ΚΡΥΦΑ ΧΑΡΤΙΑ
Μισόν αιώνα μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, το ιδρυτικό δηλαδή γεγονός της κοινωνίας στην οποία σήμερα ζούμε, ο επετειακός εορτασμός αυτής της πεντηκονταετηρίδας θ’ αποτελέσει αναμφίβολα μια καθοριστική στιγμή για τη διαμόρφωση της συλλογικής μας συνείδησης και πορείας. Αν μη τι άλλο, η εικόνα που επικρατεί κάθε φορά για το συλλογικό παρελθόν καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές των περισσότερων πολιτών για το παρόν και το μέλλον, προσδίδοντας στις ανάγκες και στα συμφέροντά τους μιαν ορισμένη νοηματοδότηση, που με τη σειρά της υπαγορεύει στάσεις και αντιδράσεις προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη πόσο καθυστέρησε αυτός ο συγκεκριμένος αναστοχασμός (συνήθως οι ιστορικοί κύκλοι αρχίζουν ν’ αποτιμώνται μετά περίπου 30 χρόνια), μπορούμε να είμαστε κάτι παραπάνω από σίγουροι πως η σχετική ζύμωση και συνειδήσεις θα διαμορφώσει και θα θέσει τελικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι επόμενες γενιές θα σκέφτονται την κρίσιμη εκείνη ιστορική περίοδο (και, κατ’ επέκταση, όσα σημαντικά ακολούθησαν από το 1981 μέχρι το 2010, το 2015 και το 2019).
«Θα γκρεμίσουμε τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης» | Κυριάκος Μητσοτάκης («Το Βήμα» 21.7.2019)
Δυστυχώς, παρά την κρισιμότητα της συγκυρίας, δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς εμβληματικότερη αποτύπωση της ανατροπής του πολιτικοϊδεολογικού συσχετισμού δυνάμεων που έχει επέλθει στο μεσοδιάστημα, από την κατάσταση που επικρατεί επ’ αυτού στους κόλπους της εγχώριας κοινότητας των ιστορικών και συναφών κοινωνικών επιστημόνων. Ουσιαστικά, βρισκόμαστε μπροστά στην πλήρη αντιστροφή της εικόνας των πρώτων μεταπολιτευτικών δεκαετιών. Τότε, η αριστερή διανόηση ήταν εκείνη που έθετε με τον δυναμισμό της την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης για το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν του τόπου· η δεξιά ομόλογή της, όταν δεν νοσταλγούσε χαμηλόφωνα τους παλιούς καλούς καιρούς τής αστυνομικά και δικαστικά επιβεβλημένης ηγεμονίας της, περιοριζόταν συνήθως στην προβολή μιας επιστημονικής ειδίκευσης που δεν είχε ούτε ήθελε να έχει -υποτίθεται- σχέση με «την πολιτική».
Σήμερα, οι ιστορικοί, πολιτικοί επιστήμονες και λοιποί επεξεργαστές της συλλογικής μνήμης της μείζονος Δεξιάς έχουν σαφώς το πάνω χέρι· όχι λόγω τίτλων ή σοβαρότητας, αλλά χάρη στην αδιαμφισβήτητη και διακηρυγμένη πρόθεσή τους να παράσχουν αυτοί το καινούργιο κυρίαρχο αφήγημα, με το οποίο θα πορευτεί τις επόμενες δεκαετίες η ελληνική κοινωνία. Το έχουν γράψει και πει κατά κόρο, σε αναρίθμητες παρεμβάσεις: απαιτείται ριζική αποδόμηση του «εθνολαϊκού» ερμηνευτικού σχήματος που επικράτησε στα μεταπολιτευτικά χρόνια, προκειμένου να μην επαναληφθούν ποτέ ξανά, έστω και ως μακρινό ενδεχόμενο, η κοινωνική έκρηξη του 2010-2012 και η παραλίγο θεσμική αποκρυστάλλωσή της το καλοκαίρι του 2015.
Το μεγαλύτερο μέρος τής (πάλαι ποτέ;) αριστερής διανόησης, απεναντίας, είτε αποποιείται πλέον εμφατικά αυτόν τον πολιτικό προσδιορισμό, διεκδικώντας μιαν επιστημονική «ουδετερότητα» υπεράνω ιδεολογικών αντιθέσεων, είτε έχει ταμπουρωθεί στα μικροφέουδα ενός υπερειδικευμένου καταμερισμού εργασίας σε ΑΕΙ κι ερευνητικά ιδρύματα, αποδιώχνοντας ακόμη και την ιδέα να σηκώσει το γάντι που έχει ήδη ριχτεί στον δημόσιο χώρο. Οπως ακριβώς έκανε δηλαδή, μερικές δεκαετίες νωρίτερα, το ακίνδυνο τότε συντηρητικό «πανεπιστημιακό κατεστημένο».
Ακροκεντρώοι, ελληνόψυχοι και «ακόρεστοι»
Οπως και στην περίπτωση των πρόσφατων διακοσάχρονων του Εικοσιένα, δύο είναι έτσι τα βασικά αντίπαλα αφηγήματα που αναμένεται να διασταυρώσουν τα ξίφη τους (και) για την επανανοηματοδότηση της μεταπολιτευτικής συλλογικής μας διαδρομής – αντανακλώντας, μεταξύ άλλων, και την αντίστοιχη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού που καταγράφηκε στις πρόσφατες κάλπες. Από τη μια έχουμε το ηγεμονικό αφήγημα του «ακραίου Κέντρου», σύμφωνα με το οποίο η δημοκρατική τομή του 1974 εκτροχιάστηκε λόγω υπερβολικών ενοχών της τότε Δεξιάς για όσα προηγήθηκαν και της συνακόλουθης αδόκητης ανοχής της απέναντι στον «αριστερό λαϊκισμό». Από την άλλη, το νεκραναστημένο αφήγημα της παραδοσιακής σκληρής Δεξιάς και Ακροδεξιάς υιοθετεί μεν πλήρως αυτή την αντίληψη περί εκτροχιασμού, τον αποδίδει όμως στο προπατορικό αμάρτημα της ίδιας της δημοκρατικής τομής: τη μεταπολιτευτική «κάθαρση» των καταλοίπων της χουντικής επταετίας. Κάθαρση που μπορεί να υπήρξε στην πραγματικότητα ημιτελής και να μην έθιξε ούτε στο ελάχιστο τον σκληρό πυρήνα του κράτους πέραν του στρατού (διπλωματία, Εκκλησία και -κυρίως- Δικαιοσύνη), νομιμοποίησε όμως πολιτικά και κοινωνικά το αντίπαλο δέος, επιτρέποντάς του να καταλάβει επτά χρόνια αργότερα μέσω της κάλπης την εξουσία.
Τα συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ των δύο αυτών ερμηνευτικών σχημάτων είναι κάτι παραπάνω από ορατά, όπως και ο βασικός κοινός τόπος τους: η αρνητική πρόσληψη ή ακόμη και η δαιμονοποίηση των κοινωνικών αγώνων της εποχής και της ορμητικής εισόδου των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο· εισόδου που ανέδειξε τη Μεταπολίτευση στην πιο δημιουργική κι ελπιδοφόρα περίοδο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, το φάντασμα της οποίας ουκ ολίγοι παλεύουν μέχρι σήμερα να ξορκίσουν.
Η δαιμονοποίηση αυτή έχει, βέβαια, πίσω της μια μακρά προϊστορία στο επίπεδο της δημόσιας ιστορίας και δημοσιογραφίας. Η εθνικιστική υστερία του 1992-1994 επέτρεψε λ.χ. για πρώτη φορά τη δημόσια διατύπωση, σε έντυπα κάθε άλλο παρά ακροδεξιά, του ισχυρισμού ότι για την κυπριακή τραγωδία του 1974 ευθύνεται πρωτίστως η ακύρωση της παπαδοπουλικής φιλελευθεροποίησης από την αντιδικτατορική εξέγερση του 1973 (βλ. χαρακτηριστικά το επετειακό αφιέρωμα του περιοδικού «Εψιλον» της «Ελευθεροτυπίας» για την εικοστή επέτειο του Πολυτεχνείου).
Μία δεκαετία αργότερα, η αντιτρομοκρατική υστερία του 2002-2003 συνοδεύτηκε, για πρώτη κι εδώ φορά, από μια απροκάλυπτα αρνητική αποτίμηση του μεταπολιτευτικού εκδημοκρατισμού. Σύμφωνα λ.χ. με το υπ’ αριθμόν ένα μπεστ-σέλερ των ημερών, η Μεταπολίτευση υπήρξε μια εποχή αποχαλίνωσης της Αριστεράς: «Η χώρα συγκλονίζεται από ένα αδιάκοπο κύμα διεκδικητικής βίας και μια ακόρεστη διάθεση συγκεκριμένων ομάδων για συγκρούσεις με την αστυνομία»· τα σώματα ασφαλείας σακατεύτηκαν αντίθετα λόγω της αφαίρεσης της «θεσμικής μνήμης» τους, με την απόταξη και τις καταδίκες των βασανιστών της χούντας (Αλέξης Παπαχελάς – Τάσος Τέλλογλου, «17», Αθήνα 2002, σ.64 & 94).
Η σημερινή ποιοτική διαφορά εδράζεται ωστόσο σε δύο κυρίως παράγοντες: την απουσία ζωντανής μνήμης μιας μεγάλης μερίδας του πολιτικά ενεργού κοινού λόγω ηλικίας, αφ’ ενός, και τον ισοπεδωτισμό του διαδικτύου, αφ’ ετέρου. Με το copy paste να πολλαπλασιάζει την επιδραστικότητα των κειμενογράφων ευθέως ανάλογα με την απεύθυνσή τους σ’ ένα όσο το δυνατόν λιγότερο σκεπτόμενο κοινό, τα ήδη κυρίαρχα στερεότυπα, οι συνθηματολογικές προσεγγίσεις και οι κραυγαλέες συνωμοτικές θεωρίες έχουν γαρ εξ αρχής το προβάδισμα απέναντι στις πιο πολύπλοκες, ουσιαστικές προσεγγίσεις.
Τοπίο στην ομίχλη
Τόσο το επιστημονικό σκέλος της πολιτικοϊδεολογικής αυτής επέλασης όσο και τα παρελκόμενά της στον χώρο της δημόσιας ιστορίας δεν είναι φυσικά δυνατό ν’ αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά ούτε με συνθήματα ούτε με την επίκληση ενός νεκρόφιλου «ηθικού πλεονεκτήματος» της Αριστεράς, το οποίο αντλεί τα επιχειρήματα και την αίγλη του από τη λιτανεία ηρώων και μαρτύρων που μας κληροδότησε η μακρινή δεκαετία του 1940. Οποιος παρακολούθησε την επικαιροποιημένη «Ομορφη Πόλη» των Μίκη Θεοδωράκη και Γιώργου Βάλαρη στο Μέγαρο Μουσικής προ τετραετίας, διαπίστωσε άλλωστε πλήρως σε ποιο βαθμό αυτά τα τελευταία μπορούν πλέον να χωρέσουν, δίχως ιδιαίτερες αντιφάσεις, σ’ ένα αμιγώς συντηρητικό εθνικό αφήγημα, όπου «οι Ελληνες» (γενικώς) υποφέρουν και αγωνίζονται διαχρονικά, απαλλαγμένοι από περίπλοκους διχαστικούς πολιτικούς προσδιορισμούς και αντιθέσεις.
Αυτό που χρειάζεται, για όσους δεν ομνύουν στο όραμα μιας εθνικής ενότητας προορισμένης να καθαγιάζει την υφιστάμενη κοινωνική ανισότητα και πολιτική τάξη πραγμάτων, είναι μια επίπονη ανασύσταση της κρίσιμης μεταπολιτευτικής περιόδου από την οπτική γωνία των «από κάτω», μια διερεύνηση της πολιτικής σκηνής και των εξελίξεων της εποχής που θα παίρνει διαρκώς υπόψη την αλληλεπίδρασή τους με τη ζωντανή πραγματικότητα της ταξικής πάλης. Εγχείρημα καθόλου εύκολο και καφενειακό, βέβαια. Απαραίτητο όμως αντίβαρο στον κυρίαρχο λόγο που, αποτιμώντας από τη δική του πλευρά τη γέννηση του κόσμου μας, δεν πρόκειται φυσικά να θέσει (και ν’ απαντήσει) παρά μόνο τα ερωτήματα που ενδιαφέρουν τους νικητές τής σήμερον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου