Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Επιδρομή της Ν.Δ. στην Παιδεία με γραμμή 1991

 Κυριάκος Μητσοτάκης και Παύλος Μαρινάκης στην επιχείρηση ιδιωτικοποίησης της Παιδείας στη γραμμή του 1991

 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Κυριάκος Μητσοτάκης και Παύλος Μαρινάκης στην επιχείρηση ιδιωτικοποίησης της Παιδείας στη γραμμή του 1991 | ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI
 Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ, Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 33 ΧΡΟΝΙΑ


Τριάντα τρία χρόνια μετά το οπισθοδρομικό και αντισυνταγματικό πολυνομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου, η απόσυρση του οποίου «σφραγίστηκε» με το αίμα του δολοφονημένου καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα, η σημερινή απόπειρα αντιμεταρρύθμισης παρουσιάζει ανατριχιαστικές αναλογίες ● Στα επιχειρήματα, στα εργαλεία, στα πρόσωπα...

Δεν έχει κουραστεί να επαναλαμβάνει ο κ. Μητσοτάκης ότι η ίδρυση «μη κερδοσκοπικών» ιδιωτικών πανεπιστημίων αποτελεί την πεμπτουσία του εκσυγχρονισμού στον χώρο της Παιδείας και να κατηγορεί ως «αναχρονιστές» τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας που αντιδρούν. Πρόκειται βέβαια για την τελική φάση μιας σχεδιασμένης πολιτικής άλωσης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης που ξεκίνησε από την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και τη θέσπιση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, αλλά τώρα κορυφώνεται με την παράδοση της εκπαίδευσης στους «μη κερδοσκόπους» μεγαλοεπιχειρηματίες. Και όλα αυτά με ευθεία παραβίαση του Συντάγματος.

 Αμέσως μετά την αναρρίχησή του στη θέση του πρωθυπουργού, ο κ. Μητσοτάκης είχε φροντίσει να απαξιώσει τα Πανεπιστήμια, ισχυριζόμενος ότι «ολόκληρες αίθουσες, κομμάτια του δημόσιου χώρου [βρίσκονται] υπό κατάληψη, στα χέρια ποικιλώνυμων οργανώσεων, ναρκωτικά κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι, υπόγεια γεμάτα από μολότοφ και κουκούλες, το τεχνικό προσωπικό του Πανεπιστημίου βάφει και ξαναβάφει μάταια τους τοίχους και καθηγητές καθυβρίζονται – ακόμη και χτίζονται μέσα στα γραφεία τους» (8.8.2019).

 Μιλώντας κατά τη συζήτηση του πρώτου νομοσχεδίου που έφερε για τα ΑΕΙ στη Βουλή με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος», περιέγραψε μια άθλια εικόνα που υποτίθεται ότι θα άλλαζε με την κατάργηση του ασύλου και την αστυνομοκρατία: «Το σημερινό καθεστώς στην ανώτατη εκπαίδευση έδωσε εδώ και δεκαετίες εξετάσεις και απέτυχε. Εμεινε ανοχύρωτο και απαξιώθηκε, διευρύνοντας τελικά τις ανισότητες, καθώς η δωρεάν Παιδεία γίνεται χίμαιρα με τα χαμένα εξάμηνα από τις καταλήψεις. Με τα πτυχία τα οποία, τελικά, δεν προσφέρουν δουλειά, καθώς δεν πιστοποιούν σύγχρονες σπουδές» (11.2.2021).

 Σε πιο πρόσφατες συνεντεύξεις του περηφανευόταν για τη θέσπιση της πανεπιστημιακής αστυνομίας: «Η παρέμβασή μας θεωρώ ότι ήταν εξαιρετικά ήπια ως προς τον τρόπο με τον οποίον στήθηκε αυτό το σώμα. Και πιστεύω ότι συνολικά στο ζήτημα αυτό έχουμε κάνει κάποια βήματα προόδου» (Podcast «Μπούκλα 99», Νεφέλη Μεγκ, 7.4.2023). Και την επομένη στον Γ. Αυτιά: «Γνωρίζετε πολύ καλά ότι υπάρχει στην πατρίδα μας ένα χρόνιο πρόβλημα μιας πολύ επιθετικής παραβατικότητας στις πορείες, οι μπαχαλάκηδες, οι καταλήψεις στα πανεπιστήμια. Είχαμε δεσμευτεί ότι αυτά τα φαινόμενα θα τα αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Πιστεύω ότι έχουμε κάνει πρόοδο. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί που θα ήθελα να ήμασταν, αλλά επιτέλους πρέπει να αντιληφθούμε ότι η Αστυνομία δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να στοχοποιείται» (8.4.2023).

 Οταν μάλιστα αποδείχτηκε φιάσκο η ίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, δεν δίστασε ο κ. Μητσοτάκης να περηφανευτεί για την εισβολή της βαριά οπλισμένης αστυνομίας στα πανεπιστήμια: «Πώς το αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα αυτό; Με πολλές τολμηρές κινήσεις, βάζοντας όχι την πανεπιστημιακή αστυνομία, την ίδια την αστυνομία, ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις και τις βαριά οπλισμένες μονάδες της αστυνομίας, μέσα στα πανεπιστήμια, στην πανεπιστημιούπολη στου Ζωγράφου, αδειάζοντας πολλές καταλήψεις, με αποτέλεσμα η κατάσταση σήμερα να είναι πολύ καλύτερη» (Συνέντευξη στη Σία Κοσιώνη και στον Παύλο Τσίμα, «Σκάι», 13.7.2023).

 Πριν από λίγες μέρες ο πρωθυπουργός έφτασε να πει ότι «η κατάληψη από τη φύση της είναι μία παράνομη πράξη. Διότι μια “δημοκρατική διαδικασία”, μια συνέλευση φοιτητών, δεν μπορεί να δικαιολογεί μία παράνομη πράξη. Είναι σαν να βρισκόμαστε εμείς εδώ στο στούντιο και να λέμε: “είμαστε δέκα άτομα, αποφασίζουμε δημοκρατικά να πάμε να ληστέψουμε το διπλανό μπακάλικο”» (Συνέντευξη στον Παύλο Τσίμα, «Σκάι 100,3», 13.7.2023).

Ο πρώτος (Μητσοτάκης) διδάξας

Ολα αυτά τα σχέδια του κ. Μητσοτάκη δεν μπορούν να διεκδικήσουν καμιά πρωτοτυπία. Τα είχε επιχειρήσει πριν από τριάντα χρόνια ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, χρησιμοποιώντας παρόμοια επιχειρήματα και κάνοντας χρήση των πιο σκληρών μεθόδων καταστολής. Γνωρίζουμε την κατάληξη αυτής της επιχείρησης. Ηταν η δολοφονία του αγωνιστή καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα στην Πάτρα από ομάδα της ΟΝΝΕΔ που επιχείρησε να εισβάλει σε κατειλημμένο σχολείο στις 8 Ιανουαρίου 1991. Η «Εφ.Συν.» έχει δημοσιεύσει δύο εκτενή αφιερώματα στην υπόθεση (Τάσος Κωστόπουλος, «Το φιλελεύθερο παρακράτος», 10.1.2016 και Δημήτρης Ψαρράς, «Ο “εκσυγχρονισμός” του παρακράτους», 13.1.2019).

Το σημαντικό είναι ότι εκείνη η επιχείρηση του πατέρα Μητσοτάκη είχε στόχο την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων με την ίδια ακριβώς δικαιολογία που χρησιμοποιείται και σήμερα. Ο τότε υπουργός Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλος, τρεις μέρες πριν από τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα, εξηγούσε στη βασική φιλοκυβερνητική εφημερίδα πώς θα αντιμετωπίσει το γεγονός ότι οι μαθητές αντιτάσσονται στην ιδιωτικοποίηση της Παιδείας. «Η Παιδεία μας δυστυχώς έχει μια κακή μοίρα», ήταν τα λόγια του υπουργού της Ν.Δ. «Βασανίζεται από πραγματικά προβλήματα, οικονομικά και πολιτικά, με την έννοια ότι παραμένει ένας χώρος όπου επιχειρείται κομματική εκμετάλλευση, παρά την ευαισθησία που παρουσιάζει, και πάσχει από ένα συνεχές ράβε ξήλωνε. Κοντά σ’ αυτά, έχουμε και ορισμένες ψυχώσεις που καλλιεργούνται. Η περίφημη ιδιωτικοποίηση δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από την επιλογή της κυβέρνησης να επιτρέψει την ύπαρξη και λειτουργία στη χώρα μας, όπως σε όλες τις ευρωπαϊκές, και μιας Παιδείας που δεν θα συντηρείται από το κράτος. Και που όχι μόνο δεν πρόκειται να λειτουργήσει σε βάρος της δημόσιας, αλλά θα συνεισφέρει στην εισροή περισσότερων κεφαλαίων στον χώρο της Παιδείας, αλλά θα δημιουργήσει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος της δημόσιας».

Στο ερώτημα της δημοσιογράφου πώς μπορεί να συνδυαστεί η «αποκρατικοποίηση» της ανώτατης εκπαίδευσης με την ενίσχυση της δημόσιας, ο υπουργός της κυβέρνησης Μητσοτάκη πατρός ισχυρίστηκε όσα ακριβώς ακούμε αυτές τις μέρες και από τους εκπροσώπους της κυβέρνησης Μητσοτάκη υιού: «Οι 30 σελίδες των κυβερνητικών προτάσεων αναφέρονται όλες αποκλειστικά στη δημόσια εκπαίδευση. Μισή παράγραφο αφιερώνουμε στην ιδιωτική εκπαίδευση, για να της αναγνωρίσουμε απλώς δικαίωμα λειτουργίας και μάλιστα μέσα από ένα πλαίσιο που θα θεσμοθετήσει η Πολιτεία, για να ασκεί τον αναγκαίο έλεγχο κι εποπτεία, ώστε να διασφαλίσει εκείνους που θα επιλέξουν να προσφύγουν στην ιδιωτική εκπαίδευση».

Βέβαια αυτή η «μισή παράγραφος» είχε προκαλέσει την αντίδραση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πρυτάνεων (16 στους 17 διαφώνησαν) και πολλών συνταγματολόγων, έτσι ώστε όταν ρωτήθηκε σχετικά ο Β. Κοντογιαννόπουλος τα μπέρδεψε: «Οσον αφορά τις συνταγματικές αντιρρήσεις, υπάρχει πόρισμα επιτροπής εγκρίτων νομομαθών, που γνωμοδότησαν ότι μπορεί να υπάρξουν μορφές μη κρατικών ιδρυμάτων μέσα στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος. Οσον αφορά τους πρυτάνεις […] εκτός από τα δύο θέματα, των ιδιωτικών ΑΕΙ και της ρύθμισης για τα ΤΕΙ, σε όλα τα άλλα θέματα διατυπώθηκαν πολύ θετικές παρατηρήσεις» (Συνέντευξη στη Γιούλη Μανώλη, «Ελεύθερος Τύπος», 5.1.1991).

Το «σχέδιο» για τις καταλήψεις

Οπως και σήμερα έτσι και τότε ο βασικός στόχος της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν να απειλήσει μαθητές και φοιτητές και να σπάσει τις καταλήψεις με βία και τρομοκρατία. Το τελευταίο που την ενδιέφερε ήταν η ήδη εκφρασμένη γνώμη της συντριπτικής πλειοψηφίας της εκπαιδευτικής κοινότητας: «Εστω και με έναν μαθητή παρόντα, το υπουργείο Παιδείας έχει δώσει οδηγίες στους διευθυντές των Γυμνασίων και των Λυκείων να συνεχίσουν από αύριο τα μαθήματα» («Ελεύθερος Τύπος», 6.1.1991).

Επισήμως το «σχέδιο» Μητσοτάκη - Κοντογιαννόπουλου για να σπάσουν οι καταλήψεις ήταν «να βρεθούν αίθουσες διδασκαλίας εκτός των κατειλημμένων σχολείων, οι οποίες θα φιλοξενήσουν τους καθηγητές και τους μαθητές που δεν θέλουν να χάσουν τη χρονιά τους» («Ελεύθερος Τύπος», 7.1.1991). Στην πραγματικότητα το σχέδιο αυτό περιλάμβανε επιχειρήσεις «ανακατάληψης» από οργανωμένες ομάδες τραμπούκων της Ν.Δ., όπως αποκαλύφθηκε την επομένη στην Πάτρα, στην οποία πρωτοστάτησε η ηγεσία της τοπικής ΟΝΝΕΔ.

Οπως αναγνώριζε ένας διακεκριμένος φιλοκυβερνητικός δημοσιογράφος, «στην προσπάθεια για την καταστολή των καταλήψεων στα σχολεία δραστηριοποιήθηκαν και όργανα του κομματικού μηχανισμού της Ν.Δ. Πρόκειται για βαρύτατο ολίσθημα και σοβαρό κρούσμα αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς. Ενα κρούσμα, το οποίο σπιλώνει την παράταξη». Και το συμπέρασμά του ήταν ότι το κόμμα επιχείρησε να «αλώσει το κράτος» και ότι στον «κομματικό μηχανισμό της Ν.Δ. “εισέβαλε” μια πολυάριθμη ομάδα προσώπων, κύριο γνώρισμα της οποίας ήταν και είναι η προσήλωσή της στον πρόεδρο της Ν.Δ.» (Στάμος Ζούλας, «Ποιοι “άλλαξαν” τη Ν.Δ.;», εφ. «Καθημερινή», 13.1.1991).

Την κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε καταγγείλει τότε στη Βουλή ο Κώστας Σημίτης: «Η κατάσταση είναι απόρροια της εγκληματικής σας αντίληψης ότι πρέπει να χρησιμοποιήσετε βία. Ποιος έδωσε την εντολή οι καταλήψεις να αντιμετωπισθούν με ανακαταλήψεις; Ποιος οργάνωσε την ομάδα αυτή να ανακαταλάβει το σχολείο της Πάτρας; Ποιος όπλισε την ομάδα αυτή με σιδηρολοστούς; Δεν έγιναν συσκέψεις στη Νομαρχία και στη Ν.Δ. για τις ενέργειες αυτές;» (11.1.1991).

Η αποτυχημένη απόπειρα ιδιωτικοποίησης της Παιδείας από την κυβέρνηση του πατέρα Μητσοτάκη

Ενας άλλος Παύλος Μαρινάκης

Οι αναλογίες με το σήμερα δεν σταματούν εδώ. Την υπεράσπιση των φερομένων ως δραστών της δολοφονικής επίθεσης ανέλαβαν δύο δικηγόροι. Ο ένας ήταν ο Μιχάλης Αρβανίτης, ο οποίος αργότερα έγινε βουλευτής της Χρυσής Αυγής και έχει ήδη καταδικαστεί σε πέντε χρόνια φυλακής για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση. Ο δεύτερος ήταν ο Παύλος Μαρινάκης, στέλεχος της ΝΟΔΕ Πάτρας της Ν.Δ., ο οποίος είναι παππούς του σημερινού κυβερνητικού εκπροσώπου. Η παρουσία του ξάφνιασε τον τότε αντιδεξιό Τύπο: «Σήμερα ο εκλεκτός δικηγόρος της Ρηγίλλης στην Πάτρα και έγκριτος ποινικολόγος κ. Παύλος Μαρινάκης (με πλούσια και σε πολλούς πολιτικούς χώρους πείρα) παίρνει (κι αυτός) εντολή να υπερασπισθεί τον κατηγορούμενο ως φυσικό αυτουργό της δολοφονίας, Γιάννη Καλαμπόκα, πρόεδρο της [τοπικής] ΟΝΝΕΔ και δημοτικό σύμβουλο. Ο κ. Μαρινάκης στο παρελθόν δεν συνδεόταν με ακροδεξιούς κύκλους, πολύ περισσότερο με τραμπούκους, και για τους γνωρίζοντες τα δρώμενα στον δικηγορικό σύλλογο Πατρών δεν θα δεχόταν ποτέ να αναλάβει μια τέτοια υπόθεση εάν δεν είχε προηγουμένως συνεννοηθεί για το βήμα με την ηγεσία του κόμματος. Επιπροσθέτως, ο κ. Μαρινάκης, που χαίρει εκτίμησης στους νομικούς κύκλους για τις επιστημονικές του γνώσεις, ποτέ δεν θα αναμειγνυόταν στην υπόθεση εάν δεν του εδίδετο το πράσινο φως και η εντολή από την Αθήνα, γιατί έχει να αντιμετωπίσει την αντίθεση των συναδέλφων του, οι οποίοι δηλώνουν ότι αποτελεί ντροπή για έναν επώνυμο και μάλιστα πολιτικό να αναλάβει την υπεράσπιση των δολοφόνων του καθηγητή. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος ως δολοφόνος του καθηγητή, Γιάννης Καλαμπόκας, φιλοξενήθηκε επί μέρες σε... σπίτια στελεχών της Ν.Δ., ενώ ο δικηγόρος του που γνωρίζει καλά πρόσωπα και πράγματα δήλωσε: “Παίρνω προσωπικά την ευθύνη για τη μη εμφάνιση επί πολλές ημέρες του Καλαμπόκα και του Σπίνου στη Δικαιοσύνη!”» (Γ. Διακογιάννης, «Στη Ρηγίλλης τα στηρίγματα των τραμπούκων», εφ. «Τα Νέα», 14.1.1991).

Την επομένη στο κύριο άρθρο της η ίδια εφημερίδα σχολίαζε την εμπλοκή Μαρινάκη: «Το εκπληκτικότερο είναι ότι βρέθηκε έγκριτος, ως λέγεται νομικός, προσκείμενος σ’ αυτή την παράταξη, να δηλώσει ότι αναλαμβάνει προσωπικά την ευθύνη για τη μη εμφάνιση των καταζητουμένων στη Δικαιοσύνη! Το κρυφό παρακράτος της εποχής Γιοσμάδων και Γκοτζαμάνηδων έχει εκσυγχρονισθεί, δρα με φανερή κομματική κάλυψη και αδιαφορεί για τα προσχήματα. Δεν είναι τίποτε λιγότερο από μηχανισμούς “εφόδου” εντός του κυβερνώντος κόμματος, που αυτοαναγορεύονται σε κράτος για να επιβάλλουν, με κάθε μέσο, τον “νόμο” τους επί των αντιφρονούντων. Πράγματα ανατριχιαστικά και αποκρουστικά σε μια δημοκρατία» (εφ. «Τα Νέα», 15.1.1991).

Το μνημείο του Νίκου Τεμπονέρα στην Πάτρα

Ασφαλώς κανείς (ούτε βέβαια ο πρωθυπουργός και ο στενός του συνεργάτης) δεν ευθύνεται για την όποια δράση των συγγενών του. Ομως η υιοθέτηση από μέρους τους της θεωρίας ότι οι καταλήψεις που αποφασίζονται από τις φοιτητικές συνελεύσεις είναι ισοδύναμες με «ληστείες», δηλαδή με κακουργήματα, μοιάζει να έχει αντιγραφεί από εκείνη τη θλιβερή περίοδο που στοίχισε τη ζωή ενός αγωνιστή, του Νίκου Τεμπονέρα, πατέρα του γνωστού εργατολόγου Διονύση Τεμπονέρα, ηγετικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πολλές φορές επιχειρήσει να σβήσει το ιστορικό παρελθόν της Δεξιάς στην Ελλάδα. Αλλοτε διεκδικώντας ο ίδιος αντιστασιακές δάφνες, με τη δήλωση ότι επί χούντας ήταν πολιτικός κρατούμενος σε ηλικία έξι μηνών (δήλωση 21.7.2016), και άλλοτε διαγράφοντας την πολιτική ιστορία του τόπου με αναρωτήσεις του τύπου «τι τον νοιάζει τον 17χρονο αν έγινε το 1963 η δολοφονία του Λαμπράκη» (27.5.2018).

Το πρόβλημα για τον κ. Μητσοτάκη είναι ότι είναι ο ίδιος που με την πολιτική του μιμείται τις πιο σκοτεινές περιόδους δεξιάς διακυβέρνησης στη χώρα. Και η αντιγραφή της αποτυχημένης νεοφιλελεύθερης και αντισυνταγματικής «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης» του πατέρα του, που επιχειρεί σήμερα, αναπόφευκτα μας θυμίζει τις μέρες του 1991 και την εγκληματική βία που τέθηκε τότε σε εφαρμογή για να την επιβάλει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΡΕΠΟΡΤΑΖ. ΤΩΡΑ.GR

Καιρός: Έρχεται κατακρήμνιση - Άμεση ψυχρή εισβολή με χιόνια και στην Πάρνηθα

  Νέα δεδομένα για τον  καιρό  με το κρύο να θεωρείται πλέον σίγουρο  Newsbomb 20 Νοεμβρίου 2024 · 10:59 ΚΑΙΡΟΣ 3' Mμπορεί στην παρούσα ...