Τις πρώ­τες πρω­ι­νές ώρες της 16ης Αυ­γού­στου 1943 περί τους 120 άν­δρες του 12ου Λόχου της 1ης Ορει­νής Με­ραρ­χί­ας Κα­τα­δρο­μέ­ων (Με­ραρ­χία Ορει­νών Κυ­νη­γών), γνω­στής πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν Με­ραρ­χία Εντελ­βάις, με­τα­φέρ­θη­καν με στρα­τιω­τι­κά φορ­τη­γά στα πε­ρί­χω­ρα του χω­ριού Κομ­μέ­νο , νότια της Αρτας .
Η δια­τα­γή που δό­θη­κε έλεγε με­τα­ξύ των άλλων να φο­νευ­τούν όλοι οι κά­τοι­κοι σαν μέτρο αντεκ­δί­κη­σης. Ο λόγος ήταν ότι πριν λίγες ημέ­ρες που ένας γερ­μα­νός αξιω­μα­τι­κός οδή­γη­σε το όχημα του μέσα από το χωριό, είχε πα­ρα­τη­ρή­σει τότε αντάρ­τες, οι οποί­οι έκα­ναν δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για την προ­μή­θεια τρο­φί­μων από το χωριό.
Αν και οι αντάρ­τες είχαν απο­χω­ρή­σει από το χωριό αμέ­σως και πήγαν στα λη­μέ­ρια τους στα γύρω βουνά, σε λίγες ημέ­ρες 317 πο­λί­τες κά­τοι­κοι του Κομ­μέ­νου και γύρω χω­ριών φο­νεύ­τη­καν κατά τρόπο άγριο, ανά­με­σά τους ήταν 172 γυ­ναί­κες και 145 άν­δρες όλων των ηλι­κιών, 80 παι­διά μι­κρό­τε­ρα των 10 ετών, 13 ήταν βρέφη μι­κρό­τε­ρα του 1 έτους. Οι δύο ιε­ρείς του χω­ριού φο­νεύ­τη­καν, 38 κά­η­καν ζω­ντα­νοί στα σπί­τια τους. Από τα σπί­τια τα 181 κα­τα­στρά­φη­καν. Ζώα και κι­νη­τά πε­ριου­σια­κά στοι­χεία τα πήραν σαν λά­φυ­ρα.

Δια­βά­ζου­με στον ιστό­το­πο «Αη Κομ­μέ­νο»:
«Με την ανα­το­λή του ήλιου, αφού πρώτα πήραν το πρω­ι­νό τους και κύ­κλω­σαν το χωριό, οι μο­νά­δες εφό­δου έλα­βαν με δύο φω­το­βο­λί­δες το σύν­θη­μα και άρ­χι­σαν να βάλ­λουν με όπλα, με πο­λυ­βό­λα, χει­ρο­βομ­βί­δες και όλ­μους. Δεν άφη­ναν τί­πο­τε όρθιο. Έκαι­γαν ό,τι έβρι­σκαν μπρο­στά τους και σκό­τω­ναν με μιαν απε­ρί­γρα­πτη αγριό­τη­τα άντρες, γέ­ρο­ντες, γυ­ναί­κες και παι­διά. Ακόμη και μωρά. Ολό­κλη­ρες οι­κο­γέ­νειες κά­η­καν ζω­ντα­νές μέσα στα σπί­τια τους, πριν ακόμη ξυ­πνή­σουν και κα­τα­λά­βουν τι γί­νε­ται γύρω τους. Άλλοι έτρε­χαν στους δρό­μους να σω­θούν και έπε­φταν από τις σφαί­ρες που θέ­ρι­ζαν το χωριό. Αν­θρώ­πι­να σώ­μα­τα κό­πη­καν στα δυο ή δια­λύ­θη­καν και δε βρέ­θη­καν ποτέ. Φαί­νε­ται πως η δια­τα­γή ήταν σαφής: να μη μεί­νει τί­πο­τε ζω­ντα­νό σ’ ένα χωριό που απο­τε­λού­σε φωλιά των ανταρ­τών.
Έξι ώρες κρά­τη­σε η σφαγή. Δρό­μοι, αυλές, κα­μέ­να σπί­τια, κήποι, χα­ντά­κια, η πλα­τεία, ολό­κλη­ρο το χωριό γέ­μι­σε πτώ­μα­τα, που με­ρι­κά έμε­ναν άθα­φτα για αρ­κε­τές μέρες, αφού δεν απέ­μει­νε κα­νείς ζω­ντα­νός απ’ τους συγ­γε­νείς για να τους θάψει. Πρό­χει­ρα και στον τόπο ακρι­βώς της σφα­γής άνοι­ξαν λάκ­κους κι έρι­ξαν τους νε­κρούς μέσα, για να μην τους φάνε τα σκυ­λιά και τα όρνια και να μην πέ­σουν αρ­ρώ­στιες αγιά­τρευ­τες στο χωριό. Όσοι σώ­θη­καν έπρε­πε ν’ αντέ­ξουν και ν’ αφή­σουν γι’ αρ­γό­τε­ρα τα δά­κρυα και τον πόνο.
Στο σπίτι του Θό­δω­ρου Μάλ­λιου γι­νό­ταν ο γάμος τη κόρης του Αλε­ξάν­δρας με το Θε­ο­χά­ρη Κα­ρί­νο από τον Πα­χυ­κά­λα­μο, χωριό κοντά στο Κομ­μέ­νο. Χά­θη­καν όλοι. Τους έκα­ψαν και τους σκό­τω­σαν. Τριά­ντα με τριά­ντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οι­κο­γέ­νειας του οι­κο­δε­σπό­τη Θό­δω­ρου Μάλ­λιου σώ­θη­καν εκεί­νο το πρω­ι­νό μόνο δύο, ο Αλέ­ξαν­δρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φρο­ντί­σουν στο χω­ρά­φι τα ζώα. Οι ναζί δεν σε­βά­στη­καν και δεν λο­γά­ρια­σαν τί­πο­τε και κα­νέ­ναν. Σκό­τω­σαν και τη νύφη την Αλε­ξάν­δρα και το γα­μπρό τον Θε­ο­χά­ρη.
Όσοι πρό­λα­βαν και πε­τά­χτη­καν έξω απ’ τα σπί­τια τους, έτρε­χαν να σω­θούν στα χω­ρά­φια ή να κρυ­φτούν χω­μέ­νοι στα βαθιά χα­ντά­κια. Μόνη σω­τη­ρία απέ­μει­νε για πολ­λούς το πο­τά­μι. Πλή­θος κό­σμου έτρε­χε κατά εκεί. Άλλοι ρί­χνο­νταν στα νερά του για να πε­ρά­σουν απέ­να­ντι και να σω­θούν. Άλλοι κρέ­μο­νταν απ’ τις βάρ­κες και τρέ­μο­ντας πά­λευαν να γλι­τώ­σουν απ’ τον εφιάλ­τη. Κι εκεί πνί­γη­καν σχε­δόν όλοι όσοι μπή­καν στη βάρκα του Σπύ­ρου Βλα­χο­πά­νου, σχε­δόν εί­κο­σι άτομα. Κι ο θρή­νος κι οι κραυ­γές του πνιγ­μού έσμι­γαν με τη βουή της φω­τιάς και των όπλων που αφά­νι­ζαν το Κομ­μέ­νο».
Ατέχνως