ΔΥΣΤΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΤΩΡΑ Θ. ΠΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ Ε.ΣΔ
Ιστορικό
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΤΑΦΩΝ
THEODOR WIEGAND DYSTOS
Το μεγάλο σπίτι στο Δύστου στην Εύβοια από τον J. V. Luce
Ιστορικό
ΔΥΣΤΟΣ στο κεντρο ο λοφος Καστρι |
Η θέση του Δύστου στην ενδοχώρα της Εύβοιας, σε μικρή απόσταση από τα παράλια, ευνόησε τις χερσαίες και θαλάσσιες επαφές του με την υπόλοιπη Εύβοια και με τα παράλια της Αττικής.
Το επίνειο του Αργυρού (σήμερα Πόρτο Μπούφαλο), που συνδεόταν με τον οικισμό με αμαξήλατο δρόμο,ήταν το κοντινότερο αγκυροβόλιο, που πρόσφερε ασφαλές καταφύγιο για τα πλοία.
Η αναφορά «Δύστος: πόλις Ευβοίας» στα Φιλιππικά του Θεόπομπου, που σώζεται από το συγγραφέα Στέφανο Βυζάντιο, αποτελεί τη μοναδική φιλολογική μαρτυρία για την αρχαία πόλη.
Σύμφωνα με την αρχαία γραμματολογία η λέξη «δύστος» δηλώνει το δυστυχισμένο, ενώ πρόσφατα διατυπώθηκε η θεωρία ότι το τοπωνύμιο πιθανόν
αμαξήλατες πέτρες στη διαδρομή Πόρτο Μπούφαλου – Δύστου.(θέση Κιάφα). |
Οι όχθες της λίμνης του Δύστου αποτέλεσαν από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους ιδεώδη τόπο για την ίδρυση οικιστικών πυρήνων.
Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης στο χώρο ανάγονται στη νεολιθική εποχή, όπως δείχνει η εύρεση λεπίδων οψιανού και οστράκων νεολιθικών αγγείων.
Πολλούς αιώνες αργότερα στο λόφο ιδρύθηκε ο οργανωμένος οικισμός, που υπήρχε ήδη από την αρχαϊκή, αλλά άκμασε στην κλασική και ελληνιστική περίοδο.
Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. ο δήμος του Δύστου είναι πιθανό να έπαιξε κάποιο ρόλο, όταν ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας προσπάθησε να ελέγξει την πολιτική κατάσταση στην Εύβοια, υποκινώντας στην Ερέτρια εξέγερση κατά του ολιγαρχικού άρχοντα Πλουτάρχου.
Κατά τον 4ο αι. π.Χ. ο οικισμός του Δύστου οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος, ενώ η κορυφή του λόφου προστατεύθηκε και με δεύτερο οχυρωματικό περίβολο.
Ένα ψηφισματικό ανάγλυφο της ίδιας περιόδου, που αναφέρεται στην αποξήρανση της λίμνης των Πτεχών,
Η ενεπίγραφη στήλη, που κατά την αρχαιότητα ήταν στημένη στο ιερό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα στην Ερέτρια, βρέθηκε στη Χαλκίδα στην πλατεία Τζαμιού (πρώην Πλατεία Φυλακών) το 1860 και σήμερα φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο Αθηνών.
Το ανώτερο τμήμα της διακοσμείται με ανάγλυφη παράσταση, στην οποία σώζονται τα ίχνη δύο μορφών, της Αρτέμιδος και της Λητούς, και στο κείμενό της αναφέρεται η σύμβαση αποξήρανσης της λίμνης, μεταξύ του Χαιρεφάνη, αναδόχου του έργου, και 230 Ερετριέων πολιτών.
Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, οι οποίοι παραμένουν επίκαιροι μέχρι σήμερα, προβλεπόταν η κατασκευή αποχετευτικών αγωγών, υπονόμων και φρεατίων για την αποχέτευση των υδάτων σε φυσικές υπόγειες ρωγμές, τις καταβόθρες.
Το λιμάνι του Δύστου φαίνεται ότι συνέχισε να χρησιμοποιείται ακόμη και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όπως δείχνει η εύρεση ενός θησαυρού 95 δηναρίων (θησαυρός των Βύρρων) της ρωμαϊκής δημοκρατίας.
Τα τεκμήρια για την ιστορική διαδρομή του Δύστου κατά τους βυζαντινούς χρόνους και τις περιόδους της Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας είναι ελάχιστα. Η περιοχή πρέπει να ακολούθησε την τύχη της ευρύτερης κεντρικής Εύβοιας.
Κατά τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους η περιοχή υπαγόταν στην επισκοπή του Πορθμού ή του Αυλώνος, ενώ τη συνέχιση της κατοίκησης στους βυζαντινούς χρόνους υποδεικνύουν τα ερείπια εκκλησιών.
Στην περίοδο της Ενετοκρατίας ο λόφος του Δύστου ενισχύθηκε με οχυρωματικό περίβολο και ένα πύργο, από τον οποίο γινόταν η εποπτεία της περιοχής και η επικοινωνία με τους γειτονικούς πύργους του Καράβου και του Κουτουμουλά (ή Κατωμουλά). Η ταύτιση του αρχαίου Δύστου έγινε ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα χάρη στη διατήρηση του αρχαίου τοπωνυμίου σε ένα μικρό, εγκαταλειμμένο σήμερα,
χωριό κοντά στους πρόποδες του λόφου.
Τα αρχαία ερείπια της περιοχής προσέλκυσαν το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών και αρχαιολόγων, όπως του L. Ross (1844), του Α. Ραγκαβή (1853) και του H.G. Lolling (1876-1877).
Ο T. Wiegand (1895) ήταν ο πρώτος αρχαιολόγος, που πραγματοποίησε το 1898 τη σχεδιαστική αποτύπωση των αρχαίων ερειπίων.
Αρκετές δεκαετίες αργότερα, το 1976 οι Γερμανοί αρχαιολόγοι L. Schwandner και W. Hoepfner
Νομίσματα από το «θησαυρό» των Βύρρων (από Η. Τσούρτη – Χ. Παπαγεωργιάδου, 162, πιν. IV) |
Συντάκτης
Α. Χατχηδημητρίου, αρχαιολόγος
Δρ Δ. Μυλωνάς, αρχαιολόγος Μια διασωθείσα, σε όλα τα χωριά της περιοχής προφορική παράδοση για το Δύστο αναφέρει ότι:
«στη ρίζα του λόφου ήταν μια πηγή (υπάρχει), που τη σκίαζε μια μεγάλη καρυδιά.
Στον ίσκιο της μπορούσε το καλοκαίρι να κοιμίσει 1.000 πρόβατα.
Το νερό της πηγής, ολόκληρο κεφαλάρι, έτρεχε σε ένα χαντάκι και αφού έφθανε στη ρίζα του βουνού προς το Πράσινο (Καλέντζι), χανόταν σε μια σπηλιά.
Ο τσέλιγκας, που είχε τα κοπάδια, μάλωσε μια μέρα με το τσοπάνη του και του είπε πως μόλις τελειώσει το κούρεμα των προβάτων θα τον διώξει. Γεμάτος θυμό ο τσοπάνης, για να κάνει κακό στον τσέλιγκα, έριξε όλο το μαλλί από τα πρόβατα στο νερό της πηγής.
Το μαλλί παρασύρθηκε από το τρεχούμενο νερό και έφθασε στην καταβόθρα, στα τοιχώματα της οποίας κόλλησε.Μετά την πράξη του αυτή ο τσοπάνης εγκατέλειψε τα πρόβατα του τσέλιγκα και χάθηκε.
Το νερό δεν μπορούσε να φύγει από τη βουλωμένη καταβόθρα κι ένα μέρος έμεινε σχηματίζοντας μικρή λιμνούλα.
Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε, ούτε επιχείρησε να ξεβουλώσει την καταβόθρα. Τα νερά της βροχής με τα πρωτοβρόχια και το χειμώνα συμπλήρωσαν το έργο του τσοπάνη, παρασύροντας στην καταβόθρα τις καλαμιές του κάμπου και τα φύλλα και τα κλαδιά των γύρο βουνών.
Έτσι σχηματίστηκε η λίμνη»
(Καβοντόρος – 1953). Αποξήρανση της λίμνης,
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΤΑΦΩΝ
κεφάλαιο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΤΑΦΟΙ
Ό μείζων των έν Δύστω τύμβων έκειτο εν τη πεδιάδι, εκαλείτο δε ύπο των
εγχωρίων χαμοβούνι ειχεν ύψος, ότε κατά το θέρος τούτο (1909)
άνεσκάψαμεν αυτόν, άπο τής έπιφανείας του εδάφους μέχρι τής κορυρής
μέτρων έξ, διάμετρον δε τριάκοντα.κεφάλαιο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΤΑΦΟΙ
Ούτος περί το μέσονδεν είχε στήριγμα λίθινον, ώς ό έν Μαγούλα τής Έρετρίας, ήτο δέ πεποιημένος έκ στρωμάτων άμμου ποταμίας καί χώματος έρυθρου εναλλάξ διαδεχομένων άλληλα.
Καί τής μεν άμμου τα στρώματα ήσαν πού μεν παχύτερα, πού δε λεπτότερα (0,50-0,30 του μέτρου), του δε χώματος, οπερ έχρησίμευεν, ΐνα συγκρατήται ή άμμος, ήσαν λεπτότερα (0,40-0,20. Προς εύρεσιν του τάφου άνεώξαμεν τάρρον περί το μέσον του τύμβου πλάτους τεσσάρων μέτρων άρξάμενοι συγχρόνως άπό τε βορρά καί μεσημβρίας.
Έν τή μεσημβρινή πλευρά εις βάθος μέτρου περίπου ευρομεν δύο λάρνακας μαρμαρίναςμονολίθους κεκαλυμμένας υπό πλακών καλώς προσαρμοσμένων.
Έν τή μείζονι τών λαρνάκων τούτων, έν ή ήτο τεθαμμένος άνήρ, υπήρχε στλεγγίς σιδηρά εις τεμάχια καί πήλινος άμφορεύς του 4ου π. X.αϊώνος αντί κάλπης χρησιμέυσας, μέλας, εχων περί τά χείλη κοσμήματα. Τούτου εχοντος ύψος μέν 0,48 του μέτρου, διάμετρον δε περί τά χείλα 0,17, τά ώτα καί ή λαβή ήσαν άποκεκολλημένα (ίδε είκ. 35).
Έντος αύτου ύπήρχον όστα ήμίκαυστα νηπίου, οπερ ή συγχρόνως τώ πατρί άποθανόν συνετάρη ή έτάοη κατόπιν άνοιχθέντος του τάρου.
Έν τη έτέρα τών λαρνάκων τή καί μικροτέρα, ούδεν άλλο πλήν τών οστών εύρέθη.
Έν τώ κέντρω του τύμβου εις βάθος εξ μέτρων εΰρομεν δύο τάρους, άρχαιοτέρους τών προμνημονευθέντων πεποιημένους έκ μαρμαρίνων πλακών, άλλά προ πολλου σεσυλημένους.
Αξιος μνείας είνε ό τρόπος τής συλήσεως, ώς ήδυνήθημεν άσφαλώς νά νοήσωμεν εκ τής μεταβολής τών έν ώ έγένετο μέρει ή σύλησις στρωμάτων. Προς το ΒΑ μέρος του τύμβου άνεώχθη φρέαρ στρογγύλον, οπερ εφθασε μέχρι τού έδάφους, ενθα ήσαν οϊ τάφοι.
Εντεύθεν κατεσκευάσθη υπόνομος καί νυν σωζομένη, ή τις άγει προς το κεντρον.
Ένταύθα εύρόντες τον πρώτον τάφον έσύλησαν αύτόν συντρίψαντες τάς πλάκας τής ανατολικής καί βόρειας πλευράς αύτου. Είτα δε ίδόντες, οτι όπισθεν αύτου προς δυσμας ΰπήρχεν ετερος,έσύλησαν καί τουτον θραύσαντες τάς άνατολικάς αύτου πλευράς.
Τά όστα πάντα εύρομεν σεσωρευμένα έν τώ άκρω του πρώτου τάφου, τά δε τεμάχια τών πλακών έν τώ βάθει του άνοιχθέντος φρέατος μετά τινων οστών βοός.
Το φρέαρ, άφ’ ου έσύλησαν τούς τάφους, έκάλυψαν διά χώματος, οπερ εΐχον έξαγάγει εκ τε της υπονόμου και έξ αύτού.
Τούτου ένεκα, εν ώ πάνταχού άλλαχού του τύμβου τά στρώματα της άμμου και του χώματος κανονικώς διεδέχοντο άλληλα, ενταύθα άμμος καί χώμα ήσαν ανάμικτα.
Ολίγον άπωτέρω τούτου παρά την θέσιν μανδριά ύπήρχεν έτερος τυμβίσκος ΰψους περίπου δύο μέτρων, διαμέτρου δέ έξ.
Καί έν τούτω ύπήρχε τάφος πλαξί πεποιημένος, όστις εϊχε συληθή, τις οϊδε πότε. Εν τοις χώμασι τούτου εΰρομεν στήλην ΰψους μ. 1,08, πλατους 0,57, πάχους δέ 0,13, έφ’ ής ήτο κεχαραγμένη ήδε ή του τρίτου αιώνος έπιγραφή, ώς εϊκάζομεν έκ του σχήματος των γραμμάτων, δηλούσα τό όνομα τού νεκρού'
επίσης στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΥΒΟΪΚΑΙ ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ αναφέρει για το ΔΥΣΤΟ
γ)Δύστου
Ύπεράνω τής θΰρας του ναΐσκου του άγιου Νικολάου έπί έπιτυμβίου στήλης
έχούσης άετωμάτιον, έν ώ άνθέμιον, ΰψους 0,42, πλ. 0,33 άνέγνωμενΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΗ Καλλιστράτη,
ΕΠΙΚΡΑΤΙΔΟΥ Έπικρκτίδου
Έπι της άγιας τραπέζης του ναου του άγιου Γεωργίου έπι στήλης μήκους μ. 1,10, πλάτους 0,45, πάχους 0,09, άποκεκρουμένης έν αριστερά άνέγνωμεν
Κ]ΛΕΑΡΕΤΗ Κ]λεαρέτη
Έν τω λεξικώ του Παπίου αναγράφεται μόνον το ονομα Κλεαιρέτη ουχι δε και το Κλεαρέτη.
Έν τω αύτω ναω έν αριστερά τής προηγούμενης στήλης έπι έτέρας μήκους 0,50, πλάτ. 0,25, πάχους 0,10 άνέγνωμεν
Ν I Κ I Π Π Η Νικίππη
Ε X Ε Ν I Κ Η Έχενίκη
Φ I Λ Ω Ν Ο Σ Φιλωνος
Έπι στήλης εΰρεθείσης έν τοις χώμασι μικρόυ τύμβου, ον άνοίξαντες εΰρομεν σεσυλημένον, έχοΰσης δέ ΰψ. 1 ,08, πλ. 0,56, πάχ. 0,13 άνέγνωμεν
A Κ Α Μ Α Σ Άκάμας
ΟΡΘΑΓΟΡΟΥ Όρθαγόρου
Έπι τεμαχίου στήλης ΰψ. 0,15, πλάτ. 0,27, πάχ. 0,09 εΐδομεν τάδε τά γράμματα
Ο
Ε
Κάτωθεν του φρουρίου προς την Μ. πλευράν παρά την λίμνην άνέγνωμεν έπι λίθου μήκους μ. 0,95, πλάτους 0,70, πάχους 0,21.) την λέςιν
ΗΟΡΟΣ ορος
Έν τή κώμη, ήτις καλείται Κόσκινα, έν αριστερά. τής θύρας του ναού τής κοιμήσεως τής Θεοτόκου άνέγνωμεν έπι στήλης έντετοιχισμενης, έχούσης δέ ΰψος μ. 1,34, πλάτος 0,34, πάχος 0,1 1
ΧΑΙΡΕΑΣ Χαιρέας
ΗΘΙ.Ε... Ήθι[ξ]έ[νου];
Ή στήλη εχει άνθέμιον, ού κάτωθεν, εΐνε κεχαραγμένα τά γράμματα. Κάτωθεν τούτων ύπάρχουσιν έγγεγλυμμέναι δύο ρόοακες, μεθ’ άς υπήρχαν άλλα γράμματα, άτινα νύν εινε άπεξεσμένα.
Έν τή αύτή κώμη έπι έτέρας στήλης έντετοιχισμένης έν δεξια τής θΰρας του αύτού ναού, έχοΰσης δε ΰψος 0,51 , πλ. 0,41, πάχ. 0,10 καί άποκεκρουμένης κάτωθεν άνέγνωμεν
ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΑ Άριστοκλέα
Παρά την κώμην Καταχαλού, έν τω ίερω του ναου τής άγίας Παρασκευής έπι στήλης μήκους 0,90, πλ. 0,38 έντετοιχισμένης άνέγνωμεν
. I Ρ Η Ν Η Ε]ιρήνη
. Ρ Η Σ Τ Η χ]ρηστή0
THEODOR WIEGAND
DYSTOS
Ανάμεσα στην Κάρυστο και την Ερέτρια, σ’ ένα από τα στενότερα κομμάτια
της Ν. Εύβοιας, βρίσκεται η κοιλάδα του Δύστου, μισογεμάτη από τα νερά
ενός έλους, μισοκαλυμμένη από τα εύφορα χωράφια σιτηρών.DYSTOS
Απότομες βουνοπλαγιές από γκρι ασβεστόλιθο περικλείουν την κοιλάδα εμποδίζοντας μαζί με τους καταπράσινους λόφους την θέα προς την θάλασσα.
Στην μέση αυτής της κοιλάδας, απομονωμένος, ανυψώνεται ένας 300m ψηλός, γκρι μαρμάρινος κώνος.
Κουβαλάει τα απομεινάρια της οχυρωμένης πόλης του Δύστου, της οποίας το όνομα δεν θα είχε διατηρηθεί, αν δεν ονομάζανε σήμερα Δύστο μερικές δυτικά γειτονικές καλύβες.
Όταν εμείς, ο Schrader, ο W. Wilberg και εγώ, τον Ιούνιο του 1895 πήγαμε να μείνουμε εκεί, μας καλωσόρισαν οι κάτοικοι, οι περισσότεροι ταλαιπωρημένοι από πυρετό και κουνούπια, σαν μηχανικούς οι οποίοι ήρθανε για να καθαρίσουν τις καταβόθρες, που βρίσκονται στο δυτικό μέρος της κοιλάδας και γι’ αυτή την διαδικασία θα εξασφαλίζονταν και πάλι η υγεία τους.
Είχε διατηρηθεί λοιπόν μια παράδοση από μια υπόγεια αποχέτευση. Ο W. Wilberg κατάφερε και με την δική μας βοήθεια να ολοκληρώσει σε πέντε μέρες το σχέδιο ((taf.5).Είναι το πρώτο σχέδιο που δημοσιεύεται από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους που υπάρχουν στην Εύβοια.
δείγματα τοίχου |
Οι πλαγιές του βουνού στο οποίο βρισκόταν ήταν τεράστιοι ογκόλιθοι που σχημάτιζαν δακτυλίους, εμπόδια από τα οποία ξεφεύγεις με κόπο και που συνάμα αποτελούν μια φυσική οχύρωση.Η οχύρωση υφίσταται από ένα κατερχόμενο δακτύλιο ογκολίθων, ως και τα 2/3 του βουνού. Στο δυτικό τμήμα υπάρχει ένας κεντρικός πύργος με όχι καλά διατηρημένο τείχος.
Εκεί την εποχή των βενετών χτίστηκε ένας πύργος με διαστάσεις 7.20 επί 4.90 μέτρα. Τότε είχε εδραιωθεί σ’ όλο το νησί ένα σύστημα με παρατηρητήρια. Στον τόσο απόκρυφο γκρεμό του δυτικού τμήματος υπάρχει μία λίμνη με καλάμια, η οποία οχυρώνει. Γι’ αυτό τον λόγο αρκέστηκαν σε ένα όχι πολύ δυνατό τείχος το οποίο ακριβώς επειδή δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά είχε διαφύγει από τους προηγούμενους επισκέπτες.
Όπουυπάρχει υποχώρηση της φυσικής σταθερότητας αυξάνεται η τεχνητή υποστήριξη, έτσι ώστε ανατολικά εκεί που βρίσκεται η κεντρική πύλη της πόλης το τείχος να αποτελείται από ογκόλιθους μυκηναϊκών διαστάσεων. Το τείχος έχει ύψος έως 3 μέτρα και 2 μέτρα πάχος ( σε πολυγωνικό σύστημα δόμησης ) αποτελούμενο εσωτερικά από χαλίκια και πηλό.
Οι γωνίες ακολουθούν κάθε κίνηση του πετρώδους εδάφους, στο οποίο προσαρμόζονται τέλεια πολλές στενές υδρορροές που λειτουργούν ακόμη και σήμερα όπως στην αρχαιότητα. Ωστόσο δεν διακρίνεται σ’ όλα τα μεταπύργια η ίδια φροντίδα.
Πολλές φορές μοιάζει το τοίχος να είναι λιγότερο ακριβές.
Ξεφεύγει από το πολυγωνικό σύστημα προσπαθώντας με μικρότερες πέτρες να μειώσει το χάσμα ανάμεσα στους μεγαλύτερους συμπαγείς όγκους.
Ακόμη και οι 11 πυργίσκοι του τείχους της πόλης είναι κατασκευασμένοι από πολυγωνικούς συμπαγείς όγκους.
Εδώ και εκεί έχουν εισαχθεί μικρότερες και επίπεδες πέτρες για καλύτερη εξισορρόπηση.
Πηλός και χαλίκια γεμίζουν το υπόγειο των περισσοτέρων πυργίσκων. Μόνο σε δύο περιπτώσεις ήταν το ισόγειο κατοικήσιμο.
Μια φορά στο ΒΑ μέρος όπου υποθέτουμε την αγορά της πόλης.
Στην άλλη περίπτωση σ’ ένα πύργο στην περιοχή της μεγάλης δεξαμενής στα νότια.
Ο πύργος διαθέτει και άλλη έξοδο από την πόλη εκτός αυτής της κεντρικής πύλης.
Το ιδιόρρυθμο σχήμα μεμονωμένων πυργίσκων εξηγείται και μόνο αν λάβουμε υπόψιν τις απαιτήσεις του δύσκολου εδάφους.
δείγματα τοίχου |
Οι αίθουσες Β,C,D,Ε,F που βρίσκονται η μία δίπλα στην άλλη, δίνουν την εντύπωση ότι κάθε δωμάτιο αποτελεί ένα ξεχωριστό σπίτι, τον «οίκο κατ’ εξοχήν».
Ακόμα και τα μεταγενέστερα οικίσματα αποτελούνται από μία μοναδική μεγάλη αίθουσα. Και στο Ο και Η παραμένει η εντύπωση της διαμελισμένης αίθουσας λόγω του τετραγωνικού σχήματος.
Ακόμα και αν στην Δύστο έχουμε πάντα υπ’ όψιν μας την έλλειψη χώρου, έχουμε το δικαίωμα να δημιουργήσουμε μία εικόνα από ένα συνηθισμένο διαμέρισμα μέσου κατοίκου σε μία οχυρωμένη πόλη του 5ου π.χ αιώνα.
Απουσιάζει ο προ της αυλής μεγάλος χώρος, ο οποίος περικυκλώνεται απ’ όλες τις πλευρές του από χώρους κατοικίας και εργασίας και μ’ αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται η εσωτερική αυλή.
Ότι τον 5° αιώνα ήταν πολύ ανεπτυγμένο το σχέδιο αποδεικνύει το μεγάλο κτίριο Ι, του οποίου το σχέδιο επαναλαμβάνεται εδώ σε μεγαλύτερες διαστάσεις.
Κατασκευάστηκε σε μετα-πολυγωνικό σύστημα.
Μια τεχνική η οποία προήλθε από την τετραγωνική δόμηση και διατηρείται ως τον δεύτερο όροφο. Μια μακριά που χαμηλώνει διαρκώς είσοδος με δύο πόρτες, η μία πίσω απ’ την άλλη, όπως ορίζει για τον ελληνικό οίκο ο Vitruv VI, 10,1, οδηγεί προσπερνώντας ένα οίκημα για τον θυρωρό, σε μία αυλή με πηγάδι.
Αυτή η αυλή χωρίζει τον οίκο σε δύο μέρη.
Το νότιο αποτελείται από μία μακριά αίθουσα ορθογώνιου σχήματος, πίσω από την οποία βρίσκονται δυο δωμάτια. Το άλλο μέρος από μία περισσότερη τετραγωνική κεντρική πύλη την οποία ακολουθούν επίσης δύο δωμάτια, αλλά είναι διευρυμένη από μία αίθουσα η οποία στηρίζεται σε τρεις κολώνες και ακόμη ένα ένα στενό δωμάτιο το οποίο κλειδώνονταν.
Γι’ αυτό δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούνταν σαν είσοδος για τις σκάλες.
Για τον τρόπο με τον οποίο αντιστοιχούσαν τα δωμάτια του σπιτιού σε κάθε κάτοικο του δεν έχουμε καμία ένδειξη. Το πάτωμα είναι καλυμμένο με συντρίμμια σε ένα τέτοιο ύψος, έτσι ώστε μόνο σκύβοντας περνάμε κάτω απ’ τις πόρτες του υπογείου που φαίνεται στην Ταξ 6,1.
Το καλύτερα διατηρημένο μέρος του ανώτερου ορόφου αποδίδεται στην Ταξ 6,2.
Αριστερά φαίνεται η πόρτα του πάνω ορόφου..»
Η Δύστος δεν κατέβηκε ποτέ από τον βράχο στην πεδιάδα.
Παρέμεινε στο «επίπεδο» της αρχαίας Αθήνας, Κορίνθου, των Μεγάρων και της Θήβας. Τα νεκροταφεία, της πόλης «κείτονται» στους πρόποδες του βουνού, άλλα στο ερημοκλήσι του Αγ. Γεωργίου, όπου σώζονται μερικές ταφόπλακες της ελληνιστικής περιόδου, και άλλα κάτω απ’ την αγορά.
Σε αυτούς τους τάφους είχαν αναφερθεί και προηγούμενοι επισκέπτες, λέγοντας ότι ήταν σαρκοφάγοι λαξευμένοι στους βράχους.
Σε συνδυασμό αυτών με νομίσματα της μετά ελληνιστικής περιόδου τα οποία ανακάλυψα εκεί, αποδεικνύεται η πόλη στην οποία αναφέρθηκε ο Θεόπομπος ότι είχε πολιορκηθεί από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα και είναι συνάμα το μοναδικό ιστορικό στοιχείο για την πόλη το οποίο άντεξε μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια, χωρίς να παίζει κάποιο ουσιαστικό ρόλο.
Δύο μεγάλοι λίθοι ο ένας ΝΔ του πύργου και ο άλλος στο κέντρο της πεδιάδας, δείχνουν ότι ακόμα και στην αρχαιότητα υπήρξαν μακράς διαρκείας πλημμύρες στην κοιλάδα που είχαν αποτέλεσμα το φράξιμο των καταβόθρων.
Σύμφωνα με δημοσίευση του Ευστρατιάδη υπήρχε σύμβαση μεταξύ Ερέτρειας και του επιχειρηματία Χαιρεφάνου, με σκοπό την αποξήρανση ενός μεγάλου έλους μπροστά στις πύλες αυτής της πόλης.
Όμως δεν αποκλείεται, κατά την γνώμη Γάλλων εκδοτών, σχετίζεται με την πεδιάδα της Δύστου, η οποία αργότερα έφερε το όνομα Πτεχαί εκτός και αν αναφέρονταν στον ακατονόμαστο πύργο ΝΔ της κοιλάδας, δηλαδή κοντά στις καταβόθρες. Η κεντρική πύλη σε αντίθεση με το υπόλοιπο έργο έχει τετραγωνική δόμηση, σε οριζόντια στρώματα, απ’ την οποία δεξιά της εισόδου μόνο ένας λίθος προεξέχει, που θυμίζει το αρχαίο πλατύσκαλο.
Κάτω από τον μεγάλο λίθοστήριγμα της πόρτας διακρίνουμε δύο πέτρινα υποστυλώματα και πάνω σ’ αυτά ως το πάτωμα υπήρχαν τα ………….. πάνω στα οποία βρίσκονταν τα ξύλινα τοιχώματα.
Τα φύλλα της πόρτας άνοιγαν προς τα έξω. Το δεξί υποστύλωμα έχει μετακινηθεί από κάποιο σεισμό, Και από τις δύο πλευρές βρίσκονται πύργοι. Ο αριστερός φαίνεται να προεξέχει από την γραμμή του τείχους κατά 2.9 μέτρα.
Για τον εχθρό ήταν δύσκολο λόγω του πλάτους της εισόδου ( 3.2 μέτρα ) και γίνονταν ακόμη δυσκολότερο λόγω της αδυναμίας του να πλησιάσει με κάποια μηχανή πολιορκίας. Στους χώρους του οχυρού θα έπρεπε να προστεθούν τα συμπλέγματα δωματίων που είχαν σχέση με το τείχος κοντά στον πύργο με την ήδη αναφερθείσα πύλη ΝΑ, καθώς και το σπίτι που ακουμπάει στο δυτικό τείχος.
Και τα δύο χρησιμοποιήθηκαν για την υποδοχή της φρουράς και την αποθήκευση υλικού άμυνας.
Πίσω από την κεντρική πύλη απλώνεται ένας μεγάλος χώρος από τον οποίο ένα μονοπάτι λαξευμένο στον βράχο οδηγεί πιο ψηλά στην μοναδική μεγάλη ταράτσα της πόλης.
Αν η πόλη αυτή περιείχε μία αγορά, και γι’ αυτό δεν θα μπορούσε να υπάρχει καμιά αμφιβολία, θα βρίσκονταν κοντά στην κεντρική πύλη.
Μοναδικά αποτυπώματα του τείχους διακρίνονται στο μεγάλο χώρο που δυστυχώς είναι καλυμμένος από χαλίκια έτσι ώστε η συσχέτιση τους να μπορεί να διαπιστωθεί μόνο μετά από ανασκαφές.
Ακόμα και το πάχος του τείχους δείχνει να επιβεβαιώνει την σημασία αυτής της περιοχής, διότι ενώ το συνηθισμένο πάχος του είναι 2 μέτρα, εδώ το βρίσκουμε 5 μέτρα.
Μόνο μία ακόμη φορά παρουσιάζεται μία όμοια πάχυνση στο νότο όπου βρίσκεται η 23 μέτρα μακριά και 7 μέτρα φαρδιά δεξαμενή.
Ένα μέρος αυτής είναι λαξευμένο σε βράχο και ένα άλλο διαμορφωμένο από πολυγωνικούς ογκολίθους.
Ο Bursian που παρατηρεί αινιγματικά ένα μέρος της δεξαμενής το μεσαίωνα μέσα από ένα εγκάρσιο τοίχωμα, δεν γνώριζε βέβαια τις εξαιρετικές αναλογίες του πύργου της Μυκαλέσου.
Όλος ο χώρος ανάμεσα στον κύριο πύργο και το τείχος είναι καλυμμένος από πολυάριθμα συντρίμμια αρχαίων χώρων κατοικίας.
Ο χρόνος όμως που είχαμε στην διάθεση μας δεν έφτανε για να τα καταγράψουμε.
Έτσι ο W. Wilberg σκέφθηκε λοιπόν να καταγράψουμε μόνο τα καλά διατηρημένα.
Έπρεπε να χειριστούμε τον χώρο ιδιαίτερα οικονομικά.
Αν μία ολόκληρη πόλη έπρεπε να συνευρεθεί σ’ ένα χώρο του οποίου το μήκος μετρήθηκε οριζοντίως 23 μέτρα παραπάνω από την ακρόπολη των Αθηνών (322 μέτρα) τότε αυτό ήταν δυνατό μόνο με την βοήθεια πολλών μονοπατιών τα οποία βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, απότομων σκαλοπατιών πάνω στον βράχο και τεχνητών τειχών προστασίας.
Έτσι είναι όλα τα σπίτια με μία πλευρά λαξευμένη βαθιά μέσα στον βράχο, ενώ η άλλη πλευρά στηρίζεται σε δυνατά θεμέλια.
Αλλάζουν από την μία πλευρά ή από την άλλη, ανάλογα με το καπρίτσιο του εδάφους, που καθορίζει την πολεοδομία. Προφανώς όλοι οι κατώτεροι όροφοι και ακόμα και οι ανώτεροι ήταν φτιαγμένοι από το μάρμαρο που προμηθεύονταν από το βουνό.
Η πλειοψηφία των κατοικιών ήταν διώροφοι. Αυτό αποδεικνύεται από τις τρύπες των υποστυλωμάτων.
Επικρατεί ο πολυγωνικός τρόπος δόμησης του τοίχους στο σχέδιο με το Α αναφερόμενο οίκημα από το οποίο στην φαίνεται μία γωνία.
Καμία αμφιβολία δεν υπάρχει ότι αυτά τα σπίτια ανήκαν στην περίοδο όπως και τα σπίτια δηλαδή του 5ου π. χ αιώνα, διότι πολυγωνικοί τοίχοι αποτελούσαν εξαίρεση τον 4° π. χ αιώνα.
Μετά από αυτά αποτελούν μεγαλύτερη σημασία για μας τα σπίτια της Δύστου, ύστερα από την γνώση των ελληνικών ιδιωτικών οικιών, διότι κτίσματα της προελληνιστικής περιόδου ήταν ως τώρα άγνωστα. του Δύστου
Επειδή ένας μόνο υπόνομος υπάρχει, ενώ στην γραπτή ιστορική πηγή αναφέρονται 2, γι’ αυτό η υπόθεση ότι το έλος βρισκόταν κοντά στην Ερέτρια γίνεται ακόμα πιο αδύνατη, αφού σε μία τέτοια κοντινή απόσταση από την θάλασσα και σε τέτοια επίπεδη περιοχή ένας βαθύς, υπόγειος αγωγός με φρεάτια δύσκολα θα μπορούσε να κατασκευαστεί.
Σ’ αυτό λαμβάνουμε υπ’ όψιν, και είχε αναφερθεί από τον Ευστρατιάδη, ότι ανάμεσα στους πολυάριθμους κατοίκους ή μάρτυρες που απαριθμούνται στο τέλος της ιστορικής πηγής, ότι οι περισσότεροι είναι κάτοικοι της Ν. Ευβοίας και ανάμεσα σ’ αυτούς 63 κάτοικοι της Δύστου, αλλά κανείς της Ερέτριας.
Άμα όμως τα συνδυάσουμε με την αποξήρανση της κοιλάδας της Δύστου, προκύπτει με σιγουριά ότι ανήκε αυτή η πόλη στην οκτώ ώρες απομακρυσμένη Ερέτρια για το τέλος του 4° αιώνα π.χ. όπου κατά την πολιορκία των Μακεδόνων βρίσκονταν κοντά στην Ερέτρια για «βολικές» επιχειρήσεις
Το μεγάλο σπίτι στο Δύστου στην Εύβοια
από J. V. Luce
από J. V. Luce
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου