«Τα πρώτα άρματα κατεβαίνουν στην πόλη. Σε λίγο αρχίζει ένα ξέφρενο ανθρωποκυνηγητό. Οι φάκελλοι της Ασφάλειας που χρόνο με το χρόνο φούσκωναν στα ράφια, αποκτούν ένα ξέχωρο ενδιαφέρον»

Ξημερώματα, 21ης Απριλίου 1967, οι κάτοικοι του κέντρου της Αθήνας και των γύρω συνοικιών ξυπνούν από τις μηχανές και τις ερπύστριες τεθωρακισμένων του ελληνικού στρατού. Το ραδιόφωνο παίζει στρατιωτικά εμβατήρια.

Ισχυρές δυνάμεις του ελληνικού στρατού υπό τις εντολές ολιγομελούς ομάδας συνταγματαρχών και επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο πραγματοποιούν πραξικόπημα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Τι πιστεύουν οι Έλληνες για το πολίτευμα και τους θεσμούς - Πόσοι προτιμούν... χούντα

Είναι η λεγόμενη χούντα των Συνταγματαρχών, η Δικτατορία που για επτά χρόνια θα βάλει την Ελλάδα και τη Δημοκρατία «στον γύψο».

Από το ραδιόφωνο ανακοινώνεται ότι καταργούνται μια σειρά από άρθρα του Συντάγματος, που προστατεύουν θεμελιώδη δικαιώματα.

Τα τηλέφωνα νεκρά, οι κεντρικές οδοί της πρωτεύουσας είναι άδειες καθώς η κυκλοφορία έχει διακοπεί.

Με συντονισμένες κινήσεις του στρατού δεκάδες πολιτικοί συλλαμβάνονται.

Η ελληνική κοινωνία και οι πρωταγωνιστές της ελληνικής πολιτικής σκηνής, έχουν πιαστεί κυριολεκτικά και μεταφορικά στον ύπνο.

Αυτά συμβαίνουν στην Αθήνα. Τι συμβαίνει, όμως, στις άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.

Η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» πραγματοποίησε τον Απρίλιο του 1982 σχετικό αφιέρωμα.

«ΤA NEA», 21.4.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Θεσσαλονίκη

«Την Κυριακή αυτή άρχιζε από τη Θεσσαλονίκη (όπως συνηθιζόταν) ο προεκλογικός αγώνας του Γεώργιου Παπανδρέου…(…) Την παραμονή του πραξικοπήματος: Σε κεντρικό κινηματογράφο παίζεται το φιλμ “Η νύχτα των στρατηγών” και στο Κ.Θ.Β.Ε. “Το τέλος του παιχνιδιού”.

»Ένας μόνο δημοσιογράφος, ο ανταποκριτής της “Αυγής” Φρίξος Ιωαννίδης, είναι ανήσυχος – κάνει διαφόρους συνδυασμούς, “βλέπει” τη δικτατορία να έρχεται αλλά κανείς δεν θέλει να τον πιστέψει.

»Ξημερώματα της 21 Απριλίου. Τα πρώτα άρματα κατεβαίνουν στην πόλη. Σε λίγο αρχίζει ένα ξέφρενο ανθρωποκυνηγητό. Οι φάκελλοι της Ασφάλειας που χρόνο με το χρόνο φούσκωναν στα ράφια, αποκτούν ένα ξέχωρο ενδιαφέρον.

»Κι ενώ οι μυημένες ομάδες των στρατιωτικών καταλαμβάνουν τη ραδιοφωνία, τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ και τα κυβερνητικά κτίρια, οι “ιδιαιτέρως επικίνδυνοι” συλλαμβάνονται στα κρεβάτια τους, τρανή απόδειξη της “Συνωμοσίας που ετοίμαζαν μετά τη συγκέντρωση του Παπανδρέου”, όπως ξεφώνιζε λίγες μέρες μετά ο δικτάτορας. (…)

»Στόχος επόμενος των πραξικοπηματιών τα πολιτιστικά στέκια της πόλης. Ένοπλοι εισβάλλουν στα γραφεία της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας “Τέχνη” και διακόπτουν τη λειτουργία της.

»Στο βιβλιοπωλείο “Θεμέλιο” συλλαμβάνουν τον ένα από τους υπεύθυνους Παν. Παπαδόπουλο (…). Ο δεύτερος υπεύθυνος Κώστας Λαχάς είχε εξαφανιστεί (…). Την άλλη μέρα φορτώνουν τα βιβλία σε στρατιωτικά καμιόνια και τα οδηγούν “προς φύλαξιν”.

»Στα γραφεία της εφημερίδας “Μακεδονική Ώρα” αναστατώνουν τα πάντα και συλλαμβάνουν το δημοσιογράφο Γιώργο Κουκά. Ακόμη συλλαμβάνεται και ο Φρίξος Ιωαννίδης, για πολλοστή φορά στη ζωή του». 

Πάτρα

Τάσος Φούκας:

«Πέμπτη, 20 Απριλίου 1967. Μέχρι τις 1.30 το βράδυ ήμουνα σε ταβέρνα. Κανείς δεν είχε πάρει είδηση στην Πάτρα. Στο σπίτι, ξημερώματα, κάποιος τηλεφώνησε. “Δικτατορία”, είπε κι έκλεισε…Αμέσως κοιτάξαμε μεταξύ μας να μάθουμε.

»Το πρωί όλοι στο ραδιόφωνο. Εμβατήρια… “Αι ένοπλοι δυνάμεις ανέλαβον την σωτηρίαν της πατρίδος” και τα τοιαύτα…Έτσι πέτυχαν να ματαιώσουν τις εκλογές. Γινήκανε εκατοντάδες συλλήψεις.

»Πιάσανε όσους είχανε σχέση με την ΕΔΑ. Τους πήγανε σε 2-3 σχολεία και σιγά – σιγά τους φορτώνανε σε καράβια για εξορία. Με την απαγόρευση της κυκλοφορίας, την πρώτη μέρα, καταλάβαμε ότι πρόκειται για νέα Κατοχή.

Χανιά

Γ. Γαρεδάκης

«Ψιλόβρεχε στις 20 τ’ Απρίλη 1967 και η 21 ήταν μέρα “μουντή” στα Χανιά. Εσατζήδες από πρωί – πρωί και κόσμος πολύς, αμήχανος στους δρόμους. Όλοι επιφυλακτικοί λες και περίμεναν κάτι…

»Επιφυλακτικότητα ακόμη και στην 5η Μεραρχία Χανίων που εκφράστηκε με τον τότε επιτελάρχη συνταγματάρχη Τζανέτη. (…) Οι ώρες περνούν και το μεσημέρι κυκλοφορεί η είδηση ότι θ’ αρχίσουν οι συλλήψεις αριστερών. (…)

»21 Απριλίου, ώρα τρεις το απόγευμα, οι συλλήψεις αριστερών έχουν αρχίσει. Κρατητήρια, φυλακές, ξερονήσια θα δεχθούν αρκετούς. Γράφει για κείνη τη μέρα της δικτατορίας ένας από τα βασικά στελέχη του ΚΚΕ στα Χανιά, ο κ. Δημ. Βλησίδης.

“Εκείνο το υγρό Απριλιάτικο πρωινό του 1967 οι εργάτες, που πήγαν σαν κάθε μέρα να πιάσουν δουλειά στη ναυτική βάση της Σούδας, βρήκαν την πόρτα κλειστή.

“O επικεφαλής της φρουράς, τους σύρτησε να γυρίσουν ήσυχα στα σπίτια τους, ‘γιατί δεν θάχει δουλειά σήμερα’. To ίδιο έγινε και με τους εργάτες που πήγαν Π.Β.Κ, στους δρόμους που φέρνουν στην πόλη από την επαρχία, στρατιωτικά φυλάκια έκαναν έλεγχο σ’ όποιον έμπαινε ή έβγαινε σ’ αυτήν».

Σχολεία – Δημόσιες υπηρεσίες

«Στις πόρτες των εκπαιδευτηρίων, στρατιωτικές φρουρές με τους καθηγητές και το γυμνασιάρχη, έδιωχναν τους μαθητές να γυρίσουν στα σπίτια τους.

»Τους δρόμους της πολιτείας όργωναν στρατιωτικά καμιόνια μουγκρίζοντας δαιμονισμένα, γεμάτα ένοπλους φαντάρους, ναύτες και αεροπόρους.

»Στα δημόσια ιδρύματα και τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας είχαν τοποθετηθεί από τη νύχτα στρατιωτικές φρουρές. Τα τηλέφωνα είχαν βουβαθεί.

»Οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με την ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο και τα ερωτηματικά στα χείλη. Η συγκλονιστική είδηση περνούσε από στόμα σε στόμα και πάγωνε τις καρδιές.

“Οι στρατιωτικοί έκαναν πραξικόπημα”.  “Κήρυξαν δικτατορία”. “Ποια συμφορά μάς βρήκε πάλι”.

»Κατά τις 08:30 τ’ αυτοκίνητα της “Αμέσου Δράσεως” κυκλοφορούν μεταδίδοντας απ’ τα μεγάφωνά τους, τις διαταγές του στρατιωτικού διοικητή.

»Πιέζουν τον κόσμο να κλείσει τα μαγαζιά του, να παρατήσει τις δουλειές του και ν’ αποσυρθεί ήσυχα στα σπίτια του μέχρι νεωτέρας διαταγής.

»Έτσι ξημέρωσε στα Χανιά η 21η Απριλίου 1967. Ήταν σαν ένας γιγάντιος οδοστρωτήρας να ξεκίνησε ενάντια στην πόλη συντρίβοντας στο πέρασμά του κάθε εκδήλωση της καθημερινής ζωής.

»Σαν ένα πελώριο ψαλίδι πούκλεισε απότομα κόβοντας το νήμα της προηγούμενης συνέχειας. Ποιος ν’ αντιδράσει και πως;

(…)

»Βράδυ της 21ης Απριλίου στα Χανιά. Κάθε ελπίδα έχει χαθεί. Το πρώτο στρατόπεδο κρατουμένων έχει δημιουργηθεί στην περιοχή Αγ. Αποστόλων.

»Η εφτάχρονη δικτατορία και το μαρτύριο δημοκρατικών πολιτών έχει αρχίσει. Εφτά χρόνια κατοχής, που σήμερα γίνεται αγώνας να κρατηθούν ζωντανά στη μνήμη. Έτσι, μόνο υπάρχει ελπίδα να μην ξανάρθουν». 

Ηράκλειο

»Οι Κρητικοί την πρώτη κιόλας μέρα της δικτατορίας, την 21η Απριλίου 1967, άπλωσαν το αντιδικτατορικό τους πάθος από τις Τρεις Καμάρες, το Μεϊντάνι, τα Λιοντάρια, το Καμαράκι έως τη Χανιώπορτα και την πλατεία Κόρακα του Ηρακλείου και με οδοφράγματα και φωτιές, με την πύρινη “Ξαστεριά” και τα συνθήματα “114” και “Κάτω ο φασισμός”, όρθωσαν το ανάστημά τους “καταντίκρυ του μελανού φορέματος των αποφασισμένων”.

»Η πρώτη μαζική λαϊκή αντίσταση κατά της δικτατορίας γεγονός συγκλονιστικό αλλά σχεδόν άγνωστο στις σελίδες της αντιδικτατορικής πάλης του λαού μας, συνέβη στο Ηράκλειο. Η συμμετοχή ήταν αυθόρμητη: νέοι και νέες, γέροι και παιδιά πάλεψαν για ν’ αποτρέψουν την επικράτησή της.

»Το τόλμημα θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες στα σχέδια των συνταγματαρχών, αν υπήρχε στοιχειώδες σχέδιο δράσης και ουσιαστική καθοδήγηση και συμμετοχή της τοπικής πολιτικής ηγεσίας, αλλά οι τοπικοί βουλευτές είχαν ουσιαστικά εξαφανιστεί όπως λέει ο κ. Γιάννης Σκουλάς, ένας από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων εκείνης της μέρας.

»Δύο μέρες κράτησαν οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις του στρατού και το Ηράκλειο θύμιζε πεδίο πολέμου. Πολλοί τραυματίστηκαν, πολλοί πιάστηκαν. Πρώτο θύμα ήταν ένας νεαρός τότε οικοδόμος, ο Άγγελος Τσαγκαράκης, που τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί του πόδι από σφαίρα όπλου M1 κατά τις συγκρούσεις με το στρατό πάνω από το στάδιο της Ελευθερίας.

»Το τραυματισμένο πόδι του έμεινε 8 πόντους κοντύτερο. Ο ίδιος χαροπάλεψε έξι μήνες στο ΚΑΤ, στην Κηφισιά. Και θυμάται σήμερα αυτός ο αφανής ήρωας της αντίστασης:

Δούλευα σε μια οικοδομή δίπλα στο φούρνο του Νερατζούλη, μπήκα μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο στη διαδήλωση. Από το Καμαράκι και κάτω οι στρατιώτες μας απωθούσαν, ρίχνοντας στον αέρα.

Έξω από τη Χανιώπορτα έγινε το μεγάλο ‘ντου’. Ανάψαμε φωτιές και με ξύλα και τούβλα δεν τους αφήσαμε να προχωρήσουν. Οι στρατιώτες φωνάζανε στους αξιωματικούς: Οι πολίτες μάς βαράνε. Άκουσα έναν αξιωματικό να τους λέει: Βαράτε και σεις.

Οι στρατιώτες πυροβολούσαν συνεχώς, αλλά εμείς είμασταν πολλοί και δεν τους αφήναμε να περάσουν. Γύρω στις 7:15 με 7:30 τραυματίστηκα…”»