INFOWAR
Νέα Υόρκη
Τις τελευταίες εβδομάδες κυκλοφόρησαν ευρέως στο ίντερνετ δύο εικόνες που δημιουργήθηκαν εξ ολοκλήρου με εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και προκάλεσαν αίσθηση, αν όχι πανικό. Η πρώτη υποτίθεται παρουσίαζε την επεισοδιακή σύλληψη του Ντόναλντ Τραμπ από τις ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ (μερικές ημέρες πριν κληθεί να προσέλθει πραγματικά στην Εισαγγελία του Μανχάταν). Στη δεύτερη εμφανιζόταν ο Πάπας να φορά ένα μακρύ λευκό «φουσκωτό» μπουφάν. Ηταν δύο χαρακτηριστικά δείγματα των λεγόμενων deepfakes που προκάλεσαν τα αναμενόμενα τεχνοφοβικά σχόλια. Στο μέλλον, μας είπαν, οι άνθρωποι δεν θα μπορούν πλέον να ξεχωρίσουν τι είναι αληθινό και τι όχι και θα αναπαράγουν θεωρίες συνωμοσίας τις οποίες προωθούν «σκοτεινά κέντρα» - τα οποία σχεδόν πάντα εδράζονται σε χώρες γεωπολιτικούς αντιπάλους των ΗΠΑ.
Εξετάζοντας όμως τις αντιδράσεις των χρηστών του ίντερνετ ερευνητές συνειδητοποιούν ότι το μέλλον ίσως να μην είναι τόσο μαύρο (σαν το ποινικό μητρώο του Τραμπ) ούτε τόσο άσπρο (όσο το μπουφάν του Πάπα). Οπως εξηγούσε ο συντάκτης τεχνολογίας του περιοδικού The Atlantic, Τσάρλι Γουάρζελ, ενώ σχεδόν όλοι κατάλαβαν αμέσως ότι η εικόνα της σύλληψης του Τραμπ είναι ψεύτικη, η φωτογραφία του Πάπα ξεγέλασε προς στιγμήν ακόμη και ειδικούς που ασχολούνται με τον εντοπισμό παραποιημένων εικόνων. Στην περίπτωση του Τραμπ, όπου μια ψεύτικη φωτογραφία θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές πολιτικές εξελίξεις, οι θεατές εξέτασαν προσεκτικά την εικόνα και κυρίως τη συνέκριναν με τις υπόλοιπες πληροφορίες που λάμβαναν ή δεν λάμβαναν για το θέμα. Ηξεραν ότι αν πραγματικά είχε συλληφθεί ο Τραμπ με τόσο επεισοδιακό τρόπο, το timeline τους θα έπρεπε να είναι γεμάτο από σχετικές ειδήσεις, οι οποίες όμως τώρα δεν υπήρχαν πουθενά.
Ο θόρυβος που προκλήθηκε φαίνεται να οφείλεται περισσότερο σε αυτό που ψυχολόγοι και επικοινωνιολόγοι αποκαλούν φαινόμενο του τρίτου προσώπου (Third Person Effect) – το γεγονός δηλαδή ότι ενώ κάποιος δεν πέφτει θύμα μιας προφανούς απάτης πιστεύει ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχει τις δικές του ικανότητες και θα παρασυρθεί από μια ψευδή πληροφορία.
Αντίθετα για την εικόνα του Πάπα, που στην καλύτερη περίπτωση προσφέρεται μόνο για ρεπορτάζ μόδας και μερικά χαριτωμένα παραπολιτικά σχόλια, ο κόσμος δεν μπήκε στον κόπο να διασταυρώσει την οπτική πληροφορία που λάμβανε. «Ωραίος ο Πάπας» ήταν το σχόλιο που έκαναν οι περισσότεροι πριν προχωρήσουν στην επόμενη εικόνα.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αντέδρασαν ψύχραιμα αποδεικνύοντας ότι σε σοβαρά ζητήματα έχουν τη λεγόμενη παιδεία για τα μέσα ενημέρωσης (media literacy) ώστε να αποφεύγουν κακοτοπιές. Παρ’ όλα αυτά τα ΜΜΕ συνέχιζαν να περιγράφουν ένα δυστοπικό μέλλον σημειώνοντας με κάθε ευκαιρία ότι «για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις εικόνες που βλέπουμε με τα μάτια μας».
Φυσικά η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα είναι «γιατί, πότε μπορούσαμε;»
Καταρχήν η φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας έχει ιστορία μόλις δύο αιώνων και ξεκινά το 1826, όταν ο Γάλλος εφευρέτης Νικηφόρος Νιπς τράβηξε την πρώτη φωτογραφία από το παράθυρο του σπιτιού του. Κάθε εικόνα πριν από αυτήν αποτελούσε ούτως ή άλλως υποκειμενική καταγραφή της πραγματικότητας από καλλιτέχνες, χαράκτες κτλ. Είτε έβλεπες έναν απόλυτα ρεαλιστικό πίνακα της σχολής του νατουραλισμού ή τον Αϊ-Γιώργη καβάλα στο άλογο να σκοτώνει τον δράκο (κορυφαίο deepfake της προηγούμενης χιλιετίας) ήξερες ότι η εικόνα θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφέρει ψευδείς πληροφορίες.
Ακόμη και στην περίπτωση της φωτογραφικής απεικόνισης όμως οι άνθρωποι έμαθαν από πολύ νωρίς να μην εμπιστεύονται όσα βλέπουν τα μάτια τους. Ηδη από τα χρόνια της Κομμούνας του Παρισιού το 1871 ο φωτογράφος Ερνέστ Απέρτ έκανε το πρώτο φωτομοντάζ για πολιτική προπαγάνδα. Φωτογράφισε τα κεφάλια γνωστών κομμουνάρων και τα τοποθέτησε σε σώματα ηθοποιών που υποτίθεται πραγματοποιούσαν φρικτά εγκλήματα όπως μαζικές εκτελέσεις κτλ.
Λίγα χρόνια αργότερα η αστυνομία της Νέας Υόρκης συνέλαβε τον φωτογράφο Λε Γκραντζ Μπράουν ο οποίος τοποθετούσε φωτογραφίες με κεφάλια γνωστών κυριών της υψηλής κοινωνίας σε γυμνά σώματα. Για τα δεδομένα της εποχής (και το ανύπαρκτο media literacy) η απάτη ήταν τεχνικά πολύ πιο άρτια και συνεπώς πιο επικίνδυνη σε σχέση με τις εικόνες που παράγουν σήμερα οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης. Ενας πολίτης του 19ου αιώνα δηλαδή ήταν περισσότερο δικαιολογημένος να πέσει στην παγίδα. Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος μας δεν καταστράφηκε επειδή κάποιοι παρουσίαζαν παραποιημένες φωτογραφίες, ακόμη και αν αφορούσαν σημαντικά πολιτικά γεγονότα.
Είναι φυσικά πολύ νωρίς για να προβλέψουμε τις αρνητικές επιπτώσεις από την εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγή φωτορεαλιστικών εικόνων. Οι κίνδυνοι είναι σίγουρα υπαρκτοί και πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτούς. Αντί να μετατρέπουμε όμως την ανησυχία μας σε τεχνοφοβία, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων οι φωτογραφίες που διακινούνται για προπαγανδιστικούς λόγους δεν είναι παραποιημένες με τεχνικά μέσα. Η πραγματική προπαγάνδα γίνεται πάντα με αληθινές φωτογραφίες και βίντεο που παρουσιάζονται σε διαφορετικό πλαίσιο από αυτό στο οποίο τραβήχτηκαν. Η λήψη τους δηλαδή μπορεί να έγινε σε άλλο τόπο, σε άλλο χρόνο ή να δείχνουν κάτι διαφορετικό από ό,τι κάποιοι θέλουν να πιστεύουμε.
Σε λίγες ημέρες, στις 9 Απριλίου, θα συμπληρωθούν 20 χρόνια από την ημέρα που οι οθόνες των τηλεοράσεων και των υπολογιστών μας γέμισαν με τις εικόνες της αποκαθήλωσης του αγάλματος του Σαντάμ Χουσεΐν στο κέντρο της Βαγδάτης. Οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής έπεισαν την ανθρωπότητα ότι έβλεπε τον ιρακινό λαό να ρίχνει το άγαλμα ενός δικτάτορα και να ευγνωμονεί τις ΗΠΑ για την απελευθέρωση. Ενα εκατομμύριο νεκρούς αργότερα, γνωρίζουμε ότι οι εικόνες έδειχναν ένα αμερικανικό άρμα μάχης που έριξε το άγαλμα προς τέρψιν των δεκάδων ξένων ανταποκριτών που έμεναν σε ένα ξενοδοχείο στην άλλη άκρη της πλατείας.
info-war.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου