Για τον Μητσοτάκη η επίκληση των εθνικών θεμάτων είναι ένα από τα σωσίβια από τα οποία προσπαθεί να πιαστεί
«Διαμάχη είναι αυτό που ορίζει ο Ερντογάν ως διαμάχη» έλεγε τις προάλλες ένας έμπειρος Τούρκος αναλυτής, ο οποίος επί σειράν ετών ήταν κοντά στον Τούρκο Πρόεδρο. Για όσο διάστημα ο Ερντογάν εκτιμά πως τον βολεύει η ένταση με την Ελλάδα θα τη συντηρεί με νεοοθωμανικές δηλώσεις και απειλές κι όταν αποφασίσει ότι δεν τον συμφέρει, μπορεί να αλλάξει ρότα από τη μια μέρα στην άλλη.
Αυτή την εκτίμηση δεν τη συμμερίζονται όλοι στη δύσκολη γειτονική χώρα, αλλά μέχρι στιγμής βγαίνει αληθινή. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να κάνει όλους τους γείτονες εχθρούς -άλλους σε επίπεδο δηλώσεων κι κάποιους με τα όπλα- για να τους απλώσει ξανά το χέρι όταν θεώρησε ότι έχει πάλι ανάγκη τις καλές σχέσεις. Το έκανε με το Ισραήλ, το έκανε ακόμη και με τη Σαουδική Αραβία, ενώ κυκλοφορούν ήδη κάποιες πληροφορίες ότι προσπαθεί να βρει ένα πεδίο συνεννόησης και με τον ορκισμένο εχθρό -και προηγουμένως κολλητό του φίλο- Μπασάρ Αλ Άσαντ της καθημαγμένης Συρίας.
Προς στιγμή, τον Μάρτιο του 2022 φάνηκε ότι ο Ερντογάν θέλησε να τα βρει και με τον Κυριάκο Μητσοτάκη σ’ εκείνη την τετ α τετ συνάντησή τους μπροστά στον Βόσπορο, αλλά η απόπειρα δεν ευδοκίμησε. Μπορεί κάποτε να μάθουμε τι διαμείφθηκε μεταξύ των δύο ανδρών, αυτό που βλέπουμε όμως είναι ότι ο Ερντογάν λίγες μέρες αργότερα επέστρεψε στη ρότα της έντασης και είπε και το περιβόητο «Μητσοτάκης γιοκ», ότι δηλαδή δεν θέλει να μιλάει με τον Έλληνα πρωθυπουργό.
Αναπάντητα ερωτήματα
Οι άνθρωποι από το Μέγαρο Μαξίμου ερμήνευσαν τη στροφή αυτή του Ερντογάν ως αποτέλεσμα της οργής του Τούρκου Προέδρου για την ομιλία Μητσοτάκη ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου. Το αφήγημά τους ήταν «κοιτάξτε πόσο στιβαρός και έμπλεος αυτοπεποίθησης είναι ο πρωθυπουργός μας, έστειλε τα μηνύματα που έπρεπε χωρίς να βάλει καν στο στόμα του τη λέξη Τουρκία». Ένα ερώτημα είναι εάν ο Μητσοτάκης επέλεξε να προκαλέσει την οργή του Ερντογάν ή όχι - κι αν θα μπορούσε να πει τα ίδια πράγματα στην Ουάσιγκτον με διαφορετικές διατυπώσεις, ώστε να μην δυναμιτιστεί το θετικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί στην Κωνσταντινούπολη. Ένα δεύτερο ερώτημα είναι εάν ούτως ή άλλως ο Ερντογάν θα άλλαζε στάση επειδή έκρινε ότι η ελεγχόμενη ένταση με την Ελλάδα, αλλά και οι κατηγορίες που εξαπολύει ότι οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι χαϊδεύουν την κακομαθημένη Αθήνα, του προσθέτουν πόντους χωρίς να του προκαλούν μείζονα προβλήματα. Κι αυτό διότι όσο κι αν φωνάζουν για τη στρατιωτικοποίηση των νησιών οι Τούρκοι αξιωματούχοι, κανείς τους δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα κάνει απόβαση στο Αϊβαλί από τον Μόλυβο.
Η πρωτοβουλία των κινήσεων
Οποια κι αν είναι η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα πάντως, την πρωτοβουλία των κινήσεων στην κατεύθυνση είτε της κλιμάκωσης είτε της αποκλιμάκωσης της έντασης την έχει κυρίως ο Ερντογάν. Ο Μητσοτάκης παρακολουθεί άπραγος - και ενίοτε στέλνει τον υπουργό των Εξωτερικών να εκμαιεύσει δηλώσεις στήριξης από τις Βρυξέλλες μέχρι τη Νιαμέι (σ.σ.: πρωτεύουσα του Νίγηρα). Παράλληλα, ενώ για τον Τούρκο Πρόεδρο οι σχέσεις με την Ελλάδα είναι το νούμερο τέσσερα ή πέντε στις προτεραιότητές του -τον «καίνε» πολύ περισσότερο το κουρδικό, η κατάσταση στη Συρία και τα εκατομμύρια των Σύρων προσφύγων που δεν είναι πια καλοδεχούμενα από τους δυνάμει ψηφοφόρους του, το μπρα ντε φερ στη Λιβύη και βεβαίως οι δύσκολες ασκήσεις ισορροπίας με τον Πούτιν-, για τον εκάστοτε Έλληνα πρωθυπουργό τα ελληνοτουρκικά είναι το πιο «καυτό» θέμα εξωτερικής πολιτικής. Είναι το «εθνικό θέμα», το οποίο κατά καιρούς το έχουν εκμεταλλευτεί έντονα στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι, κυρίως πολιτικοί από τον χώρο της Δεξιάς.
Αυτό κάνει και ο Κ. Μητσοτάκης, που θέλει να εμφανίζεται ως μετριοπαθής ηγέτης στο διεθνές στερέωμα, αλλά φροντίζει να παίζει χοντρά το χαρτί του «πατριωτισμού» στο εσωτερικό. Αφενός για να μην του τραβήξουν ξανά τα γκέμια οι «ορίτζιναλ πατριώτες» μέσα στο κόμμα του, αφετέρου επειδή θεωρεί ότι «πουλάει» στο κοινό που τον ενδιαφέρει το να κατηγορεί τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά και όποιον του ασκεί κριτική, ως φερέφωνο του Ερντογάν. Για τον Μητσοτάκη η επίκληση των εθνικών θεμάτων είναι ένα από τα σωσίβια από τα οποία προσπαθεί να πιαστεί όσο περισσότερο μανιάζει η φουρτούνα των αποκαλύψεων για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Οι σεισμικές έρευνες
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι επέλεξε να ανακοινώσει από τη συνέντευξη που έδωσε τη Δευτέρα στον ΑΝΤ1 -αντί να πάει να δώσει απαντήσεις για το σκάνδαλο των υποκλοπών στη Βουλή- ότι θα ξεκινήσουν σεισμικές έρευνες από την ExxonMobil δυτικά της Πελοποννήσου και της Κρήτης.
Το βράδυ το είπε, το επόμενο πρωί εκδόθηκε και η σχετική NAVTEX. Δίνοντας την ευκαιρία στα φιλικά προσκείμενα μέσα ενημέρωσης να κάνουν εξαντλητικές αναλύσεις ώστε να πειστούν τουλάχιστον οι συντηρητικοί ψηφοφόροι ότι ο πρωθυπουργός «σκίζει τη γάτα» με τους Τούρκους και δίνει εντολή να αρχίσουν έρευνες για υδρογονάνθρακες «για τις ανάγκες της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης». Και να εικάσουν ότι όλα γίνονται με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον, αφενός επειδή η πλειοψηφία των δικαιωμάτων έρευνας στην περιοχή ανήκει στην αμερικανική ExxonMobil, αφετέρου διότι ο Μητσοτάκης με τον Μπλίνκεν τα είπανε και τα συμφωνήσανε μ’ ένα τηλεφώνημα.
Το αφήγημα που προσπαθεί να στήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι στο εσωτερικό ότι φροντίζει για φθηνή ενέργεια και στο εξωτερικό ότι θα ενισχύσει την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ελλάδας και της Ευρώπης από τη Ρωσία.
Την ίδια ώρα από το Σαρμ Ελ Σέιχ και την 27η Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP27), ο Μητσοτάκης έσπευσε να μιλήσει για την αναγκαιότητα της ενεργειακής μετάβασης και να εμφανιστεί ως… πρωτοπόρος. «Η μελλοντική μας ανταγωνιστικότητα θα βασίζεται στους άφθονους αιολικούς και ηλιακούς πόρους» είπε. Προφανώς δεν βλέπει να υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην ανάγκη να απαλλαγεί μια ώρα αρχύτερα ο πλανήτης από τα ορυκτά καύσιμα και στην απόφαση να ξεκινήσουν έρευνες για υδρογονάνθρακες στα βάθη ενός ευάλωτου οικοσυστήματος όπως η Μεσόγειος Θάλασσα.
Πάντως, θα χρειαστούν χρόνια για να αποφανθούν οι εταιρείες αν είναι εκμεταλλεύσιμα τα κοιτάσματα - και ίσως μέχρι το 2029 ή το 2030 να έχει γίνει σαφές στην όποια ελληνική κυβέρνηση θα αποφασίσει τι μέλλει γενέσθαι ότι η εξόρυξη ορυκτού αερίου οξύνει την κλιματική κρίση. Αυτή την κρίση που φαίνεται να έχουμε ξεχάσει μέσα στον ορυμαγδό του πολέμου στην Ουκρανία - και στον φόβο ότι θα παγώσουμε φέτος τον χειμώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου