Η πολιτεία δίνει κίνητρα στις γυναίκες να γίνουν μητέρες. Στην πράξη, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η ισχύουσα νομοθεσία και οι μεγαλύτεροι παραβάτες. Μία εργατολόγος απαντά στα ερωτήματα της ΗuffPost.
Αν στην Ευρώπη υπάρχει ένας τόπος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «no workers land», σίγουρα η χώρα μας θα διεκδικούσε τον τίτλο, αφού εδώ, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, δεκάδες εργασιακά δικαιώματα αμφισβητήθηκαν ανοιχτά.
Οι ανησυχίες είναι ακόμα πιο έντονες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού, η οποία, χωρίς αμφιβολία, επιδείνωσε την κατάσταση στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων και έθεσε ερωτήματα για την ασφάλεια των εργαζομένων σε όλες τις βαθμίδες. Το εν λόγω κείμενο γράφτηκε πριν διαμορφωθούν τα νέα δεδομένα, δυστυχώς όμως παραμένει επίκαιρο, αφού τώρα, οι υπάλληλοι που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως είναι και οι γυναίκες που βρίσκονται σε ενδιαφέρουσα, διατρέχουν ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο.
Πρόκειται για κάποιες από αυτές που στο παρελθόν ένιωσαν ξεκάθαρα πως για την επιχείρησή τους είναι ένα αναλώσιμο υλικό. Και Μόνο. Για όλες εκείνες τις γυναίκες που έχασαν την δουλειά τους κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης τους -και εξαιτίας αυτής.
Δυστυχώς αν ψάξουμε στο περιβάλλον μας, όλοι θα εντοπίσουμε ένα τουλάχιστον αντίστοιχο παράδειγμα. Στην Ελλάδα, όπου το καθεστώς προστασίας των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και των αυτοαπασχολούμενων είναι ανεπαρκέστατο, δεν υπάρχουν επίσημες έρευνες για τον αριθμό των καταγγελιών που γίνονται ετήσια, ωστόσο τα περιστατικά είναι πολλά και σήμερα, όπως επισημαίνουν εργατολόγοι και άλλοι επαγγελματίες που αναλαμβάνουν κατ’ εξακολούθηση την διαχείριση τέτοιων υποθέσεων.
Κι αυτό την ώρα που η κοινωνία ανέκαθεν προσπαθούσε με χίλιους τρόπους να βάλει στο μυαλό μιας γυναίκας πώς θα νιώσει ολοκληρωμένη μόνο όταν γίνει μητέρα και που το κράτος υποτίθεται πως εξαγγέλλει συχνά πυκνά μέτρα για την ενίσχυση της μητρότητας.
Στην πράξη τα πράγματα βέβαια, είναι λίγο διαφορετικά. Η κακομεταχείριση των γυναικών που είναι σε ενδιαφέρουσα είναι μια πραγματικότητα και επιπρόσθετα, ένα θέμα ταμπού, αφού οι περισσότερες, που έχουν βιώσει κάτι αντίστοιχο, φοβούνται να μιλήσουν γι’ αυτό, με την ανησυχία μήπως αντιμετωπιστούν με καχυποψία στην επόμενη δουλειά. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που οι εργαζόμενες που θέλησαν να μας μιλήσουν για την καταγραφή του εν λόγω θέματος, ζήτησαν να το πράξουν ανώνυμα.
“Ο εργοδότης μου άρχισε να κατηγορεί εμένα και όλες τις γυναίκες που δημιουργούμε θέματα στους χώρους εργασίας”
«Με ενημέρωσαν πως απολύομαι από το τηλέφωνο»
Η πρώτη περίπτωση που εξετάσαμε ήταν αυτή της Δέσποινας, που σήμερα είναι 34 ετών. Η γυναίκα σπούδασε πληροφορική, ενώ για λίγο λιγότερο από τρία χρόνια εργαζόταν στο τμήμα των Logistics σε γνωστή εταιρεία υποδημάτων. Όπως η ίδια αναφέρει, οι σχέσεις της με την εργοδοσία ήταν τυπικές, αλλά καλές. Εκείνοι ήταν ικανοποιημένοι από την δουλειά της και η ίδια τους εκτιμούσε.
Στην ομάδα της το κλίμα ήταν καλό και πέρα από τα καθημερινά, συνηθισμένα προβλήματα, δεν είχε κινήσει τις υποψίες της κάτι ακραίο. Η Δέσποινα τονίζει πως κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης της, που ξεκίνησε όταν εκείνη ήταν 31 ετών, εργαζόταν κανονικά, δεν είχε άλλωστε προβλήματα και αυτό της έδωσε την δυνατότητα να συνεχίσει. Και η ίδια έθετε πάντα την δουλειά της ως βασική προτεραιότητά στην ζωή της.
«Όταν βεβαιώθηκα πως είμαι όντως έγκυος, ομολογώ πως πανικοβλήθηκα. Ντρέπομαι λίγο που το λέω αλλά ανησύχησα για το πώς θα τα βγάλω πέρα. Αγαπούσα πολύ την δουλειά μου και σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να κλειστώ στο σπίτι. Τα προβλήματα για μένα άρχισαν μετά την γέννα της κόρης μου. Όταν έληξε το εννιάμηνο που είχαμε συνεννοηθεί πως θα λείπω, αποφάσισα να προσλάβω μία κοπέλα για να μένει με το παιδί όταν εγώ θα απουσιάζω. Θεωρούσα πως είναι όλα τακτοποιημένα, ήξερα πως το μωρό με χρειάζεται, αλλά πίστευα ειλικρινά πως θα πάνε όλα καλά.
Όταν όμως τηλεφώνησα στον εργοδότή μου προκειμένου να συνεννοηθούμε για τις λεπτομέρειες της επιστροφής, εκείνος με ενημέρωσε πως δεν είναι σίγουρος αν μπορώ να γυρίσω. Επικαλέστηκε διάφορες δικαιολογίες με την βασικότερη να είναι πως οι δουλειές έπεσαν έξω όσο εγώ έλειπα και πως στο πόστο που εργαζόμουν, δεν μπορούσα να φανώ χρήσιμη πια. Έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου, του ζήτησα να δουλέψω σε κάποια άλλη θέση. Μάταια όμως», περιγράφει η Δέσποινα.
Μάλιστα, όπως υπογραμμίζει, όταν τον ρώτησε τι προβλέπεται για την απόλυση, εκείνος την ενημέρωσε πως θα έπρεπε να δηλώσει πως παραιτείται από μόνη της. Η νεαρή μητέρα αποφάσισε να προχωρήσει σε καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας και τελικά ο εργοδότης συμβιβάστηκε.
«Το ψυχολογικό φορτίο ακόμα και μετά τον συμβιβασμό ήταν τεράστιο. Αφενός είχα να παλέψω με την ανεργία και την ανατροφή ενός παιδιού, αφετέρου με τους δαίμονες που δεν με άφηναν να ηρεμήσω και τα δεκάδες ερωτήματα για την συμπεριφορά του. Οι γυναίκες που βιώνουν κάτι αντίστοιχο πρέπει να μιλάνε, να καταγγέλλουν. Η σιωπή δεν φέρνει αλλαγή, αντίθετα δίνει χώρο σε όσους δεν σέβονται βασικά ανθρώπινα δικαιώματα», λέει η Δέσποινα.
«Δεν θέλω να θυμάμαι όσα άκουσα»
Η περιπέτεια της Ιωάννας είναι πιο πρόσφατη, αφού δεν έχει ακόμα εκδικαστεί. Η αντίδρασή του εργοδότη της ήταν ξεκάθαρη από την αρχή. Αμέσως μόλις του ανακοίνωσε την εγκυμοσύνή της, της είπε πως πρέπει να λήξουν την συνεργασία τους χωρίς συγκρούσεις και πως δεν δύναται να πληρώνει κάποιον που απουσιάζει από την εργασία. Η γυναίκα, που σήμερα είναι 32 ετών, εργαζόταν τότε σε ένα τηλεφωνικό κέντρο.
«Όταν του είπα πως κάτι τέτοιο είναι παράνομο, δεν σκέφτηκε καν να κρύψει τον εκνευρισμό του. Άρχισε να κατηγορεί εμένα και όλες τις γυναίκες που “δημιουργούμε θέματα στους χώρους εργασίας”. Δεν θέλω καν να θυμάμαι τους χαρακτηρισμούς που ακολούθησαν.
Η ψυχολογία μου είχε επηρεαστεί σημαντικά. Τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης χρειάστηκε να μείνω για καιρό στο κρεβάτι. Εκεί ήρθα αντιμέτωπη με μια ακόμα πρόκληση, γιατί σκεφτόμουν τα πάντα στον υπερθετικό βαθμό. Προφανώς και έκανα καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας. Στο πρώτο μας ραντεβού είχε έρθει με δύο δικηγόρους. Έξω από το κτίριο είχαν μαζευτεί αλληλέγγυοι που φώναζαν συνθήματα υπερ μου. Γενικά υπήρξε ένα κίνημα και άνθρωποι που με στήριξαν σημαντικά στον αγώνα που θα έδινα», σημειώνει η Ιωάννα.
Η δίκη για την απόλυσή της θα διεξαχθεί τον επόμενο μήνα, ενώ το ποσό που διεκδικεί η ίδια, σύμφωνα με τους δικηγόρους της, αφορά υπερωρίες, μισθούς πολλών μηνών, δώρα και αποζημίωση για ηθική βλάβη. Η Ιωάννα μιλά για την καθοριστική βοήθεια των σωματείων εργαζομένων που της παρείχαν συμβουλές.
Λέει πως κοινοποίησε την εμπειρία της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξαρχής, προκειμένου να δώσει την αφορμή και σε άλλες γυναίκες να μιλήσουν για τα περιστατικά. Επισημαίνει πως προτεραιότητα για εκείνη ήταν το θέμα της ηθικής δικαίωσης για μια περιπέτεια που την προσέβαλε, απλά επειδή αποφάσισε να κυοφορήσει.
Mε την βοήθεια της εργατολόγου, κ. Μαριάννας Τσότρα, προσπαθήσαμε να καταγράψουμε κάποια βασικά στοιχεία σχετικά με την νομοθεσία που αφορά την προστασία των γυναικών που είναι σε ενδιαφέρουσα, με τις εταιρείες εις βάρος των οποίων γίνονται οι περισσότερες καταγγελίες, με την κατάσταση στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και τα περιστατικά που έχει η ίδια διαχειριστεί.
“Η σιωπή δεν φέρνει αλλαγή, αντίθετα δίνει χώρο σε όσους δεν σέβονται βασικά ανθρώπινα δικαιώματα”
Τι προβλέπει ο νόμος
Όπως επισημαίνει η κ. Τσότρα, η άδεια μητρότητας που δικαιούται κάθε εργαζόμενη γυναίκα έχει σήμερα διάρκεια 17 εβδομάδων, μετά από διαδοχικές νομοθετικές αυξήσεις.
Οκτώ (8) εβδομάδες χορηγούνται υποχρεωτικά πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού και οι υπόλοιπες εννέα (9) εβδομάδες μετά τον τοκετό. Σε περίπτωση που ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από τον αρχικώς πιθανολογούμενο, το υπόλοιπο της άδειας θα χορηγηθεί υποχρεωτικά μετά τον τοκετό, ώστε να εξασφαλιστεί ο συνολικός χρόνος άδειας 17 εβδομάδων.
Σε περίπτωση δε που ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο μεταγενέστερο από τον αρχικώς πιθανολογούμενο, η άδεια θα παραταθεί μέχρι την ημέρα του τοκετού, χωρίς η παράταση αυτή να συνεπάγεται την αντίστοιχη μείωση του χρόνου της άδειας που πρέπει υποχρεωτικά να ληφθεί μετά τον τοκετό.
Σε περίπτωση ασθένειας προκληθείσας από την κύηση ή τον τοκετό, η ανωτέρω άδεια θα παραταθεί ανάλογα. Η άδεια είναι υποχρεωτική και χορηγείται στις εργαζόμενες γυναίκες που απασχολούνται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία εργάζονται (υπάλληλοι ή εργατοτεχνίτριες).
Κατά το διάστημα της άδειας μητρότητας, η γυναίκα δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη της αμοιβή 15 ημερών, εάν δεν έχει συμπληρώσει υπηρεσία ενός έτους, ή ενός μηνός, εάν την έχει συμπληρώσει.
Από τις αποδοχές αυτές εκπίπτει ό,τι καταβλήθηκε στην εργαζόμενη από τον ασφαλιστικό της οργανισμό. Η ασφαλισμένη στο ΙΚΑ εργαζόμενη δικαιούται να λάβει από το ΙΚΑ επιδόματα μητρότητας (κυοφορίας – λοχείας), τα οποία υπολογίζονται με βάση τον μέσο όρο αποδοχών των τελευταίων 30 ημερών ασφάλισης του προηγούμενου έτους. Η εργαζόμενη δικαιούται να λάβει το 50% του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία κατατάσσεται.
Απαραίτητη προϋπόθεση η εργαζόμενη να έχει συμπληρώσει 200 ημερομίσθια κατά τα δύο τελευταία έτη πριν από την πιθανολογούμενη ημερομηνία τοκετού της και να βρίσκεται ήδη σε άδεια κυοφορίας.
Το επίδομα κυοφορίας μπορεί να προκαταβληθεί, ενώ το επίδομα λοχείας καταβάλλεται πάντοτε μετά τον τοκετό. Επίσης, καταβάλλεται και από τον ΟΑΕΔ ως συμπληρωματική παροχή η διαφορά μεταξύ των τακτικών της αποδοχών και του επιδόματος μητρότητας που έλαβε από το ΙΚΑ, που καλύπτει εν τέλει το σύνολο των τακτικών αποδοχών της επί τις 17 εβδομάδες της άδειας μητρότητας.
Η εργαζόμενη γυναίκα παράλληλα, δικαιούται, ως άδεια φροντίδας τέκνου, για χρονικό διάστημα 30 μηνών από τον τοκετό, να προσέρχεται αργότερα στην εργασία της ή να αποχωρεί νωρίτερα από αυτήν, κατά μία ώρα κάθε ημέρα.
Εναλλακτικά, και μόνο εφόσον ζητηθεί από τη μητέρα και υπάρχει σύμφωνη γνώμη του εργοδότη, δύναται η μείωση του ωραρίου εργασίας να ορισθεί σε δύο ώρες ημερησίως για τους πρώτους 12 μήνες και 1 ώρα ημερησίως για 6 επιπλέον μήνες.
Επίσης, δίδεται η δυνατότητα, μετά από συμφωνία εργαζόμενης και εργοδότη, το μειωμένο ωράριο να μετατραπεί σε συνεχόμενη ισόχρονη άδεια μετ’ αποδοχών. Η άδεια φροντίδας τέκνου αρχίζει από τη λήξη της άδειας μητρότητας και θεωρείται και αμείβεται κανονικά ως χρόνος εργασίας.
Η ως άνω άδεια αποτελεί δικαίωμα της εργαζόμενης μητέρας, την οποία δύναται να ζητήσει από τον εργοδότη. Εάν η εργαζόμενη μητέρα δεν αιτηθεί την παρεχόμενη εκ του νόμου άδεια, δεν δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για τις ώρες που εργάσθηκε, εκτός εάν ζήτησε την άδεια από τον εργοδότη και εκείνος επέβαλε την εργασία της κατά το πλήρες αντί του μειωμένου ωραρίου.
Η ασφαλισμένη στο ΙΚΑ εργαζόμενη μητέρα, μετά τη λήξη της άδειας λοχείας και της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, δικαιούται ειδική άδεια προστασίας μητρότητας 6 μηνών.
Εάν δεν έκανε χρήση της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, δικαιούται την ως άνω ειδική άδεια προστασίας μητρότητας αμέσως μετά τη λήξη της άδειας λοχείας και, στην συνέχεια, να λάβει και το μειωμένο ωράριο για το υπόλοιπο από τους 30 μήνες από την λήξη της άδειας λοχείας διάστημα. Κατά την διάρκεια της άδειας αυτής, η μητέρα δικαιούται από τον ΟΑΕΔ τον εκάστοτε κατώτατο μισθό, καθώς και αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας.
Σημαντικό είναι επίσης να αναφερθεί πως ο εργαζόμενος γονέας, που έχει συμπληρώσει 1 έτος εργασίας στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται γονική άδεια ανατροφής τέκνου μέχρις ότου το παιδί συμπληρώσει την ηλικία των 6 ετών.
Η άδεια είναι άνευ αποδοχών, χορηγείται εγγράφως για περίοδο τουλάχιστον 4 μηνών, εφάπαξ ή τμηματικά, με βάση σχετική αίτηση του εργαζόμενου, όπου διευκρινίζεται η έναρξη και η λήξη της, και αποτελεί ατομικό δικαίωμα του κάθε γονέα.
Όσον αφορά τις εργαζόμενες στο Δημόσιο, η άδεια που λαμβάνουν είναι 2 μήνες προ και 3 μήνες μετά τον τοκετό, στους οποίους προστίθενται 2 μήνες για κάθε τέκνο πέραν του 3ου. Επίσης, ο χρόνος εργασίας των γονέων υπαλλήλων μειώνεται κατά 2 ώρες ημερησίως επί δύο έτη για τέκνα έως 2 ετών και κατά μία ώρα κατά τα επόμενα δύο έτη για τέκνα από 2 έως 4 ετών, ενώ ο γονιός που δεν κάνει χρήση του ανωτέρω μειωμένου ωραρίου, δικαιούται να λάβει άδεια εννέα μηνών με αποδοχές για ανατροφή του παιδιού.
Η σύγκριση με την Ευρώπη
Απευθύνοντας το ερώτημα για την ισχύουσα νομοθεσία στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, η κ. Τσότρα δίνει συγκεκριμένα παραδείγματα. Στην Γαλλία, η άδεια εγκυμοσύνης είναι 16 εβδομάδων μετ’ αποδοχών (6 εβδομάδες προ τοκετού και 10 εβδομάδες μετά), με πρόβλεψη για αυξημένη άδεια ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων που περιμένει η εργαζόμενη ή των υπόλοιπων τέκνων στην οικογένεια, μέχρι και 26 εβδομάδες συνολικά.
Στην Γερμανία, η άδεια εγκυμοσύνης διαρκεί 6 εβδομάδες πριν τον τοκετό και είναι προαιρετική και 8 εβδομάδες υποχρεωτική μετά τον τοκετό. Επίσης, οι εργαζόμενες μητέρες, όπως και οι πατέρες, δικαιούνται άδεια μητρότητας μέχρι το τέκνο να φτάσει στην ηλικία των 3 ετών, ενώ μπορούν να λάβουν την άδεια μητρότητας είτε διαδοχικά είτε ταυτόχρονα.
Στην Ιταλία, η υποχρεωτική άδεια μητρότητας διαρκεί 5 μήνες, 2 μήνες πριν από τον τοκετό και 3 μήνες μετά. Σε περίπτωση που η εγκυμοσύνη είναι ομαλή, η άδεια μπορεί να ξεκινήσει έναν μήνα πριν τον τοκετό και να διαρκέσει έως και 4 μήνες μετά. Κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, λαμβάνουν το 80% του μισθού τους, ενώ όσοι εργάζονται στο δημόσιο λαμβάνουν τον συνολικό μισθό τους, καθώς και οποιοδήποτε επίδομα δικαιούνται ανεξάρτητα. Οι γονείς μπορούν να ζητήσουν επιπλέον άδεια, 6 μήνες μετά τον τοκετό, λαμβάνοντας το 30% του μισθού τους.
Στην Ισπανία, οι μητέρες παίρνουν 16 εβδομάδες άδεια μητρότητας και λαμβάνουν ολόκληρο τον μισθό τους. Οι πατέρες δικαιούνται 13 με 15 μέρες άδεια, αλλά μπορούν να λείψουν έως και 10 εβδομάδες εάν η μητέρα δεν θέλει να λάβει τις 16 εβδομάδες που δικαιούται. Οι εργαζόμενες μητέρες μπορούν, επίσης, να ζητήσουν μειωμένο ωράριο μέχρι τα παιδιά τους να γίνουν 12 ετών.
Η Σουηδία εξασφαλίζει άδεια 480 ημερών (16 μήνες) συνολικά και για τους δύο γονείς για το κάθε παιδί, ενώ κατά τις 420 από αυτές οι γονείς λαμβάνουν το 80% του μισθού τους.
Στην Δανία, οι μητέρες δικαιούνται 4 εβδομάδες άδειας πριν τον τοκετό και 14 εβδομάδες άδεια λοχείας μετά τον τοκετό, ενώ ο μισθός τους καταβάλλεται στο 100%. Ο πατέρας δικαιούται 2 εβδομάδες άδειας κατά το διάστημα των 14 εβδομάδων, και στην συνέχεια ακολουθούν 32 ακόμη εβδομάδες άδειας, τις οποίες οι γονείς μπορούν να μοιράσουν μεταξύ τους.
Στο Βέλγιο, οι εργαζόμενες μητέρες δικαιούνται άδεια μητρότητας διάρκειας 15 εβδομάδων, όπου κατά τις πρώτες 30 ημέρες μετά τον τοκετό πληρώνονται το 80% του μισθού τους, ενώ το υπόλοιπο διάστημα το 75%.
Το επιχείρημα της άλλης πλευράς
Ποιο είναι όμως το σύνηθες εργοδοτικό επιχείρημα που επικαλείται η άλλη πλευρά κάθε φορά που προχωρά σε απόλυση; «Οι εργοδότες διατείνονται ότι δεν μπορούν να καλύψουν τα έξοδα πρόσληψης και, εν συνεχεία, απόλυσης νέου εργαζομένου κατά το διάστημα που η έγκυος εργαζόμενη βρίσκεται στην άδεια εγκυμοσύνης. Επίσης, ότι κατά την επιστροφή της, και παρ’ ότι εκείνη θα έχει αποξενωθεί από τις συνθήκες παροχής της εργασίας της, ο εργοδότης υποχρεούται να την απασχολεί για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 18 μηνών», αναφέρει η κ. Τσότρα.
Η ίδια θυμάται την περίπτωση μιας γυναίκας -που ανέλαβε να διαχειριστεί το γραφείο στο οποίο εργάζεται- και η οποία απέβαλε λόγω της έμμεσης ψυχολογικής βίας που της άσκησε ο εργοδότης της μόλις πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη της. Εξηγεί πως η εργαζόμενη, λόγω φόβου, δεν κινήθηκε δικαστικά, όμως, ακόμα και χωρίς ρητή απαίτηση του εργοδότη, αυτή είναι μια ξεκάθαρη περίπτωση εγκύου που, εμμέσως οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα, υπό το κράτος του φόβου και του ψυχολογικού πολέμου που της κήρυξε εκείνος.
Οι μεγαλύτερες παραβάσεις στις πολυεθνικές
Η κ. Τσότρα συνδέει την γεωμετρική αύξηση των περιστατικών καταστρατηγήσεως της εργατικής νομοθεσίας με τις περιόδους οικονομικής κρίσης, ενώ επισημαίνει πως οι μεγαλύτερες παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας παρατηρούνται στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, από τις οποίες και θα αναμένονταν κάποια ελάχιστα εχέγγυα νομιμότητας. «Συνήθως δε οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι είναι αυτοί που δεν έχουν την (βιοποριστική) ευχέρεια να θέσουν αναχώματα στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους», συμπληρώνει.
“Η άδεια μητρότητας που δικαιούται κάθε εργαζόμενη γυναίκα έχει σήμερα διάρκεια 17 εβδομάδων, μετά από διαδοχικές νομοθετικές αυξήσεις”
Και τα βήματα για την καταγγελία
Η εργατολόγος εξηγεί πως η διαδικασία που συνήθως κινούν οι νομικοί που θα αναλάβουν την υπόθεση, είναι, κατ’ αρχάς, η καταγγελία στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας. «Στην συνέχεια, και αν ο εργοδότης δεν έχει συμμορφωθεί οικειοθελώς, που είναι και το σύνηθες, θα αποστείλουμε μια εξώδικη δήλωση σε αυτόν, όπου θα εκθέτουμε τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την ακυρότητα της απόλυσης ή της όποιας παράνομης ενέργειας στην οποία έχει προβεί ο εργοδότης και θα τον καλούμε να παύσει την παράνομη ενέργεια/να επαναπροσλάβει την εργαζόμενη. Εάν και αυτό αποβεί άκαρπο, η τελευταία οδός είναι η δικαστική.
Στατιστικά, και εάν έχουμε να κάνουμε με μια ξεκάθαρη και αυταπόδεικτη περίπτωση απόλυσης λόγω εγκυμοσύνης, οι εργαζόμενες δικαιώνονται στα δικαστήρια και αναγνωρίζεται η ακυρότητα της απόλυσής τους, οπότε κερδίζουν τους μισθούς υπερημερίας για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα.
Εντούτοις, η απόλυση είναι επιτρεπτή εάν γίνεται για σπουδαίο λόγο. Τέτοιο λόγο αποτελούν, όπως έχει κριθεί νομολογιακά, η πλημμελής εκτέλεση της εργασίας, η αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της εργαζομένης, η μη συμμόρφωση με τις οδηγίες του εργοδότη, ο περιορισμός των εργασιών της επιχείρησης, η διακοπή λειτουργίας υποκαταστήματος, και εν γένει λόγοι που αφορούν είτε την παροχή της εργασίας εκ μέρους της εργαζομένης είτε την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης», λέει.
Αυτό το, εντός εισαγωγικών, «παραθυράκι» που δίνει ο νόμος στον εργοδότη, σε συνδυασμό με την ευχερέστερη πρόσβαση του στο «οπλοστάσιο» του αποδεικτικού υλικού και των μαρτυρικών καταθέσεων, σε σύγκριση με τον εργαζόμενο, είναι και αυτό που τελικά θα οδηγήσει στις δικαστικές ήττες των εργαζομένων σε τέτοιες υποθέσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου