Αφού αξιώθηκε να δει ακόμη έναν πρωτοκλασάτο υπουργό του, τον Γιάννο, να προφυλακίζεται το 2018, ο κύριος Σημίτης εξακολουθεί με το απύθμενό του θράσος να μην αποδέχεται ίχνος πολιτικής ευθύνης για τα λαμόγια (εκ του αποτελέσματος) που είχε επιλέξει να τον πλαισιώνουν.
Η λογική του ίδιου και του συστήματος που εξέθρεψε δεν βλέπει καμία πολιτική ευθύνη και μάλιστα πετάει τη μπάλα στην εξέδρα κινδυνολογώντας για την ανάπτυξη της χώρας σε συνέντευξη που έδωσε στο «Βήμα της Κυριακής», ένα έντυπο παραδοσιακά φιλικό στον ίδιο και τις επιλογές του.
Αναφερόμενος στα σκάνδαλα που έστειλαν στον Κορυδαλλό τους υπουργούς που ο ίδιος είχε επιλέξει αναφέρει ότι: «η διαφθορά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο» και αρνείται κάθε ευθύνη για τις υποθέσεις επί πρωθυπουργίας του. Τονίζει ότι «πολιτική ευθύνη δεν υπάρχει», αντιπαρατάσσοντας ότι «θα υπήρχε εάν είχαν γίνει γνωστές παρανομίες και δεν τους έδωσα καμία συνέχεια». «Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας μου, δεν υπήρξε οποιαδήποτε πληροφόρηση ή στοιχείο για την ύπαρξη παράνομων δραστηριοτήτων», προσθέτει.
Ειδικότερα επί του θέματος, ο πρώην πρωθυπουργός αναγνωρίζει πως «όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, πράγματι στελέχη μας, αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, εκμεταλλεύτηκαν κατά ανεπίτρεπτο τρόπο τις θέσεις τους για προσωπικό όφελος». Ωστόσο υποστηρίζει ότι δεν φέρει καμία προσωπική ευθύνη καθώς τα πρόσωπα που επέλεξε να τον στελεχώσουν «δεν ήταν άγνωστα αλλά αναγνωρισμένα στελέχη του κόμματος». Για τη συνεργασία του με τους υπουργούς ως προς την υλοποίηση του κυβερνητικού έργου επισημαίνει ότι η πρακτική του ήταν να απαιτεί «συνεχή ενημέρωση και προτάσεις» για τα θέματα αρμοδιότητας τους όπου με το γνωστό «μπλοκάκι», παρακολουθούσε την πορεία εκτέλεσης των αποφάσεων. Δηλώνει ότι και σήμερα θα λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο, τονίζοντας ότι «ο πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειες της».
Μόνο πώς θα πλήξει τον Τσίπρα ενδιαφέρεται
Χαρακτηρίζει «μη ρεαλιστικούς» τους οικονομικούς στόχους, εκτιμώντας ότι τα «υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα οδηγήσουν σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης» και κατ΄ επέκταση σε «νέο δανεισμό από την ΕΕ». Για την σημερινή κατάσταση που παρουσιάζει η ΕΕ παρατηρεί ότι απαιτείται η «διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής και όχι η «επανάκτηση της χαμένης αυτονομίας κάθε χώρα της».
Σαφής είναι και η τοποθέτηση του για το ΚΙΝΑΛ το οποίο θεωρεί «αναγκαίο» πολιτικό κίνημα στη σημερινή συγκυρία της έντονης διαμάχης μεταξύ των δύο κυρίαρχων αντιπάλων κομμάτων. «Είναι ικανό να διαιτητεύσει, συμβάλλοντας στη σύγκλιση λύσεων», σημειώνει ο πρώην πρωθυπουργός προσθέτοντας πως «από τη συνεργασία των κοινωνικών ομάδων που θα συσπειρώσει θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα προωθήσουν τον δημοκρατικό σοσιαλισμό».
Ο κ. Σημίτης, δεν θεωρεί επιτυχημένη την εικόνα του σημερινού πρωθυπουργού και το «επίπεδο εμπιστοσύνης» που έχει πετύχει με την κοινωνία, για την πορεία ανασυγκρότησης της χώρας. «Η συνεργασία της κοινωνίας με την κυβέρνηση και η απαραίτητη εμπιστοσύνη (προϋποθέσεις για την ανάπτυξη)» σημειώνει, «βρίσκονται σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο στη χώρα μας». Παρατηρεί ότι η ανάπτυξη έχει πρώτη προτεραιότητα και ότι μέσω αυτής θα επιτευχθεί η μείωση του χρέους.
Προτείνει μείωση του πλεονάσματος στο 1,5% έως το 2029 και στο 1% έως το 2059 (αντί του 3,5% και 2,9%), ώστε το υπόλοιπο (πλεόνασμα) να χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις με μοχλό τις δημόσιες οι οποίες θα επιτρέψουν την αύξηση και των ιδιωτικών που σήμερα δεν πραγματοποιούνται λόγω έλλειψης ρευστού.