Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν φέτος οι πολίτες για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι καθώς έχουν ακριβύνει όλα τα προϊόντα από πέρυσι. 

Όπως αναφέρουν οι καταναλωτές, φέτος το τραπέζι θα είναι λιτό και οικογενειακό, ενώ παρατηρούν πως τα κρέατα «είναι πιο φθηνά στην κεντρική αγορά σε σχέση με τα συνοικιακά κρεοπωλεία. Ωστόσο οι τιμές είναι ανεβασμένες φέτος».

Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της μελέτης του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), οι τιμές των προϊόντων του τυπικού χριστουγεννιάτικου τραπεζιού στα μεγάλα σούπερ μάρκετ το 2021 είναι αυξημένες κατά 5% κατά μέσο όρο σε σχέση με το 2020, ενώ είναι αυξημένες κατά 1% σε σχέση με την υψηλότερη τιμή που καταγράφηκε το 2015.

Συγκεκριμένα το τυπικό καλάθι υπολογίζεται σε 86,18 ευρώ το 2021 έναντι 81,81 ευρώ το 2020.

Η έρευνα αφορά 22 τυπικές κατηγορίες προϊόντων που περιλαμβάνονται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι (π.χ. κουραμπιέδες, μελομακάρονα, βασιλόπιτα, γαλοπούλα, αρνί, κάστανα, αυγά, πατάτες, κ.α.).

Ευκαιρίες και προσφορές

Σημειώνεται ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες προσφορών στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ που δίνουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να επιλέξει και να εξοικονομήσει μεσοσταθμικά περίπου 13% της αξίας των αγορών του ενώ με έξυπνες αγορές η εξοικονόμηση μπορεί να φτάσει ακόμα και το 21% της αξίας του καλαθιού.

Συνολικά εκτιμάται ότι τα φετινά Χριστούγεννα πάνω από 1 στα 2 προϊόντα που θα αγοραστεί θα σχετίζεται με κάποια προωθητική ενέργεια, όπως εκπτώσεις σε συγκεκριμένα προϊόντα, εκπτώσεις σε συγκεκριμένες κατηγορίες, προσφορά επιπλέον προϊόντος (π.χ. 2+1 δώρο), εκπτωτικά κουπόνια, δωροεπιταγές για επόμενες αγορές, επιστροφή χρημάτων με τη χρήση πιστωτικών καρτών.

Ποια προϊόντα έχουν πάρει «φωτιά»

Το μεγάλο εύρος τιμών που καταγράφεται οφείλεται, σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, στην αύξηση της έντασης του ανταγωνισμού κάθε έτος και ειδικά την τελευταία πενταετία ανάμεσα στις επιχειρήσεις του κλάδου και στην προσαρμογή των επιχειρήσεων του κλάδου (προμηθευτές και λιανέμποροι) στην ανάγκη των καταναλωτών για μειωμένες τιμές και value for money που καταγράφεται το τελευταίο εξάμηνο.

Από τις 22 υποκατηγορίες προϊόντων που εξετάζονται η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στην τιμή του αρνιού κατά 24%, η τιμή του οποίου παραμένει υψηλότερα από το Πάσχα και μετά με τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης να μην έχουν αλλάξει ως τότε.

Αντίστροφα η μεγαλύτερη μείωση καταγράφεται στην τιμή της τομάτας κατά 25%, λόγω των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών. Σε σχέση με το εύρος τιμών στο οποίο έχει πρόσβαση ο καταναλωτής, η μέση διακύμανση των τιμών των προϊόντων παραμένει αυξημένη και υπολογίζεται περίπου στο 35-38% της αξίας τους.

Αυτή η τάση είναι και αποτέλεσμα των έντονων προσφορών και προωθητικών εκπτωτικών ενεργειών των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ και των προμηθευτικών εταιρειών, οι οποίες πλέον παίρνουν διάφορες μορφές.

Όλοι οι επιμέρους δείκτες παρουσιάζουν αυξήσεις (δημητριακά, έλαια, κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη) με μεγαλύτερες αυξήσεις από αυτές να καταγράφονται στα φυτικά έλαια και στα δημητριακά.

Πού οφείλονται οι αυξήσεις

Οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας. Αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τελικών τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές.

Οι ανατιμήσεις είναι αναμενόμενες καθώς εδώ και αρκετούς μήνες καταγράφονται πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες είναι κυρίως εισαγόμενες. Ο δείκτης διεθνών τιμών πρώτων υλών (commodities) τροφίμων παραμένει σημαντικά αυξημένος σε σχέση με πριν την πανδημία COVID-19.

Ένα σημαντικό μέρος των αυξήσεων τιμών πρώτων υλών φαίνεται να έχουν απορροφηθεί από τους ενδιάμεσους κόμβους της αλυσίδας παραγωγής και διάθεσης, παραγωγούς, μεταποιητές, προμηθευτές και το λιανεμπόριο στην Ελλάδα, κάτι που όμως ήταν πρακτικά αδύνατο να συνεχιστεί, καθώς όλες οι επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν αυξημένα κόστη λόγω της συνεχιζόμενης πανδημίας στην χώρα.

Σημαντικό εμπόδιο στην διαχείριση των τιμών σε χαμηλότερα επίπεδα αποτελούν και οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ.