.
Είναι σαφές πως τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων του 99%, δεν είναι ταυτόσημα με τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ του 1%, τους οποίους υπηρετούν οι ειδικά εκπαιδευμένες πολιτικές ελίτ στα σχολεία τους, όπως το «Young Global Leaders» ή το Harvard – ενώ χειραγωγούν τις μάζες με τα διατεταγμένα ΜΜΕ τους και με εξειδικευμένες «τεχνολογικές» μεθόδους, οι οποίες ήταν αδύνατες στο παρελθόν. Ως εκ τούτου, οι όποιες αντίθετες, λογικές φωνές που αναζητούν τρόπους επικράτησης της ειρήνης, καταπνίγονται από τις χειραγωγημένες μάζες – οι οποίες, στο θέμα της Ουκρανίας που δεν θα πληρώσουν οι ελίτ, αλλά πανάκριβα οι ίδιες, κατηγορούν αυτές τις φωνές ως ρωσόφιλες, ως υποστηρικτές του αναθεωρητισμού των συνόρων, ως ανήθικες κοκ. Την ίδια στιγμή, οι οικονομικές ελίτ της Δύσης κερδίζουν τεράστια ποσά από την κερδοσκοπία στα τρόφιμα, στην ενέργεια, στο στρατιωτικό εξοπλισμό, μέσω του πληθωρισμού κλπ. – ενώ όποιες μεγάλες επιχειρήσεις δεν τα καταφέρνουν, όπως η γερμανική Uniper (πήρε ήδη 19 δις € από την κυβέρνηση), στηρίζονται ξανά από τα κράτη, οπότε από τις ανόητες μάζες. Επομένως, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία δυνατότητα για να δρομολογηθεί μία ρεαλιστική πολιτική που θα έθετε τέλος στον πόλεμο, μέσω διαπραγματεύσεων – πόσο μάλλον όταν δεν τη θέλει ούτε η κυβέρνηση της Ουκρανίας, προφανώς επειδή υπηρετεί και αυτή με τη σειρά της τις ίδιες ελίτ.
.
Ανάλυση
Εισαγωγικά και προς αποφυγήν παρερμηνειών, θεωρούμε πως η Ελλάδα είναι μία δυτική, δημοκρατική χώρα που δεν έχει και δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τα αυταρχικά καθεστώτα της Ρωσίας ή της Κίνας – χωρίς όμως να υιοθετούμε το επικίνδυνο αμερικανικό αφήγημα για τις δύο αυτές χώρες (ανάλυση).
Ταυτόχρονα δηλαδή σεβόμαστε τις πολιτικές θέσεις, την εθνική κυριαρχία και τις ανάγκες ασφαλείας της Ρωσίας, της Κίνας ή όποιων άλλων χωρών – ενώ είμαστε εναντίον της δυτικής παγκόσμιας κυριαρχίας, στην οποία επιμένουν οι ΗΠΑ. Ο πλανήτης μπορεί και πρέπει να είναι πολυπολικός – πόσο μάλλον εάν κάτι τέτοιο εξασφαλίζει την παγκόσμια ειρήνη.
Θεωρούμε επίσης πως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι απαράδεκτη – γνωρίζουμε όμως παράλληλα πως οι ευθύνες της Δύσης δεν είναι αμελητέες. Ενδεχομένως δε να αποδειχθεί στο μέλλον πως προηγήθηκε μία δυτική, κυρίως αμερικανική «προβοκάτσια» – όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων στον πρώτο πόλεμο του Αφγανιστάν, με την εισβολή τότε της Σοβιετικής Ένωσης. Τέλος, δεν ξεχνάμε τα λόγια του E.M Remarque, σύμφωνα με τoν οποίο τα εξής:
«Θεωρούσα πάντοτε πως ο κάθε άνθρωπος ήταν εναντίον του πολέμου – έως ότου ανακάλυψα πως υπάρχουν μερικοί που είναι υπέρ. Συνήθως αυτοί που δεν είναι υποχρεωμένοι να πολεμήσουν» – ή να υποφέρουν από τον πόλεμο, θα συμπληρώναμε.
Συνεχίζοντας τώρα στο θέμα μας, από το Φεβρουάριο και μετά μία σειρά δυτικών πολιτικών ηγετών, καθώς επίσης δημοσιογράφων διαφόρων ΜΜΕ, ξεπερνούν ο ένας τον άλλο, όσον αφορά την πολεμική ρητορική τους – λόγια που είναι ευπρόσδεκτα από την ουκρανική κυβέρνηση, επειδή φαίνεται να ενδιαφέρεται εξίσου ελάχιστα για την ευημερία των Ουκρανών, όσο και οι Αμερικανοί στρατηγοί.
Όσον αφορά τους Έλληνες, ισχυρίζονται αρκετοί πως εάν επιλεχθεί η διπλωματική επίλυση του πολέμου, θα ήταν σαν να υποδαυλίζουμε τις επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας εναντίον μας ή σαν να στηρίζουμε την παράνομη κατοχή της βορείας Κύπρου – οπότε πως είμαστε υποχρεωμένοι να υποστηρίζουμε την πολεμική, οικονομική ή/και στρατιωτική λύση.
Η παράδοση τώρα βαρέων όπλων στην Ουκρανία από το ΝΑΤΟ, μαζί με τους μισθοφόρους, θα παρατείνει τον πόλεμο – όπως έχει διαπιστωθεί σε δεκάδες άλλα προβληματικά σημεία στο παρελθόν. Την ίδια στιγμή, ο οικονομικός πόλεμος της Δύσης εναντίον της Ρωσίας, από τον οποίο αναμένονταν λανθασμένα θαύματα, αφού δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ στο παρελθόν κυρώσεις όπως οι σημερινές εναντίον της χώρας (πάγωμα των συναλλαγματικών αποθεματικών της κεντρικής της τράπεζας, απομόνωση από το Swift κλπ.), μαίνεται – γεγονός που θα βλάψει μεν τη ρωσική οικονομία και το ρωσικό πληθυσμό, αλλά πολύ λιγότερο από ότι αναμενόταν.
Δεν προκαλεί πάντως έκπληξη, αφού η Ρωσία είχε στη διάθεση της μία δεκαετία για να συνηθίσει σε τέτοιες κυρώσεις – ανακαλύπτοντας μεθόδους μετριασμού των επιπτώσεων τους. Εκτός αυτού, έχει μετατρέψει την οικονομία της σε «μιλιταριστική» (ανάλυση) – η οποία δεν χρειάζεται τόσο πολλούς πόρους από το εξωτερικό.
Αντίθετα, η Ευρώπη που υφίσταται όλες τις συνέπειες του πολέμου, λόγω των αντιμέτρων της Ρωσίας και της μαζικής μετανάστευσης των Ουκρανών, δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη – ενώ φυσικά οι ΗΠΑ είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι, κυρίως από τις εξαγωγές LNG σε πανάκριβες τιμές, καθώς επίσης από την πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού, μετά την «αναβίωση» του ΝΑΤΟ. Κρίνοντας πάντως από τις στρατιωτικές δαπάνες της Ουκρανίας (γράφημα), προετοιμαζόταν για πόλεμο – ενώ το τι συνέβη στην πλατεία Maidan (πηγή), είναι σε όλους γνωστό. Εκτός αυτού, στο βιβλίο του Ιταλού F. Fracassi με τον τίτλο «Τέταρτο Ράιχ», αναγράφονται τα εξής:
«Από το 2012 έως το Φθινόπωρο του 2013, διάφορες τοπικές εφημερίδες της Λιθουανίας, της Λετονίας και της Εσθονίας ανέφεραν ειδήσεις, σύμφωνα με τις οποίες χιλιάδες Ουκρανοί Πολίτες αποβιβάζονταν σε νατοϊκές βάσεις των δημοκρατιών της Βαλτικής, για να εκπαιδευθούν.
Ένας αξιωματούχος του ΝΑΤΟ δήλωσε στη λιθουανική εφημερίδα Lietuvos rytas: «Για τις Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν ένα θεμελιώδες μέσο για την αποσταθεροποίηση της Ευρώπης και τον ψυχρό πόλεμο κατά της Ρωσίας. Για να κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν, πρέπει να εκπαιδευθούν. Αυτοί είναι τα κακά παιδιά. Ξεχάστε το εθνικιστικό ένδυμα. Κι έπειτα μιλούν την ίδια γλώσσα με τους Ρώσους. Πολύ χρήσιμο πράγμα. Σε πολλές περιπτώσεις».
Το παραπάνω βιβλίο αναφέρεται στο διεθνή ναζισμό και στη Μαύρη Διεθνή – ενώ τεκμηριώνει πως τα νεοναζιστικά κινήματα ανά τον κόσμο, στην Ευρώπη και ειδικά στην Ουκρανία, όπου είχαν αναλάβει κυβερνητικές θέσεις, είναι ταυτόχρονα αντιρωσικά. Επί πλέον, δίνει μία εικόνα του τι ακριβώς συνέβη στην πλατεία Maidan – κάτι που φυσικά οφείλει να εκτιμήσει κανείς μόνος του, διαβάζοντας το βιβλίο.
Το ΑΕΠ ως μέτρο σύγκρισης οικονομιών
Περαιτέρω, σε σχέση με την οικονομική κατάσταση της Ρωσίας, έχοντας ήδη αναφερθεί στα μεγάλα πλεονάσματα της από τις εξαγωγές ενέργειας, θα ξεκινήσουμε από το ότι, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ή ΑΕΠ λαμβάνεται συνήθως ως μέτρο της οικονομικής απόδοσης μίας χώρας – ενώ οι διακυμάνσεις του κατά τη διάρκεια διαδοχικών ετών, θεωρούνται ως καταστάσεις οικονομικής ανάπτυξης ή ύφεσης.
Επί πλέον, μέσω του ΑΕΠ συγκρίνονται επίσης οι αξίες διαφορετικών χωρών – όπως για παράδειγμα των ΗΠΑ, με ΑΕΠ 23 τρις $ το 2021, της Γερμανίας με 4,22 τρις $ το ίδιο έτος και της Ρωσίας με 1,77 τρις $ (πηγή). Με κριτήριο τα παραπάνω, η Ρωσία είναι ένας «οικονομικός νάνος» – οπότε όλοι όσοι τη χλευάζουν, όπως ο πρόεδρος Obama στο παρελθόν, ως «περιφερειακή δύναμη», φαίνεται πως έχουν δίκιο. Είναι όμως συγκρίσιμα τα ΑΕΠ τόσο διαφορετικών χωρών;
Για να απαντήσει κανείς σωστά στο ερώτημα, θα πρέπει να του είναι εν πρώτοις σαφές το ότι, μόνο οι συναλλαγές που μπορούν να καταγραφούν σε χρηματικούς όρους, εμφανίζονται στο ΑΕΠ. Για παράδειγμα, εάν όλα τα παντρεμένα ζευγάρια, στα οποία μόνο ο ένας σύζυγος έχει αμειβόμενη εργασία, άρχιζαν να πληρώνουν τον άλλο σύζυγο για τις οικιακές εργασίες, μέσω μία ειδικά ιδρυθείσας ΕΠΕ, το ΑΕΠ της χώρας θα αυξανόταν σημαντικά – χωρίς να δημιουργηθεί ούτε μία ακόμη οικιακή εργασία.
Εκτός αυτού, οι πωλήσεις των εταιριών και οι συναλλαγές μετοχών, αυξάνουν επίσης το αναφερόμενο ΑΕΠ – χωρίς απαραίτητα να αυξάνουν την ευημερία της χώρας. Δεν αυξάνουν την ευημερία ούτε οι ξένες επενδύσεις, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας – όταν προέρχονται απλά από το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων και από τους πλειστηριασμούς της ιδιωτικής περιουσίας σε ξένους.
Με δεδομένο τώρα το ότι, οι ΗΠΑ είναι το κέντρο της χρηματιστικοποίησης (ανάλυση), είναι εξαιρετικά αμφίβολο πως το σχεδόν κατά 14 φορές υψηλότερο ΑΕΠ τους από τη Ρωσία, έχει στην πραγματικότητα 14 φορές υψηλότερη αξία.
Με απλά λόγια, ενώ το ΑΕΠ της Ρωσίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο φυσικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ένα σημαντικό μέρος του ΑΕΠ των ΗΠΑ οφείλεται σε αέρα – για παράδειγμα, στο εμπόριο «αδειών χρήσης», όπως της πνευματικής ιδιοκτησίας ή του λογισμικού.
Αυτή η αξία των ΗΠΑ μπορεί όμως να εξαφανισθεί πολύ γρήγορα, εάν οι παραπάνω «άδειες» δεν γίνουν σεβαστές από μία ή περισσότερες άλλες χώρες – όπως ήδη συμβαίνει με τα πνευματικά και λοιπά δικαιώματα των ΗΠΑ στη Ρωσία. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως οι αναφερόμενες τιμές του ΑΕΠ δίνουν μία μικρή μόνο ένδειξη, σχετικά με το ποιος θα μπορούσε τελικά να κερδίσει έναν οικονομικό πόλεμο – όπως τον σημερινό.
Από την άλλη πλευρά, θεωρείται κατά πολλούς πως η σωστή σύγκριση του ΑΕΠ των διαφόρων χωρών μεταξύ τους πρέπει να είναι σε όρους αγοραστικής αξίας (ΡΡΡ) – όπου τα μεγέθη αλλάζουν σημαντικά (πίνακας, πηγή). Εν προκειμένω, το ΑΕΠ της Ρωσίας δεν είναι μόνο πιο «ανθεκτικό», αφού στηρίζεται κυρίως σε φυσικούς πόρους αλλά, επί πλέον, πολύ υψηλότερο – το 6ο στον πλανήτη.
Επομένως, ακόμη και αν χάσει η Ρωσία τον οικονομικό ή/και στρατιωτικό πόλεμο, με το ΝΑΤΟ αντίπαλο εν προκειμένω, δεν θα εξαφανισθεί από το χάρτη και δεν θα επανέλθει η ειρήνη στην Ευρώπη – αλλά, αντίθετα, θα βυθιστεί η ήπειρος μας σε έναν διαρκή πόλεμο, με ανυπολόγιστες συνέπειες για όλους μας. Μεταξύ άλλων από τις τιμές της ενέργειας, από τον πληθωρισμό, από το στασιμοπληθωρισμό που θα προκύψει μέσω της ανόδου των βασικών επιτοκίων, από την απώλεια της αγοραστικής αξίας των αποταμιεύσεων, από την ακρίβεια των τροφίμων, από τις ελλείψεις αγαθών κοκ. – τα οποία δεν θα προβληματίσουν καθόλου το πλουσιότερο 1%, αλλά θα εξαϋλώσουν τη μεσαία τάξη και θα εξαθλιώσουν την κατώτερη.
Η ρεαλιστική πολιτική και η προπαγάνδα
Συνεχίζοντας, κανένας στη Δύση δεν θέλει να δεσμευθεί για μία οριστική στρατιωτική υποστήριξη της κυβέρνησης της Ουκρανίας – κανένα κράτος δεν δηλώνει δηλαδή πως θα εμποδίσει τη Ρωσία να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, με κάθε τρόπο. Εύλογα, αφού πρόκειται για μία ισχυρή πυρηνική δύναμη – θυμίζοντας πως οι ΗΠΑ έχουν χάσει αρκετούς πολέμους με μικρότερα και πολύ πιο αδύναμα κράτη, όπως με το Βιετνάμ ή με το Αφγανιστάν.
Στην πραγματικότητα λοιπόν όλοι καταλαβαίνουν, παρά την πολεμική προπαγάνδα, πως η σύγκρουση στην Ουκρανία μπορεί να τερματισθεί ή, τουλάχιστον, να περιορισθεί, μόνο μέσω διαπραγματεύσεων – ενώ η μοναδική σημαντική διαφορά μεταξύ των διαπραγματεύσεων τώρα και κάποιας στιγμής στο μέλλον, θα είναι ο αριθμός των νεκρών που θα έχουν συσσωρευθεί έως τότε. Επίσης, το μέγεθος των οικονομικών ζημιών που θα υποστούν η Ουκρανία, η Ευρώπη και η Ρωσία – ο πληθυσμός βέβαια, με εξαίρεση τις ελίτ.
Εν προκειμένω, μία νηφάλια άποψη από την πλευρά της ρεαλιστικής πολιτικής (realpolitik), θα πρέπει να θεωρήσει τους διακηρυγμένους πολεμικούς στόχους της κυβέρνησης της Ουκρανίας ως «απατηλούς» – με την έννοια πως η Κριμαία δεν θα επιστραφεί, ενώ οι ρωσόφωνοι κάτοικοι των περιοχών του Ντονμπάς δεν θα θελήσουν να τοποθετηθούν ξανά υπό την κυριαρχία του καθεστώτος που αποδεδειγμένα τους τρομοκρατεί τα τελευταία οκτώ χρόνια με βομβαρδισμούς, έχοντας σκοτώσει χιλιάδες.
Ως εκ τούτου (προφανώς δεν υπάρχει εδώ καμία απολύτως σύγκριση των συνθηκών που επικρατούν μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας), όποιος υποστηρίζει τους στόχους της κυβέρνησης του Κιέβου ή τους υπερβάλλει, ως προς «το απαραβίαστο της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας», μάλλον αεροβατεί – αφού είναι πια ανέφικτοι, ενώ η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού.
Αντίθετα, οι πολεμικοί στόχοι που διακήρυξε η Ρωσία, η αποστρατιωτικοποίηση, η αποναζιστικοποίηση και η ουδετερότητα της (υπόλοιπης) Ουκρανίας, είναι προφανώς διαπραγματεύσιμοι ως προς το εύρος τους – ενώ, όσον αφορά το ουδέτερο καθεστώς της Ουκρανίας, ήταν πάντοτε προς το συμφέρον των ευρωπαϊκών κρατών (όπως επίσης της Φινλανδίας και της Σουηδίας).
Εδώ όμως υπεισέρχεται η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της ΕΕ και της κυβέρνησης των ΗΠΑ που εκφράζει το βιομηχανικό/στρατιωτικό σύμπλεγμα τα χώρας – με την έννοια πως η αμερικανική κυβέρνηση ήθελε και πέτυχε να «υποδαυλίσει» μία βίαιη σύγκρουση στα ρωσικά σύνορα, η οποία θα αποδυναμώσει οριστικά το γεωπολιτικό αντίπαλο της.
Με δεδομένο δε το ότι, οι ΗΠΑ είναι μακριά από το πεδίο του πολέμου, δεν κινδυνεύουν και κερδίζουν τεράστια ποσά, τόσο από την αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου από το LNG, όσο και από την πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού αφού κατάφεραν να «αναβιώσει» το ΝΑΤΟ, δεν θέλουν καμία διπλωματική επίλυση του πολέμου – δυστυχώς για την ΕΕ που θα το πληρώσει πανάκριβα, καθώς επίσης για τους Ουκρανούς και τους Ρώσους Πολίτες.
Εν τούτοις, η συγκεκριμένη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ (α) είτε δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια από τις κυβερνητικές ελίτ, ούτε των αντίστοιχων ΜΜΕ, (β) είτε έχει προ πολλού αποφασισθεί να είναι προς όφελος του αμερικανικού ηγεμόνα – εκ μέρους των εκπαιδευμένων στην οργάνωση του Παγκοσμίου Οικονομικού Φόρουμ «Young Global Leaders» (ανάλυση), όπως των Macron, Merkel, Baerbock και της Φινλανδής Sanna Marin.
Ο πρωθυπουργός του Καναδά (Trudeau), ο Jimmy Wales (Wikipedia), ο M. Zuckerberg (Facebook) και ο P. Thiel (Palantir) είναι επίσης απόφοιτοι της ίδιας σχολής των «Νέων Παγκοσμίων Ηγετών» – ενώ το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ έχει ήδη σχεδιάσει την επόμενη ημέρα με τη Μεγάλη Επαναφορά (ανάλυση) και δεν συμπαθεί χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση, είναι δυστυχώς αυτονόητοι οι εκβιασμοί του Putin που θα κλιμακώνονται συνεχώς – αφού σε έναν πόλεμο ο καθένας χρησιμοποιεί τα όπλα του όσο καλύτερα μπορεί, είτε το θεωρούμε ηθικό, είτε ανήθικο, αφού οι έννοιες πόλεμος και ηθική δεν συμβαδίζουν. Ο εκβιαζόμενος όμως δεν θα είναι τόσο οι ΗΠΑ, όσο η Ευρώπη – οι Πολίτες της και όχι οι οικονομικές ή πολιτικές ελίτ.
Επίλογος
Κλείνοντας, είναι σαφές πως τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων του 99%, δεν είναι ταυτόσημα με τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ του 1%, τους οποίους υπηρετούν οι ειδικά εκπαιδευμένες πολιτικές ελίτ στα σχολεία τους, όπως το «Young Global Leaders» ή το Harvard – ενώ χειραγωγούν τις μάζες με τα διατεταγμένα ΜΜΕ τους και με εξειδικευμένες «τεχνολογικές» μεθόδους, οι οποίες ήταν αδύνατες στο παρελθόν.
Ως εκ τούτου, οι όποιες αντίθετες, λογικές φωνές που αναζητούν τρόπους επικράτησης της ειρήνης, καταπνίγονται από τις χειραγωγημένες μάζες – οι οποίες, στο θέμα της Ουκρανίας που δεν θα πληρώσουν οι ελίτ, αλλά πανάκριβα οι ίδιες, κατηγορούν αυτές τις φωνές ως ρωσόφιλες, ως υποστηρικτές του αναθεωρητισμού των συνόρων, ως ανήθικες κοκ.
Την ίδια στιγμή, οι οικονομικές ελίτ της Δύσης κερδίζουν τεράστια ποσά από την κερδοσκοπία στα τρόφιμα (ανάλυση), στην ενέργεια (ανάλυση), στο στρατιωτικό εξοπλισμό, μέσω του πληθωρισμού (ανάλυση) κλπ. – ενώ όποιες μεγάλες επιχειρήσεις δεν τα καταφέρνουν, όπως η γερμανική Uniper (πήρε ήδη 19 δις € από την κυβέρνηση), στηρίζονται ξανά από τα κράτη, οπότε από τις ανόητες μάζες.
Επομένως, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία δυνατότητα για να δρομολογηθεί μία ρεαλιστική πολιτική που θα έθετε τέλος στον πόλεμο, μέσω διαπραγματεύσεων – πόσο μάλλον όταν δεν τη θέλει ούτε η κυβέρνηση της Ουκρανίας, προφανώς επειδή υπηρετεί και αυτή με τη σειρά της τις ίδιες ελίτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου