πριν αναλάβει ο Τραμπ» «Πρόκειται για μια σύγκρουση από την οποία οι ΗΠΑ το ΝΑΤΟ και ο κόσμος μπορούν μόνο να χάσουν» 27.11.2024 | 11:08

  O μεγάλος επενδυτικός οίκος Gold Switzerland,  σε νέα έκθεση του για την κλιμάκωση της ουκρανικής κρίσης αναφέρει ότι ο Τ.Μπάιντεν  και το...