Ανανεώθηκε:
Αφορμή γι αυτό το άρθρο στάθηκε ένα παλαιότερο κείμενο του Θάνου Λίποβατς από το βιβλίο του «η ψυχοπαθολογία του πολιτικού» (εκδόσεις Οδυσσέας, 1990). Στο απόσπασμα του για την κοινή γνώμη και τη μάζα ο Λίποβατς κάνει μια αναφορά στο έργο του Γκ. Ταρντέ λέγοντας ότι «το κοινό αντανακλά την ικανότητα των εμπνευστών του, ενώ οι μάζες εκφράζουν περισσότερο τις ασυνείδητες φαντασιώσεις και τα άγχη της κουλτούρας στην οποία ανήκουν».
Έχω την αίσθηση ότι η τελευταία φράση επιβεβαιώνεται πολύ περισσότερο σήμερα μέσα από την αντιπαράθεση και τις δημόσιες τοποθετήσεις στα κοινωνικά δίκτυα.
Όχι ότι πριν δεν υπήρχε αυτός ο διαχωρισμός.
Ήταν όμως λιγότερο ευδιάκριτος σε σχέση με το τι παρατηρούμε σήμερα. Και μάλιστα σήμερα είναι πολύ περισσότερο ευδιάκριτο το γεγονός ότι η μάζα δεν είναι μονολιθική αλλά κατακερματισμένη σε αυτό που αποκαλούμε εσχάτως «φυλές».
Στο κείμενό του ο Λίποβατς κάνει μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της επικοινωνίας, ξεκινώντας από την ιστορική περίοδο όπου η επικοινωνία ήταν μονόδρομη -άρχιζε δηλαδή από τον ηγεμόνα με τη μορφή εντολών προς τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας.
Ήταν δηλαδή μονόλογος και όχι διάλογος.
Στη συνέχεια ο διάλογος εμφανίστηκε ως αντίδοτο στην αυταρχική εξουσία και ως αποτέλεσμα της ισότητας και τις ελευθερίας.
Στη αρχή ωστόσο ο πραγματικός διάλογος ήταν μία κατάκτηση της ελίτ γύρω από τον ηγεμόνα «των λίγων αρίστων και καλλιεργημένων προσώπων» και μόνο αργότερα έγινε αίτημα και κατάκτηση του δημοκρατικού κοινού, μια κατάκτηση που παρέμεινε εύθραυστη και αβέβαιη.
Το μοντέλο της συζήτησης άρχισε να παρακμάζει, γράφει ο Λίποβατς, με την κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης των μαζών, διαχωρίζοντάς τα από τον τύπο του μικρού και φιλελεύθερου κοινού.
Στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο), η συζήτηση άρχισε σιγά - σιγά να παρακμάζει καθώς αυτά έπαιρναν τον ρόλο του ενδιάμεσου στην επικοινωνία και επέβαλαν μια «ορισμένη αντικειμενικότητα αναφορικά με τα γεγονότα, που δεν άφηνε περιθώριο στη συζήτηση και στην ανάπτυξη διαλογικών κριτηρίων εκτίμησης της ποιότητας των πληροφοριών».
Γιατί τα γράφουμε αυτά τώρα όμως;
Ας αναρωτηθούμε σήμερα, που βρίσκεται αυτή η περίφημη «αντικειμενικότητα» ή καλύτερα «η δημοσιογραφική δεοντολογία εμπνευσμένη από την αντικειμενικότητα και το κριτικό πνεύμα της επιστήμης», όπως σημειώνει ο Λίποβατς.
Θα την βρούμε να ασφυκτιά κάτω από τόνους πληροφοριών ή σκοπιμοτήτων, ψευδών ή ψευδεπίγραφων ειδήσεων και απρεπών σχολίων.
Συμβαίνει όμως στις μέρες μας κάτι σημαντικό, κάτι ιδιαίτερο που φυσικά ο συγγραφέας δεν μπορούσε να προβλέψει στο μακρινό 1990.
Η ολοένα και μεγαλύτερη διείσδυση των κοινωνικών δικτύων στη ζωή μας και ο ρόλος που παίζουν πλέον εδώ και χρόνια στην επικοινωνία, έχει αλλάξει και συνεχίζει να αλλάζει τους όρους του διαλόγου.
Το μοντέλο της μαζικής επικοινωνίας όπως το ζήσαμε –όσοι το ζήσαμε- με την τηλεόραση και το ραδιόφωνο να επιβάλουν μια μονόδρομη επικοινωνία και αντικειμενικότητα έχει διαρραγεί.
Η εμπιστοσύνη προς τα παραδοσιακά μέσα είχε διαρραγεί επίσης εδώ και χρόνια μόνο που τώρα είναι πια ευδιάκριτη, γιατί εκατομμύρια πολίτες έχουν λόγο, ασκούν κριτική και συγκροτούνται σε κοινά ή φυλές που επηρεάζουν τα παραδοσιακά μέσα και την πολιτική επικοινωνία.
Χαμός στο twitter με τη δήλωση του τάδε, βλέπουμε τακτικά, ακόμη και σε δελτία ειδήσεων.
Γυρίζουμε σε μια χρονική στιγμή όσον αφορά την επικοινωνία, πρότερη της μαζικής επικοινωνίας και της επιβολής της αντικειμενικότητας από τα ΜΜΕ, με την απευθείας επικοινωνία της βάσης με την εξουσία.
Θυμηθείτε τι συνέβη στα κοινωνικά δίκτυα με το βίντεο του Big Brother που ένας παίκτης επιδοκίμαζε στην ουσία το βιασμό. Πριν από δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια δεν υπήρχε η δυνατότητα να γίνει διάλογος της βάσης με την εξουσία για το θέμα ή για κάτι ανάλογο.
Θα το συζητούσαμε στις παρέες και θα βλέπαμε, όσοι διάβαζαν εφημερίδες που και πάλι τότε λίγοι ήμασταν, σκληρές κριτικές σε κάποια άρθρα.
Αυτή τη φορά το κανάλι αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη και να παρέμβει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Αυτό ήταν αποτέλεσμα της πίεσης που άσκησαν τα κοινωνικά δίκτυα για να πάρει πολιτικές διαστάσεις το θέμα.
Το περίφημο “ΣΚΟΪΛ ΕΛΙΚΙΚΟΥ» δύσκολα θα είχε γίνει τέτοιο θέμα που θα οδηγούσε σε διακοπή του προγράμματος χωρίς τα social media.
O κ. Γαβρόγλου δεν θα δημοσίευε δύο φορές απολογητικό σημείωμα για τις δηλώσεις του για την κυρία Κεραμέως αν δεν είχε δεχθεί τέτοια πίεση από τα social media.
Ούτε ο κ. Κυρανάκης θα έφτανε ποτέ στο σημείο να δημοσιεύσει τα ένσημά του αν δεν του επιτίθετο σύσσωμο το διαδίκτυο.
Ούτε ο κ. Κουμουτσάκος πριν λίγες μέρες, ούτε ο κ. Χαρδαλιάς, ούτε η κ. Τζάκρη, θα έδιναν εξηγήσεις αν δεν τους «είχαν κρεμάσει στα μανταλάκια» τα social media.
Και έχει πράγματι δύναμη το διαδίκτυο όταν μιλάμε για επικοινωνία και πολιτική επικοινωνία αν σκεφτεί κανείς ότι στην Ελλάδα το 70% των χρηστών του διαδικτύου ενημερώνονται για ειδήσεις από το Facebook.
Δεν θέλω αν πω σε καμία περίπτωση πως τα κοινωνικά δίκτυα και η δύναμη που έδωσαν στον κόσμο είναι χωρίς προβλήματα.
Και πρώτα από όλα για την αξιοπιστία των ειδήσεων που διαβάζουμε ή για το επίπεδο του διαλόγου, ή για τις άδικες επιθέσεις που μπορεί να δεχθεί κάποιος χωρίς να μπορεί να προστατευθεί. Ή για την προπαγάνδα της όποιας για κάποια θέμα όλοι μας έχουμε πέσει θύματα. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα και δεν ξέρω, μάλλον κανένας δεν ξέρει με βεβαιότητα, πώς μπορούν να λυθούν αυτά τα προβλήματα.
Η επικοινωνία και η πολιτική επικοινωνία όμως έχει σίγουρα αλλάξει.
Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, για να επιστρέψουμε στο κείμενο Λίποβατς, «αποτέλεσαν μια πολιτιστική παλινδρόμηση ικανοποιώντας τια ανάγκες των λιγότερο μορφωμένων, τους οποίους καθήλωσαν σε ένα επίπεδο μονοδιάστατης ακρόασης / θέασης, χωρίς την ικανότητα ομιλίας γραφής ή ανάγνωσης».
Προσαρμόστηκαν στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή του γούστου και της νοημοσύνης του κοινού, διαμορφώνοντας όμως ταυτόχρονα μια αισθητική, ένα γούστο και σίγουρα ευθύνονται για την καθήλωση της νοημοσύνης μέρους του κοινού σε χαμηλά επίπεδα.
Κι αυτό γιατί το απαιτούσε η πίεση του κέρδους.
Τα προγράμματα ήταν, είναι και θα είναι φτιαγμένα για εκείνο το εύρος της κλίμακας νοημοσύνης και μορφωτικού επιπέδου του κοινού, στο οποίο θα υπάρχει ο μεγαλύτερος αριθμός θεατών/ακροατών ή εν δυνάμει θεατών ακροατών.
Το διαδίκτυο έσπασε αυτή τη συνθήκη και τα κοινωνικά δίκτυα έρχονται να αφαιρέσουν από τα παραδοσιακά μέσα το ρόλο του μεσάζοντα στην επικοινωνία. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε καθημερινά.
Οι πολιτικές μάχες μπορεί να μην κερδίζονται στα κοινωνικά δίκτυα αλλά τα τελευταία αποτελούν πια ένα εργαλείο που καμία εξουσία δεν μπορεί να αγνοήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου