ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Το απόλυτο έγκλημα, η απόλυτη είδηση, η απόλυτη τιμωρία έχει πάντα θύμα ένα παιδί που συμβολίζει την αθωότητα και θύτη μια πανούργα μάνα, δηλαδή το διαβολικό θηλυκό.
Δεν έχει σημασία για τον κανιβαλικό πολιτισμό του μιντιακού (και όχι μόνο) στερεώματος της Ελλάδας αν η φόνισσα είναι μια απροστάτευτη 15χρονη, αν είναι ψυχικά βαριά διαταραγμένη, αν ο σύντροφός της έβαλε «πλάτη», αν η οικογένειά της την αποστρεφόταν ή την κακοποιούσε, αν όλα στη ζωή της ήταν άθλια ή αν τελικά αποδειχτεί ότι το έκανε ή ότι δεν το έκανε. Σημασία έχει ότι ήταν μάνα και σύμφωνα με τους... άγραφους νόμους της Ελλάδας και τους γραπτούς νόμους, π.χ. των Ταλιμπάν, αυτό είναι το μέγιστο έγκλημα.
Εδώ και καιρό, πολύ πριν βγουν οι τοξικολογικές εξετάσεις και πάρει ο εισαγγελέας την απόφασή του, παρουσιαστές και παρουσιάστριες τροφοδοτούσαν με αποστροφή και οργή τούς πολίτες. Και μην τολμήσει κανείς να υπαινιχθεί ότι επιχειρείται εδώ δικαιολόγηση της αποτρόπαιας και νοσηρής πράξης δολοφονίας ίσως και τριών παιδιών από την ίδια τη μάνα τους ή ότι επιχειρείται η απενοχοποίηση της κατηγορούμενης.
Αντιγράφουμε την εξαιρετικά εύστοχη παρατήρηση της ψυχολόγου Ελενας-Ολγας Χρηστίδη: «Μπορούμε να επιλέξουμε να μείνουμε στο σοκ και στην απόδοση της ατομικής ευθύνης για ένα αποτρόπαιο έγκλημα - η οποία σαφώς χρειάζεται να αποδοθεί στο ακέραιο. Ή μπορούμε να διερευνήσουμε τις ευθύνες που (μας) αναλογούν για τη συλλογική άρνηση, απροθυμία και ανετοιμότητά μας να αντέξουμε να σοκαριζόμαστε από κάτι, χωρίς όμως να το αφήνουμε να ξεγλιστρά, μέχρι να αναγκαστούμε υποχρεωτικά να το κρατήσουμε. Κανένα έγκλημα δεν είναι (μόνο) υπόθεση μιας τραγικής προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας».
Οσο λοιπόν κι αν «σοκάρονται» τώρα οι ειδικοί και κυρίως οι μη ειδικοί, όσο κι αν εξανίστανται οι γείτονες, το περιβάλλον, οι φίλοι, ο σύζυγος-πατέρας, οι δάσκαλοι του 9χρονου παιδιού και οι γιατροί που αντιμετώπισαν τα περιστατικά, δεν εξηγείται το γιατί κανείς μέχρι τώρα δεν υποψιάστηκε το παραμικρό.
Οτι θάνατοι παιδιών ανεξήγητοι και σε διαφορετικό χρόνο όφειλαν να έχουν απασχολήσει εγκαίρως όχι τα κανάλια, αλλά τον κοινωνικό περίγυρο της γυναίκας αυτής και ίσως έτσι το μεγάλο κοριτσάκι που για δεύτερη και τρίτη φορά έμπαινε σε οριακή κατάσταση στο νοσοκομείο να είχε σωθεί.
«Το έγκλημα του αιώνα»...
Με αυτόν τον «επιστημονικό» όρο χαρακτηρίστηκε πλέον η υπόθεση των τραγικών παιδιών, που δυστυχώς ούτε η πρώτη είναι ούτε και η τελευταία στον κόσμο. Πανομοιότυπες ανάλογες φρικτές υποθέσεις απασχόλησαν κατά καιρούς τη διεθνή και ελληνική κοινή γνώμη και αυτόν τον αιώνα.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι η ψυχική ασθένεια δεν έχει όρια κι ότι επίσης όσο πιο βάρβαρη και ανάλγητη είναι μια κοινωνία κι ένας περίγυρος που κρύβει αλήθειες και προβλήματα κάτω από το χαλί, τόσο θα υπάρχουν ανάλογα περιστατικά που πολύ αργά θα διαπιστώνονται.
«Οσο προχωρά η υπόθεση θα κληθούμε να θυμόμαστε και να υπογραμμίζουμε διαρκώς κάτι κρίσιμο για τους όρους που καταλαβαίνουμε [στα εγκλήματα] (...) η ψυχοπαθολογία δεν ισοδυναμεί με ακαταλόγιστο των πράξεων. Η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας των θυτών σε διάφορα ακραία εγκλήματα (και όχι μόνο) μπορεί να είναι συχνή, αλλά δεν ισοδυναμεί με (απόλυτο, βασικό ή ακόμα και έλασσον) αίτιο των πράξεών τους και στις συντριπτικά περισσότερες των περιπτώσεων δεν σημαίνει ότι οδηγεί το άτομο σε εγκληματική πράξη σε συνθήκη όπου το άτομο δεν έχει επαφή με το τι κάνει, δεν αναγνωρίζει ή ελέγχει τη συμπεριφορά του ή και ότι δεν μπορεί να την προσχεδιάσει. Το στίγμα της ψυχικής ασθένειας μπορεί να επανέλθει δριμύτερο με τη δημόσια συζήτηση αυτής της υπόθεσης και τα αντανακλαστικά μας χρειάζεται να είναι ενεργά» γράφει η Ελ. Χρηστίδη.
Κι ενώ συνεχίζεται ο 24ωρος βομβαρδισμός των πολιτών κι ενώ είναι πλέον πολύ αργά για τα θύματα, έρχονται οι τραγικές πληροφορίες που ποτέ έως χθες δεν άρκεσαν έστω για να ανησυχήσει κανείς. Βαριά η ψυχοπαθολογία της οικογένειας, ο παππούς της κατηγορούμενης είχε σκοτώσει τη γυναίκα του, την ίδια την κατηγορούμενη την παραμελούσαν οι γονείς της, η απόγνωση ήταν εμφανής στο πρόσωπο της Τζωρτζίνας, ύποπτες και αποκαλυπτικές οι επί χρόνια συνεχείς αναρτήσεις της μάνας στα κοινωνικά δίκτυα κ.λπ. Ευρήματα προέκυπταν από τις ζωγραφιές της Τζωρτζίνας δήλωσε, και μάλιστα στη δημόσια τηλεόραση, μία παιδοψυχολόγος (!) αναρτώντας ένα κατάπτυστο κείμενο γεμάτο μίσος και προκατάληψη.
...και το ανεμπόδιστο λιντσάρισμα
Ομως ακόμα κι αν όλα δείχνουν ότι υπήρχαν τα σημάδια και αποδειχτεί ότι η γυναίκα αυτή σκότωσε τα παιδιά της, αυτό δεν δικαιολογεί το να γίνονται τα νεκρά παιδιά βούτυρο στο ψωμί μιας κατευθυνόμενης μιντιακής εκστρατείας μίσους. Ακόμα κι όταν η γυναίκα αυτή συνελήφθη μετά τα βάσιμα στοιχεία για την πράξη της, δεν χόρτασαν.
Δεν χόρτασαν ούτε βλέποντας την επικίνδυνη εξέλιξη ενός παρακινημένου πλήθους που επιχείρησε λιντσάρισμα της μητέρας της και στη συνέχεια της ίδιας. Στο απόγειο της «οικογενειακής» ευθύνης και της βαρβαρότητας απολύθηκε χθες η αδερφή της από τη δουλειά και αμέσως μετά ο πατέρας των παιδιών. Και να οι αναρτήσεις και να τα πρωτοσέλιδα για τη Μήδεια! Πρώτο θέμα χθες σε όλα τα φιλοκυβερνητικά φύλλα (πλην «Καθημερινής»).
Πριν ακόμα μιλήσουν οι ιατροδικαστές, η ΕΛ.ΑΣ. και ο εισαγγελέας, δύο μήνες τώρα τα ρεπορτάζ προετοίμασαν το έδαφος μέχρι που τελικά χαιρέκακα «ικανοποιήθηκαν». Ολόκληρα 24ωρα στα αδηφάγα δελτία της φρίκης. Βλέπετε δεν βρέθηκε εδώ κάποιος διάσημος τηλεοπτικός ποινικολόγος να διαμαρτυρηθεί για το αίσχος ή για το τεκμήριο αθωότητας, αν και είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι κάποιοι που τόλμησαν να το κάνουν έφαγαν πόρτα.
Ακόμα και η τέως υπεύθυνη του... σωφρονισμού Σοφία Νικολάου αναρωτήθηκε με ανάρτησή της για το αν υπάρχει άραγε τιμωρία γι’ αυτό το έγκλημα! Υπάρχει - και αν καταδικαστεί, είναι ισόβια. Δεν το ξέρει αυτό η τέως γ.γ. Αντεγκληματικής Πολιτικής, που πόνεσε τόσο πολύ για τα συγκεκριμένα αθώα παιδιά; Κι όλα τα παιδιά που κακοποιούνται, που βιάζονται, που δολοφονούνται, δεν είναι αθώα;
Η ποινή υπάρχει και είναι βαριά, αλλά ο νόμος κλείνει συχνά το ματάκι στους δράστες. Δεν γίνονται 24ωρες εκπομπές οι βιασμοί και οι κακοποιήσεις ανηλίκων από επώνυμους ή από πατεράδες και γιους που βρίσκονται και στις σελίδες με τα «κοσμικά». Ούτε εγκληματικές ενέργειες που αφήνουν παιδιά παράλυτα ή σκοτωμένα στο ξύλο ή δολοφονημένα από σφαίρες. Δεν απασχολούν τα δελτία ειδήσεων εγκληματικές συμμορίες με ονοματεπώνυμα που διακινούν ναρκωτικά σε ανηλίκους ή εκείνοι που συναινούν στην εγκατάλειψη προσφυγόπουλων να πνίγονται ή να παγώνουν στο κρύο. Ολα αυτά ωχριούν μπροστά στην «απόλυτη δολοφονία»! Κι αν ο όρος σάς φαίνεται παράλογος, δεν έχετε παρά να ανοίξετε την τηλεόραση. Μια μάνα κατηγορείται ότι δολοφόνησε τα παιδιά της και τώρα πρέπει να καεί στην πυρά χωρίς έλεος και μάλιστα καλούνται να «φροντίσουν» γι’ αυτό γυναίκες κρατούμενες, να μην την αφήσουν καν να απολογηθεί, να μην της επιτρέψουν να αναπνέει.
Μας κορόιδεψαν!
«Την προτροπή να λιντσαριστεί όλη η οικογένεια της κατηγορούμενης για τη δολοφονία των παιδιών της την καταλαβαίνω με δυο τρόπους: σαν να απαιτεί η τοπική κοινωνία μια ανθρωποθυσία (ίσως και περισσότερες, άραγε μία για κάθε παιδί;) για να εξαγνιστεί για όσα (έκανε ότι) δεν έβλεπε. Κυρίως όμως ως τη μόνη επαρκή τιμωρία για τον τρόμο που προκαλεί η αναδρομική συνειδητοποίηση ότι αυτό που τώρα αναγνωρίζουν ως το απόλυτο κακό μέχρι πριν λίγο δεν το ξεχώριζαν ως κάτι ολοκληρωτικά διαφορετικό από τους ίδιους.
Εχουμε τόση ανάγκη να πιστεύουμε ότι το (όποιο) κακό είναι τόσο διαφορετικό από εμάς που θα το αναγνωρίσουμε αμέσως, γιατί μόνο έτσι νιώθουμε ασφαλείς (με τον εαυτό μας και τους άλλους). Και νιώθουμε προσωπικά εξαπατημένοι όταν αυτό δεν συμβαίνει, γιατί κάτι έχει διαρραγεί στο κοινωνικό συμβόλαιο: το κακό μάς μοιάζει, κατάφερε να μας κοροϊδέψει.
Η αιώνια αθώα ελληνική κοινωνία, αυτή που θέλει να ξορκίσει το κακό με λιντσάρισμα, γιατί το κακό δεν μπορεί να είναι ποτέ κομμάτι της. Αυτή που πρέπει να την έχουν κοροϊδέψει, γιατί αν δεν την έχουν κοροϊδέψει, αν «είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε», αυτό θα είναι ομολογία ευθύνης και αποτυχίας. Θα πρέπει να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να αλλάξει» (ανάρτηση της διδάκτορος Κλινικής Ψυχολογίας, Νάνσυς Παπαθανασίου).
Iφιγένεια Καμτσίδου, αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ*
Η τιμωρία του δράστη πρέπει να συνιστά δίκαιη ανταπόδοση για την πράξη του και όχι εκδίκηση
Η ανθρωποκτονία είναι έγκλημα στυγερό και για τον λόγο αυτό επισύρει τη βαρύτερη ποινή που προβλέπεται στον Π.Κ., δηλαδή την ισόβια κάθειρξη. Τούτη η βαρύτητα του εγκλήματος όμως επιβάλλει τον έλεγχο καθεμιάς περίπτωσης με τις διαδικασίες και τα κριτήρια που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, ώστε η τιμωρία του δράστη να συνιστά δίκαιη ανταπόδοση για την πράξη του και όχι εκδίκηση.
Ακόμη και όταν το έγκλημα γεννά αποτροπιασμό, ακόμη και όταν φαίνεται να ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης συνείδησης, δεν υπάρχει άλλος τρόπος αντιμετώπισής του από την προσφυγή στο δίκαιο: η τιμώρηση της ανθρωποκτονίας από την πολιτεία και όχι από την οικογένεια του θύματος ή την «κοινωνία» δεν είναι απλώς στοιχείο του κράτους δικαίου. Είναι παράμετρος της διαμόρφωσής μας ως έλλογων υποκειμένων, που μοιράζονται κοινές αρχές και αξίες και με βάση αυτές ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι προϋπόθεση για την ειρηνική λειτουργία της κοινωνίας, παρά τα έντονα πάθη που γεννώνται σε αυτή και (ανα)παράγονται στα τηλεπαράθυρα, για την επίλυση των διαφορών και συγκρούσεων με όρους ανθρωπιάς και ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
*Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT)
Σοφία Βιδάλη, καθηγήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς τη σιωπή ορισμένων αρμοδίων
Η υπόθεση του θανάτου των τριών παιδιών στην Πάτρα έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο, όπως είναι αναμενόμενο. Ταυτόχρονα η υπόθεση αυτή έχει προκαλέσει αντιδράσεις που υπερβαίνουν τα περιστατικά των θανάτων και δείχνουν αντιδράσεις ενός μέρους της κοινωνίας που δεν είναι τιμητικές για κανέναν: ούτε για αυτούς που τις εκφέρουν ούτε γι’ αυτούς που τις ανέχονται.
Κατ’ αρχάς δεν έχει νόημα να ασχοληθεί κάποιος δημοσίως με στερεότυπα περί ψυχολογικών προφίλ, ούτε με διαγνώσεις καφενείου μην έχοντας προφανώς στοιχεία της υπόθεσης διαθέσιμα. Πόσο μάλλον όσοι έχουν τέτοια στοιχεία δεν πρέπει να τα δημοσιοποιούν, καθώς δεν προσφέρουν τίποτα άλλο παρά αγριότητα και μίσος. Ομως, ακόμα και αν μπορεί κάποιος να εξηγήσει το γεγονός της δημόσιας κατακραυγής από αγελαίες ομάδες συμπολιτών μας, δύσκολα μπορεί να κατανοήσει τη σιωπή ορισμένων αρμοδίων, που θα όφειλαν να διαφυλάξουν τη μνήμη των θυμάτων, τη ζωή των συγγενών και το τεκμήριο της αθωότητας ακόμα και για τα πιο ειδεχθή εγκλήματα.
Ακόμα πιο δυσεξήγητες όμως είναι οι απορίες που εκφράζονται δημόσια, τα δάκρυα και οι οπερετικοί οδυρμοί εκείνων που είχαν ή έχουν θέσεις ευθύνης και που δεν λογοδότησαν για την απραξία κατά τη θητεία τους: ας πουν λοιπόν δημόσια όλοι αυτοί τι έκαναν τόσο καιρό για να μπορούν τα παιδιά και γενικά τα θύματα να καταγγέλλουν, να προστατεύονται και να καταθέτουν όπως πρέπει;
Για να μπορούν οι αστυνομικοί να επιλαμβάνονται με επάρκεια τέτοιων υποθέσεων - πέρα από το προσωπικό τους φιλότιμο και την καλή καρδιά; Τι έχει γίνει για να υπάρχουν δημόσιες δομές διαμονής και περίθαλψης τέτοιων θυμάτων, ιδίως παιδιών, αλλά και για να έχουν δάσκαλοι και γείτονες τη δυνατότητα να συντρέχουν σε τέτοιες υποθέσεις;
Επειδή τίποτα ή ελάχιστα έχουν γίνει, πρέπει να μας προβληματίσουν σοβαρά επιτέλους τέτοιες αδράνειες. Κανένας αρμόδιος, σημερινός ή προηγούμενος, δεν μπορεί να είναι σχολιαστής της επικαιρότητας στην οποία έστω έμμεσα, έστω και εκ παραλείψεως συνέβαλε να διαμορφωθεί. Μην κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε: έτσι φτάνουμε στα δημόσια λιντσαρίσματα και στις ωμότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου